ΜΑΝΧΑΤΑΝ (1979) του Γούντι Άλεν [ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ] από Πέμπτη 28/8 στους κινηματογράφους

 

                                             

 

ΑΘΗΝΑΙΑ VITEX
Χάρητος 50, Κολωνάκι (στάση Μετρό Ευαγγελισμός), 210-7215717.
Πεμ. – Τετ.: 20.50/ 23.00


CINE ΨΥΧΙΚΟ CLASSIQUE
Κηφισίας 290 & Παρίτση 2, Ψυχικό, 210-6777330, 331.
Πεμ. – Τετ.: 20.50/ 23.00

Ο Ισαάκ Ντέιβις είναι ένας χωρισμένος σεναριογράφος τηλεοπτικών σόου, που ζει στο Μανχάταν και είναι μάλλον δυσαρεστημένος με τη δουλειά του. Η πρώην γυναίκα του τον εγκατέλειψε για να ζήσει με μια άλλη γυναίκα και γράφει ένα βιβλίο για τη σχέση της με τον Ισαάκ. Εκείνος βγαίνει ραντεβού με μια δεκαεφτάχρονη μαθήτρια του λυκείου, την Τρέισι, που είναι ερωτευμένη μαζί του, όμως εκείνου δεν του αρέσει. Όταν συναντά τη Μαίρη Ουίλκι, την ερωμένη του καλύτερού του φίλου, του Γιέιλ, που είναι παντρεμένος με την Έμιλυ, την ερωτεύεται. Χωρίζει με την Τρέισι κι αρχίζει μια σχέση με την Μαίρη, επηρεάζοντας τις ζωές πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του

Βραβεία BAFTA 1980:

Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Σεναρίου

Βραβείο Cesar 1980:

Καλύτερης Ξένης Ταινίας

Βραβείο NBR 1979:

Καλύτερης Αγγλόφωνης Ταινίας,
Δεύτερου Γυναικείου Ρόλου

Υποψηφιότητες για Οσκαρ:

Σεναρίου, Β΄ Γυναικείου Ρόλου

«Μια Πραγματικά Σπουδαία Αμερικάνικη Ταινία της δεκαετίας του ’70!»

Αποσπάσματα από τα βιβλία «His Career in Film» του Douglas Brode, «But We Need The Egs» της Daian Jacobs, «Woody, Movies from Manhattan» του Julian Fox

Θα καταλάβει το Μανχάταν

Μ’ ένα σενάριο γραμμένο από τον Γούντι Άλεν και τον Μάρσαλ Μπρίκμαν, το Μανχάταν αναμιγνύει τα φλογερά πάθη του Interiors με την ώριμη σάτιρα του Νευρικού Εραστή για να δημιουργήσει μια υπέροχη σύνθεση κωμωδίας και δράματος. Κρίνοντας κι εμβαθύνοντας πολύ περισσότερο στους χαρακτήρες του από ότι στις προηγούμενες ταινίες του, αλλά και δείχνοντας πολύ περισσότερη κατανόηση για τα ελαττώματά τους απ’ ότι στις επόμενες, το Μανχάταν είναι κατάμεστο από ξεκαρδιστικά αστείες αλλά και καταστροφικά τραγικές σκηνές. Προτάθηκε για δύο Όσκαρ, το 1979, μεταξύ των οποίων αυτό του καλύτερου σεναρίου για τον Αλεν και τον Μπρίκμαν κι αυτό του καλύτερου δεύτερου γυναικείου ρόλου για την Μαριέλ Χέμινγουεϊ. Το Μανχάταν είναι ένα υψηλά συναισθηματικό και εκλεπτυσμένο παραμύθι των σύγχρονων ερωτικών σχέσεων που αντιπαρατίθενται με τις επιδράσεις της αλλοτρίωσης του ανθρώπου στην αστική κοινωνία. Το απαύγασμα του έρωτα που έχει ο Άλεν για τη Νέα Υόρκη, το Μανχάταν είναι ένα εξαιρετικά λεπτομερές πορτρέτο του καιρού και του τόπου που αντιστοιχεί και με την αυθεντικότητα και με μια νοσταλγική ιστορία αγάπης. «Θα ήθελα να το δω σε εκατό χρόνια από τώρα, αν οι άνθρωποι δουν την ταινία, θα μάθουν κάτι για το πώς ήταν η ζωή στην πόλη τη δεκαετία του 1970», λέει ο Γούντι Άλεν.

