“Μπανάνες” η πιο σπαρταριστή κωμωδία του Γούντι Άλεν από 31 Ιουλίου στους κινηματογράφους με καινούριες κόπιες

 

 

ΖΕΦΥΡΟΣ– NEW STAR ART CINEMA
Τρώων 36, Θησείο, 210-3462677.
Πεμ. – Τετ.: 21.00/ 23.00

 ΡΙΒΙΕΡΑ
Βαλτετσίου 46, Εξάρχεια, 210-3837716, 210-3844827.
Πεμ. – Τετ.: 21.00/ 23.00

Μπανάνες

ΗΠΑ – 1971 – Έγχρωμο – 82’

Ο Φίλντιν Μέλις, ένας μοναχικός και αδέξιος Νεοϋρκέζος, ερωτεύεται τη Νάνσι, μια πολιτική ακτιβίστρια. Πηγαίνει σε πορείες και προσπαθεί με διάφορους τρόπους να την πείσει ότι αξίζει την αγάπη της, αλλά η Νάνσι τον απορρίπτει, καθώς θέλει κάποιον με μεγαλύτερες ηγετικές ικανότητες. Ο Φίλντιν πηγαίνει στο Σαν Μάρκος, ένα μικροσκοπικό κράτος της Λατινικής Αμερικής που κυβερνάται από έναν σκληρό δικτάτορα. Επικρατεί αναταραχή, ο Φίλντιν τάσσεται στο πλευρό των ανταρτών και καταφέρνει τελικά να γίνει πρόεδρος της χώρας. Όταν επιστρέφει στις Η.Π.Α. για να κλείσει κάποιες εμπορικές συμφωνίες, ξανασυναντά τη Νάνσι, η οποία αυτή τη φορά τον ερωτεύεται.

«… Μιας πρώτης τάξης πολιτική σάτιρα!»

Σκηνοθεσία: Woody Allen
Σενάριο: Woody Allen, Mickey Rose
Παραγωγή: Axel Anderson, Antonio Encarnacion, Jack Grossberg, Manolon Villamil
Εταιρείες Παραγωγής: Jack Rollins & Charles H. Joffe Productions
Φωτογραφία: Andrew M. Costikyan
Μουσική: Marvin Hamlisch
Μοντάζ: Ron Kalish, Ralph Rosenblum
Σκηνικά : Herbert F. Mulligan
Βοηθός σκηνοθέτη: Fred T. Gallo

Με τους: Woody Allen, Louise Lasser, Carlos Montalban, Natividad Abascal, Jacobo Morales, Miguel Angel Suarez, David Ortiz

Αποσπάσματα από το περιοδικό L.A Examiner, το βιβλίο «Woody Allen: A Biography» και «Woody Allen on Woody Allen»

Η Γέννηση της ταινίας Μπανάνες

Μια ιδιοφυής παρωδία εφ’ όλης της ύλης, από τις σχέσεις ως τη δικτατορία, οι Μπανάνες γυρίστηκαν στο Πουέρτο Ρίκο και στη Νέα Υόρκη. Το ευρύ και γρήγορο χιούμορ της ταινίας και το μπαράζ των έξυπνων αστείων καθιέρωσαν τον Γούντι Άλεν ως ασυγκράτητο δημιουργό. Δουλεύοντας εκτός του διαμερίσματός του, στη Νέα Υόρκη, ο Άλεν και ο συν- σεναριογράφος του, Μίκυ Ρόουζ, έφτιαξαν γρήγορα το σκελετό της κωμωδίας- έγραψαν τις πρώτες 40 σελίδες σε λιγότερο από δυο εβδομάδες. «Το όλο θέμα είναι να βρεθεί η ιδέα και να γραφτεί», λέει ο Άλεν. « Μετά κάνω ό,τι θέλω, χαλάω όσο το δυνατόν περισσότερο φιλμ. Γίνονται πολλοί αυτοσχεδιασμοί στο πλατό. Φιλμάρω τα πάντα.»


Τα όργανα της κωμωδίας

Ο αυτοσχεδιασμός βρίσκεται στο επίκεντρο των ταινιών του Άλεν – έχοντας τα προσόντα ενός γεννημένου κωμικού μέσα στο φυσικό του περιβάλλον. Αλλά και ως σκηνοθέτης, ο Άλεν ενθαρρύνει τους ηθοποιούς του να τον βοηθήσουν να βρει την καλύτερη δυνατή ερμηνεία τους. Αντιμετωπίζοντας τα σενάριά του περισσότερο ως οδηγό, παρά σαν κάτι περιοριστικό, ο Άλεν προτείνει στους ηθοποιούς να ερευνήσουν τη γλώσσα και την έκφραση – αρκεί να μην αλλοιώνεται το νόημα του αρχικού διαλόγου. Αλλά, περιστασιακά, η συγκυρία, κι όχι η ερμηνεία, είναι αυτή που δίνει νέα κι απροσδόκητη τροπή στις κωμωδίες του. Για τη σκηνή που ο Μέλις είναι προσκεκλημένος σε δείπνο με τον δικτάτορα, το κουαρτέτο εγχόρδων των ηλικιωμένων, που παρέχει τη μουσική της βραδιάς, προέκυψε σαν ιδέα μέσα από μια παντομίμα, όταν η εταιρία που θα τους παρείχε τα όργανα δεν έφτασε στην ώρα της στο στούντιο για το γύρισμα.

