ΕΛΛΗΝΙΣ CINEMAX
Λ. Κηφισίας 29, Αμπελόκηποι, 210-6464009.
Πεμ. – Τετ.: 20.50/ 23.00
ΘΗΣΕΙΟN
Απ. Παύλου 7, 210-3420864, 2103470980.
Πεμ. – Τετ.: 20.50/ 23.05
Αυτή η αναγνωρισμένη κλασική ταινία συχνά θεωρείται απλώς η καλύτερη από τις τρεις ταινίες τις οποίες έπαιξε ο James Dean στη διάρκεια της σύντομης ζωής του.. Ο Επαναστάτης χωρίς αιτία όμως παραμένει η καλύτερη ταινία της δεκαετίας του 1950 που αναφέρεται στο νέο τότε φαινόμενο της εφηβικής παραβατικότητας. Είναι επίσης ένα από τα σημαντικότερα έργα του Nicholas Ray, ενός εξαιρετικά ταλαντούχου και ξεχωριστού σκηνοθέτη, ο οποίος ακόμα και σήμερα είναι υποτιμημένος.
«Με κάνετε κομμάτια!» ουρλιάζει ο Dean ως Τζιμ Σταρκ στους γονείς του που τσακώνονται, εκφράζοντας την αγωνιώδη σύγχυση και την αποξένωση που ένιωθαν πολλοί πρωταγωνιστές του Ray. Από την πρώτη ταινία του, Ο νόμος της μοίρας (1949), ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε με τη μοναξιά και τη δυστυχία των περιθωριακών της Αμερικής, δείχνοντας ιδιαίτερη συμπόνια για τον ευαίσθητο νεαρό που ζητούσε καθοδήγηση από τη μεγαλύτερη γενιά που όμως ήταν εξίσου συγχυσμένη και δυστυχισμένη.
Ο Τζιμ νιώθει απογοητευμένος από την οικογένεια του, τους δασκάλους του, την αστυνομία και τους περισσότερους συνομηλίκους του. Η συνεχής αναζήτηση της ευχαρίστησης δείχνει τόση ανευθυνότητα (αν και λιγότερο μεμπτή δεδομένης της νεαρής ηλικίας τους) όση και η άρνηση των ενηλίκων να αντιμετωπίσουν τα ηθικά διλήμματα. Μαζί με άλλες χαμένες ψυχές, την Τζούντι (Natalie Wood) και τον Πλάτο (Sal Mineo), ο Τζιμ προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του, εναλλακτική οικογένεια βασισμένη στην αμοιβαία κατανόηση. Οι τρείς τους, μετά τον παράλογο θάνατο ενός φίλου ο οποίος λόγω πλήξης και θέλοντας να αποδείξει την αξία του παίρνει μέρος σε αγώνα ταχύτητας και πέφτει με το αυτοκίνητο από έναν γκρεμό, ενώνονται λόγω των ιδεαλιστικών αντιλήψεων τους για την «ειλικρίνεια». Καταφεύγουν σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι στους λόφους του Λος Άντζελες, μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Η απάντηση του Ray στο ερώτημα πώς θα απεικονιστεί ο ρομαντικός ιδεαλισμός των νεαρών ονειροπόλων του είναι αξιοθαύμαστα φυσική. Η ταινία αρχικά προοριζόταν να γίνει ασπρόμαυρη. Όμως έπεισε τους αδελφούς Warner να γίνει έγχρωμη, Τα συχνά φωτερά, εξπρεσιονιστικά χρώματα και οι χαρακτηριστικές σινεμασκόπ συνθέσεις του αποδίδουν την πυρετώδη φύση της εφηβείας. Ο Ray χρησιμοποιεί με παρόμοιο τρόπο την αρχιτεκτονική και τα σκηνικά, ιδιαίτερα τη διαφορά μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, για να κατανοήσουμε καλύτερα τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Το σκοτεινό πλανητάριο γίνεται καταφύγιο, τόπος αστεϊσμών και ονειροπολήσεων, ακόμα και συλλογισμών για τη θέση του ατόμου στο σύμπαν. Αργότερα, το εξωτερικό προαύλιο μεταμορφώνεται, με λήψη από ψηλά, σε μια ηλιόλουστη αρένα όπου διεξάγεται μια μονομαχία με μαχαίρια. Ο Ray καταλαβαίνει πώς βιώνουμε τη ζωή μας ως δράμα, ιδιαίτερα όταν είμαστε νέοι. Η άψογη αίσθηση του χρώματος, της σύνθεσης, του μοντάζ, του φωτισμού και των ερμηνειών αυξάνει τη σημασία της δράσης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ταίριαζαν