Αέρας Νέας Υόρκης

«Προσπαθώ να περάσω στη σκηνοθεσία ταινιών που είναι πιο ανθρώπινες» λέει ο Άλεν. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το σύγχρονο ηθοπλαστικό παραμύθι του με ένα απέριττο κινηματογραφικό ύφος που είναι πιο καλαίσθητο και πιο μινιμαλιστικό από τον Νευρικό Εραστή. Η πρώτη απ’ τις ταινίες του Άλεν που γυρίστηκε με ασπρόμαυρο φιλμ, το Μανχάταν είναι μια ιδιοφυής μινιμαλιστική σύνθεση εξαιρετικών πλάνων κι έξοχης μουσικής, που αποτελεί μια αδρή σκιαγράφηση της θεματικής και των ανθρώπινων χαρακτήρων του Άλεν. Παρόλο που η ασπρόμαυρη κινηματογράφηση θεωρούνταν εμπορικά αμφίβολη, ο Άλεν ήταν αποφασισμένος να την χρησιμοποιήσει χωρίς να λάβει υπόψιν του της αντιρρήσεις της εταιρίας παραγωγής του. Η φήμη του όμως – το πρόσφατο Όσκαρ – αρκούσε για να διεκδικήσει καθολική καλλιτεχνική ελευθερία. Ακριβώς επειδή οι μεγάλου μήκους, ασπρόμαυρες ταινίες σπάνιζαν, χρειάστηκε να δημιουργηθεί ειδικό εργαστήρι επεξεργασίας για να εμφανίσει το αρνητικό του.

Η απεικόνιση μιας πόλης

Ο Άλεν επέλεξε να γυρίσει την ταινία σε Panavision Widescreen, για το οποίο πίστευε ότι θα μας δώσει μια υπέροχη όψη της Νέας Υόρκης. Επίσης, θα του επέτρεπε να αποδώσει την κατάσταση της Νέας Υόρκης και την αίσθηση που αφήνει αυτή η πόλη. Η σημασία της κινηματογράφησης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όταν ο Άλεν διαπραγματευόταν τα τηλεοπτικά δικαιώματα της ταινίας, απαίτησε η ταινία να προβάλλεται πάντα στην αρχική μορφή της.

Μια Μεταφορά για την αστική παρακμή

Ο Άλεν ισχυρίζεται ότι σκόπευε το Μανχάταν να αποτελεί μια μεταφορά για ό,τι είναι στραβό στον πολιτισμό και μια έρευνα πάνω στο πρόβλημα του να προσπαθεί κάποιος να διάγει ηθική ζωή μέσα σε μια πόλη όπου όλοι έχουν αποκτηνωθεί από την τηλεόραση, τα ναρκωτικά, το φαστ- φουντ, τη δυνατή μουσική και το χωρίς συναίσθημα, μηχανικό σεξ. Αλλά ο Άλεν παρουσιάζει το Μανχάταν, ως μία μεταφορά για τις υψηλότερες ηθικές αξίες τις ανθρωπότητας- καθώς και για τους καθοριστικά καταστροφικούς παράγοντες που ασκούν επιρροές. «Οι άνθρωποι χάνουν τους εαυτούς τους ακόμη και μέσα σ’ αυτό το τόσο καλό εκπαιδευτικό σύστημα…επειδή δεν αντιμετωπίζουν το αίσθημα της πνευματικής κενότητάς τους», λέει ο Άλεν.

Ραψωδία της Νέας Υόρκης

Η ιδέα του Άλεν για το Μανχάταν προέκυψε μέσα από το θαυμασμό του για τη μουσική του George Gershwin. « Άκουγα μια συλλογή από τις εισαγωγές των σόου του Gershwin και τότε σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ όμορφο να γυριστεί μια ταινία σε ασπρόμαυρο φιλμ, μια ρομαντική ταινία…», θυμάται ο σκηνοθέτης.

«Tο Μανχάταν είναι μια εκπληκτική, αψεγάδιαστη κινηματογραφική εμπειρία…»

Κριτική του Damian Cannon

Απόδοση ενός εξαίσιου φόρου τιμής στη Νέα Υόρκη και ένα σαρκαστικό και ευφυές πορτρέτο της καθημερινής ζωής της πόλης. Ποτέ ο ουρανός του Μανχάταν δεν απεικονίστηκε τόσο όμορφος και γοητευτικός, καθώς η ταινία μας μεταφέρει πάνω από τις γέφυρες και τα πάρκα της πόλης υπό τους ήχους της «Γαλάζιας Ραψωδίας» του Γκέρσουϊν.

