Βαυαρός, αριστεριστής, από φτωχή οικογένεια, τεμπέλης «που δουλεύει πολύ για να θεραπευτεί από την οκνηρία». Ήταν το «τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου», είναι δέκα χρόνια διευθυντής στη Σαουμπίνε. Κάνει θέατρο γιατί θέλει να μιλήσει, να δει, να δείξει τα ζόρια της πραγματικής ζωής. Ο Οθέλλος, γι’ αυτόν, είναι έργο για τη διεκδίκηση της αγάπης, για την αποδοχή. Περάσαμε μαζί του μια μέρα στο Βερολίνο, γεμάτη αστεία, μνήμες και τολμηρές εξομολογήσεις.»
ΟΘΕΛΛΟΣ, ΤΟΜΑΣ ΟΣΤΕΡΜΑΓΕΡ – ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΕΡΙΠΛΟΚΑ, Κριτική Θεάτρου Νίκης Πρασσά + Βίντεο Παγκόσμιας Πρεμιέρας (6-8-2010)
Βερολίνο, μια βροχερή μέρα του περασμένου Μαΐου. Συνάντηση με τον Τόμας Οοτερμάγερ για μια μεγάλη συνέντευξη που θα δημοσιευθεί κατακαλόκαιρο, λίγο πριν την παράσταση του σαιξπηρικού Οθέλλου στην Επίδαυρο που σκηνοθετεί ο Γερμανός διευθυντής της Σαουμπίνε. Το ραντεβού μας είναι στο καφέ του θεάτρου, στο ισόγειο, μεσημεράκι. Έχει προηγηθεί ο εναέριος αποκλεισμός της πόλης λόγω ηφαιστειακής τέφρας (θυμάστε;), έχει μεσολαβήσει μια εβδομάδα με ανοιξιάτικο καιρό αλλά σήμερα είναι μια τυπική βερολινέζικη χειμωνιάτικη μέρα: παγωνιά και βροχή. Φτάνουμε όλοι καθυστερημένοι.
Ο Τόμας Οστερμάγερ, η φωτογράφος μας και εγώ. Το σχέδιο μας είναι να περιπλανηθούμε στο Βερολίνο, ακολουθώντας τους βασικούς σταθμούς στη ζωή του σκηνοθέτη, από τότε που πρωτοήρθε στην πόλη, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, έως σήμερα. Με τον Τόμας Οοτερμάγερ γνωριστήκαμε πριν από έντεκα χρόνια, τον Μάιο του 1999, στην Ταορμϊνα της Σικελίας (που υπήρξε η πρώτη και επί σειρά ετών σταθερή βάση για τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου – ο ίδιος βραβεύτηκε εκείτο 2000). Οι δρόμοι μας έκτοτε διασταυρώθηκαν πολλές φορές, σε διαφορετικούς τόπους και με ποικίλες αφορμές. Επιλέξαμε, ως εκ τούτου και κατά παράβαση των συμβάσεων, να κρατήσουμε τον κάπως πιο οικείο τόνο της πρόσφατης συνάντησης μας στην καταγραφή της συνομιλίας που ακολουθεί. Σαουμπίνε, 12.30, μεσημέρι. Καφέδες και εφημερίδες Λόγω της οικονομικής κρίσης, η καγκελάριος ‘Ανγκελα Μέρκελ προαναγγέλλει περαιτέρω συρρίκνωση του γερμανικού κράτους πρόνοιας. «Απαράδεκτο! Αυτή είναι, όμως, η λογική των καπιταλιστών… Κάποιος πρέπει να τους δείρει όλους αυτούς τους τύπους…», λέει ο Οοτερμάγερ, με ανησυχητικά σοβαρό ύφος. Δεδομένης της ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας που επικρατεί μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας εκείνες τις ημέρες αφήνω τον αριστερισμό να πέσει χάμω. Γύρω στη 1 μ.μ. επιβιβαζόμαστε στο αυτοκίνητο του Τόμας (ένα παλιό, τρομερά ακατάστατο στέϊσον βαγκόν) και ξεκινάμε από την οδό Κουρφούρστενταμ, όπου βρίσκεται το θέατρο, με προορισμό το Κρόιτσμπεργκ, «εναλλακτική» συνοικία των καλλιτεχνών στα ανατολικά του κέντρου. Εδώ αρχίζει η καταγραφή της συνομιλίας μας…
