ΟΡΝΙΘΕΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Φεστιβάλ Αθηνών
Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν
Ωδείο Ηρώδου Αττικού / 20 & 21 Ιουλίου 2008, 21:00
Με μια ιστορική παράσταση, που είχε σηματοδοτήσει τη βίαιη αναμέτρηση «παλαιών και μοντέρνων» όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το 1959, το Φεστιβάλ Αθηνών συμμετέχει στον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Καρόλου Κουν.
Το Θέατρο Τέχνης ερμήνευσε τους αριστοφανικούς Όρνιθες (414 π.Χ.) δια του συγκερασμού ελληνικότητας και νεωτερικού στοιχείου, παίζοντας ανελέητα με τους αναχρονισμούς. Casus belli υπήρξε η εμφάνιση του αρχαίου «ιερέα» με καλημαύχι που τελούσε τη θυσία μιμούμενος τη βυζαντινή λειτουργία ενώ Χορός απαντούσε παρηχώντας το «αμήν». Υπήρχαν επίσης αναφορές σε οικοπεδοποιήσεις στη Νεφελοκοκκυγία! Αν και τις αποδοκιμασίες μικρής μερίδας θεατών είχαν σκεπάσει τα «αλλόφρονα» χειροκροτήματα του «πληθυσμού των ορεινών κερκίδων», ο παριστάμενος υπουργός Προεδρίας Κ. Τσάτσος διέταξε την απαγόρευση των επαναλήψεων των παραστάσεων.
Τρία χρόνια αργότερα, στην τελική τους μορφή οι Όρνιθες θα βραβευτούν στο παρισινό Φεστιβάλ των Εθνών.
Mετάφραση – Διασκευή: Βασίλης Ρώτας
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιάννης Τσαρούχης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Χορογραφία: Ζουζού Νικολούδη
Σκηνoθετική επιμέλεια: Διαγόρας Χρονόπουλος, Κωστής Καπελώνης, Θόδωρος Γράμψας
Επιμέλεια σκηνικού-κοστουμιών: Κατερίνα Σωτηρίου
Μουσική επιμέλεια – Μουσική διδασκαλία: Θοδωρής Οικονόμου, Μαρίνα Χρονοπούλου
Διδασκαλία χορογραφίας: Μαρίζα Τσίγκα, Βικτώρια Τασοπούλου, Βανέσσα Ανδρικοπούλου
Φωτισμοί: Κωστής Καπελώνης
Διανομή:
Πεισθέταιρος: Νίκος Μπουσδούκος
Ευελπίδης: Γιάννης Δεγαϊτης
Τροχίλος: Γιώργος Παπαδόπουλος
Έποπας: Δημήτρης Δεγαϊτης
Ιερέας: Δημήτρης Δεγαϊτης
Ποιητής: Βασίλης Λέμπερος
Χρησμολόγος: Κώστας Βελέντζας
Μέτων: Γιάννης Καρατζογιάννης
Επιτετραμμένος: Δημήτρης Δεγαίτης
Ψηφισματοπώλης: Μιχάλης Σαράντης
Α’ Αγγελιοφόρος: Κωνσταντίνος Γαβαλάς
Φύλακας: Μιχάλης Κωνσταντινίδης
Κήρυκας: Παναγιώτης Σούλης
Κινησίας: Θανάσης Ακοκκαλίδης
Συκοφάντης: Κώστας Βελέντζας
Προμηθέας: Γιάννης Δεγαϊτης
Ποσειδώνας: Γιάννης Καρατζογιάννης
Ηρακλής: Δημήτρης Δεγαϊτης
Τριβαλός: Αριστείδης Σταύρου
Β’ Αγγελιοφόρος: Αλέξανδρος Πέρρος
Αηδόνα: Ειρήνη Στρατηγοπούλου
Κουκουβάγιες: Χριστίνα Δαλαμάγκα, Δομνίκη Μητροπούλου, Βερονίκη Δαβάκη
Χορός πουλιών: Κώστας Βελέντζας, Παναγιώτης Σούλης, Μιχάλης Κωνσταντινίδης, Μιχάλης Σαράντης, Βασίλης Λέμπερος, Αριστείδης Σταύρου, Αλέξανδρος Πέρρος, Ηλέκτρα Καπετανάκη, Σταύρος Σερέτης, Νικόλαος-Ορέστης Χανιωτάκης
Χορός:
Μαρίζα Τσίγκα, Βικτωρία Τασοπούλου, Βάσια Αγγελίδου, Λίλα Βλασερού, Μιχάλης Μαραγκός, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Μόνικα Κολοκοτρώνη, Θανάσης Ακοκκαλίδης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Αριστοφάνης είναι ο τελευταίος του χορού με τις τέσσερες μεγάλες μορφές του θεάτρου και της δημοκρατίας, τον σεμνόν Αισχύλο, τον μακάριο Σοφοκλή, τον τραγικόν Ευριπίδη και τούτον τον χαριτωμένο, τον πατέρα της κωμωδίας. Αν άφηνε η τύχη και την κληρονομιά τούτη, όπως τόσους άλλους ανεχτίμητους θησαυρούς, να χανόταν, αν δεν έφτανε ως τ’ αφτιά μας ο ζωντανός λόγος που λάλησαν αυτές οι εξαίσιες μορφές, πολύ μικρή και σκοτεινήν ιδέα θα μπορούσαμε να σχηματίζαμε, όχι μόνον για κείνη τη χρυσή εποχή, παρά και για τη Ζωή μας την ίδια, τόσο λαμπρό ‘ναι το φώς που ρίχνουν οι τέσσερες αυτοί στο πνεύμα του κόσμου.