Με τις λάμψεις των δυνατών βεγγαλικών οι ουρανοξύστες φωτίζονται και ο Γούντι Άλεν ξεκινά την αφήγησή του. Ήδη γνωρίζουμε πώς είναι ο Isaac Davis, ο χαρακτήρας που ο Άλεν ενσαρκώνει στην ταινία: ένας μικροκαμωμένος, νευρωτικός, αναποφάσιστος καλλιτέχνης, ανικανοποίητος απ’ τη ζωή του. Σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης, ο Isaac έχει βγει για φαγητό με την ερωμένη του, τη 17χρονη Tracy (Mariel Hemingway) και τους παλιούς συνεργάτες του Yale (Michael Murphy) και Emily (Anne Byrne). Οι συζητήσεις τους είναι γύρω από τα «σκοτεινά» θέματα της αγάπης και του θανάτου, πριν ο Yale πετάξει σαν βόμβα την είδηση στον Isaac, καθώς προχωρούν ξεχωριστά από τις φίλες τους, ότι έχει κάνει δεσμό με την ψευτο-διανοούμενη Mary Wilke (Diane Keaton), παρόλο που ακόμη αγαπάει την Emily. Ο Isaac τρομοκρατείται, γιατί φανταζόταν ότι οι φίλοι του έχουν τον τέλειο γάμο, παρόλο που η απιστία δεν συγκρίνεται με την ενοχή που νιώθει ο ίδιος, αφού έχει σχέση με μια κοπέλα τόσο νέα που θα μπορούσε να είναι κόρη του.

Ο Isaac ήδη έχει έναν γιο από προηγούμενο γάμο, που διαλύθηκε όταν η γυναίκα του Jill (Meryl Streep) τον άφησε για μια άλλη γυναίκα. Φοβάται τον εξευτελισμό, όταν μαθαίνει ότι η Jill γράφει ένα βιβλίο για τη ζωή μαζί του και αναμοχλεύει τα συντρίμμια του έρωτά τους. Ο Yale συστήνει τον Isaac στην Mary, παρόλο που τη θεωρεί επιτηδευμένη σε σύγκριση με τη συντροφική και ώριμη Tracy. Όμως, ο Isaac και η Mary συναντιούνται ξανά τυχαία και αυτός συνειδητοποιεί ότι δεν έκρινε σωστά τον χαρακτήρα της την πρώτη φορά. Είναι απλά τόσο μόνη και μπερδεμένη όσο κι αυτός κι έτσι γίνονται φίλοι (κι όχι εραστές, γιατί ποτέ δε θα πλήγωνε τον φίλο του). Η ισορροπία των σχέσεων κρέμεται από μία κλωστή, καθώς η Mary τσακώνεται με τον Yale (δεν θέλει να χαραμίσει τη ζωή της με έναν παντρεμένο και αυτός δεν θέλει να πληγώσει την Emily). Ο Yale γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι για τον Isaac να αποδεχτεί το δεσμό του με τη νεαρή Tracy και του προτείνει να τα φτιάξει με τη Mary. Ο Isaac αρπάζει την ευκαιρία.

Σχεδόν βίαια, ο Isaac διώχνει την Tracy, χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογία την ηλικία της για να της πει ότι δεν ξέρει τι θέλει από τη ζωή της, ενώ ο ίδιος το γνωρίζει πολύ καλά. Επακολουθεί μια όμορφη σκηνή, όταν η Emily συναντά για πρώτη φορά τη Mary, σαν την ερωμένη του Isaac. Μέσα στο χάος που επικρατεί, ο Isaac παραιτείται από σεναριογράφος κωμικών σειρών για την τηλεόραση και αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα, εν μέρει παρακινημένος από την επιτυχία που σημείωσε το βιβλίο της Jill. Όμως, ο Yale και η Mary αγαπιούνται ακόμη βαθιά και αρχίζουν να βγαίνουν ραντεβού, χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει στη σχέση του με την Emily. Το σοκ οδηγεί τον Isaac στο να επανεξετάσει το τι είναι σημαντικό στη ζωή του και ποιος πραγματικά νοιάζεται γι’ αυτόν.

