ΤΑ ΑΡΠΑΧΤΙΚΑ δ.τ. Η ΑΠΛΗΣΤΙΑ
GREED (1924)
Σκηνοθεσία: Εριχ Φον Στροχάιμ
Έτος: 1924
Ασπρόμαυρο: 16χλστ.
Σενάριο: Έριχ Φον Στροχάιμ από μυθ.
Φρανκ Νόρρις Φωτογραφία: Μπεν Ρέυνολτς, Γουίλιαμ Ντάνιελς
Ερμηνεία: Γκίμπσον Γκόουλαντ,
Ζάζου Πιτς,
Τζην Χέρσχολτ
Βραβεία: Κρίθηκε μία από τις 12 καλύτερες
ταινίες από καταβολής κινηματογράφου
Μια ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, που επέβαλε μια νέα αντίληψη του κινηματογραφικού χρόνου και της αφήγησης, εκπληρώνοντας το όνειρο των πρωτοπόρων του κινηματογράφου να κάνουν το σινεμά ένα εξίσου δυνατό εκφραστικό μέσο με τη λογοτεχνία. Η Απληστία που είναι επίσης γνωστή με το γαλλικό τίτλο Τ’ αρπαχτικά, αποτελεί πιστή μεταφορά στην οθόνη του μυθιστορήματος Μακ Τηγκ του Φρανκ Νόρρις ο οποίος είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της νατουραλιστικής λογοτεχνίας στην Αμερική (μαζί με τον Ντράιζερ και τον Κρέιν). Η αρχική διάρκεια της ταινίας ήταν τεράστια (9 ώρες κατ’ άλλους και 4 1/2 για τον Σαντούλ), όμως ο παραγωγός Θάλμπεργκ απαίτησε να περιορισθεί σε δύο. Ο Στροχάιμ ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε το έργο του ακρωτηριασμένο, ενώ η λογοκρισία έδωσε τη χαριστική βολή, κόβοντας κι άλλες σκηνές που θεώρησε τολμηρές. Αλλά και σ’ αυτή τη μορφή Η Απληστία είναι ένα μοναδικό και ολοκληρωμένο έργο, που βάζει τις βάσεις της σύγχρονης δραματουργίας του κινηματογράφου.

Στις αρχές του αιώνα, ο νεαρός Μακ Τηγκ, γιος ανθρακωρύχων, καταφέρνει να ξεπεράσει την προλεταριακή καταγωγή του, να σπουδάσει οδοντιατρική και να ανοίξει ένα οδοντιατρείο στον Σαν Φραντσίσκο. Μια μέρα ο φίλος του Μάρκους, φέρνει την ξαδελφή του Τρίνα για να της περιποιηθεί τα δόντια. Ο Μακ την ερωτεύεται, τη φλερτάρει κάτω από το ζηλόφθονο βλέμμα του Μάρκους και την παντρεύεται. Η Τρίνα κερδίζει 5.000 δολάρια στο λαχείο αλλά αργότερα γίνεται φιλάργυρη και κλείνεται στον εαυτό της, μετά την αποτυχία του γάμου της. Ο Μακ χάνει τη δουλειά του, από σκευωρία του Μάρκους, το ρίχνει στο πιοτό και καταντά αλήτης. Το αβυσσαλέο μίσος που χωρίζει αυτούς τους τρεις ανθρώπους θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Το τελευταίο μέρος του δράματος θα διεξαχθεί στην ερημιά της Κοιλάδας του Θανάτου, μακριά από το Σαν Φραντσίσκο, κει που τ’ αρπακτικά περιμένουν την ώρα του θανάτου για να τσιμπολογήσουν τη λεία τους.
Στις ταινίες του Στροχάιμ, οι ήρωες προκαλούν τους κοινωνικούς κώδικες ηθικής και συμπεριφοράς, αφήνονται να καταβροχθιστούν από τα πάθη τους και δείχνουν όλη τη χυδαιότητα των ταπεινών ενστίκτων τους. Όμως οι ήρωες αυτοί είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που ενεργεί πάνω τους περισσότερο σαν φυσική κι όχι σαν κοινωνική δύναμη. Ο νατουραλισμός του Στροχάιμ καταδικάζει τον άνθρωπο στο αδιέξοδο των παθών του, χωρίς ωστόσο ο πεσιμισμός αυτός να εμπεριέχει την παραμικρή μεταφυσική πρόθεση.
