Τετάρτη 16 Ιουνίου: Κατηφορίζω τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μετά από άλλη μία απίστευτη ταλαιπωρία στους , ως συνήθως κλειστούς, δρόμους του κέντρου και ανακατεύομαι με το πλήθος που βολτάρει δίπλα στα αρχαία μνημεία, μίας ένδοξης παράδοσης. Ο στόχος μου είναι να φτάσω στο ωδείο του Ηρώδου Αττικού, προκειμένου να παρακολουθήσω ένα μνημειώδες έργο της ιαπωνικής θεατρικής παράδοσης: Σανμπασό και η Σούτρα της μεγάλης σοφίας, τα έργα που επιλέχτηκαν από την ομάδα του Ουμεγουάκα, ώστε να μυήσουν το πρόθυμο ελληνικό κοινό στα μυστικά της μαγείας του θεάτρου Νο.
Ομολογώ πως η αισθητική και οι θεατρικοί ρυθμοί μου δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ανατολική, σχεδόν ιεροτελεστική, αναπαραστατική φιλοσοφία. Από τα πέντε πρώτα λεπτά όμως, μπήκα στη λογική της παράστασης, αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να ταξιδέψει μαζί με τη μουσική βαθειά μέσα στην ψυχή του έργου, κι έτσι προσπέρασα τη δυσκολία κατανόησης των λόγων του χαρακτήρα (μετάφραση δεν υπήρχε, αλλά μάλλον δεν υπήρχε και νόημα).
Από τα πρώτα λεπτά στη σκηνή εμφανίστηκαν οι δύο μουσικοί, που με την ιδανική σύμπραξη πνευστών και κρουστών οργάνων, καθοδηγούσαν τους ήρωες στις δράσεις τους. Το πρώτο αυτό μέρος, Σανμπασό, είχε μία επαναληπτικότητα αρκετά δυναμική. Η περιδίνιση του ερμηνευτή στην προσπάθεια διαλόγου του με το σιωπηλό αντίβαρό του επί σκηνής, έφτανε να διαποτίζει με χιουμοριστική διάθεση τον «πολεμικό» χορό του. Βυθίστηκα σε μία κατάσταση επικοινωνόντας με τις αρχέγονες ρίζες μου, εκείνες που χωρίς να αρθρώσεις λόγο, με μουγκρητά και ιαχές, εκφράζουν αυτό που η ουσία σου είναι.
Στο δεύτερο, πιο εντυπωσιακό μέρος (το πρώτο ήταν αρκετά λιτό τόσο ως προς τα πρόσωπα, όσο και ως προς τα σκηνικά, τις μάσκες και τα κοστούμια), έφερε στη σκηνή τον ίδιο τον Ουμεγουάκα, προκειμένου να παρουσιάσει αυτό που αντιλήφθηκα ως το ταξίδι ενός ανθρώπου προς τη γνώση της ουσίας του. Πλούσιο σε χρώματα κοστουμιών και πληθωρικό στην παρουσία μουσικών και «χορωδίας», κατανάλωσε την ενέργεια ενός ανθρώπου που ήταν το κέντρο βάρος της σκηνής, και μέσα από τις συγκρούσεις του με ένα ένα τα πρόσωπα που έβγαιναν, τον «λύγισε» προκειμένου να τον αναπλάσει – αναγεννήσει, κυριολεκτικά (δεσπόζουσα η μορφή του θανάτου λίγο πριν το τέλος) και μεταφορικά (βλέπε υπόκλιση του ήρωα, πριν την έξοδό του).
Στη σούτρα της μεγάλης σοφίας, έπαιξε πολύ το δυαδικό σχήμα, με αναμετρήσεις ηθοποιών. Χορός και πολεμική τέχνη, μιμική, στοιχεία που χρησιμοποιούνται από το Νο, μαζί με τη συνοδεία εξαιρετικής υφής μουσικής, δημιούργησαν μία ατμόσφαιρα που θύμιζε έντονα τις αναμετρήσεις των αρχαίων τραγωδιών. Θα μπορούσες να βλέπεις τον Οιδίποδα με τον Τειρεσία, ή τον Κρέοντα με την Αντιγόνη… η γλώσσα δεν εμπόδισε καθόλου να καταλάβεις το θυμό, το πείσμα, την οργή, την ήττα, την προσωπική συντριβή αλλά και τον δισταγμό και την υπομονετική αποδοχή της «μοίρας» σου. Ακόμα και «χορός» υπήρχε, έξι καθισμένοι «κοσμοκαλόγεροι» που επενέβαιναν στα δρώμενα…εκτός από αρχαίο χορό, μου έφερε στο νου εκκλησιαστική ψαλμωδία. Το πότε μάλιστα θα αποχωρούσε ή θα εισερχόταν ένα νέο πρόσωπο στη σκηνή, γινόταν εύληπτο από τον τρόπο που ηρεμούσε ή αντίστοιχα ερχόταν σε έξαρση η μουσική «υπόκρουση».
Όλα εκτελούνταν με ακρίβεια χειρουργική. Με λεπτές, ανεπαίσθητες κινήσεις, σαν το περπάτημα των ηθοποιών, μετρημένες στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, από το πως θα άφηναν τα όργανά τους κάτω μέχρι το πως θα αποχωρούσε κάποιος, με εντυπωσίασε τόσο, που ακόμα κι όταν κάτι μου φάνηκε «εκτός κειμένου», δεν ξέρω αν έγινε κατά λάθος ή επίτηδες. Αν αφέθηκε δηλαδή χώρος στο τυχαίο ή απλά κάποιος εκμετάλλευτηκε το τυχαίο που δημιουργήθηκε επί σκηνής (όταν ας πούμε στο πρώτο μέρος, έπεσε κάτι σαν κρίκος από το όργανο που έπαιζε ο κεντρικός ήρωας).
Οι μάσκες και τα κοστούμια ήταν ιδιαίτερα επιβλητικά, καθοδηγώντας κάθε φορά το συναίσθημα του θεατή. Η κίνηση των ηθοποιών απλά εξαιρετική. Φίλη μου είπε πως τους βρήκε ασυντόνιστους. Το εντυπωσιακό στο θέατρο Νο, είναι ότι αποτελείται από ηθοποιούς, που ασχολούνται από τα παιδικά τους χρόνια με την εκμάθηση αυτής της τέχνης, με μία «θρησκευτικού» τύπου αφοσίωση, όπου όταν αποφασίζεται να ανεβάσουν ένα έργο, δεν κάνουν πρόβες όλοι μαζί, αλλά ο καθένας εξασκείται μόνος του και γίνεται μία πρόβα του συνόλου. Με αυτή τη λογική, όχι ασυντόνιστοι δεν ήταν, αλλά αντίθετα έδειξαν πόσο μέσα από την προσωπική αφοσίωση λειτουργείς υπέρ της έννοιας της ομάδας.
Το ελληνικό κοινό, παρότι δεν ενθουσιάστηκε όπως φάνηκε, είχε την υπομονή να αντέξει μία κουραστική στα μάτια του παράσταση. Οι φρενήρεις ρυθμοί της δυτικότροπης αισθητικής μας, δεν μας αφήνουν εύκολα να μην «βαρεθούμε» όταν κάτι απαιτεί την αφαίρεση της έννοιας του χρόνου. Δοκίμασα κι εγώ τις αντοχές μου, και ομολογώ ότι με κέρδισε, έστω και για λίγο ο κόσμος αυτός, ενός θεάτρου όπου ο λόγος έχει ακόμα μουσικότητα. Και το ταξίδι συνεχίζεται!