Το Μανχάταν είναι μια εξαιρετικά διασκεδαστική ταινία και ο Γούντι Άλεν επιδεικνύει το ταλέντο του στη συγγραφή χιουμοριστικών διαλόγων. Όμως, η ιστορία πηγαίνει πιο βαθιά, καθώς βρίσκει απήχηση στους μεγαλύτερους φόβους και τις υψηλότερες ελπίδες μας: είναι τα συναισθήματά μας που απεικονίζονται στη μεγάλη οθόνη. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες και σ’ αυτό βοηθάει η έξοχη ερμηνεία και η ποιότητα των ηθοποιών. Η φωτογραφία είναι εκπληκτική από την απεικόνιση της πόλης μέχρι τις πιο συναισθηματικές στιγμές. Η αγάπη του Άλεν για τη Νέα Υόρκη αναβλύζει από κάθε καρέ, ένα χαρακτηριστικό που ενυπάρχει σε όλες τις ταινίες του, αλλά πουθενά τόσο έντονα όσο στο Μανχάταν. Σ’ αυτό συμβάλλουν οι μουσικές συνθέσεις του Τζορτζ Γκέρσουϊν. Συνοψίζοντας, το Μανχάταν είναι μια εκπληκτική εμπειρία βγαλμένη απ’ τη ζωή και χωρίς ψεγάδια.

«Αισθητική αρτιότητα…Συναισθηματική ειλικρίνεια… Τρυφερό κι ανθρώπινο χιούμορ…»

Κριτική του Dan Jardin

Το «Μανχάταν» αρχίζει με έναν γητευτή φιδιών που παίζει στο κλαρινέτο την εισαγωγή της Γαλάζιας Ραψωδίας του George Gershwin, που συνδυάζεται με εκπληκτικά πλάνα του ορίζοντα της Νέας Υόρκης κι η μαγεία αυτή διαπνέει την ταινία ως και την γλυκόπικρη καταληκτική σκηνή, όπου ο βασανισμένος Άλεν προσπαθεί απεγνωσμένα να καταλάβει την νοημοσύνη ενός μικρού παιδιού. Η άψογη ασπρόμαυρη φωτογραφία, η υπέροχη μουσική του Gershwin, τα υπέροχα εδέσματα που βρίσκονται διάσπαρτα στην ταινία, δημιουργούν ένα φιλμ, που από αισθητική και συναισθηματική άποψη είναι το καλύτερο του Άλεν.

Ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει ο Γούντι στην ταινία είναι ο Ισαάκ Ντέιβις, του οποίου οι νευρώσεις και η παθητική του ευαισθησία συνδυάζονται με την επαγγελματική του δυσαρέσκεια και τη συναισθηματική εμπλοκή – παγιδευμένος μεταξύ μιας ασφαλούς σχέσης με την Τρέισι, μια κοπέλα με τα μισά του χρόνια, και μιας επικίνδυνης έλξης που νιώθει για τη γοητευτική και χειραφετημένη Μαίρη. Η Μαίρη είναι εμφανώς πολύ πιο κατάλληλο ταίρι – είναι περίπου της ίδιας ηλικίας κι έχουν κοινά ενδιαφέροντα και παρόμοια ιδιοσυγκρασία – αλλά το σχόλιο που επαναλαμβάνεται συνέχεια, ότι είναι από τη Φιλαδέλφεια, επισημαίνει τη διαφορετικότητά της, και παρόλη την έλξη του Ισαάκ προς τα χαρακτηριστικά της που δεν έχουν στοιχεία του εαυτού του, η βασική τους διαφορετικότητα είναι αγεφύρωτη, ένα αξεπέραστο εμπόδιο.

Μέσα στα πλαίσια της πιο όμορφης και θελκτικής αρχιτεκτονικής της Νέας Υόρκης, ο Άλεν σατιρίζει αποτελεσματικά τις ευτελείς, υποκριτικές κι εκδικητικές σχέσεις. Τα σκηνικά του «Μανχάταν» υπογραμμίζουν τα βασικά μοτίβα της ταινίας, όπως η έξοχη σκηνή στο πλανητάριο, όπου ο Ισαάκ και η Μαίρη εξερευνούν τις προοπτικές της σχέσης τους. Ο Άλεν και ο συν- σεναριογράφος του Μάρσαλ Μπρίκμαν συνθέτουν έναν διάλογο που δεν οδηγεί πουθενά και που σε συνδυασμό με την έμφυτη απαισιοδοξία του Άλεν, παράγουν ένα χιούμορ με συναισθηματικό βάθος που σπάνια συναντά κανείς στο είδος της ρομαντικής κομεντί.

