ΤΖΟΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΠΟΡΚΜΑΝ – ΤΟΜΑΣ ΟΣΤΕΡΜΑΓΕΡ, κριτική θεάτρου της Νίκης Πρασσά

image

PHOTOS: Arno Declair

Ανατριχιαστικά επίκαιρος  για την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ο ιψενικός ήρωας Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, επισκέφθηκε την Αθήνα αυτές τις μέρες, προκειμένου να κοινωνήσει τις ιδέες του Γερμανού Οστερμάγερ για την πτώση μίας ούτως ή άλλως συντετριμμένης κοινωνίας.

Δεν είναι μόνο ο  Τζον πρωταγωνιστής σε αυτό το προτελευταίο έργο του Νορβηγού δραματουργού. Ένα σύνολο προσώπων χορεύουν – ο καθένας στον δικό του ρυθμό – με τη μελωδία που εκείνος πρωταρχικά έστησε, για να ενορχηστρώσει την όπερα που θα τον έχρηζε βασιλιά μίας κοινωνίας έτοιμης να υποκλιθεί μπροστά του. Ο Ίψεν ωστόσο δεν αθωώνει κανένα από τα πρόσωπα ως άβουλα αποφάσεων ή κινήτρων. Ακόμα και ο πιο αφελής και ίσως χαριτωμένος φίλος του Μπόρκμαν, ο Βίλχελμ Φόλνταλ, ηθελημένα αφήνει τον εαυτό του έρμαιο της «φιλικής» διάθεσης του παλαίτερου μεγαλοτραπεζίτη.

image

Όταν ένα έργο έχει ως κεντρικό του ήρωα, έναν φιλόδοξο μεσήλικα που διψάει για οικονομική εξουσία αλλά και ως αντίπαλο δέος το εικοσάχρονο τέκνο του που φωνάζει για να ζήσει, δεν θα μπορούσε παρά να αγγίζει τον άνθρωπο που εν έτει 2010, βιώνει τη μεγαλύτερη ανατροπή και ακύρωση του ιδεώδους μίας δήθεν οικονομικής ευμάρειας. Στην εξαιρετική απόδοση του Marius von Mayenburg ( με βάση τη μετάφραση του Sigurd Ibsen) κάθε φράση τσάκιζε κόκκαλα, υπενθυμίζοντας διαρκώς το πνιγηρό πλαίσιο δράσης των ηρώων, σε μία κοινωνία που θυσίασε τα πάντα προκειμένου να αφήσει τελικά στην επόμενη γενιά φρούδες αυταπάτες και την δική της ασφυξία. (παρεμπιπτόντως οι υπότιτλοι δεν ξέρω κατά πόσο βοήθησαν , μιας και το κοινό φάνηκε να μην μπορεί να παρακολουθήσει τις λεπτές αποχρώσεις χιούμορ, με τις οποίες είχε εμπλουτιστεί το ύφος της μετάφρασης).

Ο Οστερμάγερ έστησε ένα σκηνικό λιτό με λευκούς τοίχους  να περιορίζουν σαν κελιά τους ήρωες, με δυο πόρτες εν δυνάμει διαφυγής, τις οποίες εν τέλει κανείς δεν χρησιμοποιεί παρά μονάχα οι «ξένοι». Από την πρώτη κιόλας σκηνή υψώνει τους τόνους, με την εξαιρετική αναμέτρηση δύο πονεμένων γυναικών, νόμιμης συζύγου και εγκαταλελειμμένης ερωμένης, ενωμένες με δεσμούς αίματος αλλά και δεσμά μίσους, γύρω από έναν άντρα που είναι ό,τι τους απέμεινε από την τραγική φιγούρα ενός άλλου που κάποτε αγάπησαν.

image

Η Kirsten Dene, εξαιρετική στο ρόλο της αυταρχικής Γκούνχιλντ, μία μάνα που χρησιμοποιεί με κάθε τρόπο τη μοναδική εξουσία που έχει, τον ομφάλιο λώρο, προκειμένου να εκδικηθεί την αδικία της δικής της παραμέλησης από έναν άντρα που όσα και να της χάριζε, ποτέ δε θα ταν αρκετά. Σε αρκετά σημεία η ευέλικτη ηθοποιός απογύμνωσε τον χαρακτήρα της, αφήνωντας την έρμαιο επί σκηνής –  μέχρι που σωριάστηκε – της εν τέλει λυμφατικής της ύπαρξης. Την εμπλούτισε ωστόσο με σκηνές κωμικές – ιδίως στις εκρήξεις της. Πραγματικά στιβαρή η παρουσία της, καλούσε επάνω της τα βλέμματα. Στην απέναντι πλευρά ερμηνευτικά στεκόταν η Angela Winkler, ηθοποιός που προσωπικά είχα γνωρίσει και λατρέψει στη «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» , η οποία υποδυόταν μία γυναίκα αρκετά ευάλωτη, πληγωμένη, φαινομενικά εύθραυστη, η οποία ωστόσο είχε εκρήξεις δυναμικές, σαρώνοντας ακόμα και τα δύο παγόβουνα των Μπόρκμαν. Οι δύο γυναίκες, σε αυτή την εναρκτήρια σκηνή, αναμετρήθηκαν σαν τις δύο όψεις του άντρα που και οι δύο ερωτεύτηκαν. Στον καθρέφτη της μίας έβλεπες το είδωλο της άλλης.