Μια ευφυέστατη κωμωδία με σκετς

Στις πρώτες ταινίες του, όπως Οι Μπανάνες, ο Άλεν χρησιμοποιεί την πείρα του από το καμπαρέ και τα κλισέ του stand-up comedy για να μεταφέρει στην οθόνη το μπουρλέσκο χιούμορ και ένα μπαράζ από «κακά λόγια». Αντί να εμβαθύνει σε ένα χαρακτήρα και τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, βασίζεται στο αυτοσχεδιαστικό ταλέντο του. Και Οι Μπανάνες είναι ασφαλώς μια διασκεδαστική ταινία. Λέει ο ίδιος: «Οι Μπανάνες ήταν μια απ’ τις ταινίες, στις οποίες η μόνη μου έγνοια ήταν να είμαι αστείος. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλα ήταν αστεία και με γρήγορο ρυθμό». Ο ρυθμός, το εξαιρετικό, παράλογο σενάριο της ταινίας και οι διογκωμένοι χαρακτήρες δημιουργούν ένα αποτέλεσμα κωμικό. «Κάποιες απ’ τις ταινίες που κάνω, περιγράφονται καλύτερα ως κινούμενα σχέδια», αποκαλύπτει ο Γούντι. Οι Μπανάνες είναι μια απ’ αυτές, αφού ακόμα και η διαφήμισή της παρουσίαζε τον Άλεν ως ήρωα κόμικ. «Οι άνθρωποι δεν ματώνουν και κανείς δεν πεθαίνει στ’ αλήθεια. Είναι απλά μια γρήγορη ταινία με αστεία κατά συρροήν και αλλεπάλληλες μεταβάσεις απ’ το ένα θέμα στο άλλο», αναφέρει ο σκηνοθέτης.

Το μικρό χαμίνι σε μια μαρξιστική πλοκή

Οι κριτικοί έχουν από καιρό επισημάνει την επίδραση της βωβής κωμωδίας στη δουλειά του Άλεν και οι Μπανάνες δεν αποτελούν εξαίρεση. Αντανακλώντας το χαρακτήρα του χαμινιού που παλεύει με τις μηχανές στην ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, Μοντέρνοι Καιροί, η πάλη του Μέλις με τον Εξολοθρευτή – μια μηχανή που σχεδιάστηκε για πολυάσχολα στελέχη επιχειρήσεων – είναι μια ευρηματική προσθήκη στην ήδη αναγνωρίσιμη κληρονομιά της slap-stick κωμωδίας. Κι ενώ το Σαν Μάρκος μπορεί να συνεργάζεται με μαρξιστές αντάρτες, οι Μπανάνες, μια μεταφορά του τίτλου της ταινίας Καρύδες, διακωμωδεί τα πράγματα με το ύφος των αδελφών Μαρξ.

Μπανάνες: Πνευματική Τροφή

Η σκηνή όπου δυο σταυρωμένοι Νεοϋορκέζοι παλεύουν για μια θέση πάρκινγκ είναι η πρώτη κινηματογραφική, ονειρική σεκάνς του Άλεν. Κι ύστερα από χρόνια θεραπείας και ανάλυσης ονείρων, ο Άλεν παραδέχεται: «Έμαθα πολλά για τον εαυτό μου από ένα όνειρο». Ο Σιλβέστερ Σταλόνε ενσαρκώνει έναν ληστή στο μετρό, ένα ρόλος πριν τη μεγάλη επιτυχία του, το Ρόκυ. Με πρωτότυπο τίτλο «El Weirdo», οι Μπανάνες έχουν πάρει και πολλούς άλλους τίτλους. «Το αποκαλώ Όσα Παίρνει Ο Άνεμος», είχε πει κάποτε αστειευόμενος ο Άλεν, «γιατί θεωρώ ότι εμπορικά είναι πιο αποδεκτό μ’ αυτό το όνομα». Η σκηνή στο δικαστήριο γυρίστηκε για οικονομικούς λόγους. «Δεν είχα τα χρήματα για μια σκηνή καταδίωξης κι έτσι διάλεξα την αίθουσα του δικαστηρίου, ήταν πολύ φθηνότερη λύση.»

Κριτική του Dennis Schwartz

«Μια προσπάθεια να φτάσει

την “τρέλα” των Αδελφών Μαρξ …”

Η δεύτερη κινηματογραφική δουλειά του Γούντι Άλεν είναι μια προσπάθεια να φτάσει την «τρέλα» των Αδελφών Μαρξ στην ταινία «Σούπα από Πάπια», στόχος αρκετά φιλόδοξος. Καταφέρνει να αναδείξει την ικανότητα του Γούντι Άλεν να μεταφέρει γρήγορες ατάκες, έξοχα αστεία με τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς και να δημιουργεί εν τέλει μια κωμωδία σχεδόν στο ίδιο ύφος μ’ αυτές του Τσάρλι Τσάπλιν. Το σενάριο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τον Mickey Rose.