Το «Μανχάταν» παρουσιάζει εμάς τους ανθρώπους να αναλωνόμαστε τόσο για να κάνουμε εντύπωση στους άλλους, που ξεχνάμε πώς να είμαστε ο εαυτός μας. Αυτή η αυτό- παραπλάνηση καταδεικνύεται, όταν, για πρώτη φορά, συναντάμε τον πρώτο σύζυγο της Άνι που είναι τελικά ο ασουλούπωτος Ουάλας Τζόουνς. Η αντίστοιχη εμμονή του Ισαάκ με την πρώην γυναίκα του, επιτρέπει στον Άλεν να προβοκάρει τον εαυτό του, καθώς επίσης ρίχνει περισσότερο φως στην υπόθεση. Η σκηνή όπου ο εγωκεντρικός Ισαάκ, σε αντίθεση με τον αλτρουιστή Ρικ, εκλιπαρεί την νεαρή ερωμένη του να μην τον εγκαταλείψει, στο αεροπλάνο αντανακλά την Καζαμπλάνκα και καθιστά εμφανές το συναισθηματικό βάθος της ταινίας. Εδώ, η νεαρή παρουσιάζεται ειρωνικά, ως πραγματικά ώριμη, που προσπαθεί να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει τον Ισαάκ να έχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.

Η συναισθηματική ειλικρίνεια και το βάθος, το τρυφερό κι ανθρώπινο χιούμορ και η αξιοσημείωτη αισθητική αρτιότητα, θέτουν το «Μανχάταν» ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του Άλεν..

«Το Μανχάταν είναι μια αισιόδοξη τραγωδία των μαύρων καιρών μας»

Κριτική του Βασίλη Ραφηλίδη δημοσιευμένη στο «Βήμα», 29/1/1980

Το να προσπαθείς να εκλογικεύσεις με την κριτική την απέραντη γοητεία αυτής της ταινίας είναι σαν να επιχειρείς να κάνεις μάθημα ανατομίας στο σώμα μιας πεταλούδας! Το «σώμα» του φιλμ θα σου ξεφύγει οπωσδήποτε κι αυτό που θα σου μείνει τελικά στα χέρια θα είναι το λαμπερό μωσαϊκό των φτερών. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από κάτι το «στερεό», π.χ., τον συνδετικό ιστό που θα συγκρατήσει στη θέση τους τις ψηφίδες του μωσαϊκού και που είναι το ασπρόμαυρο Μανχάταν, τούτη η γκρίζα και μελαγχολική γειτονιά των διανοούμενων και των καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο το φιλμ δεν είναι παρά ένα ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ σε σινεμασκόπ ( για να αποδοθεί η γεωμετρική έννοια του πλάτους), με θέμα τη γειτονιά όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε κι εξακολουθεί να δουλεύει αυτό το ταλαιπωρημένο και νευρωτικό εβραιάκι, ο Γούντι Άλεν. Τούτες οι ιμπρεσσιονιστικές εικόνες μοιάζουν να αναδύονται μέσα απ’ τη μουσική του Τζορτζ Γκέρσουιν που τις διαποτίζει από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας. Έτσι η ιμπρεσσιονστική αστάθεια της εικόνας επιτείνεται στο μάξιμουμ από τη ρέουσα κι «αβέβαιη» μουσική του Γκέρσουιν, στην οποία η αρχική απλή μελωδία γίνεται χίλια κομμάτια, καθώς υφίσταται τη διαβρωτική επενέργεια της δανεισμένης από την τζαζ «μπλε νότας» που, στην καρτεσιανή-μαθηματική αντίληψη της δυτικής μουσικής, είναι ο ίδιος ο διάβολος με τη μορφή ήχου. Με την επενέργεια, λοιπόν, της τζαζικής μουσικής, η εικόνα αποδιαρθρώνεται σύμφωνα με τους μη-καρτεσιανούς νόμους της τζαζ κι αποδεσμεύει, έτσι, ένα νόημα κρυμμένο πίσω απ’ τη λογική. Έτσι, αυτό που μοιάζει σαν αναρχούμενος αυτοσχεδιασμός δεν είναι παρά η βαθιά και σίγουρη λογική του ενστίκτου, καθώς αυτό αποδεσμεύεται από τους καταναγκασμούς της νόησης. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της τζαζ κι αυτή ακριβώς είναι κι η ουσία αυτής της βαθύτατα τζαζικής, στη δομή της, ταινίας.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο Άλεν είναι τζάζμαν από χόμπι – παίζει σαξόφωνο – και ότι έχει μια πολύ καλή γνώση των κανόνων αυτής της εκπληκτικής μουσικής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι η τζαζ έχει μια εσωτερική – δομική σχέση με την αρθρωμένη ροή των εικόνων, πράγμα που εξηγεί ίσως την αγάπη πάρα πολλών ανθρώπων του κινηματογράφου, θεωρητικών και πρακτικών, γι’ αυτή την πολυσημική μουσική.

