ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ
Έλα Να Δεις (IDI I SMOTRI, 1986)
Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως εμφανίζονται στην κοχλάζουσα φαντασία του Ιωάννη τη στιγμή που σπάει η τέταρτη σφραγίδα. Και το πρώτο που λεν και οι τέσσερις μ’ ένα στόμα είναι: «Έλα να δεις». Τα τρομερά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη θα γίνουν από κει και κάτω. Και βέβαια, θα γίνουν για να τα δει ο πιστός. Και να σωφρονιστεί. Το πιο μακάβριο κείμενο της Αγίας Γραφής είναι και το πιο ποιητικό. Αλλά και το πιο «διδακτικό». Ο Ιωάννης, πριν από το κάθε τι, ήθελε να είναι «παιδαγωγός». Πράγματι, η Αποκάλυψη διατηρεί πάντα τη δύναμη της, χάρις στις λεπτές ισορροπίες που πετυχαίνει ο Ιωάννης ανάμεσα στο φρικώδες, το ποιητικό και το διδακτικό.
Από τότε, η Αποκάλυψη θα λειτουργεί σταθερά ως το πρότυπο του μπαρόκ κειμένου, της μπαρόκ τέχνης γενικότερα. Όπου, όλα είναι ογκώδη, όλα είναι υπερβολικά, όλα είναι εξημμένα, όλα οδηγούν πέρα από το ρεαλισμό χωρίς όμως να απαλείφουν την αρχική ρεαλιστική αφετηρία. Το μπαρόκ είναι ρεαλισμός. Μόνο που οι τεράστιες, θα λέγαμε, δόσεις ρεαλισμού αναιρούν τελικά το ρεαλισμό.
Η αίσθηση της ισορροπίας και του μέτρου που υπάρχει στην αρχαία ελληνική τέχνη, θα καταστραφεί οριστικά με το μπαρόκ. Που, ωστόσο, προϋπάρχει του ελληνικού ποιητικού ρεαλισμού, κυρίως στην αιγυπτιακή και ασσυριακή τέχνη.
Ο Ιωάννης, Ανατολίτης ο ίδιος, γνωρίζει καλά τη σημασία της υπερβολής που υπάρχει σε κάθε διδακτικό ανατολίτικο παραμύθι. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως ο ρεαλισμός δεν μπορεί να διδάξει αποτελεσματικά. Διότι αναπαράγει και αναπαριστάνει τη «ζωή όπως είναι». Αλλά, η ζωή, όπως είναι, δεν είναι τέχνη· είναι ζωή. Συνεπώς, ακόμα και ο ρεαλισμός, που είναι μίμηση πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα, έχει μέσα του κάτι απ’ το μπαρόκ. Είναι κι αυτός μια «σεμνή» υπερβολή, έστω και για μόνο το λόγο πως είναι υποχρεωμένος να κάνει μια αξιολόγηση των αληθοφανών περιστατικών και να τα βάλει σε μια σειρά σύμφωνα με ένα αφηγηματικό σχέδιο που υπηρετεί την πύκνωση. Αλλά ήδη αυτή η πύκνωση είναι μπαρόκ.
Μ’ άλλα λόγια, το μπαρόκ υπάρχει παντού στην τέχνη, θα λέγαμε σε διαφορετική πυκνότητα και σε διαφοροποιούμενη «ποσότητα» και το κυρίως ειπείν μπαρόκ δεν είναι παρά ένας «εξημμένος ρεαλισμός».
Ο ρεαλισμός είναι η συνέπεια της επενέργειας της αριστοτελικής και αργότερα της καρτεσιανής λογικής. Συνεπώς, ο ρεαλισμός είναι η πιο καθαρή μορφή δυτικής τέχνης, που οι Ανατολίτες τη δέχονται πολύ δύσκολα, γιατί τα δικά τους ερμηνευτικά του κόσμου συστήματα δε στηρίζονται μόνο και αποκλειστικά στη λογική, παρ’ όλο που τη συναντούν ύστερα από μια τεράστια κυκλωτική, θα λέγαμε, κίνηση.