Η παράλογη κι ασυνάρτητη πλοκή θα μπορούσε να εκπλήξει κάποιους, αλλά ο Άλεν «λάμπει» ως ο μικρόσωμος και νευρωτικός Εβραίος από τη Νέα Υόρκη, ο οποίος θα έκανε τα πάντα για ένα ραντεβού και μια ρομαντική περιπέτεια. Εδώ υποδύεται τον Φίλντιν Μέλις, έναν δοκιμαστή προϊόντων που ερωτεύεται μια συμφοιτήτριά του και πολιτική ακτιβίστρια, την Νάνσυ, όταν εκείνη του ζητά να υπογράψει μια δήλωση- διαμαρτυρία σε υποστήριξη μιας επαναστατικής ομάδας που δρα στη μικροσκοπική χώρα της Λατινικής Αμερικής, το Σαν Μάρκος.

Όταν η Νάνσυ τον παρατά, γιατί δεν έχει ηγετική φυσιογνωμία, ο Μέλις ταξιδεύει στο Σαν Μάρκος. Πηγαίνοντας σε δείπνο με τον δικτάτορα του Σαν Μάρκος, Βάργκας, ο Μέλις επιζεί μετά την απόπειρα δολοφονίας του. Ο δικτάτορας ήλπιζε να το χρεωθούν οι επαναστάτες και να κερδίσει οικονομική υποστήριξη απ’ την Αμερική. Τον Μέλις απαγάγουν οι επαναστάτες, αλλά καταφέρνει να αποδείξει την αξία του παραγγέλνοντας σάντουιτς από ένα εστιατόριο στη μέση της ζούγκλας. Όταν εκείνοι νικούν κι ο ηγέτης τους, που μοιάζει με τον Κάστρο, αυτοανακηρύσσεται δικτάτορας και διατάζει να γίνει η Σουηδική γλώσσα επίσημη γλώσσα του κράτους και τα εσώρουχα να αλλάζονται κάθε ώρα και να φοριούνται απ’ έξω, ώστε να μπορούν να ελέγχονται από αρμόδιους ελεγκτές, οι επαναστάτες τον χρίζουν νέο ηγέτη τους. Για να διασφαλίσει τα χρήματα, ο Μέλις ταξιδεύει στην Αμερική, όπου πλαγιάζει με την εντυπωσιασμένη Νάνσυ και παραπέμπεται σε δίκη για εσχάτη προδοσία για τον πολιτικό του ακτιβισμό όσο έβγαινε με τη Νάνσυ και τελικά του εκδίδεται ανασταλτική ποινή με τον όρο να μην πλησιάσει τη γειτονιά του δικαστή.

Η εναρκτήρια και η τελική σκηνή ασκούν κριτική στην τηλεόραση των reality και στον κίτρινο τύπο. Στην εναρκτήρια σκηνή ο σχολιαστής Χάουαρντ Κόσελ του Wide World of Sports του ABC ανακοινώνει τη δολοφονία του Λατινοαμερικάνου και παίρνει συνέντευξη απ’ τον αντικαταστάτη του, δικτάτορα Βάργκας. Στην τελευταία σκηνή ο Κόσελ καλύπτει καρέ- καρέ την πρώτη νύχτα του γάμου του Φίλντιν και της Νάνσυ

Κριτική του John. Puccio

«Μια ταινία που συνδυάζει φαντασία και αυτοσχεδιασμό…»

Ένας δικτάτορας της Νότιας Αμερικής στην μικρή, φανταστική χώρα του Σαν Μάρκος πρόκειται να δολοφονηθεί και η εκπομπή «Wide World of Sports» του ABC είναι έτοιμη να καλύψει καρέ καρέ το συμβάν. Αφού πέφτουν οι πυροβολισμοί, ο δημοσιογράφος Χάουαρντ Κόσελ παίρνει συνέντευξη απ’ τον ετοιμοθάνατο πρόεδρο, καθώς είναι στα τελευταία του και βγάζει επιθανάτιες κραυγές πόνου: «Λοιπόν..» λέει ο Χάουαρντ, ενώ ο Πρόεδρος δυσκολεύεται να συνεχίσει, «σαφώς είστε αναστατωμένος…».


Ο Γούντι Άλεν υποδύεται τον Φίλντιν Μέλις, έναν τύπο που δουλεύει ως δοκιμαστής προϊόντων, ρόλος που του δίνει την απεριόριστη δυνατότητα να εμπλακεί σε ένα πλήθος καταστάσεων. Η βασική έγνοια του Μέλις, αν και επιδιώκει να φλερτάρει ανεπιτυχώς γυναίκες, είναι η Νάνσυ, μια φοιτήτρια κατά μία έννοια και πολιτική ακτιβίστρια κατά κύριο λόγο. Αυτός την ερωτεύεται, αυτή πάλι όχι! Φτάνοντας σε απόγνωση, αποφασίζει να πάει στην Νότια Αμερική και να συνταχθεί με τους αντάρτες στο Σαν Μάρκος.