Ο Μπόργκμαν στις βαλίτσες του έφερε το ερμηνευτικό  όχημα του ταλαντούχου κυρίου Josef Bierbichler. Με τελευταία «συνάντησή» μας στη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε, ανυπομονούσα να τον δω επί σκηνής να εξαντλεί τις υποκριτικές δυνάμεις τους στον απαιτητικό ρόλο ενός κοινωνικά αποτυχημένου δανδή, γνήσιο εκφραστή μίας πραγματικότητας σε παρακμή, που στέριωσε τις προσδοκίες της στα χάρτινα όνειρα χαρτονομισμάτων. Πικρόχολος αλλά και πικραμένος, ο ηθοποιός έφτιαξε έναν Μπόργκμαν επιφανειακά αλαζονικό, με φωνές και χειρονομίες επιθετικές, στην ουσία του όμως αξιολύπητο, με βηματισμό στο κενό και διάχυτη μελαγχολία μέσα στο βλέμμα του. Στη σκηνή του διαλόγου του με την Έλλα, ήταν τόσο φανερή η καταβολή του, εκεί όπου ήθελε υπερπροσπάθεια εκ μέρους να σκύψει να μαζέψει τα χαρτιά που εκείνη σκόρπισε μπροστά του (με μία συμβολική κίνηση που του υπενθύμιζε πως κι εκείνος έτσι κάποτε είχε συντρίψει τα δικά της).

Η αμήχανη παρουσία της Φρίντα και η σχεδόν στο  σύνολό της κωμική παρέμβαση του  πατέρα της, αλάφρυνε την ατμόσφαιρα, λίγο πριν την καθοριστική κλιμάκωση  του τέλους. Και οι δύο ηθοποιοί ήταν καλοί, με τον Felix Römer να κλέβει το ενδιαφέρον του κοινού με την ηθελημένη αυτοσαρκαστική του ερμηνεία.

Ευρηματικός στις λύσεις που έδινε, ο Οστερμάγερ, έφερνε με τη χρήση κυλιόμενου μηχανισμού, κάθε φορά στο προσκήνιο τον χώρο δράσης του έργου, άλλοτε καθιστικό κι άλλοτε το δωμάτιο του Τζον, για να φτάσει στην τελική εξαιρετική σκηνή, το κρεσέντο της παράστασης, με την έκρηξη του  μικρού Έρχαρτ και την άρνησή του  να ζήσει για όλους τους υπόλοιπους. Ο Sebastian Schwarz ίσως να φώναζε περισσότερο από όσο το παρουσιαστικό θα μας επέτρεπε να πιστεύουμε ότι μπορεί. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Ήταν κάπως οξύμωρο να βλέπεις αυτόν τον σχηματισμένο άντρα να ουρλιάζει και να χτυπιέται σαν μικρό παιδί, από την επιθυμίας του να ζήσει.

Σε γενικές γραμμές, με αυστηρή δομή, αφήνοντας κενά και σιωπές που γέμιζαν με ακόμα  περισσότερη ασφυξία τον ήδη  περιορισμένο χώρο, ο Οστερμάγερ ζωγράφισε  το αδιέξοδο της ανάγκης μας να έχουμε πράγματα, σε αντίθεση με την  επιθυμία μας να είμαστε ευτυχισμένοι. Πήρε τα λόγια του Ίψεν και δημιούργησε  μία παράσταση αυστηρά καλοκουρδισμένη πάνω στην αγωνία του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο, αξιοποιώντας κάθε χώρο προκειμένου να το πετύχει. Υπογράμμισε το κάτω κείμενο (χαστούκι μάνς στον γιο, τελική σκηνή όπου οι αδελφές επιτέλους βλέπουν η μία την άλλη) βρίσκοντας λύσεις που κινούσαν ένα στατικό στην εξωτερική του εξέλιξη δράμα, ώστε να ακολουθήσει την εσωτερική υπερκινητικότητα σκέψεις-αισθήματος. Με ένα εφιαλτικό τρόπο χειρούργησε την όποια ανθρωπιά των χαρακτήρων, δίνοντας άπνοα όντα με σαρκικό περίβλημα. Μπορεί να είχαν τα δικά μας χαρακτηριστικά οι ήρωες, ήταν ωστόσο απλά σκιές που έπαιζαν με το φως (όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης έπαιξε στη σκηνή όπου ο Τζον δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την Έλλα).

Η δουλειά του  Οστερμάγερ και των συνεργατών του, μας έδωσε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον αγαπημένο
Νορβηγό  δραματουργό, να ελίσσεται ανάμεσα  στην ελπίδα και τη συντριβή της, με τα όνειρα ενός ανθρώπου, σκελετούς και στη δική μας ντουλάπα. Εν έτει 2010, ακόμα και σήμερα η ευτυχία δεν είναι το ζητούμενο δυστυχώς.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.