Η Άλγεβρα, για παράδειγμα, τούτο το αριστούργημα της μαθηματικής σκέψης δε θα μπορούσε παρά να έχει ανατολίτικη, συγκεκριμένα αραβική, καταγωγή. Γιατί ένα μαθηματικό-συλλογιστικό σύστημα τόσο ανοιχτό και τόσο αόριστο, που να χωρούν μέσα του τα πάντα, από έναν απλό λογαριασμό τής πρακτικής αριθμητικής μέχρι τα πιο πολύπλοκα μαθηματικά προβλήματα, μόνο η ανατολίτικη μυθική και μυθοποιούσα σκέψη θα μπορούσε να το σκαρώσει.
Άλλωστε, τα μαθηματικά, από την ίδια τους τη φύση, είναι μπαρόκ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μπαρόκ από ένα ολοκλήρωμα, από μια ομάδα, ή από μια σειρά (οι λέξεις αυτές εδώ νοούνται ως μαθηματικοί όροι). Η μαθηματική σκέψη είναι σχεδόν μυθική. Και η γοητεία των μαθηματικών συνίσταται στο γεγονός πως ευρύνουν τόσο τα όρια της πραγματικότητας, που να χωρούν σ’ αυτήν τα πάντα, ακόμα και τα πιο μυθώδη.
Προσωπικά, απεχθάνομαι τη μιζέρια τού ρεαλισμού που τα μετράει όλα με το υποδεκάμετρο και το γραμμάριο, όπως ο μπακάλης της γειτονιάς. Τουλάχιστον, διάολε, ας τα μετρούσε με τη λεπτότητα και τη φινέτσα ενός Πραξιτέλη κι ενός Φειδία.
Ακόμα και η καθημερινή μας ζωή όταν είναι ρεαλιστική, είναι ανυπόφορη. Η «τέχνη του εφικτού» είναι η τέχνη του ασήμαντου. Και η «ρεαλιστική συμπεριφορά» είναι η συμπεριφορά εκείνου του ανυπόφορου «καλού νοικοκύρη» που «έχει γυναίκα και παιδιά» ίσα ίσα για να τα χρησιμοποιεί ως άλλοθι για τη μη δυνατότητα για πέταγμα πάνω από το πραγματικό, προς την περιοχή του μύθου και της ουτοπίας, όπου κυοφορούνται οι κατακτήσεις του μέλλοντος, όπως και οι κατακτήσεις του παρελθόντος. Η ιστορία είναι μπαρόκ απ’ την ίδια της τη φύση.
Η διά της τέχνης αναπαράσταση του πολέμου, συνήθως αντιμετωπίζεται ρεαλιστικά. Όμως, ο πόλεμος είναι ρεαλιστικό γεγονός; Πώς γίνεται να ‘ναι αποδεκτή ως πραγματική (γιατί αυτό είναι ο ρεαλισμός) η φρίκη τού πολέμου; Ο πόλεμος, απ’ την ίδια του τη φύση, δεν είναι ρεαλιστικό γεγονός, είναι μπαρόκ κατάσταση. Εδώ δε μιλάμε βέβαια για έναν ή είκοσι φόνους. Εδώ μιλάμε για μια οργανωμένη «επίσημη» σφαγή, όπου οι άνθρωποι σκοτώνονται φωνάζοντας με τον πιο ηλίθιο και παράλογο τρόπο «ζήτω ο βασιλιάς» ή έστω «ζήτω η πατρίδα».
Αφού, λοιπόν, ο πόλεμος είναι μπαρόκ από μόνος του, πώς θα ‘ταν δυνατόν η αναπαράσταση του διά της τέχνης να είναι ρεαλιστική; Μια «διακριτική» περιγραφή του πολέμου δεν είναι παρά ένα σαλονίστικο σόου για ευαίσθητες δεσποινίδες, που καλούνται να θαυμάσουν και ενδεχομένως να ερωτευτούν τους ήρωες.
Ωστόσο, το ξέρουμε, τούτος ο πολεμικός ρεαλισμός δεν είναι καν ρεαλισμός, αφού για να εικονιστεί ρεαλιστικά ο πόλεμος που από μόνος του είναι ήδη μπαρόκ, πρέπει να αναπαρασταθεί με την αισθητική του μπαρόκ. Σ’ αυτή την περίπτωση η αισθητική του μπαρόκ δε διογκώνει, δεν υπογραμμίζει, δε μεγεθύνει, απλώς εικονίζει ένα μπαρόκ που προϋπάρχει της αισθητικής.