εκείνος και ο Dean. Όχι μόνο το στιλ του ηθοποιού αλλά ολόκληρο το σώμα του έδινε δραματικότητα στην εσωτερική του ταραχή. Ο Τζιμ είναι ένας χαρακτήρας που γεννιέται και μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό, ταιριάζει φυσικά, με το βασικό θέμα του Επαναστάτη αλλά και συμπληρώνει τη σκηνοθεσία του Ray ως προς τον τρόπο με τον οποίο η έντονη φυσικότητα της ερμηνείας εκφράζει τη βασανισμένη εσωτερική ζωτικότητα. (1001 Movies you must see before you die, Εκδόσεις Κοχλίας, 2006, επιμέλεια: Steven Jay Schneider)
ΝΙΚΟΛΑΣ ΡΕΪ
Γεννήθηκε στο Γουινσκόνσιν, τον Αύγουστο του 1911. Αρχικά ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο, ενώ στη συνέχεια σπούδασε αρχιτεκτονική κάτω από την επίβλεψη του μεγάλου δασκάλου Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Ο Νίκολας Ρέι ήταν εκείνη την εποχή ένα άτομο με ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, με αποτέλεσμα να έρθει η ρήξη μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Ο νεαρός αμφισβητίας έφυγε για τη Νέα Υόρκη και εντάχθηκε στο δυναμικό του «Group Theater», όπου και γνώρισε τον αχώριστο φίλο του, Ελία Καζάν. Οι εποχές ήταν δύσκολες, αλλά ο Ρέι γοητευόταν από τον μποέμικο τρόπο ζωής και τα χρήματα δεν τον ενδιέφεραν. Μαζί με άλλα μέλη του θιάσου ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι που πέρασε απαρατήρητο. Παράλληλα, ο Ελία Καζάν εκείνη τη εποχή φεύγει για το Χόλυγουντ, όπου θα κάνει την πρώτη του ταινία και καλεί τον καλό του φίλο για βοηθό σκηνοθέτη. Έτσι ο Νίκολας Ρέι μπήκε στο χώρο του κινηματογράφου. Το 1946 ένας φίλος του δάνεισε το βιβλίο του Έντουαρντ Άντερσον «Thieves Like Us». Αμέσως ο Ρέι το ερωτεύτηκε και θέλησε να το γυρίσει ταινία. Αυτό πραγματοποιήθηκε το 1946 και από τότε φαινόταν ο έρωτας του Ρέι για τους αουτσάιντερς, τους ανθρώπους που η κοινωνία περιθωριοποιεί.
Ο Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ εντυπωσιασμένος από το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, τον βοηθά να γυρίσει την πρώτη του ανεξάρτητη παραγωγή με τίτλο «Knock on Any Door». Η ταινία έκανε μια μικρή επιτυχία, όμως αργότερα ο Ρέι είχε αμφιβολίες: «Θα ήθελα ο Λουί Μπουνιουέλ να έκανε το «Los Olvidados» πριν το«Knock on Any Door», γιατί είμαι σίγουρος πως θα είχα κάνει ένα πολύ καλύτερο φιλμ». Εντωμεταξύ ο Νίκολας Ρέι έχει υπογράψει για την RKO και ο πολυεκατομμυριούχος πρόεδρος της Χάουαρντ Χιουζ τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, καλύπτοντας τις κομμουνιστικές ιδέες του. Τον υποχρέωσε όμως να κάνει δυο ταινίες που ήταν αντίθετες με τα πολιτικά φρονήματα του Ρέι: «Born to be Bad» με πρωταγωνίστρια τη Τζόαν Φοντέιν και «Flying Leathernecks». Ο Μπόγκαρτ συνεχίζει να σώζει το σκηνοθέτη από τις κακοτοπιές και του προσφέρει ένα σενάριο από τα αζήτητα της Columbia. Το «In a Lonely Place» λέει την ιστορία ενός βίαιου σεναριογράφου, που ερευνά το φόνο μιας κοπέλας που μόλις γνώριζε, ενώ είναι ερωτευμένος με μια συνάδελφό του. Η ταινία έδωσε μια από τις καλύτερες και πλέον πολύπλοκες ερμηνείες του Μπόγκαρτ, υμνήθηκε από τους κριτικούς. Το φιλμ είναι ένα διαχρονικό διαμάντι υπαρξιακού φιλμ νουάρ και συγκινητικού ρομάντζου.