Τα πάντα στον Στροχάιμ ξεκινούν από την παρατήρηση της ίδιας της ζωής: «Έχω την πρόθεση, λέει, να δείξω άνδρες και γυναίκες έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα με τις αρετές και τα λάθη τους, τις ευγενικές και ιδεαλιστικές προθέσεις τους, αλλά
και με τον ζηλόφθονο, ταπεινό, βιτσιόζο και άρπαγα χαρακτήρα τους».

Πιστός στην άποψη ότι «η ζωή δεν αναπαράγεται, αλλά συλλαμβάνεται όπως είναι», γύρισε την Απληστία έξω από το στούντιο στους πραγματικούς χώρους διεξαγωγής της δράσης. «Νοίκιασα ένα παλιό σπίτι, διηγείται, και το επίπλωσα όπως ακριβώς το περιγράφει ο Φρανκ Νόρρις». Απαίτησε οι ηθοποιοί του να φορούν τα ρούχα των ηρώων τους και να κοιμούνται σ’ αυτά τα σπίτια, ενώ αργότερα τους μετέφερε στην Κοιλάδα του Θανάτου για το τελευταίο μέρος της ταινίας. Η «ρεαλιστική τρέλα» του Στροχάιμ έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε έβαλε την ηρωίδα του να βγαίνει στους δρόμους και να φωνάζει βοήθεια, καταγράφοντας τις αντιδράσεις των περαστικών (κάτι που είναι σήμερα τόσο συνηθισμένο στην τηλεόραση).
Η δράση διαδραματίζεται αργά και ο Στροχάιμ δίνει μεγάλη σημασία στην λεπτομερειακή καταγραφή μικρών και φαινομενικά ασήμαντων πράξεων, κινήσεων, χειρονομιών, ομιλιών κλπ., που όμως διαμορφώνουν μια συνολική άποψη. Η ερμηνεία των ηθοποιών είναι επηρεασμένη από τις θεωρίες του Στανισλάφσκι και η Απληστία είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, που οι ερμηνευτές της «παίζουν» με φυσικότητα και δεν χειρονομούν. Πρόκειται για μια ερμηνεία όχι μόνο αληθοφανή, αλλά και ρεαλιστική, με την έννοια ότι επηρεάζεται από το χώρο και τις καταστάσεις που ζουν οι ήρωες.
Ακριβώς για τον ψυχολογικό πλούτο της, τη λεπτομερειακή καταγραφή του κοινωνικού χώρου, το εύρος του πάθους και της δράσης, την τεράστια χρονικά αφήγηση και τη ρεαλιστική ερμηνεία, η Απληστία καταφέρνει να ενσωματώσει τη μυθιστορηματική διάρκεια μέσα στη φιλμική αφήγηση. Από δω και πέρα ο κινηματογράφος μπορεί να συναγωνίζεται (ή να ξεπερνά) τη λογοτεχνία.
Επιμέλεια: Μπάμπης Ακτσόγλου από το βιβλίο του Studio Παράλληλο Κύκλωμα 1916-1986 Μια Συλλογή Ταινιών.
από το βιβλίο 1001 Ταινίες που πρέπει να δείτε πριν πεθάνετε ( Εκδόσεις Κοχλίας )
ΣΤΡΟΧΑΪΜ: Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
«Τους είπα την αλήθεια. Είτε τους άρεσε είτε όχι..»
Φρανκ Νόρις, από τον εναρκτήριο μεσότιτλο της Απληστίας.
Το σενάριο βασίζεται στο μυθιστόρημα του Φρανκ Νόρρις (1870-1902) McTeague, A story of San Francisco (1899), ενός Αμερικανού συγγραφέα που επηρεάστηκε από τον ρεαλισμό-νατουραλισμό των Ζολά και Ντίκενς. Ο Στροχάιμ εξωθεί τον ρεαλισμό στην ακρότητά του, με σκηνές που ακόμα και σήμερα σοκάρουν τον θεατή. Ακόμα, σύμφωνα με τις παραδόσεις της αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας, τα πρόσωπα δεν είναι μονοκόμματα, αλλά εξελίσσονται με το χρόνο και τη δράση. Σημειωτέον όμως ότι σε αντίθεση με τον συγγραφέα που μέχρι τα μέσα του βιβλίου περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στην γνωριμία και τον γάμο των δύο κεντρικών ηρώων, ο Στροχάιμ αφηγείται τα ίδια γεγονότα μόνο στο πρώτο μισάωρο της ταινίας και στη συνέχεια επικεντρώνεται στη διαφθορά και τη σήψη των ανθρώπινων σχέσεων, που επέρχεται μόλις κάνει την εμφάνισή του το χρήμα. Έρμαια της απληστίας (ορμέμφυτο του ανθρώπου; αποτέλεσμα κοινωνικών επιταγών; συνδυασμός των δύο; η απάντηση σ’ αυτό το πάντα επίκαιρο ερώτημα ας δοθεί από τον θεατή), οι τρεις κεντρικοί ήρωες, από νέους ανθρώπους συνδεδεμένους με δεσμούς έρωτα ή φιλίας μεταμορφώνονται σε αποκτηνωμένους μεσήλικες που αλληλοεξοντώνονται σταδιακά -η κυριολεκτική εξόντωση θα είναι απλώς η φυσική εξέλιξη.