Για να παρακάμψουν οι σκηνοθέτες τον βάναυσο μπαρόκ ρεαλισμό του πολέμου, κατά κανόνα εφευρίσκουν μια ιστορία που θα μπορούσαμε να την πούμε «παραπολεμική»: έρωτας εν πολεμώ, ηρωισμός εν πολέμω, κοινωνική κριτική εν πολέμω, κ.λπ. Ακόμα και το Σταυροί στο μέτωπο του Κιούμπρικ είναι ταινία παραπολεμική, αφού το θέμα της δεν είναι ο πόλεμος καθαυτός, αλλά ο κυνισμός της στρατιωτικής ηγεσίας που σχεδιάζει μια μάχη στη βάση της στατιστικής του θανάτου: στην πρώτη φάση της μάχης θα έχω, π.χ., απώλειες 10%, στη δεύτερη 20%, στην τρίτη 30% και θα μου μείνει κι ένα 40% για την τελική επίθεση για την κατάληψη του λόφου.
Ωστόσο, αυτή η απανθρωπιά της τέχνης του πολέμου, δεν είναι περιγραφή πολέμου. Διότι η ποσοστιαία κλιμάκωση των απωλειών υπακούει σ’ ένα σχέδιο αυστηρά λογικό, από στρατιωτικής απόψεως. Αλλά ο πόλεμος καθαυτός είναι υπερρεαλιστικός, βρίσκεται πάνω από το ρεαλισμό, είναι καθαρός σουρεαλισμός.
Όχι, πάντως, με την έννοια που θα δώσει στον όρο ο Μπρετόν, που δεν ασχολήθηκε με το ομαδικό ασυνείδητο. Γιατί ο σουρεαλισμός του ομαδικού ασυνειδήτου είναι το μπαρόκ. Σ’ αυτό, δεν είναι το απελευθερωμένο ασυνείδητο του δημιουργού που ενεργεί σουρεαλιστικά, είναι η επενέργεια της πανάρχαιας συλλογικής μνημειακής ανατολίτικης τέχνης που καταλήγει στον καλυμμένο μέσα στο μπαρόκ σουρεαλισμό. Η μνημειακή τέχνη, υπηρετώντας κατά κύριο λόγο τον Θεό, δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική. Κανένας ναός δεν έχει σχέση με τη ρεαλιστική αρχιτεκτονική, για τον απλό λόγο πως σ’ αυτόν δεν πρόκειται να κατοικήσει κανένας άνθρωπος, ώστε ο αρχιτέκτονας να τον σχεδιάσει με βάση τις ρεαλιστικές ανθρώπινες ανάγκες. Ο Θεός έχει ανάγκη από το μπαρόκ, γιατί, ως Θεός, βρίσκεται πέρα από το ρεαλισμό.
Η πιο μπαρόκ (παροξυμένη) κατάσταση που εμφανίστηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, είναι σίγουρα αυτή που δημιούργησαν στη Λευκορωσία οι ναζί. Οι χιτλερικοί έκαψαν εκεί 600 χωριά μαζί με χους κατοίκους τους — όλους τους κατοίκους χωρίς εξαίρεση. Δεν ήταν μια πράξη αντιποίνων, πολύ γνωστή και σ’ εμάς εδώ, ήταν κάτι σαν σπορ, κάτι σαν διασκέδαση των Γερμανών στρατιωτών.