Πριν εκπνεύσει το συμβόλαιό του με την RKO, ο Νίκολας Ρέι κατάφερε να μας δώσει άλλες δυο εξαιρετικές ταινίες: η πρώτη ήταν το «On Dangerous Ground», ένα πολυσχιδές αστυνομικό δράμα με μια εξπρεσιονιστική κάμερα στο χέρι (πολύ σπάνιο για εκείνη την εποχή) και το καλτ «The Lusty Men», με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Μίτσαμ. Μετά την έξοδό του από την εταιρία, ο Νίκολας Ρέι σκηνοθέτησε το διάσημο ψευδογουέστερν «Johnny Guitar», με πρωταγωνίστρια την Τζόαν Κρώφορντ. Μια ταινία που μισούσε όταν τη γύριζε, κυρίως λόγω της αντιπαλότητας που υπήρχε με την Κρώφορντ. Παρόλα αυτά λόγω αυτού του φιλμ ο Μάρτιν Σκορτσέζε έγινε σκηνοθέτης και ο γκουρού του γαλλικού «Νέου Κύματος» Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έλεγε πως «το σινεμά, είναι ο Νίκολας Ρέι».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Ρέι έγραψε μια περίληψη σεναρίου που πρωταγωνιστούσαν τρεις έφηβοι και αποτελούσαν αναμεταξύ τους κάτι σαν οικογένεια. Μετά από πολλές αλλαγές και επιδιορθώσεις, γεννήθηκε το εμβληματικό «A Rebel Without a Cause». Ο φίλος του, Ελία Καζάν, του μίλησε για τον Τζέιμς Ντιν, έναν νεαρό και πολύ δυνατό ηθοποιό, αλλά για κάποιο λόγο δεν πίστευε ότι θα τα βγάλει πέρα με έναν απαιτητητικό ρόλο, σαν κι αυτό του Τζίμι Σταρκ. Τα σύννεφα διαλύθηκαν όταν Ρέι και Ντιν συναντήθηκαν σε ένα πάρτι. Ο Τζέιμς Ντιν είχε απόλυτη ελευθερία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και πολλές φορές υποκαθιστούσε τον Ρέι στη σκηνοθεσία.
Η επόμενη μεγάλη ταινία του Νίκολας Ρέι ονομάζονταν «Hot Blood». Είχε για πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Τζέιμς Μέισον. Η ιστορία βασίστηκε πάνω σε ένα άρθρο που διάβασε ο σκηνοθέτης, κατά τη παραμονή του στο Παρίσι, για έναν καθηγητή που η ζωή του διαλύθηκε λόγω του εθισμού του στη κορτιζόνη. Αν και η ταινία υπήρξε κριτική και εμπορική αποτυχία, σήμερα θεωρείται από διάφορους κύκλους το αριστούργημά του. Για του λόγου το αληθές το περίφημο γαλλικό περιοδικό «Cahiers du Cinema», το έχει ψηφίσει ως ένα από τα καλύτερα φιλμ του ’50.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 βρήκαν τον αμφιφυλόφιλο και εθισμένο από το αλκοόλ Νίκολας Ρέι, ένα κουρέλι. Βρισκόταν στα όρια της πτώχευσης και τα στούντιο δεν του έδιναν δουλειά. Η κατάρρευση του στο πλατό της ταινίας «55 Days at Peking», λόγω των καταχρήσεων, τέλειωσε πρόωρα τη καριέρα του. Ακόμη και μετά την κατάρρευση συνέχισε τη συχνή χρήση ναρκωτικών ουσιών και ξανάπιασε την κάμερα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν κινηματογράφησε τους Greatful Dead επί σκηνής. Αργότερα ανέλαβε στο New York University, θέση καθηγητή και με τη βοήθεια του Βιμ Βέντερς, ολοκλήρωσε την τελευταία του ταινία, «Lightning Over Water». Το φιλμ υποτίθεται πως είχε για κεντρικό ήρωα έναν ζωγράφο που πεθαίνει από καρκίνο και γι’ αυτό προσπαθεί να φύγει για την Κίνα με σκοπό να βρει γιατρειά. Δυστυχώς αντί για ταινία παρακολουθούμε ένα θλιβερό ντοκιμαντέρ για τις τελευταίες ώρες ενός ανθρώπου που τόλμησε να μεγαλουργήσει. Ο Νίκολας Ρέι πέθανε τον Ιούνιο του 1979, από καρκίνο του πνεύμονα.