Η διαφυγή στη Νότια Αμερική δίνει στον Άλεν τη δυνατότητα να εντάξει περισσότερα κωμικά στοιχεία, καθώς προσπαθεί να ασκηθεί μαζί με τους στρατιώτες και να εξασκηθεί στον ανταρτοπόλεμο της ζούγκλας. Ένα περιστατικό που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση ενός δαγκώματος από φίδι είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό. Σατιρίζοντας τον Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, όταν οι αντάρτες κέρδισαν την επανάσταση, δείχνει τον αρχηγό τους να παραλογίζεται από την εξουσία και να ανακηρύσσει τον εαυτό του ως το νέο δικτάτορα. Απαιτεί οι κάτοικοι να αλλάζουν εσώρουχα κάθε μια ώρα και επιβάλλει με νόμο να τα φοράνε πάνω απ’ τα ρούχα. Οι αντάρτες αποφασίζουν ότι πρέπει να αλλάξουν ηγέτη και στη θέση του βάζουν τον Μέλις, ο οποίος πηγαίνει πίσω στις ΗΠΑ, για να ζητήσει οικονομική βοήθεια για τη χώρα και συναντά ξανά την Νάνσυ, η οποία τον ερωτεύεται λόγω του νέου του αξιώματος. Η ταινία τελειώνει με τον γάμο του Φίλντιν και της Νάνσυ και την τηλεοπτική προβολή της τελετής από την εκπομπή «Wide World of Sports». Ο δημοσιογράφος Κόσελ εμφανίζεται ξανά στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού κάνοντας απευθείας σχολιασμό θα λέγαμε!

Η έμπνευση για την ταινία «Μπανάνες» λέγεται ότι ήταν κυρίως οι Αδελφοί Μαρξ και εντοπίζουμε μια ακόμα αναφορά στο Harpo, όταν ο Φίλντιν βρίσκει έναν αρπιστή στη ντουλάπα του. Άλλες επιρροές φαίνεται να έχει απ’ το περιοδικό «MAD», σίγουρα από τις ταινίες του «Ροζ Πάνθηρα» και από την τηλεοπτική εκπομπή του Ernie Kovacs.

Αν και είναι αισθητά σε μεγαλύτερο βαθμό ανώτερη σκηνοθετικά από την πρώτη του ταινία, σε πολλές σκηνές σκοπίμως χρησιμοποιεί αυτοσχεδιαστικά στοιχεία και οι ηθοποιοί μοιάζουν να λένε αυθόρμητα τις ατάκες κατά τη διάρκεια της ταινίας. Αυτό προσφέρει πολλά στην ασύνδετη, λιτή μορφή της ταινίας. Ο Άλεν εντάσσει επίσης, όπως και στις μετέπειτα ταινίες του, ανέκδοτα για Εβραίους, όταν ο Πρόεδρος του Σαν Μάρκος ζητάει βοήθεια από την Αμερική εναντίον των επαναστατών και αντί να πάρει την CIA παίρνει την UJA, την Εβραϊκή Ένωση Προσφύγων, γεγονός με κωμικές προεκτάσεις! Με τη ζωντανή, χορευτική Λατινοαμερικάνικου ρυθμού μουσική του Marvin Hamlisch και με μία σύντομη εμφάνιση του Sylvester Stallone (πριν να γίνει γνωστός απ’ το ROCKY) σαν ένας καταχθόνιος κακοποιός, οι «Μπανάνες» είναι μια σύντομη, αλλά ανεπανάληπτα ξεκαρδιστική ταινία.

Γούντι Άλεν

Σκηνοθέτης – Σεναριογράφος – Ηθοποιός – Συγγραφέας – Μουσικός

Ο Εβραϊκής καταγωγής Γούντι Άλεν, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης την 1η Δεκεμβρίου του 1935 από καθολικούς γονείς με το όνομα Άλεν Στιούαρτ Κόνξμπεργκ. Ο πατέρας του δεν είχε σταθερό επάγγελμα και άλλαζε συχνά δουλειές: σερβιτόρος, οδηγός, ταξιτζής, μια εποχή ήταν αναμεμειγμένος με το οργανωμένο έγκλημα. Στο σχολείο, θεωρήθηκε ότι είχε υψηλό δείκτη IQ και μπήκε σε μεγαλύτερη τάξη κι από πολύ μικρός παρακολουθούσε κινηματογράφο και θέατρο μανιωδώς. Ήταν αντιδραστικός κι αμελής μαθητής. Το μόνο μάθημα που τον ενδιέφερε ήταν η έκθεση, στην οποία και ήταν εξαιρετικός. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη μαγεία και τη μουσική, στοιχεία που παίζουν σημαίνοντα ρόλο, σε πολλές απ’ τις ταινίες του.

Στα δεκαπάντε του χρόνια πέρασε από οντισιόν για την τηλεοπτική εκπομπή «Ο Μαγικός Κλόουν». Έκανε ένα μαγικό με μπουκάλια, αλλά δεν προβλήθηκε στην τηλεόραση, γιατί τα μπουκάλια ήταν από αλκοολούχα ποτά κι η εκπομπή απευθυνόταν κυρίως σε παιδιά. Την ίδια χρονιά, ύστερα από προτροπή της μητέρας του άρχισε να παίρνει μαθήματα κλαρινέτου, το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ.

Στα δεκαέξι του χρόνια, άλλαξε το όνομά του σε Γούντι Άλεν και, μαθητής ακόμα, άρχισε να γράφει κωμικά κείμενα για πολλές από τις μεγάλες εφημερίδες της Νέας Υόρκης και διαλόγους για το ραδιόφωνο. Γρήγορα άρχισαν να δημοσιεύονται ανώνυμα κάποια απ’ τα κείμενά του και στις 25 Νοεμβρίου του 1952 αναφέρθηκε για πρώτη φορά το όνομά του ως συγγραφέα στη στήλη του Ερλ Ουίλσον.

