Όταν μιλάει ο Βασίλης Παπαβασιλείου (που σκηνοθετεί τον Τυχοδιώκτη… βασισμένο στον Χουρμούζη), για την τέχνη, τη ζωή, το θέατρο της πολιτικής ή το πολιτικό θέατρο ή, ακόμα ακόμα, και για το ποδόσφαιρο, πέφτει ένα πολύ δυνατό φως πάνω στα πράγματα. Το αντέχουμε;
Η συζήτηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου μου υπενθύμισε τη βασική αιτία για την οποία κάνω αυτή τη δουλειά: για τη χαρά και την εμπειρία της συνάντησης, γιατί όπως πολύ καλύτερα το λέει εκείνος «γι’ αυτό συναντιόμαστε με τους ανθρώπους, για να αλλάξουμε τον τόπο άπου υποτίθεται βρίσκουμε τον εαυτό μας· αυτά είναι το πρόσταγμα του διαλόγου».
Ο Τυχοδιώκτης… βασισμένος στον Χουρμούζη, ο τίτλος της παράστασης είναι αρκετά αινιγματικός. Διαφώτιστε μας.
Ο Τυχοδιώκτης του Χουρμούζη είναι ένα κείμενο σατιρικό του 1835, το οποίο αναφέρεται στην περίοδο της πρώτης Βαυαροκρατίας και στηλιτεύει τα δεινά τα οποία επέφερε η κατάσταση αυτή. Είναι ένα κείμενο που ανακαλύφθηκε εκ νέου την περίοδο της πρόσφατης δικτατορίας και παρουσιάστηκε τότε, από τη θεατρική ομάδα του Κολεγίου Αθηνών, ενώ μετά τη Μεταπολίτευση τα 1974 παίχθηκε από το Ελεύθερο θέατρο στην Αθήνα
Ξέρετε, η έναρξη των προβών μας συνέπεσε με την ανακοίνωση ότι η Ελλάδα έχασε την εθνική της κυριαρχία. Έτσι, αναζητήσαμε τον κατάλληλο τρόπο που θα προσεγγίζαμε αυτό το κείμενο που μιλούσε για την πρώτη Βαυαροκρατία την ώρα που εγκαινιαζόταν μεταφορικά η δεύτερη.
Στην παράσταση το κείμενο του Χουρμούζη διατηρείται σε μεγάλο βαθμό, αλλά διαθλάται μέσα από μια συνθήκη την οποία επινοήσαμε: επί σκηνής βλέπουμε 7 «κηδεμόνες* της χώρας το έτος 2021. Είναι η χρονιά με την οποία συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και παράλληλα η χρονιά που το έργο τους ολοκληρώνεται. Έτσι, λοιπόν, οι κηδεμόνες, στο πλαίσιο μιας τελετής, αποχαιρετούν την Ελλάδα τιμώντας παράλληλα το «γενάρχη» τους όπως αποκαλούν τον πρώτο επαγγελματία σωτήρα της νεώτερης Ελλάδας που δεν είναι άλλος από τον Τυχοδιώκτη του Χουρμούζη.
Το έργο το είχατε επιλέξει πριν από την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ;
Το έργο αυτό το συζητούσα και πριν από πέντε χρόνια. Τώρα πια σκέφτομαι πόσο διαφορετική θα ήταν η προσέγγιση αν είχε ανεβεί τότε. Από αυτή την άποψη λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, το νέο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο συνάντησε ή ενεργοποίησε τη δύναμη που λέγεται Χουρμούζης κι αυτό εγώ το θεωρώ μια ευτυχή σύμπτωση, έναν θετικά οιωνό. Ξέρετε, ενίοτε η ιστορία κάνει επιδρομές πολύ βάρβαρες. Στο παρελθόν οι δικοί μας άνθρωποι έχουν γνωρίσει τέτοιες επιδρομές και μάλιστα πολύ βίαιες όπως ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, η Ανταλλαγή των Πληθυσμών, ο Εμφύλιος Πόλεμος. Οι νεότερες γενιές μετά τη δικτατορία και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το 1974, είχαμε έναν αδιατάρακτο βίο. Αυτή είναι η πρώτη φορά που υφιστάμεθα ένα είδος επιδρομής της ιστορίας.
