Επειδή μία δουλειά υπογεγραμμένη από τον Κο Θωμά Μοσχόπουλο δεν θα κάλυπτε το σύνδρομο στέρησης των φανατικών θεατών του, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να μας χαρίσει διπλή δόση του ταλέντου του, όχι φυσικά χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
Δύο έργα διαφορετικής εποχής με κοινό συνδετικό κρίκο το παιχνίδι αλλαγής ταυτοτήτων και την κριτική του συντηρητικού φαίνεσθαι των πραγμάτων ανεβαίνουν στο ιστορικό θέατρο Αλίκη. Στον χώρο μας υποδέχτηκε η μπάντα του ελισαβετιανου ποιητή με τις μουσικές συνθέσεις των σκαθαριών από το Λίβερπουλ. Ποπ αισθητική και άμεση εισαγωγή σε αυτό που θα αποδειχτεί αληθινή ψυχαγωγία.
Στάση πρώτη και πριν αναπαυτούμε στις θέσεις μας βρισκόμαστε στον χώρο ενός ψυχιατρείου όπου ένας άντρας και μία γυναίκα με λευκή στολή μας χαμογελούν με συγκατάβαση. Κάποιοι τελικά μπορούν να σε βάλουν μέσα στο έργο χωρίς 3D νέες τεχνολογικές εφευρέσεις.
Παράσταση πρώτη: Τι είδε ο μπάτλερ του αδικοχαμένου Τζο Όρτον. Ο βρετανός συγγραφέας του Loot, στο τελευταίο έργο του, σκανδαλίζει για ακόμα μία φορά τα ήθη της εποχής του. Ακόμα και το το 1969 ήταν πολύ προκλητική η καυστικότητα με την οποία στιγμάτιζε τόσο τις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και τους ακαδημαϊκούς αλλά και πολιτικούς θεσμούς. Η φάρσα του παίρνει τον τίτλο της από ένα παιχνίδι ηδονοβλεπτικού χαρακτήρα: σαν slides μπορούσες να δεις μέσα από ένα φακό εικόνες ερωτικού περιεχομένου. Έτσι ο θεατής βρίσκεται εκ των προτέρων σκυμμένος στην κλειδαρότρυπα. Άμεση επίθεση στα μάτια του από την πρώτη κιόλας σκηνή.
Έχοντας στα χέρια του μία μαύρη κωμωδία ο Κος Μοσχόπουλος κατορθώνει να ακολουθήσει τους φρενήρεις ρυθμούς της χωρίς να λαχανιάσει καθόλου. Οι ατάκες γρήγορες, οι εικόνες ακόμα περισσότερο. Αυτά που λέγονται νοηματοδοντούνται διαφορετικά μέσα από αυτά που γίνονται. Το αποτέλεσμα έμοιαζε αρκετά με σκρούμπολ κωμωδία ως προς το οπτικό μέρος. Στην ουσία του όμως δεν ήταν παρά η προσπάθεια μέσω της χαριτωμένης και ανάλαφρης αισθητικής να σατιριστούν οι κάθε είδους εξουσίες. Χιούμορ που τσάκιζε κόκκαλα και δράση η οποία υπονόμευε κάθε ταμπού που περισσεύει στις τσέπες της κοινωνίας.
Σε αγώνα σπριντ και οι ηθοποιοί. Τερματίζοντας σε πολύ καλές θέσεις. Η Κα Φωτοπούλου σάρωσε στο πέρασμά της ως βαριεστημένη και ανικανοποίητη σύζυγος επιτυχημένου ιατρού. Η Κα Καλαϊτζίδου – πολύ πειστική και διασκεδαστική στο ρόλο της επίμονα αθώας υποψήφιας γραμματέως – μαζί με τον Κο Πουλάκη – υπερδραστήριος – περιέφεραν την σάρκα τους βορά στις σεξουαλικές και επιστημονικές ορέξεις των κυρίων Μπερικόπουλου –αυστηρός και αυτουπονομευτικός – και Γλάστρα – ιδιαίτερα σαρκαστικός – αντίστοιχα. Καταλύτης στην ροπή προς το απόλυτο χάος ο αστυνόμος του κου Αλπίδη. Υπήρξαν ωστόσο κάποιες στιγμές υποκριτικής αμηχανίας.