Να σημειώσουμε εδώ ότι είχε γίνει και παλαιότερη μεταφορά το μυθιστορήματος στον κινηματογράφο, το 1916, με πρωταγωνιστή τον Holbrook Blinn.
Το ίδιο πνεύμα ρεαλισμού διαπνέει και τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Στροχάιμ ήταν επηρεασμένος από θεωρίες Στανισλάφσκι ως προς την διδασκαλία των ηθοποιών και την «ταύτισή» τους με τους ήρωες (ακόμα και στην καθημερινότητά τους, τους υποχρέωνε να μιλάνε και να ντύνονται όπως εκείνοι). Με την πρωταγωνίστρια, Ζάζου Πιτς, ο σκηνοθέτης θα ξανασυνεργαστεί στο Μήνα του Μέλιτος (1928), το Γαμήλιο Εμβατήριο (1928) και το Hello, sister! (1933).
Τον ακραίο ρεαλισμό του Στροχάιμ επαινεί, αλλά και κριτικάρει ο Γάλλος κριτικός Georges Sadoul το 1946 λέγοντας: «Ο εξαιρετικός ψυχολογικός πλούτος που προίκιζε για πρώτη φορά τον κινηματογράφο με ορισμένα εφόδια του μυθιστορήματος, αξίζει περισσότερο από την αφθονία των λεπτομερειών που παρά την αλήθεια τους και την ειλικρίνειά τους, είναι κάπως μια έξη ύφους στον Στροχάιμ[…]Ο Στροχάιμ είναι πιο μεγάλος όταν πέρα από τις νατουραλιστικές υπερβολές, φτάνει στον αληθινό ρεαλισμό περιγράφοντας τις φθορές που προκαλεί το πάθος του χρήματος σε μια τριάδα μικροαστών. Στη λύση, ο άγριος ρομαντισμός του κατακτά ένα επικό μεγαλείο[…]Το έργο, πλατύ και δυνατό, αποτέλεσε μια στροφή ή μάλλον την αρχή μιας παράδοσης. Έχει γίνει κλασικό».
Georges Sadoul, Η Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου, L’ Histoire du cinema (1949)
ΧΡΗΜΑ: Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
«Καταραμένη δίψα για χρυσό! Κυνηγάει ο τρελός το συμφέρον του και σε αυτόν και τον άλλον κόσμο..»
Φρανκ Νόρις, δια στόματος Έριχ φον Στροχάιμ
Το χρήμα άμα τη εμφανίσει του γίνεται ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας. Κινεί τα νήματα της πλοκής και μεταμορφώνει τους ήρωες, εξωθώντας όλα τα ταπεινά τους ένστικτα: την βιαιότητα του Μακ Τηγκ, την πλεονεξία της Τρίνα και την ζηλοφθονία του Μάρκους. Περιχαρακωμένοι ο καθένας στο εγώ του, προσπαθεί να απομακρύνει και να εξοντώσει τον άλλον. Στο τέλος μένει μόνος ο Μακ Τηγκ, στην Κοιλάδα του Θανάτου (όνομα και πράγμα!), χωρίς υποζύγιο και νερό, δέσμιος κυριολεκτικά του θανάτου. Τα νομίσματα είναι ακόμα εκεί, αλλά τώρα κείτονται ειρωνικά, δεν είναι παρά μια υπόμνηση θανάτου και αυτά…
Το κίτρινο χρώμα των νομισμάτων και του χρυσού, καθώς και το χρώμα του τρόπον τινά πάρισού του, του ήλιου-εκδικητή στο τέλος, απεικονίζονταν ιδιαίτερα εμφατικά στην αρχική κόπια της ταινίας. Αυτή η αισθητική επιλογή είναι ενδεικτική της πρόθεσης του σκηνοθέτη να καταδείξει το χρήμα ως τον βασικό μοχλό της ταινίας. Τα χρήματα του λαχείου θα φέρουν τελικά δυστυχία και θα αλλάξουν άρδην τις σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους. Όταν η απληστία έρχεται, η αγάπη, η φιλία, η αλληλεγγύη εκπαραθυρώνονται. Και όταν οι ανθρώπινες σχέσεις ορίζονται μόνο με μέτρο το κέρδος, γρήγορα διαφθείρονται. Η αλληλοεκμετάλλευση και ο αλληλοαφανισμός είναι η φυσική τάση πλέον των ηρώων μας, όπως και όλων των ανθρώπων και των κοινωνιών που καταλαμβάνονται από την δίψα του κέρδους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για μια ταινία διαχρονική -και επίκαιρη όσο καμία άλλη στην εποχή μας.
