PHOTO: Κ. Zouliatis
Με τη μελοποίηση του «Επιταφίου» εισήγαγε την ελληνική ποίηση στο «λαϊκό» τραγούδι. Σε ποίηση του Pίτσου, ακολούθησαν η «Ρωμιοσύνη», τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», οι «Γειτονιές του Κόσμου». Ο Μίκης Θεοδωράκης στη συνέντευξη που μας παραχώρησε περιγράφει τη σχέση του με τον ποιητή. Συνέντευξη στην
Αλεξάνδρα Βουδούρη
Έχοντας το πλεονέκτημα των στίχων του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης Θεοδωράκης κατόρθωσε – χωρίς να ήταν πάντα επιδίωξή του– να γίνουν τα τραγούδια του εκφραστής των αγώνων του λαού και η «συνάντησή τους» τελικά να αποτυπώσει την ιστορική συγκυρία της ελληνικής περιπέτειας στο μέσο του 20ού αιώνα. Μισό αιώνα μετά ο Μίκης ωστόσο αμφιβάλλει εάν άλλα ποιητικά έργα του Ρίτσου, όπως το «Εμβατήριο του Ωκεανού» και «Το τραγούδι της αδελφής μου» είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό. Και φοβάται πως το πρότυπο του Πολίτη-Ποιητή που για εκείνον πρεσβεύει ο Γιάννης Ρίτσος, θεωρείται πλέον σήμερα ξεπερασμένο και «επικίνδυνο».
Η ΕΦ μίλησε με τον Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή τη συναυλία της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο αφιερώματος για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που ως έφηβος ξεχωρίσατε τον Γιάννη Ρίτσο από τους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του, σε βαθμό μάλιστα που, όπως έχετε και ο ίδιος πει, τον θεωρούσατε «θεό» σας;
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ήταν κάτι το εντελώς καινούργιο για μας, γιατί ξεχώριζε από ό,τι είχαμε γνωρίσει και αγαπήσει έως τότε. Και αμφιβάλλω κι αν σήμερα ακόμα ποιητικά έργα όπως η «Εαρινή Συμφωνία», το «Εμβατήριο του Ωκεανού» και «Το τραγούδι της αδελφής μου» είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό. Κατά τη γνώμη μου σε σχέση και σε σύγκριση με τη θεωρούμενη ως πρωτοπορία «Σχολή του ’30» με επικεφαλής τον Γιώργο Σεφέρη, βρισκόταν ένα βήμα πιο μπροστά –από την άποψη της εκφραστικής δύναμης και του πρωτότυπου λυρικού λόγου, που έφθανε ως τα σύνορα του σουρεαλισμού, χωρίς όμως τις υπερβολές του και την ηθελη- μένη προβολή του ακατανόητου. Αντίθετα, ο βαθύτατος ποιητικός λυρισμός που χαρακτηρίζει και τα τρία αυτά αριστουργήματα κυριαρχείται από έναν άκρατο ανθρωπισμό, στα όρια μιας συναισθηματικής, τραυματισμένης αγωνίας. Προσωπικά «έζησα» με τα έργα αυτά πολλές δεκαετίες, έως ότου ευτύχησα να οικοδομήσω βασισμένος στα δύο πρώτα και στην «Κυρά των Αμπελιών» την Εβδόμη Συμφωνία μου. Όπως βλέπετε, η εφηβική μου αγάπη και ο θαυμασμός παρέμειναν και παραμένουν πάντα ίδια.