Ο Αριστοφάνης, Αθηναίος, γεννημένος στην Αίγινα από πλούσιο σπίτι, έζησε και πέθανε στην Αθήνα (452-325 π.Χ). Ήταν πνεύμα ανώτερο και γενναίο, κι αφοσιώθηκε στο θέατρο, πίστευε, όπως κι η πολιτεία τότε, στη μεγάλη αποστολή της τέχνης για την προαγωγή της κοινωνίας κι αυτή την απoστoλή υπηρέτησε με τα έργα του (44 κωμωδίες, που σώζονται οι 11). Σατίρισε τις κακίες του καιρού του, τη δημαγωγία, την αργομισθία, τη συκοφαντία, τη σοφιστεία, ακόμα και τις νέες ιδέες, βλέποντας σ’ αυτές την αιτία κι όχι το σύμπτωμα της διαφθοράς της κοινωνίας.
Η γλώσσα του είναι καθάρια Αττική, το ύφος του σεμνό, παρ’ όλες τις αισχρολογίες του, ο λόγος του μουσικός, ο στίχος του χορευτικός, τα χορικά του απ’ τα ωραιότερα δείγματα της λυρικής ποίησης. Γι’ αυτές του τις χάρες και την παρρησία του ο Αριστοφάνης αγαπήθηκε απ’ τους Αθηναίους, που τον τίμησαν με το στεφάνι της ιερής ελιάς, που στεφάνωναν τους εθνικούς ήρωες. Επίσης αγαπήθηκε απ’ όλους τους λαούς κι είναι μέτρο πολιτισμού η εκτίμηση του έργου του. Ο καλύτερος έπαινος του είναι ένα πρωελεγειακό δίστιχο που αποδίνεται στον φίλο και θαυμαστή του, τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα:
Αί Χάριτες τέμενός τι λαβείν όπερ ουχί πεσείται
ζητούσαι ψυχήν εύρον Αριστοφάνους.
Η κωμωδία του «Όρνιθες» πρωτοπαραστάθηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 414 π.Χ. και πήρε το δεύτερο Βραβείο. (πρώτος Αμειψίας με το»Κωμασταί», τρίτος Φρύνιχος με το «Μονότροπος».)
Η Αθήνα τότε βρισκόταν στο μεσουράνημά της: η ειρήνη απ’ το 421 είχε επουλώσει τις πληγές του πολέμου και ξανανιώσει τη δύναμη και την ορμή και την καταχτητική της όρεξη. Είχε κιόλα ριχτεί στη μεγαλύτερη υπερπόντια επιχείρηση που ξεκίνησε από ελληνικό λιμάνι και που ‘γινε η καταστροφή της.
Αλλά το κακό δεν είχε γίνει ακόμα όταν παίχτηκαν οι «Όρνιθες». Ο ουρανός χαμογελούσε κι η Αθήνα χαιρόταν τον πλούτο και την προκοπή της, όλη αισιοδοξία κι έξαρση. Η έξαρση αυτή καθρεφτίζεται στην κωμωδία τούτη, όπου συνάμα σατιρίζεται και η υπερβoλή της έξαρσης, η έπαρση.
Ε μωρέ μωρέ, να μην τσιγκλάτε των θεών
τη φοβερήν οργή, μην όλο σας το γένος
το καταχώσει με του Δία το φτυάρι η Δίκη,
σας κατακεραυνώσει και σας κάνει στάχτη
κορμιά και πολυκατοικίες σας συθέμελα…
Η προειδοποίηση τούτη, σε μας σήμερα, που γνωρίζουμε ότι ο ποιητής τότε αγνοούσε, φαίνεται προφητική τραγική ειρωνεία.
Ένας Αθηναίος, που λιγώθηκε από την καλοπέραση στην Αθήνα, φεύγει, ανεβαίνει στα πουλιά και τα πείθει να χτίσουν στον αέρα πολιτεία, ν’ αποκλείσουν τους θεούς και να εξουσιάσουν τον κόσμο. Μ’ αυτή του την υπόθεση ο ποιητής βρίσκει ευκαιρία να βάλει σε κίνηση όλον τον μηχανισμό της σκηνής και με τα φανταχτερά ποικιλόχρωμα πουλιά και τα πετάγματά τους και τα λαλήματά τους να κάνει μια παράσταση φαντασμαγορική, πλούσια σε θέαμα, λυρισμό, γέλιο και πνεύμα.