GREED: ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΥΛΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΧΤΙΣΤΗΚΕ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι το ότι ο Στροχάιμ έκανε μια άμεση και οξεία κριτική στον υλιστικό τρόπο ζωής, της εποχής που περιγράφει, αλλά και της εποχής της δικής του. Και όχι μόνο. Ως γνήσιος καλλιτέχνης, διείδε και εποχές όπου θα έρθουν. Στην εποχή μας, η διαφήμιση και ο τυποποιημένος τρόπος ζωής προβάλλουν όσο ποτέ άλλοτε τη συσσώρευση υλικών αγαθών και την απόκτηση ευημερίας μέσω αυτών. Στις δε δύσκολες μέρες που διανύουμε όπου η διαρκής κατανάλωση, πάνω στην οποία είχαμε πειστεί να χτίσουμε την ευτυχία μας, δεν είναι πια αυταπόδεικτη και αυτό μας δημιουργεί ένα αίσθημα κενού και δυστυχίας, η ταινία αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Και αν το έργο αυτό λέγεται κλασικό, είναι ακριβώς επειδή επανεγγράφεται στο σήμερα.
Η κριτική πάνω στο ισχύον σύστημα σαφώς και δεν θα άρεσε στους παραγωγούς της εποχής και ως φαίνεται ήταν και αυτός ένας λόγος που το έργο λογοκρίθηκε όπως θα δούμε παρακάτω. Ο Keith Reader, στο βιβλίο του Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου (1985), αναφέρει: «Τ’ αρπαχτικά ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Φρανκ Νόρρις Μακ Τηγκ σε 42 μπομπίνες που μειώθηκαν σε 24 και μετά την απόλυση του Στροχάιμ, το 1925, έγιναν μόνο 10. Η ταινία αποτελεί μια πραγματική απεικόνιση της μεσοαστικής φιλαργυρίας: μερικές από τις σκηνές, όπως εκείνη του πρώτου γαμήλιου προγεύματος, ενώ έξω περνάει μια νεκρώσιμη ακολουθία και εκείνη της Κοιλάδας του Θανάτου στην Καλιφόρνια, σοκάρουν ακόμα. Στις σκηνές αυτές ο Στροχάιμ προκαλούσε έμμεσα τις υλικές αξίες πάνω στις οποίες χτίστηκε η χολυγουντιανή αυτοκρατορία κι αυτό ήταν που ανησύχησε τον Θάλμπεργκ όσο τον ανησυχούσε πάντα το κόστος παραγωγής».
ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ ΔΙΑΠΝΕΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Το ρεαλιστικό στοιχείο διατηρείται και στους χώρους και τα ντεκόρ. Ο Στροχάιμ, με το πάθος του τελειομανούς κινηματογραφιστή, μετέφερε το βιβλίο λέξη προς λέξη. Χρησιμοποιήθηκαν χώροι και σπίτια στο Σαν Φραντσίσκο και το Όκλαντ όπως περιγράφονται στο βιβλίο. Μέχρι και ταβάνια από παλιά σπίτια ξήλωσε ο σκηνοθέτης και τα μετέφερε στο πλατό. Πληροφοριακά, το σπίτι όπου γυρίστηκε μεγάλο μέρος της ταινίας υπάρχει ακόμα.
