Συνέντευξη Γιάννη Κακλέα στον Μίμη Τσακωνιάτη

image Του χρόνου ο Γιάννης Κακλέας, το τρομερό παιδί του θεάτρου μας κλείνει τριάντα χρόνια σκηνοθεσίας. Παγοποιείο Φιξ, Τεχνοχώρος, ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του τελευταίου έδωσε πριν είκοσι χρόνια βήμα για να εκφραστούν και να εξελιχτούν πολλοί σημερινοί σημαντικοί σκηνοθέτες, όπως οι Χατζάκης, Θεοδορόπουλος, Μοσχόπουλος, Σεβαστίκογλου κ.α. Στις αποσκευές του κουβαλάει πλούσιο έργο με εβδομήντα περίπου θεατρικές παραστάσεις που μαζί με τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές υπερβαίνουν τις εκατό. Και όμως έπρεπε να περιμένει την ανάληψη της διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου από τον Γιάννη Χουβαρδά για να του γίνει επίσημη πρόταση συνεργασίας! Έτσι, βρέθηκε να κάνει έναν βαθυστόχαστο, άγριο διάλογο με τον Αλεξάντρ Οστρόφσκι και το τρομακτικά επίκαιρο, κλασικό του έργο Το Ημερολόγιο ενός Απατεώνα το οποίο ο οιστρηλατημένος από τη μούσα σκηνοθέτης ανέβασε ανεπανάληπτα στη σκηνή Κοτοπούλη-Ρεξ κερδίζοντας αστραπιαία τις ψυχές του πολυπληθούς κοινού. Τώρα αναζητάει κάτι που θα τον ανανεώσει. Μία ομαδική δουλειά σε στούντιο, με νέους ηθοποιούς, ξεχωριστή ματιά και πάθος για το θέατρο. Του ευχόμαστε ολόψυχα καλή συνέχεια καθώς η Ελλάδα χρειάζεται τέτοιους αυθεντικούς καλλιτέχνες που κομίζουν αληθινό πολιτισμό. Και ο νοών νοείτω…

Καλούμενος να σκηνοθετήσεις Το ημερολόγιο ενός απατεώνα του Οστρόφσκι ποιό θεώρησες πως ήταν το πρωταρχικό πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσεις για να μην προδώσεις το συγγραφέα;

image

Η πρώτη μου από κεκτημένη ταχύτητα επιθυμία ήταν να φύγω από το κείμενο και να το πειράξω με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να βρω λίγο το σήμερα του. Μετά όμως από σοβαρή μελέτη διαπίστωσα ότι έχω στα χέρια μου ένα αριστούργημα. Ένα κείμενο που όσο περισσότερο το υποστηρίξεις και όσο πιο πολύ στην εποχή του πας –και είναι η πρώτη φορά που κάνω έργο με κοστούμια εποχής–, όσο πιο πολύ ανάγλυφα εμφανίσεις τον κόσμο που βίωσε ο Οστρόφσκι και τον αναπλάσεις πάνω στη σκηνή τόσο πιο πολύ σημερινός θα είσαι. Άρα, διάλεξα μία «ακαδημαϊκή» γραφή για να μπορέσω μετά να τη διαβρώσω, να δημιουργήσω τις σκηνοθετικές και δραματουργικές ρωγμές, έτσι ώστε να κάνω διάλογο με το σήμερα. Αυτή ήταν και μία συμφωνία που κάναμε και με τον ίδιο το θίασο για να μπορέσουμε να βρούμε και έναν βασικό παρονομαστή διαλόγου με το χθες και το σήμερα. Αυτή είναι και μία πρόταση που κάνει η παράσταση. Όταν βλέπω την παράσταση με κόσμο διαπιστώνω ότι ο θεατής αντιλαμβάνεται μεν μία καθαρή ιστορία, αλλά σιγά-σιγά αρχίζει και αισθάνεται άβολα με το όλο θέμα και νιώθει μία αμηχανία με την καθαρότητα των πραγμάτων. Ταυτόχρονα είναι σαν να βλέπει κάποιο ντοκιμαντέρ όπου στην εικόνα του αρχίζει να καθρεφτίζεται ένας τερατώδης εσωτερικός κόσμος και αυτό τον κάνει να αρχίζει να νιώθει τον καθρέπτη.