ΤΖΕΗΜΣ ΝΤΗΝ
Το μεγαλύτερο πολιτιστικό είδωλο που έβγαλε ποτέ ο κινηματογράφος.
Γεννήθηκε στην Ιντιάνα το 1931. Ο πατέρας παράτησε οικογένεια και αγροτική ζωή για να ακολουθήσει καριέρα οδοντιάτρου. Η οικογένεια τότε μετακόμισε στη Καλιφόρνια και ο μικρός Τζέιμς ήταν αφοσιωμένος αποκλειστικά στη μητέρα του. Η τελευταία πέθανε από καρκίνο το 1940. Λέγεται ότι η αντικοινωνική συμπεριφορά και η αθεράπευτη κυκλοθυμία του, προήλθε από το θάνατο αυτό. Ανίκανος ο πατέρας να μεγαλώσει τον Τζείμς, αποφασίζει να τον στείλει εσωτερικό σε ένα σχολείο στην Ιντιάνα πάλι, που βρισκοταν ύπο τον έλεγχο της αίρεσης των Κουακέρων. Εκέι ο μικρός θα αναπτύξει ξεχωριστή σχέση με έναν Μεθοδιστή πάστορα. Αυτός θα τον επηρεάσει στο να αγαπήσει το θέατρο, τις ταυρομαχίες και τα γρήγορα αμάξια.
Ο πρώτος του ρόλος στο χώρο του θεάματος ήταν ένα διαφημιστικό της Pepsi Cola. Μετά από μια ελάχιστη επιτυχία, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και πήγε κατευθείαν στο «Actors Studio», για να παρακολουθήσει τη Μέθοδο του Λι Στράζμπεργκ. Υπήρξε η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Συνεχίζοντας τις αναρίθμητες εμφανίσεις του σε διαφημιστικά και μικρούς ρόλους σε σήριαλ, του δίνεται η ευκαιρία να παίξει στο Μπρόντγουεϊ την παράσταση «Οι Ανήθικοι», ένα θεατρικό τον Αντρέ Γκιντ. Εκεί τον περίμενε το εισιτήριο για το Χόλιγουντ.
Σταθμός πρώτος: EAST OF EDEN
Ο Ελία Καζάν έψαχνε ένα νέο ηθοποιό για το ρόλο του Καλ Τρασκ, στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Τζον Στάινμπεκ «East of Eden». Η ιστορία είχε να κάνει με τις οικογένειες των Τρασκ και των Χάμιλτον. Επικεντρώνονταν στον χαρακτήρα του Καλ Τρασκ, τον επαναστατημένο γιο ενός ευσεβούς, απορριπτικού πατέρα και μιας αποξενωμένης μητέρας, που στη πορεία ο Καλ ανακαλύπτει ότι διατηρεί οίκο ανοχής, από τη θέση της «Μαντάμ». Ο Καζάν ήθελε αρχικά τον Μάρλον Μπράντο για το ρόλο. Ο σεναριογράφος Πολ Όσμπορν, πρότεινε τον Ντιν. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος αποφάσισαν να γνωρίσουν τον Ντιν στον Στάινμπεκ και ότι πει αυτός θα γίνει. Ο Στάινμπεκ ενθουσιάζεται με τον Ντιν και έτσι παίρνει το ρόλο. Ο χαρακτήρας του Καλ Τρασκ θα προετοιμάσει το έδαφος για τον Τζίμι Σταρκ του «A Rebel Without a Cause». Και οι δυο χαρακτήρες απεικονίζουν μοναχικούς επαναστάτες, παρεξηγημένους περιθωριακούς που νιώθουν το έλλειμμα του πατρικού συμβόλου.
Σταθμός δεύτερος: A REBEL WITHOUT A CAUSE
Ο ρόλος του Τζίμ Σταρκ που ακολούθησε, καθιερώνει το Τζέιμς Ντιν ως το απόλυτο ίνδαλμα της νεολαίας. Οι πιτσιρικάδες της εποχής ντύνονται σαν κι αυτόν, μιλούν και συμπεριφέρονται σαν κι αυτόν. Το φιλμ θεωρείται ότι αποτυπώνει με τρομερή ακρίβεια την εφηβική οργή.