Ο Νέρων δεν είναι μόνο πρόσωπο, είναι κυρίως σύμβολο. Το σύμβολο του ανθρώπου που κάνει την καταστροφή και το θάνατο θέαμα άξιο για αυτοκράτορα, που κυριαρχεί απόλυτα πάνω στους υπηκόους του. Οι άνδρες των Ες-Ες ήταν όλοι τους αυτοκράτορες. Και συνεπώς όλοι τους δικαιούνταν να παίρνουν «δημοκρατικά» μέρος σε νερώνεια θεάματα, οργανωμένα αποκλειστικά για την ευχαρίστηση τους. Είχε δίκιο ο Ιωάννης: όταν αποσφραγιστεί η τέταρτη σφραγίδα και το κτήνος απελευθερωθεί, οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται αυτομάτως. Η συντέλεια του κόσμου σίγουρα θα γίνει από κάποιους Ες-Ες. Μέσα στην ασφάλεια που παρέχει μια ομάδα κτηνών, η ανθρώπινη κακότητα πολλαπλασιάζεται σαν από ανάκλαση σ’ ένα τερατώδες κυρτό κάτοπτρο. Ο κάθε στρατιώτης υπερβάλλει σε βαρβαρότητα το διπλανό του, και η (ρεαλιστική) ανθρώπινη κακότητα μετατίθεται στην περιοχή ενός μπαρόκ, που εδώ δε βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού, αλλά του Διαβόλου. Να, λοιπόν, γιατί ο πόλεμος είναι μια κατάσταση μπαρόκ: διογκώνει μέχρι την πλήρη υπερβολή τις αρνητικές ποιότητες του ανθρώπινου ψυχισμού.
Ο Έλεμ Κλίμοφ. ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές του καιρού μας είναι Ανατολίτης, γιατί είναι Ρώσος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Στάλινγκραντ, κι όταν οι ναζί πολιορκούσαν την πόλη του Στάλιν ήταν μόλις επτά ετών. Γνώρισε, λοιπόν, την μπαρόκ φρικωδία του πολέμου στην καρδιά της φρίκης. Σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, το 1984, που γύρισε το Έλα να δεις, δανείζεται τον τίτλο αλλά και το «απόκρυφο» περιεχόμενο της ταινίας του από την Αποκάλυψη, και γράφει με μπαρόκ εικόνες τη δική του Αποκάλυψη. Τούτη η τρομερή μπαρόκ Ταινία είναι κάτι το φοβερό, κάτι που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή. Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως, εδώ, δεν περιφέρονται με ελικόπτερα, όπως στο Αποκάλυψη τώρα του Κόπολα, δε βλέπουν την κόλαση από πάνω, δεν πετούν την πύρινη ρομφαία τους από μακριά. Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως του Κλίμοφ είναι χίλιοι τέσσερις και καίνε τελετουργικά και με τα χεράκια τους ένα μόνο από τα 600 χωριά της Λευκορωσίας. Η πλήρης και απόλυτη βαρβαρότητα εδώ είναι «χειροποίητη», όπως την «παλιά καλή εποχή» των Τατάρων.
Μέσα σ’ αυτό το χάος περιφέρεται αδέσποτο ένα παιδί. Που φτάνει μέχρι την Καρδιά του ερέβους, όπως το περιγράφει ο Τζόζεφ Κόνραντ στο εντελώς εκπληκτικό μυθιστόρημα του, όπου στηρίζεται η Αποκάλυψη τώρα του Κόπολα. (Έχω την εντύπωση πως και το Έλα να δεις χρωστάει κάτι στον Κόνραντ.) Μόνο αν βάλεις ένα παιδί να περιφέρεται στην κόλαση θα δώσεις το πραγματικό εύρος της. Και δε νομίζω πως γυρίστηκε ποτέ πιο «κολασμένο» φιλμ από τούτο δω, όπου η φρίκη περιφέρεται αμακιγιάριστη απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με Τα παιδικά χρόνια του (φουκαρά) Ιβάν του Ταρκόφσκι. Έχουμε να κάνουμε με την, στην κυριολεξία, χαμένη αθωότητα, που είναι ό,τι πιο φρικτό συνεπάγεται ο πόλεμος. Και προσέξτε το φινάλε: με μια εκπληκτική αναστροφή στο χρόνο μέσα από χιτλερικά ντοκουμέντα, το φιλμ τελειώνει με τον Χίτλερ βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του. Όλα τα βρέφη είναι αθώα. Ο Χίτλερ δε γεννήθηκε κτήνος, έγινε κτήνος. Γιατί; Το φιλμ δε θέλει να δώσει απάντηση. Περιγράφει μόνο το τελευταίο στάδιο της απόλυτης κτηνωδίας. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν; Δε νομίζω…
«Έθνος», 23-4-1989.