-Να αναρωτιέται «μήπως είμαι και εγώ έτσι;»

image Ναι, «μήπως είμαι και εγώ ένας από αυτούς;» Γιατί είμαστε ένας από αυτούς. Το ημερολόγιο ενός απατεώνα έχει δύο ουσιαστικές λέξεις. Από τη μία μεριά δηλαδή είναι ο απατεώνας τού οποίου βλέπουμε τη δράση του και από την άλλη πρέπει να δούμε και τον εσωτερικό τερατογόνο κόσμο που πραγματικά καταγράφει στο ημερολόγιο. Ο Οστρόφσκι δεν μας δίνει καμία πληροφορία τι γράφει στο ημερολόγιο. Οπότε αναρωτιόμαστε ποιες είναι οι πραγματικές εικόνες που καταγράφει ένα μυαλό στο καλεντάρι του και το πώς αυτός ο «απατεώνας» –το λέω με εισαγωγικά επειδή δεν είναι περισσότερο απατεώνας από τους άλλους που τον χαρακτηρίζουν έτσι– καταγράφει τις σκέψεις του έχοντας την ικανότητα να διαστρέφει μέσω του Λόγου τα πράγματα. Αυτό ήταν που με ενδιέφερε ιδιαίτερα στο κείμενο, γι’ αυτό και αν πρόσθεσα κάτι στην παράσταση ήταν την έννοια της πνευματικότητάς του, με το να βάλω δηλαδή στο σκηνικό και μία βιβλιοθήκη, ένα αρχείο φακέλων, στοιχεία που υπάρχουν στο έργο. Ήθελα να δείξω έναν άνθρωπο ο οποίος έχει όλα τα στοιχεία να γίνει ο πνευματικός ηγέτης μιας νέας τάξης πραγμάτων αλλά τελικά γίνεται ο μπροστάρης μιας διεφθαρμένης κοινωνίας που στο τέλος τον ανταμείβει για τη φαυλότητά του. Μιλάμε πια για οργανωμένο μηχανισμό που διαφθείρει σκόπιμα συνειδήσεις. Και εστιάζω περισσότερο στην έννοια της διαφθοράς γιατί όταν διαφθείρουμε κάτι το αλλοιώνουμε, του αλλάζουμε συντεταγμένες. Ενώ δηλαδή βλέπουμε ότι κάποιος έχει ηθικές αξίες τον πάμε προς μία άλλη κατεύθυνση η οποία είναι ανήθικη, εκφυλισμένη. Η έννοια της διαφθοράς είναι πολύ πιο ευαίσθητη και λεπτή, γι’ αυτό και μας ενοχλεί έντονα όταν αναφέρεται σε θεσμούς που θα θέλαμε να είναι αλώβητοι, όπως για παράδειγμα των δικαστικών, των θρησκευτικών ή ακόμη και των πολιτικών που έχουν ταυτιστεί στο κοινό αίσθημα με τη σήψη. Εκεί μας πονάει περισσότερο.


Η παράθεση εμβόλιμων σλάιντς στην παράστασή σου με τα χαρακτικά του Γκόγια, μία σειρά έργων που ο Ισπανός ζωγράφος ονόμασε Καπρίτσια και αποτέλεσαν τα πρώτα του πολιτικά έργα, όπου δεσπόζει το δαιμονικό και το γκροτέσκο δίνει μία άλλη, απογειωτική διάσταση στη σκηνοθεσία σου. Με ποιά λογική τα ενσωμάτωσες στη δουλειά σου;