Αυτές οι «επιδρομές της ιστορίας» έχουν κάποια ιστορική νομοτέλεια;
Η ιστορία είναι ένας τυχοδιωκτικός μηχανισμός γιατί έχει από πίσω της παρασκήνια, δυνάμεις συμφέροντα, συσχετισμούς που ενεργοποιούνται υπό προϋποθέσεις. Παράγει αποτελέσματα τα οποία έχουν τρομακτικές επιπτώσεις στους ανθρώπους που ένα ωραίο πρωί μαθαίνουν ότι πρέπει να ξεριζωθούν από το μέρος που έζησαν για δύο χιλιάδες χρόνια και να μεταφερθούν κάπου αλλού, στο άγνωστο. Αυτό το στοιχεία της ιστορίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, είχε περάσει στο παρασκήνιο.
Στις μέρες μας η οικονομία κατά μία έννοια είναι η βασίλισσα των καιρών και η πολιτική η θεραπαινίδα της. Έμελλε λοιπόν να δούμε το προϊόν του πολέμου της οικονομίας με την πολιτική. Την ώρα που εμείς κυρίως τη δεκαετία του 1990 και του 2000, απολαμβάναμε ένα είδος ευδαιμονισμού, υπνωτισμένοι πιστέψαμε ότι δεν διεξάγεται πόλεμος. Όμως ο πόλεμος ήταν εδώ και είναι εδώ.
Πριν από μια δεκαετία είχαν ρωτήσει τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ποια θα είναι η εικόνα του κόσμου στο μέλλον, με δεδομένη την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και την υποτιθέμενη εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παντού. Τότε λοιπόν ο Χόλμπρουκ είχε απαντήσει ανοιχτά και επί λέξει «μεταξύ πολιτικών συμμάχων, οικονομικός πόλεμος»,
Στην Ελλάδα τελικά τι απέτυχε; Το κράτος, η οικονομία ή μήπως ο πολιτισμός;
Η Ελλάδα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Σήμερα όλοι λένε ότι μας έχουν μετατρέψει σε πειραματόζωα. Επιτρέψτε μου να πιστεύω πως η Ελλάδα γεννήθηκε ως κράτος μέσα σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα και ουσιαστικά επί 180 χρόνια ζούμε ένα παρατεταμένο πείραμα που πέρασε από διάφορες φάσεις πολλές από τις οποίες ήταν και πάρα πολύ οδυνηρές και αιματηρές Η ελληνική ιστορία είναι η ιστορία ενός μορφώματος το οποίο επιβλήθηκε ως κρατική οντότητα έξωθεν, διότι, όπως ξέρετε, στρατιωτικά ο αγώνας του 1821 χάθηκε. Οι ξένοι ήταν εκείνοι που επέβαλαν το κράτος γιατί το χρειάζονταν ως μια σφήνα στο μαλακό υπογάστριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αυτά λοιπόν το οποίο δεν πέτυχε ποτέ η Ελλάδα ήταν να συστήσει κράτος. Φυσικά, μετά τη Μεταπολίτευση, μπαίνοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την τότε ΕΟΚ, πιστέψαμε ότι είμαστε κανονικοί, Ομως τα κρπήρια με τα οποία μπήκαμε στην EE ήταν απολύτως πολιτικά, αφού η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 1978 ήταν αρνητική για την ένταξη μας. Τότε ήταν που ο Καραμανλής χρειάστηκε να κάνει πολλές κινήσεις σε επίπεδο κορυφής ώστε να εισέλθουμε σε μια χορεία κρατών που είχαν άλλη ιστορία άλλη εμπειρία άλλες αφετηρίες.