Στο Πανεπιστήμιο, το 1953, εγγράφηκε στο κινηματογραφικό τμήμα, όπου δεν παρακολουθούσε συστηματικά. Οι καθηγητές δεν εκτιμούσαν το χιούμορ στα γραπτά του. Θεωρούνταν αποτυχημένος φοιτητής.

Λίγα χρόνια μετά άρχισε την ψυχανάλυση, επειδή ένιωθε μελαγχολία για κάποιον αδιόρατο λόγο. Επισκεπτόταν τον ψυχίατρό του μια φορά την εβδομάδα, περισσότερο για να μιλήσει για τον εαυτό του και τις σκέψεις του σ΄έναν αντικειμενικό ακροατή. Αυτή η μακροχρόνια ψυχαναλυτική του εμπειρία, ανιχνεύεται πάντα μέσα στις ταινίες του.

Το 1955 τον προσέλαβε το NBC, ως ένας από τους συγγραφείς του Colgate Comedy Hour και πήγε στο Χόλιγουντ. Το 1956 άρχισε να γράφει αστεία για Stand- up κωμωδίες με χρέωση 100 δολάρια το λεπτό. Τα καλοκαίρια μεταξύ του 1956 και 1958 ο Άλεν είχε την ανεκτίμητη εμπειρία να αναλάβει τη συγγραφή και σκηνοθεσία στο Θέατρο Τάμιμεντ, όπου κάθε εβδομάδα ανέβαιναν νέα μιούζικαλ και μονόπρακτα.

Από το 1960 ως το 1968 ο Άλεν έγινε γνωστός ως stand-up κωμικός. Ενώ αρχικά έβγαζε μόνο 75 δολάρια την εβδομάδα απ’ αυτό, το 1964 καθιερώθηκε ως κωμικός σ’ όλη τη χώρα κι ο μισθός του έφτασε τις 5.000. Εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησε και τρία μουσικά άλμπουμ.

Το 1964 ο Γούντι Άλεν μπήκε στην κινηματογραφική βιομηχανία γράφοντας το σενάριο της ταινίας «What’s New Pussicat?» (οι παραγωγοί άλλαξαν πολύ το σενάριο κι ο Άλεν δυσαρεστήθηκε) κι ακολούθησε το «What’s up, Tiger Lily?», που τον καθιέρωσε ως χιουμορίστα σεναριογράφο.

Ο Γούντι Άλεν συνήθως συνεργάζεται με πολύ γνωστούς ηθοποιούς, τους οποίους χρησιμοποιεί συχνά σε περισσότερες από μία ταινίες, ή με ηθοποιούς της μια μέρας.

Η πρώτη του ταινία ως δημιουργού ήταν το «Πάρε Τα Λεφτά Και Τρέχα», όπου έγραψε το σενάριο, έκανε την σκηνοθεσία και έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Έκτοτε οι περισσότερες από τις ταινίες του είναι με τέτοιο τρόπο ολοκληρωτικά δικά του δημιουργήματα.

Παρόλο που είναι διάσημος ως κωμικός, ο Γούντι Άλεν δηλώνει ότι αγαπά περισσότερο το δράμα (αγαπημένος του σκηνοθέτης ο Ίγκμαρ Μπέργκμαν) και σ’ αυτό το είδος προσανατολίζεται πιο πολύ τα τελευταία χρόνια. Αποδίδει μεγάλο μέρος της έμπνευσής του στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο και κυρίως στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκε κι έχει περάσει όλη του τη ζωή. Στην πραγματικότητα, η κινηματογραφική του περσόνα αποτελεί την ενσάρκωση ενός Εβραίου διανοούμενου της Νέας Υόρκης: νευρωτικός κι εγωκεντρικός, κοσμοπολίτης και ταυτόχρονα ανασφαλής, με αυτοσαρκαστική αίσθηση του χιούμορ. Τις τελευταίες ταινίες του, τις σκηνοθετεί σε Ευρωπαϊκές χώρες. Με πάνω από 20 υποψηφιότητες για Όσκαρ και 5 χρυσά αγαλματίδια στο ενεργητικό του (με τις ταινίες «Νευρικός Εραστής» και «Η Χάνα και οι Αδελφές της»), καθώς κι εννιά χρυσές σφαίρες, ο Άλεν θεωρείται ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου.

«Φοβάμαι ότι θα πεθάνω πριν προλάβω

να γράψω όλες τις ιδέες μου…»

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Γούντι Άλεν στον Geoff Andrew

στις 27 Σεπτεμβρίου 2001

Geoff Andrew: «Δεδομένου ότι έχετε κάνει πολλές ταινίες που οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι αρκετά εμπνευσμένες απ’ τη ζωή σας, πώς λειτουργεί αυτή η σχέση για σας; Πιστεύετε ότι ο κόσμος ενδεχομένως εξισώνει τη ζωή σας με την τέχνη κάπως περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε;»