Σταθμός τρίτος: GIANT
Η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες μετά το θάνατό του. Τζέιμς Ντιν, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ροκ Χάντσον. Στο φιλμ ο Τζέιμς Ντιν συμμετείχε κυρίως για να ξεφύγει από την τυποποίηση που τον οδηγούσαν οι δυο προηγούμενες μεγάλες επιτυχίες του. Εδώ παίζει τον Τζετ, έναν πλούσιο Τεξανό πετρελαιά. Ο θάνατός του πλανιόταν πάνω από κάθε σκηνή και κυρίως από το μοντάζ.
Ο έρωτάς του για τα γρήγορα αμάξια ήταν δεδομένος, ίσως να ήταν και ο μοναδικός του. Ξεκίνησε με ένα κατακόκκινο αγωνιστικό MG TD. Γρήγορα το αναβάθμισε σε μια Porsche 356 Speedracer, με την οποία άρχισε τους αγώνες. Η έλξη του προς την ταχύτητα ήταν ολοκληρωτική. Λίγο πριν τα γυρίσματα της ταινίας «Giant», αγοράζει το φονικό «Μικρό Μπάσταρδο», την ασημένια βολίδα, Porsche 550 Spyder. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1955, κείτεται νεκρός. Όταν κάποτε τον ρώτησαν να περιγράψει τον εαυτό του, ο ίδιος μετέφερε τη φράση του Αντουάν Ντε Σεντ Εξιπερί, από τον Mικρό Πρίγκιπα, «Το ουσιώδες, είναι αόρατο για το μάτι».
ΝΑΤΑΛΙ ΓΟΥΝΤ
Γεννήθηκε το 1938 στο Σαν Φρανσίσκο με το όνομα Νικολάεβνα Ζακαρένκο και οι γονείς της ήταν μετανάστες από τη Ρωσία. Η Νάταλι Γουντ ξεκίνησε τη περιπετειώδη καριέρα της σαν παιδί-θαύμα. Η μητέρα της είχε αναλάβει το ρόλο του μάνατζερ, ενώ ο πατέρας της ήταν παθητικά αλκοολικός. Στην ηλικία των 7 χρόνων έπαιξε μια γερμανίδα ορφανή απέναντι στον Όρσον Γουέλς, στην ταινία «Tomorrow is Forever». Ο Γουέλς αργότερα είπε πως γεννήθηκε επαγγελματίας ηθοποιός. Η ερμηνεία της στην κορυφαία χριστουγεννιάτικη ταινία «Miracle on 34th Street», την έφερε στη κορυφή των ανήλικων ηθοποιών.
Η Νάταλι Γουντ πέρασε με επιτυχία τη μεταφορά στην ενηλικίωση όταν έπαιξε στη ταινία «A Rebel Without a Cause», στην ηλικία των 16 χρόνων. Ακολούθησε ο καίριος ρόλος της στο θρυλικό φιλμ «Searchers», μαζί με τον Τζον Γουέιν. Μετά υπέγραψε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την Warner, αλλά οι ρόλοι της μικρής και αθώας φιλεναδίτσας που της ανέθεταν, δεν την ικανοποιούσαν. Αφού εμφανίστηκε σε αρκετές εμπορικές αποτυχίες όπως το «All the Fine Young Cannibals», μαζί με τον μελλοντικό της σύζυγο Ρόμπερτ Βάγκνερ, ήρθε ο Ελία Καζάν, για να της σώσει την καριέρα με το υπέροχο μελόδραμα «Splendor in the Grass», πλάι στον Γουόρεν Μπίτι. Για να ακολουθήσει τον ίδιο χρόνο, ο ρόλος της Μαρία στο «West Side Story». Αν και οι ταινίες που λάμβανε μέρος τουλάχιστον τη δεκαετία του ’60, έπαιρναν εξαιρετικές κριτικές, η υποκριτική της ικανότητα ήταν πάντα υπό αμφισβήτηση. Η ιστορία άλλα δείχνει.
Τον Οκτώβριο του 1981 βρισκόταν στα γυρίσματα της ταινίας «Brainstorm». Περνούν ένα σαββατοκύριακο μαζί με τον άντρα της Ρόμπερτ Βάγκνερ και τον συμπρωταγωνιστή της Κρίστοφερ Γουόκεν και καθώς οι τρεις τους βρίσκονται σε ένα σκάφος, η Νάταλι Γουντ, γλιστρά, πέφτει στο νερό και πνίγεται. Άλλο ένα μυστηριώδες τέλος στη μακριά λίστα του Χόλυγουντ.