Όταν μιλάμε λοιπόν για ελληνικά κράτος το κάνουμε κατ* ευφημισμόν;
Τα διαπιστευτήρια τα είχαμε δώσει με το καλημέρα σας με την έλευση του Καποδίστρια το 1828. Όταν ήρθε, κάποιοι είπανε: «κοίταξε, εμείς λέγοντας «κάνουμε Επανάσταση» εννοούσαμε ότι θα γινόμασταν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Αυτό που ονομάζεις εσύ «κράτος1! δεν υπάρχει εδώ- εδώ υπάρχουν κοτζα-μπάσηδες και τσιφλίκια…». Αν θέλετε να δείτε κράτος κοιτάξτε τη Δύση. Εκεί που το κράτος νομιμοποιήθηκε ως διαιτητής στον εμφύλιο πόλεμο του χριστιανισμού- όταν η αστική τάξη το χρειάστηκε με την έναρξη της σφαγής μεταξύ μεταρρυθμιστών και αντιμεταρρυθμιστών, καθολικών και προτεσταντών. Στην Ελλάδα δεν ίσχυσε ποτέ αυτή η αναγκαιότητα διαιτησίας γιατί εδώ είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε επικρατούσα θρησκεία
Και δεν υπήρξε ούτε μια περίοδος της νεότερης ελληνικής ιστορίας που να πλησιάσαμε, έστω και λίγο, την έννοια του κράτους;
Υπήρξε ένα διάστημα χοντρικά 50 χρόνων, από τον πειραματισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου μέχρι τη δικτατορία, όπου διαμορφώθηκε μια κουλτούρα διοίκησης δημοσιοϋπαλληλίας στελεχών, ένα είδος κράτους τέλος πάντων. Λειψά βέβαια, λόγω και των πολιτικών παθών και του Εμφυλίου. Και αυτή η κουλτούρα όμως τραυματίστηκε με τη δικτατορία και καταστράφηκε με τη Μεταπολίτευση. Και η Ελλάδα μπορεί να μην απέκτησε ποτέ κράτος, αλλά χρησιμοποίησε αυτό που ονομάζουμε «κράτος» για να αποκαταστήσει τους κοινωνικά αδύναμους στην περίοδο της Μεταπολίτευσης – αλλιώς διόρισε δημοσίους υπαλλήλους Όμως αυτά ήταν αιτήματα του Χουρμούζη το 1830 απέναντι στους Βαυαρούς όταν υπήρχαν όντως θύματα, ανάπηροι αγωνιστές όταν με την άφιξη του Καποδίστρια στην Αίγινα το νησί φιλοξενούσε 100.000 ανθρώπους χήρες και ορφανά. Μετά από 150 χρόνια, όταν έγινε η συμβολική αποκατάσταση, τα θύματα δεν ήταν πραγματικά αλλά μεταφορικά. Ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που βρισκόταν εκτός του πολιτικού και του κοινωνικού παιγνίου, Και προκειμένου να αποκατασταθούν αυτοί, δημιουργήθηκε ένα κράτος τα οποίο αυτή τη στιγμή διεκδικεί παγκοσμίως κάποιες πρωτιές.
Πού βρισκόμαστι σήμερα;
Σήμερα έχουμε να τα δούμε όλα από την αρχή. Και γι’ αυτό τα λόγια που ακούμε γύρω μας από τους επίσημους εκπρόσωπους του πολιτικού θεάτρου δεν φτάνουν, είναι κούφια, αναφέρονται σε άλλο χρόνο. Είναι σαν οι πολιτικοί να παίζουν στη σοφίτα του Αμόρε, ενώ κάποιος έχει μεταφέρει το σκηνικό στο θέατρο του Διονύσου. Κι αυτοί συνεχίζουν να παίζουν… Κατά τη γνώμη μου, με τις τελευταίες εξελίξεις έκλεισε το πρώτο μέρος του βιβλίου που ονομάζεται νεοελληνικό κράτος
Τι πολιτικούς χρειαζόμαστε τώρα; Ή τι είδους πολίτες;
Α, να ένα ερώτημα! Τι είδους αρετή δηλαδή χρειαζόμαστε για να δομηθεί η συνύπαρξη των ανθρώπων. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, γιατί πέραν των άλλων, το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαχείρισης της Μεταπολίτευσης είναι ότι στη βάση του δόγματος «ο σώζων εαυτόν σωθείτο», του «έλα μωρέ, στην Ελλάδα έτσι γίνονται τα πράγματα», στη βάση της ατομικής απληστίας και της ασύστολης φοροδιαφυγής πραγματικά δεν ξέρω εάν διασώζεται ο πυρήνας αυτής της αναγκαιότητας για συνύπαρξη μεταξύ μας. Δηλαδή δεν ξέρω αν θέλουμε να συνυπάρχουμε.