Woody Allen: «Ναι, το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι για κάποιο λόγο ο κόσμος απολαμβάνει να ταυτίζει τη δουλειά πολλών ηθοποιών με την προσωπική τους ζωή. Ίσως κάποιοι να απογοητεύονταν, αν γνώριζαν τον Τζον Ουέιν για παράδειγμα κι εκείνος δεν ανταποκρινόταν στην εικόνα που ο κόσμος είχε συνηθίσει να βλέπει στον κινηματογράφο. Τόσα χρόνια επαναλαμβάνω στον κόσμο ότι δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη αντιστοιχία του εαυτού μου στην οθόνη και του εαυτού μου στην πραγματική μου ζωή, αλλά για κάποιο λόγο δεν θέλουν να το ξέρουν αυτό. Νομίζω ακόμα ότι μειώνει την ευχαρίστηση που αποκομίζουν απ’ την ταινία κι έτσι με ακούν και γνέφουν συγκαταβατικά, αλλά δεν με πιστεύουν. Στην πραγματική μου ζωή δεν είμαι ο χαρακτήρας που είμαι στις ταινίες. Είμαι αρκετά ικανός, δουλεύω πολύ σκληρά, είμαι πειθαρχημένος, ζω μια μεσοαστική ζωή. Δουλεύω το πρωί, τρώω μεσημεριανό, παίζω κλαρινέτο, πηγαίνω στον κινηματογράφο, τρώω σε εστιατόρια και βλέπω μπάλα στην τηλεόραση ή στο γήπεδο.

Στις ταινίες οι χαρακτήρες που υποδύομαι είναι τόσο υπερβολικοί, που στο τέλος δεν έχουν καμία σχέση μ’ εμένα. Είναι έντονα νευρωτικοί, είναι μανιακοί ή γεμάτοι περίεργες παρορμήσεις, δεν αποτελούν ρεαλιστικές απεικονίσεις. Επίσης, τα γεγονότα που παρουσιάζονται στις ταινίες και θεωρούνται αυτοβιογραφικά, δεν είναι στην πραγματικότητα. Όταν έκανα τον «Νευρικό Εραστή», όλοι νόμιζαν ότι μεγάλωσα κάτω από ένα τρενάκι του λούνα- παρκ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, δεν γνώρισα την Νταϊάν Κίτον και δεν χωρίσαμε μ’ αυτόν τρόπο. Και το «Μανχάταν» δεν ήταν αληθινή ιστορία, ούτε κι «Η Χάνα και οι Αδελφές της».

Αυτά είναι δημιουργήματα της φαντασίας και πολλές φορές έχω γράψει το σενάριο σε συνεργασία με κάποιον άλλον. Και κάποιο από το υλικό , που παρουσιάζεται φυσικά διογκωμένο, πολλές φορές προέρχεται από εμπειρίες του συνεργάτη μου. Κι έτσι δεν είναι και τόσο αυτοβιογραφικό. Είχα τη θεωρία ότι,, όταν βλέπει κανείς έναν κωμικό, τον Τσάρλι Τσαπλιν για παράδειγμα, ο διαχωρισμός είναι εμφανέστατος, μπαίνει μέσα στο κοστούμι του. Το ίδιο και ο Groucho Marx κι ο WC Fields, μπαίνουν στο κοστούμι τους, το μουστάκι, το καπέλο και το παλτό. Αλλά εγώ φοράω στην οθόνη τα ρούχα που φοράω και στην κανονική μου ζωή, ίσως να προέρχεται κι από ‘κει η ταύτιση. Σας ορκίζομαι, όμως, ότι δεν είμαι καθόλου έτσι».

GA: «Ποιο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας απολαμβάνετε περισσότερο; Τη συγγραφή, τα γυρίσματα ή το μοντάζ;»

WA: «Η συγγραφή είναι υπέροχη γιατί δεν χρειάζεται ποτέ να…βγεις απ’ το σπίτι. Και δε χρειάζεται να κάνεις το τεστ της αλήθειας όταν γράφεις. Όταν γράφω στο σπίτι, η ταινία είναι πάντα αριστουργηματική σ’ αυτό το επίπεδο. Γράφω κι είναι τέλεια και σκαρφίζομαι πράγματα και ο προϋπολογισμός δεν έχει καμία σημασία σ’ εκείνη τη φάση κι αυτό είναι τέλειο. Κι ύστερα πρέπει να γυριστεί η ταινία. Η πραγματικότητα εισβάλλει σταδιακά στη ζωή σου κι αυτό που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό σου ως Πολίτης Κέιν, Κλέφτης Ποδηλάτων ή Άγριες Φράουλες καταντά να είναι μια επονείδιστη καταστροφή και τότε προσεύχεσαι να μη γίνεις ρεζίλι. Εγκαταλείπεις όλα τα μεγαλεπίβολα σχέδιά σου κι εύχεσαι να μη γελοιοποιηθείς στο τέλος. Υπ’ αυτή την έννοια η συγγραφή είναι μια πάρα πολύ ευχάριστη διαδικασία.

Για μένα προσωπικά- επειδή το κάνω εγώ ο ίδιος- το μοντάζ μιας ταινίας είναι διασκεδαστικό. Επεξεργάζομαι την ταινία στον υπολογιστή κι όταν έχω τελειώσει, πηγαίνω στο δωμάτιό μου όπου έχω πάρα πολλούς δίσκους- τζαζ, κλασική και λαϊκή μουσική. Κι όλ’ αυτά τα έχω στη διάθεσή μου. Δεν χρειάζεται να έχω μουσικό συνθέτη. Αν πάρω συνθέτη, τότε αυτός γράφει μουσική και έρχεται και παίζει στο πιάνο δίπλα στη σκηνή και αν εμένα δεν μ’ αρέσει αυτό που κάνει, αυτός αισθάνεται άσχημα και εγώ έχω ενοχές που δεν θα τον χρησιμοποιήσω και αυτό δεν είναι ωραίο. Γι’ αυτό προτιμώ να παίρνω μουσική είτε από τον Cole Porter, είτε από τον Louis Armstrong, είτε από τον Bach, είτε από τον Mozart, είτε από τον Duke Ellington, να τη βάζω στην ταινία και να παρατηρώ αν ταιριάζει ώστε να τη χρησιμοποιήσω, κι αν δεν μου κάνει, τη βγάζω και βάζω άλλη. Έχω έναν τεράστιο όγκο εξαιρετικής μουσικής στη διάθεσή μου και είναι φοβερά ευχάριστο όταν μια μουσική ταιριάζει σε μια ταινία και είναι εντυπωσιακό το πόσο πολλά της προσδίδει και τι συναισθηματική ώθηση, κατά μία έννοια.»