Πόσο καταλυτική ήταν η δημιουργική συνάντησή σας με τον Γιάννη Ρίτσο το 1958, όταν αποφασίσατε να μελοποιήσετε τον «Επιτάφιο»;
Επιδιώκατε αυτό που τελικά συνέβη, δηλαδή να ανοίξει ο δρόμος για την επαφή του λαού με τη νεοελληνική ποίηση και να γίνει το τραγούδι σας εκφραστής των αγώνων του; Με τον Ρίτσο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στα 1945 και συνεργαστήκαμε στο πλαίσιο των πνευμα- τικών δραστηριοτήτων του ΕΑΜ. Πιαστήκαμε κι οι δύο στα 1947. Εκείνος εξορίστηκε στη Λήμνο κι εγώ στην Ικαρία. Αργότερα μας μετέφεραν στην Μακρόνησο και δεν ξαναϊδωθήκαμε ως το 1960. Τον «Επιτάφιο» μου τον έστειλε στα 1958 στο Παρίσι, όπου και τον μελοποίησα. Φυσικά, δεν περιμέναμε να συμβεί αυτό που συνέβη, γιατί τα έργα μας ήταν απαγορευμένα. Έως ότου, στα 1960, οι παντοδύναμες εταιρείες δίσκων κατόρθωσαν να υπερβούν τα εμπόδια κι έτσι οι δύο εκδοχές του «Επιταφίου», η μια του Χατζιδάκι και η άλλη η δική μου, μπόρεσαν να φτάσουν μέσα στον λαό. Από κει και πέρα γνωρίζαμε, ότι, όπως είπε τότε και ο Δημήτρης Δεσποτίδης, ιδρυτής του «Θεμέλιου», η Ελλάδα «θα άναβε σαν ξερό χόρτο» από τη φλόγα αυτής της κοινής δημιουργίας.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε εκφράσει το 1961 την αγωνία ότι «η απορφανισμένη γενιά μας… κινδυνεύει να ενταφιαστεί άφωνη, μονίμως υποσχόμενη, ενώ η κλεψύδρα του χρόνου αμείλικτα εξαντλείται». Τελικά πιστεύετε ότι καταφέρατε να αντιστρέψετε το χρόνο και να μην ενταφιαστεί άφωνη η γενιά εκείνη;
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης οργάνωσε την πρώτη συναυλία μου στη Θεσσαλονίκη το θέρος του 1961. Έκτοτε έζησε με αυτή την αναγέννηση του πνεύματος της Αριστεράς, που τελικά κυριάρχησε έως την Δικτατορία του 1967. Φυσικά συνέτεινε κι αυτός με την υπέροχη ποίησή του, που είχα την ευτυχία να μελοποιήσω μέσα στην καρδιά της Δικτατορίας, προεπιβεβαιώνοντας τη δύναμη των κοινών μας ιδεών.
Τα «Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» δημιουργήθηκαν κατόπιν δικής σας παράκλησης προς τον ποιητή όταν και οι δύο βρισκόσασταν στην εξορία, την εποχή της επτάχρονης δικτατορίας. Η άμεση ανταπόκριση του Γιάννη Ρίτσου στο μήνυμά σας τιφανερώνει για τη σχέση σας;
Φανερώνει ότι η σχέση μας παρέμενε πάντοτε δυνατή και δημιουργική.
Τα 18 αυτά τετράστιχα ωστόσο γράφτηκαν την ίδια εποχή που ο ποιητής ήδη εκφράζει σε άλλα έργα του πικρία και ματαιότητα. Τι δείχνει αυτό το έργο για τη «διαθεσιμότητα» του ποιητή στις «επιταγές των καιρών»;
Όλοι οι δημιουργοί έχουν τις φωτεινές και τις μαύρες στιγμές τους. Γιατί πέρα από τον περίγυρο που τους ζώνει (άνθρωποι, γεγονότα, καταστάσεις) έχουν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική δαιδαλώδη διαδρομή, που έχει τους δικούς της κανόνες και αναγκαιότητες. Γι’ αυτό αυτές οι «αντιθέσεις» δεν μπορούν να κριθούν με τα συνήθη μέτρα και σταθμά της απλής ανθρώπινης λογικής. Και μόνο το γεγονός ότι ο Ποιητής στεκόταν ακλόνητος στο βράχο του Χρέους, δείχνει τη δύναμη της θέλησης και την προσήλωσή του σ’ αυτά που πίστευε.
Ποιος είναι για εσάς ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο «απαρηγόρητος, παρηγορητής του κόσμου», ο μοναχικός σκεπτικιστής; Τίποτα από τα παραπάνω; Άλλο; Ή εξακολουθεί να είναι ο «θεός» σας;
Είναι το πρότυπο του Πολίτη-Ποιητή, δηλαδή του ανθρώπου που γνωρίζει το Χρέος του απέναντι στην κοινωνία και την πατρίδα. Επομένως είναι ένα πρότυπο που στις μέρες μας σπανίζει, σε βαθμό που οι πολλοί όχι μόνο δεν το βλέπουν, αλλά επιπλέον το αντιμετωπίζουν σαν μια ξεπερασμένη προσωπική ιδιοτροπία. Με το γενικό δόγμα που έχει κατακτήσει την κοινωνία μας σήμερα, «ο καθένας για τον εαυτό του», παραδείγματα όπως αυτό του Γιάννη Ρίτσου είναι επόμενο να θεωρούνται όχι μόνο «ξεπερασμένα», αλλά και επικίνδυνα!
[…] του κοριτσιού του Πρωϊνού άστρου Ερης Ρίτσου. Επίσης εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τη σχέση του με το […]