image Στο έργο χρησιμοποιούνται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι για να καταγράψει ότι αυτός ο χαρακτήρας έχει μία σχέση με τη νέα τεχνολογία της εποχής του. Ότι ασχολείται δηλαδή με τη φωτογραφία, με το σινεμά και με τα χαρακτικά. Πως είναι ένα φωτισμένο μυαλό. Ήθελα από την αρχή να δείξω ότι αυτός ο άνθρωπος που βλέπεται τώρα μπορεί να είναι ο νέος σας μελλοντικός ηγέτης. Γι’ αυτό και στο τέλος, στη φωτογραφία που βγαίνουν όλοι μαζί, αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά η εικόνα σιγά-σιγά αλλοιώνεται και ο Γκλούμοφ διακρίνεται να φοράει σύγχρονα ρούχα. Και ενώ διαμορφώνεται η τερατώδης αίσθηση του Γκόγια, όλα τα άλλα πρόσωπα του παρελθόντος γίνονται ασπρόμαυρα ενώ ο ίδιος ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος που υποδύεται τον Γκλούμοφ –επειδή έχουμε τραβήξει στο στούντιο αυτή τη φωτογραφία– εμφανίζεται στο σήμερα. Αυτό ήταν και το αποτέλεσμα όλων αυτών των προβολών σλάιντς που βλέπει ο θεατής. Ότι στην ουσία δεν μιλάμε για το τότε αλλά για το τώρα. Πρόκειται για ξεκάθαρες νύξεις. Ο Γκόγια χάραξε, ζωγράφισε αυτά τα Καπρίτσια με οργή και βδελυγμία για την υποκρισία και την πτώση των ηθικών αξιών της εποχής του. Έτσι, τα χρησιμοποίησα σαν να είναι η ορμή του μυαλού του Οστρόφσκι γράφοντας το συγκεκριμένο κείμενο. Δηλαδή ότι ο Οστρόφσκι έχει στο μυαλό του ένα δράμα και γράφει μία κωμωδία. Αυτό έχει για μένα μεγαλύτερη σημασία, γιατί εκεί βρίσκεται και το στοιχείο της σάτιρας που είναι ένα ιδιαίτερο είδος. Δεν είναι ούτε κωμωδία ούτε δράμα. Είναι αυτό που συνδιαλέγεται εξίσου δυναμικά με τα τραγικά, δραματικά στοιχεία και δεν φοβάται να εμφανίζει την κωμικότητα ή τη γελοιότητα αυτών των στοιχείων. Ο Αριστοφάνης έχει τέτοια στοιχεία σατιρικού ποιητή. Ο Οστρόφσκι, λοιπόν, έγραψε το έργο με οργή και απέχθεια για την όλη κοινωνική κατάσταση που βίωνε γύρω του και εμφάνιζε την περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα με μία σατιρική κωμική διάθεση. Αυτό το στοιχείο έπρεπε να το δώσω στο θεατή να το αντιληφθεί μέσω των χαρακτικών που εμπεριέχουν γκροτέσκα στοιχεία, που έχουν να κάνουν λίγο και με μία διαβολική, σατυρική ύπαρξη πραγμάτων μέσα στο ίδιο το έργο, γιατί στη μορφή του Γκλούμοφ προσωποποιείται ο ίδιος ο Διάβολος!

-Ωστόσο και το σκηνικό που έχεις με τη μάγισσα και τις χαρτορίχτρες ταιριάζει επίσης στο πνεύμα των πινάκων του Γκόγια Μάγοι και Μάγισσες. Αλλά και ο Ισπανός ζωγράφος βλέπει την πτώση και την παρακμή του ανθρώπου σε τρία επίπεδα. Στο κοινωνικό, στο πολιτικό και στο μεταφυσικό.