GA: «Βλέπεις τις ταινίες σου ξανά αφού τις τελειώσεις και αφού τις παραδώσεις στο κοινό; Επιστρέφεις συχνά σ’ αυτές;»

WA: «Ποτέ δεν ξαναβλέπω ταινία μου που έχω πια εκθέσει στο κοινό. Την βλέπω κατά τα γυρίσματα καθημερινά, όταν την μοντάρω, την ξαναμοντάρω, την ξαναγυρίζω κ.τ.λ. Απ’ τη στιγμή που θα τελειώσει και μετά, δεν έχω ποτέ την ανάγκη να την ξαναδώ. Είναι όπως ένας μάγειρας που φτιάχνει ένα γεύμα όλη μέρα στην κουζίνα- δεν έχει όρεξη να το φάει. Το φτιάχνει όλη μέρα και αυτό είναι όλο. Με τον ίδιο τρόπο αισθάνομαι για τις ταινίες μου. Αν τις ξανάβλεπα τώρα, θα έλεγα, ω Θεέ μου, τι χάλια, θα μπορούσα να τις κάνω πολύ καλύτερα τώρα! Θα έβλεπα όλα τα άσχημα που έκανα, τα λάθη, τις λύσεις ανάγκης, τις παραλήψεις και θα ήταν μια τόσο φρικτή εμπειρία για μένα! Έτσι μου είναι προτιμότερο να τις αφήνω πίσω και να ξεκινάω κάτι καινούριο και να τις κάνω παρελθόν, το συντομότερο δυνατόν…προσπερνώντας την καταστροφή!»

GA: «Μ’ ενδιαφέρει να μάθω πώς βρίσκετε τις ιδέες σας»

WA: «Ξέρεις, είναι πολύ αστείο. Είναι ευτύχημα στη ζωή μου το ότι υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να κάνω! Παράτησα το σχολείο, δεν ήμουν καλός μαθητής, δεν είχα καμιά ιδιαίτερη κλίση. Για κάποιο λόγο από τότε που ήμουν παιδί μπορούσα να κάνω ιστορίες, να λέω έξυπνα ανέκδοτα και το έκανα συνέχεια. Πια, όταν περπατάω στο δρόμο ή όταν τρώω, μου έρχονται ιδέες και τις σημειώνω όπου βρω, σε σπιρτόκουτα, σε πετσέτες και τις αποθηκεύω. Ο κόσμος με ρωτά αν έχω σκεφτεί ότι μια μέρα μπορεί να στερέψω από ιδέες, αλλά εγώ αισθάνομαι το αντίθετο- ότι θα πεθάνω πριν προλάβω να γράψω όλες τις ιδέες μου…

Όταν έγραφα για την τηλεόραση, πριν αρκετά χρόνια, συνηθίζαμε να ασχολούμαστε από τη Δευτέρα το πρωί και το Σάββατο το βράδυ είχε μια ζωντανή εκπομπή και έπρεπε να έχουμε ιδέες έτοιμες. Μπορούσα να κάθομαι μόνος μου σ’ ένα δωμάτιο και να κατεβάζω ιδέες. Είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω. Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω, είναι σαν να σου κάνουν δώρο ένα άλογο και συ να το κοιτάς στα δόντια!

Απλά έχω την ικανότητα να το κάνω. Δεν πρόκειται για μεγαλειώδεις ιδέες- δεν είναι Σαιξπηρικές ή Τσεχωφικές- αλλά είναι αρκετές ώστε να μου επιτρέπουν να ζω καλά.»

G.A: «Απολαμβάνατε το stand- up comedy, όταν ήσαστε επί σκηνής; Το νοσταλγείτε καθόλου;»

WA: «Το απολάμβανα, φυσικά. Στην αρχή είχα πολύ τρακ και τον πρώτο χρόνο η ένταση ήταν φοβερή, πράγμα που δεν με άφηνε να το απολαύσω στο έπακρο. Αλλά, τελικά το ευχαριστήθηκα. Το μόνο που δεν μου άρεσε ήταν το εξαντλητικό ωράριο. Έπαιζα δύο παραστάσεις τις καθημερινές και τρεις το Σαββατοκύριακο. Αυτό σήμαινε, ότι έπρεπε να δουλεύω εφτά βραδιές την εβδομάδα. Και κάθε τρεις εβδομάδες έπρεπε να ταξιδεύω σ’ άλλη πολιτεία, και μπορούσαν να περάσουν έξι μήνες και να μην κάνω ούτε ένα ρεπό. Αυτό ήταν εξαντλητικό κι αποχαυνωτικό.