Δηλαδή η απληστία διάβρωσε τον κοινωνικό ιστό στην Ελλάδα;
Αυτά τα φαινόμενα που έγιναν καθημερινότητα και τα αποδεχθήκαμε, τα «φακελάκια», η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων και πάσα ακόμα, είναι φαινόμενα ύπουλης βίας που διαβρώνουν τις συνειδήσεις Οποτε, πριν δούμε τι είδους πολίτες χρειαζόμαστε θα πρέπει να δούμε τι είδους πολίτες γίναμε όλοι μας Αυτή τη δουλειά ο Φρόιντ την ονομάζει (εργασία του πένθους». Καλούμαστε λοιπόν να επιδοθούμε σε αυτή την εργασία, που μπορεί να αποδειχθεί πολύ δημιουργική.
Αυτή την αποτυχία θα τη χρεωθούμε μόνο εμείς;
Για πρώτη φορά οι Έλληνες μπορούν υπερηφάνως να δηλώσουν ότι έχασαν από τον εαυτό τους. Από το 1974 και μετά είμαστε μόνοι μας Δεν είχαμε από πάνω μας κανέναν Γλίξμπουργκ, κανέναν Γερμανό, κανένα Ρώσο ή Αμερικανό – ακόμα κι αν η Αμερική είναι παντού. Ο Νίτσε λέει ότι κάποιος γίνεται καλύτερος άνθρωπος όταν πει «Εγώ φταίω για αυτό- δεν θα μου το πάρεις αυτό το λάθος- αυτό το λάθος το έκανα εγώ!». Γι’ αυτό και νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ σημαντική ευκαιρία για τους Έλληνες παρότι πάει κόντρα στην κουλτούρα του θύματος που καλλιεργήθηκε εντέ-χνως στον τόπο μας Ότι δηλαδή οι Έλληνες είναι πάντα τα θύματα της ιστορίας των πολέμων, των συσχετισμών των Δυνάμεων, και πως ποτέ δεν υπήρξαν θύτες Αυτή η αυτοθυματοποίηση της κοινωνίας των Ελλήνων νομίζω ότι ήταν ένας από τους παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων. Είναι προϊόν και αίτιο μαζί.