Ο μεταφραστής προσπάθησε να μείνει πιστός στο κείμενο. Οι μεγάλες δυσκολίες, έξω απ’ την άφταστη μουσικότητα των χορικών, είναι οι ελευθεροστομίες, που η χαριτωμένη τους ωμότητα δεν είναι ανεχτή από τα ήθη της εποχής μας, καθώς και τα τσουχτερά κι έξυπνα σχόλια για πρόσωπα και πράγματα, γνωστά στους τότε Αθηναίους, που δε λένε τίποτα στον σημερινό ακροατή.
Η πίστη στο κείμενο εδώ κάνει την εικόνα να φαίνεται σαν υφαντό λερωμένο και με πολλές τρύπες.
Ο μεταφραστής νόμισε χρέος του, πιστεύοντας πως η παράσταση ενού έργου χάνει πολύ αν περιοριστεί μόνον στην αρχαιολογική του αξία, να προσπαθήσει να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες με αναλογίες από σημερινά πρόσωπα και πράγματα και με την πεποίθηση πως το θαύμα της τέχνης σκεπάζει τoυς αναχρονισμούς κι όχι μόνο δεν προδίνει, παρά βοηθάει το πνεύμα του ποιητή να μιλήσει στον σημερινό ακροατή, που για χάρη του ο μεταφραστής πήρε πάνω του την ευθύνη και στη επιείκεια του αφήνεται.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ
Εισαγωγή του Βασίλη Ρώτα από την μετάφραση – διασκευή του έργου «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Εκδ. Θέατρο/Επικαιρότητα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ‘ΌΡΝlΘΕΣ»…
Για την πρώτη προσπάθεια ν’ ανέβουν οι Όρνιθες με το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, ζήτησα από έναν Έλληνα καθηγητή στο Λονδίνο, να μου μεταφράσει από ένα εγγλέζικο βιβλίο ορνιθολογίας τα ονόματα των πτηνών στα νέα ελληνικά. Όλα τα κοστούμια των πουλιών ήταν βασισμένα στα φυσικά ντοκουμέντα και θύμιζαν τα νατουραλιστικά κοστούμια του Σάν Ντεκλέρ. Όταν άρχισα να προχωράω, είδα πως είχα άδικο και ότι ο νατουραλισμός δεν είναι πάντα η λύση για το θέατρο και δη το αρχαίο ελληνικό … Θυμόμαστε όλοι την άσχημη τύχη αυτής της πρώτης παράστασης. Επακολούθησε μια δεύτερη βερσιόν, όπου τα νατουραλιστικά γίναν κάπως φανταστικά, αλλά η τελευταία φάση είναι η τρίτη, όταν το σκηνικό πήρε τη σωστή του μορφή και τα κοστούμια βρήκαν, κατ’ εμένα, το σωστό τους ύφος, αφού μελέτησα τα αφρικανικά κοστούμια ιεροτελεστιών. Η έννοια του πουλιού απεδόθη με μια φούντα φτερά που κολλήθηκε στην ουρά του ανθρώπου και έδωσε στη χορογραφία ελαφρότητα και κάτι από πέταγμα. Τα φτερά που όλος ο κόσμος νόμιζε αληθινά ήταν από σύρμα και ύφασμα. Στο Παρίσι ένας κριτικός, που ίσως δεν ήξερε ότι το έργο δεν είναι βραζιλιάνικο αλλά ελληνικό, έκρινε ότι τα χρώματα δεν ήταν αρκετά ζωηρά. Τα γαιώδη χρώματα των φτερών συμπληρώνονταν με λίγο άσπρο και γαλάζιο ανοιχτό. Φαίνεται ότι τα κοστούμια των πουλιών, ελεύθερα και φανταστικά, προϋπήρχαν της κωμωδίας του Αριστοφάνη, όπως και η comedia del arte προϋπήρχε του Γκολντόνι. Πάντως ο μεγάλος μου δάσκαλος ήταν ο φτωχός μασκαράς που ντύνεται όπως-όπως, και οι εύθυμοι αυτοσχεδιασμοί των φοιτητών. Η ιδέα για τις φτερούγες στα χέρια προέρχονταν από τα άγνωστα κοστούμια των ερυθρόδερμων. Είχε δίκιο ο Χατζηκυριάκος- Γκίκας λέγοντας πως για να βρεις τι ήταν η αρχαία Ελλάδα πρέπει να το ζητήσεις στους νέγρους, στους Ινδούς και σε πολλές άλλες φυλές …
Γιάννης Τσαρούχης