Αλλά η άμεση επαφή με το κοινό, ειδικά αφότου έχεις αποκτήσει λίγη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, είναι πολύ ευχάριστη, κάτι που δεν έχεις στον κινηματογράφο. Στην ταινία έχεις την ευχέρεια να κάνεις κάτι μια φορά και να σου βγει καλό και μετά να μην χρειάζεται πια να είσαι εκεί- κι ενώ θα είσαι στο σπίτι σου, θα παίζεται σ όλο τον κόσμο. Αυτό σου προσφέρει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, αλλά υπάρχει κάτι στην επαφή με το κοινό που είναι ιδιαίτερα απολαυστικό»

GA: «Κάνετε προβολές με κοινό πριν δώσετε τις ταινίες σας για διανομή;»

WA: «Όχι, δεν το κάνω ποτέ αυτό. Παίζω την ταινία στο δωμάτιο του μοντάζ και τη δείχνω σε έναν, δύο φίλους. Είμαι εντελώς αντίθετος μ’ αυτό. Πιστεύω ότι κάθε σοβαρός σκηνοθέτης, που σέβεται τον εαυτό του, είναι ριζικά αντίθετος μ’ αυτό. Μια επινόηση του Χόλιγουντ, όπου παρουσιάζεις την ταινία και μοιράζεις χαρτάκια, περιμένοντας απ’ το κοινό να σου πει τι να κάνεις. Προσωπικά, κάθε φορά που χρειάζεται να αλλάξω το τέλος μιας ταινίας, ντρέπομαι και θεωρώ ότι απέτυχα στο τέλος.

Θα ήταν το χειρότερο πράγμα στον κόσμο για μένα να παρουσιάσω μια ταινία και το κοινό να λέει ότι θέλει κάτι περισσότερο απ’ αυτόν τον χαρακτήρα, λιγότερα από ‘κείνον, μεγαλύτερη σκηνή σ’ εκείνο το σημείο… Αυτοί οι δύστυχοι σκηνοθέτες που είναι έρμαια των στούντιο τρέχουν σπίτι κι αλλάζουν την ταινία για να αρέσει στο κοινό. Μπορώ να καταλάβω από μόνος μου αν μια ταινία πηγαίνει προς μια κατεύθυνση κι αν θα εμμείνω στην αρχική μου πρόθεση, ίσως να μην ήμουν ικανός να προετοιμάσω το κοινό για το απαισιόδοξο τέλος και να πρέπει να κάνω μια νέα αξιολόγηση – αλλά θα είναι η δική μου εκτίμηση της δικής μου ταινίας.»

GA: «Κάνετε πολλές πρόβες; Οι πρόβες είναι σημαντικές για τη διαδικασία;»

WA: «Δεν κάνω καθόλου πρόβες. Αυτό είναι μέρος μιας μεθόδου που έχω αναπτύξει και λειτουργεί για μένα. Άλλοι κάνουν πρόβες. Έχω παίξει σε ταινίες με τον Πολ Μαζούρσκι, που κάνει εξαντλητικές πρόβες, σημαδεύει ακόμα και το πάτωμα με ταινίες και περπατά ακριβώς πάνω στα σημάδια. Εγώ, αντίθετα, υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω καν τι θα γυρίσω. Μου αρέσει να είμαι φρέσκος. Ο βοηθός σκηνοθέτη μου δίνει μια λίστα με σκηνές που πρέπει να γυρίσω, στήνω τη σκηνή και ύστερα φωνάζω τους ηθοποιούς και λέω: εσύ πρέπει να περπατήσεις και να κάνεις αυτό, εσύ εκείνο κι εσύ έλα εδώ. Τις περισσότερες φορές το κάνουν, άλλες πάλι γελούν και τους φαίνεται αστείο κι άλλες ρωτούν αν μπορούν να περπατήσουν αλλού κι εγώ λέω, ναι.

Τραβάω πολλά μεγάλα πλάνα. Δεν τραβάω πολλά κοντινά. Προσπαθώ να γυρίσω όλη τη σκηνή με ένα πλάνο αν είναι δυνατόν.»

GA: «Έχετε καμιά απραγματοποίητη φιλοδοξία;»

WA: «Είμαι 65 χρονών τώρα και έχω κάνει πάνω από τριάντα ταινίες, δουλεύω τριάντα χρόνια… θα ήθελα, αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνει, να κάνω μια αριστουργηματική ταινία. Αυτό θα ήταν υπέροχο. Θα ήθελα με τα χρόνια, να κάνω μια ταινία του ίδιου βεληνεκούς με το «Rashomon» ή το «Grand Illusion» ή το «Rules of the Game». Να έλεγα «Δείχνουν μόνο το Θρόνο του Αίματος και την ταινία μου» και δεν νιώθω καμιά ντροπή!

Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα. Φαντάστηκα αν συνεχίσω να κάνω ταινίες , θα γίνει κάποτε στη ζωή μου, αργά ή γρήγορα. Καθαρά αριθμητικά, θα ήμουν υποχρεωμένος να κάνω μια πολύ μεγάλη ταινία…! Αρχίζω να αισθάνομαι ότι δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο και θα έχω ένα σύνολο δουλειάς που θα είναι από μέτριο μέχρι αξιοπρεπές…Αλλά ποτέ αριστουργηματικό…!»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.