Συμφωνώ απόλυτα. Από την άλλη μεριά υπήρξε και η ερμηνεία του έργου. Οι σκηνές που περιγράφεις με τη μάγισσα και τις χαρτορίχτρες, τα κεριά, την εκκλησία και τις αστραπές δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο κείμενο. Εκεί είναι γραμμένες μέσα σε ένα σπίτι. Εγώ τις διασκεύασα έτσι για να δοθεί περισσότερο η μεταφυσική αίσθηση του τρίτου επιπέδου και να τονιστούν κάποια δαιμονικά στοιχεία του ήρωα, ο οποίος μοιάζει με τραγοπόδαρο που ασελγεί σε έναν ιερό χώρο. Δηλαδή για μένα όλα αυτά έχουν και στοιχεία από τη Σπασμένη Στάμνα του Κλάιστ. Κάνω νύξεις δηλαδή σε κείμενα τα οποία πρέπει να τα αναφέρεις, αλλιώς το έργο είναι κουτσό. Μία από τις πρώτες κουβέντες που έκανα με τους ηθοποιούς είναι η εξής: Όταν, τους λέω, ανεβάζουμε ένα έργο με τα χρόνια νιώθω ότι εκπίπτει ο διάλογος μέσα στην πρόβα. Σήμερα, είμαι σίγουρος ότι όταν μιλήσουμε για τη διαφθορά ο νους μας θα πάει αμέσως στον έναν ή στον άλλο πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο. Παλιότερα, όμως, οι άνθρωποι και οι δραματουργοί του θεάτρου μιλούσαν για πιο σημαντικές συγκρούσεις, για αυτές ανάμεσα στο καλό και το κακό, επειδή είχαν έναν άλλο πολιτισμό. Μην ξεχνάς ότι ο Οστρόφσκι ζούσε σε μία εποχή όπου συνυπάρχουν ο Γκόγκολ, ο Τουργκένιεφ και ο Ντοστογιέφσκι και συνδιαλέγεται μαζί τους. Πηγαίνοντας σε μία τέτοια εποχή βαθιάς μεταφυσικής αίσθησης, πρέπει και στην πρόβα να μιλήσουμε για πιο ουσιαστικά θέματα και όχι για τα προϊόντα κοινωνικής σήψης που διαβάζουμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ή γι’ αυτά με τα οποία αναλώνονται τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Αυτά είναι δείγματα φτηνής διαφθοράς. Εδώ μιλάμε για πιο βαθιά ανηθικότητα. Μιλάμε για τον Σατανά, για τον Διάβολο, για την αιώνια σύγκρουση του καλού με το κακό.

-Στη σημερινή υλιστική εποχή πάντως έχει εξοβελιστεί εντελώς το μυθολογικό στοιχείο και η μεταφυσική από την τέχνη. Ας μην ξεχνάμε ότι όλο το μεγάλο θέατρο αλλά και η όπερα τα χρησιμοποίησαν ως βάση τους.


Νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πίσω στις πηγές του θεάτρου. Το ξαναψάχνουμε. Ιστορικά ο Οστρόφσκι διάβαζε τα έργα του στον Γκόγκολ και ο τελευταίος τού τα επιβράβευε ή του τα διόρθωνε. Τότε ο Γκόγκολ ήταν κάτι σαν ο πατρόνας της θεατρικής ζωής και ο Οστρόφσκι τον αγαπούσε πάρα πολύ και τον εκτιμούσε.

-Ο θεατής στη σκηνή του «Ρεξ» βλέπει μία αποθέωση του θεάτρου, μία πανδαισία χρωμάτων, ηχοχρωμάτων, περίτεχνων κοστουμιών και σκηνικών. Ωστόσο, το άθροισμα όλων αυτών τον φέρνει αντιμέτωπο με την πιο ερεβώδη εικόνα για την εσωτερική κατάσταση του σημερινού ανθρώπου. Σκέτη πίσσα! Είναι σαν να ρίχνεις όλα αυτά τα πολύχρωμα υλικά μέσα σε ένα καζάνι και από κει μέσα, μετά το βράσιμο και το ανακάτωμα, να ξεπροβάλει ο Μεγάλος Τράγος που αποτελεί και τον κορυφαίο από τους μαύρους πίνακες του Γκόγια!

Συμφωνώ απόλυτα (γελάει έντονα). Φοβάμαι ότι αυτό που τόσο όμορφα μου περιγράφεις είναι και η άποψή μου για τον κόσμο. Δυστυχώς αυτό είναι το πιστεύω μου.

-Δηλαδή συμφωνείς με τα μεγάλα θεολογικά κείμενα που λένε ότι ο κόσμος τούτος βρίσκεται υπό την κυριαρχία του Μεγάλου Τράγου;