Πρόκειται για την πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που γυρίστηκε στις ακριβείς τοποθεσίες που περιγράφει το σενάριο. Ως αποτέλεσμα, κόστισε τόσο σε χρήμα ($ 500.000, λιγότερο πάντως από τις Τρέλες Γυναικών του 1922, η οποία είχε επιτυχία όμως και του εξασφάλισε κεφάλαιο για την απληστία, το σχέδιο της ζωής του) όσο και σε κόπο: τα γυρίσματα έγιναν κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Σε «επίκαιρα» της εποχής περιγράφεται η δύσκολη μεταφορά στην Κοιλάδα του Θανάτου με αυτοκίνητα και άλογα, με απίστευτη ζέστη, σε απόσταση μιας ολόκληρης ώρας από την Καλιφόρνια!
Το ίδιο πνεύμα ρεαλισμού διαπνέει και τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Στροχάιμ ήταν επηρεασμένος από θεωρίες Στανισλάφσκι ως προς την διδασκαλία των ηθοποιών και την «ταύτισή» τους με τους ήρωες (ακόμα και στην καθημερινότητά τους, τους υποχρέωνε να μιλάνε και να ντύνονται όπως εκείνοι). Με την πρωταγωνίστρια, Ζάζου Πιτς, ο σκηνοθέτης θα ξανασυνεργαστεί στο Μήνα του Μέλιτος (1928), το Γαμήλιο Εμβατήριο (1928) και το Hello, sister! (1933).
Ο ρεαλισμός, τέλος, επιτυγχάνεται με τη χρήση της διπλής εστίασης και των λήψεων που τονίζουν την «τρίτη» διάσταση της εικόνας, επιτρέποντας μια όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική, πλήρη και ρεαλιστικά αποδοσμένη ανάπτυξη της μυθοπλασίας. Υπό αυτήν την έννοια, η Απληστία του Στροχάιμ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την σκηνοθεσία σε βάθος πεδίου που εφάρμοσε ο Όρσον Γουέλς στον Πολίτη Κέιν το 1941.
ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
ΥΛΙΚΟ ΧΑΜΕΝΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…
«Ακόμη κι αν σας μιλούσα ακατάπαυστα για τρεις εβδομάδες, δεν θα μπορούσα να περιγράψω ούτε για λίγο τον πόνο ψυχής που ένιωσα όταν αντίκρισα τον ακρωτηριασμό του πιο ειλικρινούς μου έργου»
Έριχ φον Στροχάιμ
Η μεταφορά κατά λέξη του βιβλίου είχε ως αποτέλεσμα μια αρχική εκδοχή της ταινίας δεκάωρη(!), που βρίσκεται σήμερα στο πάνθεον των χαμένων αριστουργημάτων της τέχνης. Η επόμενη εκδοχή -κατόπιν απαιτήσεως του παραγωγού-, την οποία ο Σροχάιμ σκόπευε να προβάλει σε δύο μέρη, ήταν εξάωρη. Όταν ούτε αυτή η εκδοχή γίνεται δεκτή από την παραγωγή, αντικαταστάθηκε με μία νέα, τετράωρης διάρκειας (με μοντέρ τον Rex Ingram), η οποία πάλι επρόκειτο να προβάλλεται σε δύο μέρη. Ο παραγωγός Ίρβιν Θάλμπεργκ και η MGM (με την οποία κατά τη διάρκεια της ταινίας συγχωνεύτηκε η Goldwyn που ήταν η αρχική εταιρεία παραγωγής) απαίτησαν επιπλέον περικοπή και τότε ο Στροχάιμ παραιτήθηκε και ανατέθηκε στην June Mathis η τελική εκδοχή της ταινίας, διάρκειας περίπου 2,5 ωρών. Όταν ο Στροχάιμ είδε την ταινία, στην πρώτη επίσημη προβολή της στις 26/1/1925, απογοητεύτηκε οικτρά. Αργότερα, έγραψε: «Όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, ήταν σαν να έβλεπα ένα πτώμα σε φέρετρο..»
Δυστυχώς για τον σημερινό θεατή, το πρωτογενές υλικό είναι πλέον κατεστραμμένο, καθώς οι μπομπίνες κάηκαν από κάποιον επιστάτη της MGM, που καθαρίζοντας τον χώρο, τις θεώρησε σκουπίδι και τις αποτέφρωσε. Οι μόνοι που είδαν το υλικό αυτό είναι μια μικρή ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώθηκε για την πρώτη προβολή της δεκάωρης ταινίας στις 12 Ιανουαρίου 1924.