Μιλώντας γη εθνική αποτυχία, θα αλλάξω τελείως το σκηνικό της συζήτησης και θα πάω σε έναν άλλο τομέα που προσφάτως αποτύχαμε ως έθνος: στο ποδόσφαιρο, θυμάμαι ότι στα κείμενα που γράφατε στην Καθημερινή κάνατε συχνές αναφορές στο ποδόσφαιρο. Παρακολουθείτε, είστε φίλαθλος;
Βεβαίως. Μάλιστα όταν έπαιζα μικρός ήμουν πολύ σκληρός παίχτης. Ήμουν αμυντικό χαφ και είχα την ευθύνη να μαρκάρω τον δημιουργικό παίχτη της άλλης πλευράς· αλλιώς ήμουν ο καταστροφέας του παιχνιδιού των άλλων. Αυτό δηλαδή που έχει κάνει δόγμα η Εθνική Ελλάδος
Το ποδόσφαιρο είναι κάτι που μου αρέσει και το παρακολουθώ. Μάλιστα μου αρέσει να το χρησιμοποιώ μιλώντας μεταφορικά στους ηθοποιούς. Για παράδειγμα, τους λέω ότι δεν μπορεί να έχει ο καθένας μια μπάλα από μόνος του. Ότι η μπάλα είναι μία και οι παίχτες -βγάλε τους δύο τερματοφύλακες- είναι 20. Ένας όμως θα έχει στα πόδια του την μπάλα- οι άλλοι 19 κινούνται, κλείνουν ή δημιουργούν χώρους κι άλλες φορές ένας ικανός τεχνίτης ποδοσφαιριστής με μια μεγάλη πάσα, τροποποιεί τη συνθήκη του χώρου, δημιουργεί δηλαδή μια άλλη σκηνή. Αυτό το στοιχείο της δημιουργίας είναι που λείπει από τη σημερινή Εθνική μας. Ένα ακόμα που λέω στους ηθοποιούς μου είναι πως καλώς ή κακώς ένας θα βάλει την μπάλα στα δίχτυα Οι άλλοι όμως έχουν φροντίσει να του δώσουν την μπάλα με τον καλύτερο τρόπο, ώστε να απελευθερώσουν τη δική του κίνηση για να υπάρξει το αποτέλεσμα. Αντίστοιχα πράγματα συμβαίνουν και στο θέατρο. Στον Χουρμούζη, για παράδειγμα, είμαστε και οι επτά ηθοποιοί επί σκηνής μαζί από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί τελικά ο σκηνικός πρωταγωνιστής είναι ο χορός Εκεί στηρίξαμε τη δική μας προσέγγιση στο έργο αυτού του σπουδαίου αγωνιστή, συγγραφέα και ανθρώπου που ήταν ο Χουρμούζης- στην παρουσία όχι πρωταγωνιστών, αλλά ενός χορού που βρίσκεται στη σκηνή σχεδόν επί δύο ώρες
Τα κείμενα που γράψατε για την Εφημερίδα κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με έναν αινιγματικό τίτλο. Αλήθεια, τι εννοείτε λέγοντας Το δύσκολο ανάμεσα;
Το δύσκολο ανάμεσα είναι η ζωή. Ξέρετε, αυτό το οποίο κάνουμε πάντα θα υπολείπεται σε σχέση με αυτό που κουβαλάμε και πάντα θα κινούμαστε ανάμεσα στους ρόλους μας και στα φορτία που κουβαλάει η ψυχή μας. Όλοι μπορούμε πολύ περισσότερα από αυτά που τελικά κάνουμε. Αυτό το φορτίο το αξόδευτο που μας συνοδεύει φτιάχνει την προϋπόθεση είτε καταρράκωσης είτε ένδοξου μετασχηματισμού αυτού που λέμε ζωή. Κι αυτό ισχύει για τον τελευταίο απύ εμάς Ο έσχατος πληβείος είναι μια ανθρώπινη οντότητα που θα κάνει στη ζωή του το ένα δισεκατομμυριοστά της δυνατότητας του. Το πώς διαχειρίζεται αυτή την άρρητη συνθήκη μέσα στην οποία κολυμπάει, το πώς μπορεί να αντέχει αυτά που κουβαλάει και δεν κάνει, αυτό ορίζει το πώς ζει Διότι ο άνθρωπος μπορεί και αυτά που δεν κάνει. Κι, αλήθεια, πώς τα κουβαλάς αυτά;
Είναι σαν οι πολιτικοί να παίζουν στη σοφίτα του Αμόρε,
ενώ κάποιος έχει μεταφέρει το σκηνικό στο θέατρο του Διονύσου
διαβάστε περισσότερα για την παράσταση O Τυχοδιώκτης… βασισμένος στον Χουρμούζη ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 [Η] 11, 12, 13, 14 και 15 Ιουλίου Ώρα έναρξης 21:00 Θέατρο Εποχή 20.06 – Βασίλης Παπαβασιλείου