Από την άλλη μεριά του καθρέφτη βρίσκεται η Ιλλυρία. Δωδέκατη νύχτα, ο τίτλος μας προϊδεάζει για αχαλίνωτες οινοποσίες και κάθε είδους απολαύσεις όπως συνηθιζόταν στην συγκεκριμένη μέρα αναφορά στην οποία γίνεται. Σαιξπηρικό αριστούργημα που παίζει συνεχώς με τον ήρωές του, αλλάζοντας φύλο και μπερδεύοντας τον έρωτα στέλνοντάς τον σε λάθος κατεύθυνση. Και εδώ ο Σαίξπηρ, όπως ο Όρτον, χρησιμοποιεί την παρενδυσία για να παραπλανήσει τους ανυποψίαστους χαρακτήρες του. Στη συνέχεια ξετυλίγει ένα περίπλοκο γαϊτανάκι προσώπων που αγνοούν το άλλο μισό της αλήθειας τους την οποία κάποια άλλα πρόσωπα γνωρίζουν.
Αλλαγή στον ρυθμό και από σπριντ πηγαίνουμε σε αργή κίνηση. Με μουσική ταιριαστή σε τροβαδούρους προβάλει μία όμορφη εικόνα. Το μπλε κυριαρχεί και ηρεμεί τις αισθήσεις. Ένα ποίημα είναι έτοιμο να απαγγελθεί υπό την μαεστρία του Κου Μοσχόπουλου. Σαν σε όνειρο πολλές σκηνές. Χωρίς περιττά εφέ ακόμα και η βροχή κατακλύζει τον χώρο. Είναι μαγεία να βλέπεις πως μπορεί να σε παρασύρει μία αφήγηση στην δική της παραίσθηση. Ο λυρισμός αναμεμειγμένος με το μπριόζικο σκέρτσο. Εξαιρετική και άψογα εκτελεσμένη η ιδέα της τελικής ανατροπής. Αυτό άλλωστε ήταν το εξαρχής σχόλιο του όλου δημιουργήματος. Ο κόσμος όλος ένα τσίρκο, μαριονέτες, μουσική… για περάστε, για περάστε, για ιδείτε και θαυμάστε. Πραγματικά τα τελευταία λεπτά πλημμύρισαν με σταγόνες μελαγχολίας του θυμικού το επιθυμητικό μου.
Ο κος Ξάφης είναι απλά καταπληκτικός. Αριστουργηματικός ο χαρακτήρας που έπλασε, ζωντανεύοντας με κέφι την σπιρτάδα του κατά βάθος σοφού τρελού. Είναι ο εκλεκτός του έργου, εκείνος που κατέχει την πλήρη αλήθεια.Κλόουν με μέτρο και πικρή ματιά στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ο Κος Λούλης δεν παύει να με εκπλήσσει με τις ερμηνείες του. Κάθε φορά αγνώριστος και πάντα δίνοντας ιδιαίτερα γνωρίσματα στους ρόλους του. Είναι από τους ελάχιστους ηθοποιούς που πραγματικά μεταμορφώνεται. Εδώ η μελαγχολική περσόνα ενός πεισματάρη νεαρού αγαπητικού που έχει μάθει να μην δέχεται το όχι συναντάει την ματαιοδοξία μιας άνευ ουσιαστικού περιεχομένου επιθυμίας .Έκπληξη για μένα υπήρξε ο Κος Πατσίκας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ενσάρκωσε τον δύσκολο και απαιτητικό ρόλο του θείου Τόμπι με επιτυχία. Ο Μαλβόλιο του Κου Καραθάνου έκλεψε τις καρδιές του κοινού και πήρε το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Ο πιο αρτηριοσκληρωτικός χαρακτήρας του έργου καθαιρέθηκε από το βάθρο της μεγαλομανίας του με εκρηκτικό τρόπο. Στο τέλος η μόνη του διέξοδος δεν ήταν παρά να εγκαταλείψει περιφρονημένος το θέατρο προκειμένου να διασώσει την υπόληψή του. Ωραία η απεύθυνση προς το κοινό αλλά πιστεύω πως ούτως ή άλλως είναι αβανταδόρικος ο ρόλος, όπως και εκείνος της Ολίβια. Ο υπόλοιπος θίασος στάθηκε ικανοποιητικός συνοδοιπόρος στις περιπέτειες του δραματουργού. Ο Αλέξανδρος Αλπίδης συμβάλλει με την παρουσία του στην υπόμνηση της συνάφειας των δύο ανεβασμάτων.
Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή υποστήριξε το ύφος και έδωσε δροσερή πνοή στην παράσταση.
Η ταύτιση των έργων είναι σαν την ταύτιση της Βιόλα με τον Σεμπάστιαν. Ομοιότητα που εντοπίστηκε από τον Κο Μοσχόπουλο. Ο οποίος έπαιξε με τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος για να καταλήξει στον συγκερασμό τους στο μυαλό ενός και μοναδικού τρελού που φτιάχνει μία παράσταση για Ό,τι προτιμάτε!
ωραία παρουσίαση! Θα δω σήμερα τη «Δωδέκατη Νύχτα»! και θα σας πω τη γνώμη μου!