image Ναι, και εκεί παίζεται το παιχνίδι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θρησκείες αυτή την αλήθεια δεν φοβήθηκαν να την αποκαλύψουν. Ο μικροαστός φοβάται να τη δει, παρόλο που του το λένε ηχηρά. «Κοίταξε, εδώ δεν είναι Παράδεισος! Ψάξε να βρεις τι είναι…». Και κάνουν ότι δεν το ακούν. Ωστόσο, και ο ίδιος ο Οστρόφσκι αναδεικνύοντας αυτόν το δαιμονικό χαρακτήρα λέει ό,τι ακριβώς περιγράφεις. Ότι η δύναμη του κακού, η δύναμη του Εωσφόρου, του Σατανά, πες τον όπως θέλεις, δεν έχει σημασία, είναι μέσα μας και είναι το ίδιο ισχυρή όσο και η δύναμη του καλού. Και κάνει και το κοινωνικό σχόλιο. Ότι η κοινωνία τελικά επιβραβεύει το αρνητικό, το ανίερο, το σκιώδες… Το έργο μπορεί να το δει κανείς με πολλούς τρόπους. Εγώ διάλεξα αυτόν επειδή πίστευα ότι θα ήταν η πιο πρέπουσα αντίληψη στη σκηνή του «Ρεξ» και του Εθνικού Θεάτρου. Ήθελα και εγώ σαν ένας άλλος Γκλούμοφ να παίξω ένα υπονομευτικό παιχνίδι μέσα στο βελούδο και στη μεγάλη σκηνή και να υπονοήσω κάτι γι’ αυτούς που έχουν τα μάτια τους και τα αυτιά τους ανοικτά, και την ψυχή τους ακόμη έτοιμη να δεχτεί ορισμένα πράγματα. Να υπονοήσω δηλαδή έναν ψίθυρο τον οποίο αν συλλάβουν θα τους είναι χρήσιμος. Αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Να ψιθυρίσω και όχι να κραυγάσω. Να υποδηλώσω και όχι να χρωματίσω με έντονες πινελιές τα πράγματα. Σ’ άλλους θεατές λειτουργεί το φαντασμαγορικό. Σε άλλους το υπονομευτικό. Σε όσους θεατές λειτουργούν και τα δύο είναι οι θεατές τους οποίους εγώ αγαπάω. Δηλαδή αυτοί που αγαπάνε και τη φαντασμαγορία της ζωής. Γιατί δεν ζούμε μόνο μία ζωή καταθλιπτική αλλά και μία ζωή με πολλά πυροτεχνήματα. Ζούμε δηλαδή ταυτόχρονα μια ζωή ημέρας και νύχτας. Φωτός και σκότους. Αυτό λοιπόν το δισυπόστατο των συναισθημάτων της ζωής μ’ αφορά και αυτό ήταν και η πρότασή μου για τη σκηνή του «Ρεξ». Γιατί αυτό το έργο σε άλλον χώρο και ανεβασμένο με άλλον τρόπο θα μπορούσε να είχε μία άλλη εικόνα.

-Το εκπληκτικό στην παράστασή σου είναι ότι παίρνεις ως υλικό σου σκέτη λάσπη και τη μετουσιώνεις σε καθαρό πνεύμα. Και αυτό είναι που λείπει σήμερα από το σύγχρονο θέατρο καθώς ακόμη και τα κλασικά αριστουργήματα αν δεν συνδιαλέγονται με τον σκηνοθέτη επιφέρουν μεγάλα χασμουρητά.