ΕΡΙΧ ΦΟΝ ΣΤΡΟΧΑΪΜ (1885-1957)
«Αν ζεις στη Γαλλία […] και έχεις σκηνοθετήσει μία εξαιρετική ταινία πενήντα χρόνια πριν και τίποτα άλλο από τότε, ακόμα αναγνωρίζεσαι […] και σε αποκαλούν «μαιτρ». Δεν ξεχνούν. Στο Χόλυγουντ είσαι τόσο καλός όσο είναι η τελευταία σου ταινία. Αν δεν έχεις κάνει τίποτα τους τελευταίους τρεις μήνες, σε ξεχνούν…»
Ο Έριχ Όσβαλντ Στροχάιμ (το «φον» το προσέθεσε ο ίδιος αργότερα), γεννήθηκε το 1885 στην Βιέννη από γονείς εβραϊκής καταγωγής, που προέρχονταν από τη μεσοαστική τάξη. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαθίσταται στο Χόλυγουντ. Στην αρχή δούλεψε κοντά στον Γκρίφιθ ως βοηθός του στην Μισαλλοδοξία (Intolerance, 1916) και η φυσιογνωμία του έκανε τον τελευταίο να του εμπιστευτεί στο Ένα λουλούδι μέσα στα ερείπια (Hearts of the World, 1918) τον πρώτο ρόλο ενός σαδιστή και αποκτηνωμένου Γερμανού αξιωματικού. Λίγο αργότερα καθιερώθηκε ως ηθοποιός, στο ρόλο του σκληρού και κυνικού άνδρα. Γρήγορα πέρασε και στη σκηνοθεσία, με ταινίες όπως:Τυφλοί σύζυγοι (1919), Το πασπαρτού του διαβόλου (1920), Τρέλες γυναικών (1922). Το έργο της ζωής του όμως ήταν η Απληστία (1924 η πρώτη προβολή και 1925 η τελική) ή Τα Αρπαχτικά, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά (κατά μετάφραση του γαλλικού τίτλου). Έπειτα από διαφωνία του με τον παραγωγό, ο Στροχάιμ απείχε για δύο χρόνια από οποιαδήποτε κινηματογραφική δουλειά. Τελικά, επέστρεψε το 1926, σκηνοθετώντας την Εύθυμη Χήρα, ταινία της οποίας η επιτυχία τού εξασφάλισε τη δυνατότητα να επιστρέψει στις ακριβές παραγωγές και συγκεκριμένα στο Γαμήλιο εμβατήριο (1927).
Η προτελευταία ταινία στην οποία ενεπλάκη ως σκηνοθέτης (δεν τη σκηνοθέτησε τελικά εξ ολοκλήρου λόγω διαφωνιών) είναι η Queen Kelly του 1929. Λίγο αργότερα, και με την έναρξη του ομιλούντος κινηματογράφου, απογοητευμένος, στράφηκε αποκλειστικά στην υποκριτική, λαμβάνοντας μέρος κυρίως σε ευρωπαϊκές παραγωγές, αλλά και αμερικανικές. Οι πιο γνωστές ταινίες στις οποίες έλαβε μέρος είναι Η Μεγάλη Χίμαιρα (La Grande Illusion, 1937) του Ζαν Ρενουάρ και Στη Λεωφόρο της Δύσεως (Sunset Boulevard, 1950) του Μπίλυ Γουάιλντερ, για την οποία μάλιστα προτάθηκε για Όσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Γαλλία μαζί με την τελευταία σύντροφό του, Denise Vernac.
Φιλμογραφία (ως σκηνοθέτης)
1933 Hello, Sister!
1929 Queen Kelly
1928 Γαμήλιο εμβατήριο
1928 Ο μήνας του μέλιτος
1925 Η Εύθυμη Χήρα
1924 Απληστία
1922 Τρέλες γυναικών
1920 Το πασπαρτού του διαβόλου
1919 Τυφλοί σύζυγοι
John McTeague was a simple slow man who became a dentist after working at the Big Dipper Gold Mine. He is now being hunted in Death Valley by his ex-best friend Marcus and the law. His lot was cast the day that he meet his future wife Trina in his office. She was with Marcus and she bought a lottery ticket. Well Mac fell for her and Marcus stepped aside. When Mac and Trina married, she won the Lottery for $5000 and became obsessive about the money in gold. Marcus is steamed as he stepped aside and now she is rich so he has the law shut down Mac as he has no official schooling for his dentistry. Trina fearful that they will take her gold away sells everything and takes all Mac earns when he is working. She adds to her stash of gold as they both live as paupers. When Mac has no job and no money, he leaves and Trina moves. Driven to desperation at being poor and hungry he finds Trina and demands the gold.
Επιμέλεια: Γιάννης Καραμπίτσος