Μέσα σ’ αυτό το μουσικοεικαστικό πλαίσιο ( Μανχάταν-Γκέρσουιν) κινείται ένας άνθρωπος που, ακολουθώντας το περίγραμμα που ήδη προσπαθήσαμε να καθορίσουμε, επιχειρεί να αυτοσχεδιάσει τη συμπεριφορά του μπροστά στο φακό, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο που ακολουθεί και ο τζάζμαν μπροστά στο μικρόφωνο: μένοντας προσκολλημένος στην τονική νότα, εγκαταλείπεται σ’ ένα από τα μέσα ελεγχόμενο αυτοσχεδιαστικό ντελίριουμ χωρίς, ωστόσο, να ξεχνάει πότε πρέπει να ολοκληρώσει το αρχικό σχέδιο που του βάζει το προς ανάπτυξη θέμα. ( Κάπως έτσι πρέπει να νοείται και το σενάριο στη σχέση του με τη σκηνοθεσία-εκτέλεση).

Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καμιά άλλη πρόθεση εκτός από το να εκθέσει σε κοινή θέα τα εσώψυχά του. (Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο τζάζμαν.) Κι αυτό που εκθέτει εδώ ο Γούντι Άλεν με έναν τρόπο εντελώς μα εντελώς σπαραχτικό στην αφοπλιστική του ειλικρίνεια, είναι ένα εγώ χιλιοκομματιασμένο, θα λέγαμε διαβρωμένο από την «μπλε νότα» της μελαγχολίας, μιας μελαγχολίας που προσδιορίζεται από την αδυναμία της βίωσης του γενικευμένου ψεύδους που έχει γίνει κανόνας «καλής» συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά του Ισάακ είναι μονίμως κακή- δηλαδή ειλικρινής. Πρόκειται για μία συμπεριφορά τυπικά «τζαζική». Τούτη η αναρχική κακότητα παίρνει εδώ τη μορφή του χιούμορ, που ο Φρόυντ μάς έμαθε πως δεν είναι ποτέ και σε καμία περίπτωση «αθώο». Είναι ένας τρόπος επίθεσης ή άμυνας κατά την περίσταση που προφυλάγει από την κακότητα των άλλων. Είναι ένας τρόπος μεταμφίεσης της επιθυμίας και μια αποφασιστική επέμβαση στους καταδηλωτικούς κώδικες της κανονιστικής λογικής. Το σαρωτικό χιούμορ του Άλεν είναι εδώ ένα ξυράφι που κλαδεύει όλες τις εξέχουσες κορυφές της κακότητας γύρω του, μιας κακότητας που έχει πάντα ως στόχο την εντιμότητα και την ειλικρίνεια και, κατά συνέπεια, τη μη αλλοτρίωση.

Με όπλο το χιούμορ, ο Ισάακ διαφυλάγει τελικά την αθωότητά του και επιτέλους, αυτός ο μεσήλικας γίνεται αντάξιος της δεκαοχτάχρονης φίλης του (Μάριελ Χέμινγουεϊ), που είναι ο μόνος «φυσικά» υγιής χαρακτήρας της ταινίας.

Τελικά, αυτός ο αγώνας για τη διαφύλαξη της αθωότητας μέσα από το χιούμορ δεν είναι παρά ένας αγώνας ενάντια σ’ έναν κάποιο αόριστο φόβο θανάτου που έρχεται ως συνακόλουθο της απομόνωσης από τη βλακεία του γύρω αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού κόσμου, που δεν παρέχει πια κανένα σταθερό έρεισμα. Η σκιά της μοναξιάς και του συνακόλουθου θανάτου μεταλλάσσει αδιάκοπα τούτη την κωμωδία σε μια υπαρξιακή τραγωδία, και το χιούμορ δείχνει επιτέλους την πραγματική του όψη: είναι μια κατάσταση βαθιάς και «υγιεινής» απαισιοδοξίας που δεν έχει τίποτα από τον βλεννορροιακό ψυχισμό των υποψήφιων αυτοχείρων. Πρόκειται για την αισιοδοξία του απελπισμένου Σίσυφου σε στιλ Καμί. Το Μανχάταν, λοιπόν, είναι η αισιόδοξη τραγωδία των μαύρων καιρών μας.

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.