Ξέρεις η σκηνοθεσία είναι μία σοβαρή υπόθεση. Γι’ αυτό και έχω εκφράσει πολλές αντιρρήσεις στο να σκηνοθετούν ηθοποιοί και άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν σπουδάσει το αντικείμενο και δεν έχουν εντρυφήσει σ’ αυτό ως βοηθοί σκηνοθέτη. Η σκηνοθεσία είναι μία αντίληψη για την τέχνη εφ όλης της ύλης. Είναι μία αντίληψη για την κοινωνία, μία κοινωνιολογική δουλειά που πρέπει να αναταράσσει το βυθό και της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας ή της ιστορίας της τέχνης. Δεν είναι αστεία πράγματα. Όταν καταπιάνεσαι με ένα κλασικό έργο θα πρέπει να είσαι αντάξιος των περιστάσεων. Ακόμη και ο Κολτές αλλά και σύγχρονοι του συγγραφείς που είχαν μία ισχυρή πνευματικότητα, διάλογο με τον Σέξπιρ έκαναν και με τον Άμλετ. Εσύ δεν μπορείς λοιπόν να εικονογραφείς χωρίς να γνωρίζεις τι σημαίνει το έργο κάποιου πνευματικού ανθρώπου. Αυτό συνιστά υποβάθμιση της τέχνης. Ο σκηνοθέτης που δεν είναι ικανός να συνδιαλλαγεί με την πνευματικότητα κάποιου έργου κατ’ εμέ είναι ένας εκπορνευτής της ιδέας του συγγραφέα. Μειώνει το έργο και το αλλοιώνει φέρνοντάς το στα μέτρα του με μία εμμονή επικαιροποίησης φοβούμενος ότι δεν θα είναι σημερινός. Αυτός ο τρόμος να είναι κανείς μοντέρνος έχει δημιουργήσει τέρατα. Η έννοια του σύγχρονου είναι ένας συνεχής διάλογος με το παλιό, με το χθες, με το σήμερα και το αύριο που είναι πέρα από τη φόρμα, πέρα από τον τρόπο. Δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει η φόρμα γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στις δονήσεις που παίρνουμε από τους συγγραφείς και να αλλάζουμε ακόμη και αρχικές μας απόψεις που είχαμε για το έργο. Διάλογος είναι μία εύκολη λέξη αλλά μία δύσκολη διαδικασία. Διάλογος θα πει ακούω και τον άλλο.

-Το γεγονός ότι όταν ξεκινάς ως δημιουργός να κάνεις τον διάλογο με ένα έργο τέχνης και στην πορεία αλλάζεις την άποψη που είχες αρχικά γι’ αυτό δείχνει πως είσαι στο σωστό δρόμο. Αυτή είναι και η μαγεία της δημιουργίας. Να ανακαλύπτεις άλλα μονοπάτια. Διαφορετικά το εγχείρημα καταλήγει πολύ βαρετό.

(Γελάει). Ο Λόρκα λέει ότι «μου έδωσε μία κουτουλιά και έχασα τον κόσμο»! Έτσι περιγράφει τον έρωτα στον Ματωμένο Γάμο. Αλλά εγώ έτσι περιγράφω την έμπνευση. Και αυτό ισχύει ειδικά για το θέατρο που είναι μία ειδική μορφή τέχνης. Φοβάμαι ότι ο κόσμος αρχίζει να αλλοιώνει το κριτήριό του. Τι εννοώ; Πολλοί άνθρωποι έρχονται στο θέατρο σαν να βλέπουν σινεμά, τηλεόραση ή χορό. Το θέατρο όμως έχει μία ειδική ιεροτελεστία. Δεν παίζει με την έννοια της καθαρής μυθοπλασίας γιατί βλέπεις πως είναι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στη σκηνή και όχι ο Γκλούμοφ. Στο λέει ξεκάθαρα. Δεν είμαι. Κάνω ότι είμαι αυτός. Αυτό το κάνω ότι είμαι κάποιος άλλος εμπεριέχει πνευματικότητα, απαιτεί μία υπέρβαση. Είναι μία τελετουργική διαδικασία. Αλλά δεν μπορώ εγώ ερχόμενος σε αυτόν το χώρο να μην υπερβώ τον καθημερινό μου εαυτό, γιατί μόνο έτσι μπορεί να μου συμβεί κάτι στο τέλος και να γυρίσω σπίτι μου με μία χρωματική γκάμα συναισθημάτων, σκέψεων και άλλων λειτουργιών μέσα μου που θα με φέρνουν σε μία νέα ισορροπία. Αυτό σε ενοχλεί όταν οι άνθρωποι δεν επιδέχονται την υπέρβαση και δεν είναι πρόθυμοι να αλλοιώσουν τις ισορροπίες τους στο ελάχιστο. Όταν δηλαδή βλέπεις κάποιους ανθρώπους που ήρθαν ίδιοι σε μία παράσταση και ίδιοι έφυγαν. Αυτή είναι η κοινωνική κατάρα της σχέσης της τέχνης με την κοινωνία. Όταν όμως συμβαίνει αυτή η υπέρβαση είναι εξαιρετικό γεγονός. Το θέατρο είναι μία ειδική μορφή τέχνης. Είναι το πιο αληθινό ψέμα.

δημοσιεύτηκε στο ΝΕΜΕCIS Μάρτιος 2009.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.