Τι σήμαινε νια έναν νέο, που είχε μεγαλώσει σε μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, να βρεθεί στο Βερολίνο στο τέλος της δεκαετίας του 1980;
Εκείνη την εποχή, αν ζούσες σε μια επαρχιακή πόλη και ήθελες να δηλώσεις τη διαφορά σου, ντυνόσουν πάντοτε στα μαύρα και, κάποια στιγμή, μετακόμιζες στο Βερολίνο. Μαύρα ρούχα και Βερολίνο πήγαιναν μαζί. Έζησα εδώ για λίγους μήνες πριν από την πτώση του Τείχους, αλλά εγκαταστάθηκα οριστικά λίγο αργότερα, το 1989-90.0 αρχικός μου στόχος ήταν να γίνω επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζα κιθάρα και μπάσο και τραγουδούσα. Επειδή, βέβαια, προερχόμουν από πολύ φτωχή οικογένεια, για να επιβιώσω στο Βερολίνο, χρειάστηκε τα πρώτα χρόνια να κάνω διάφορες δουλειές του ποδαριού.
Όπως;
Για παράδειγμα, αφισοκόλληση – κλασική δουλειά για έναν άνεργο αριστεριστή στο Βερολίνο! Δούλεψα επίσης στο εργοστάσιο της Gillette. Βιομηχανική αλυσίδα, έβαζα ξυραφάκια σε πλαστικές θήκες. Εννοείται ότι δούλεψα και σε μπαρ. Η καλύτερη όμως δουλειά ήταν η νυχτερινή βάρδια σε βενζινάδικο. Με βόλευε, γιατί μόλις τελείωνα από κει βγαίναμε μέχρι το ξημέρωμα. Την ημέρα κοιμόμασταν και το απόγευμα κάναμε πρόβες με την μπάντα… Οι γονείς των περισσότερων φίλων μου ήταν «παιδιά» του ’68. Πολλοί είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε κοινόβια, μέσα σε απόλυτη ελευθερία, στα όρια της αδιαφορίας, θα έλεγα. Εγώ είχα το αντίθετο πρόβλημα: μια οικογένεια καθολικών, αυστηρή, συντηρητική, στην επαρχία της Βαυαρίας. Μέχρι τα 11 ήμουν παπαδοπαίδι. Πήγαινα στην εκκλησία κάθε δεύτερη μέρα, έβγαζα τα ρούχα μου, έβαζα τα ράσα και βοηθούσα τους ιερείς. Τέλειο σκηνικό για ιστορίες παιδεραστίας. Τώρα που αποκαλύπτονται σιγά σιγά τα σκάνδαλα με τους καθολικούς ιερείς, έχω αρχίσει να σκέφτομαι: μήπως κάτι συνέβη και σε μένα, αλλά το έχω καταπιέσει; Διότι, θυμάμαι πως έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να εξομολογούμαι. Και η ανάμνηση μου είναι ότι ο παπάς πίσω από το καφασωτό παράθυρο ανέπνεε κάπως βαριά! Αλλά μπορεί και να είναι αποκύημα της φαντασίας μου… Πάντως, ενώ εγώ παραδεχόμουν συντετριμμένος ότι δεν βοήθησα τη μητέρα μου στο σπίτι, ότι μάλωσα με τον αδελφό μου, ότι έσπασα ένα πιάτο, εκείνος επέμενε όλο απογοήτευση: «τίποτε άλλο, τέκνον μου;». Ίσως να περίμενε καμιά πικάντικη αποκάλυψη, αλλά εγώ δεν είχα τίποτα τέτοιο να του πω. Άλλωστε, όταν άρχισαν οι «βρώμικες» ιστορίες, έπαψα να είμαι παπαδοπαίδι! Μετά άρχισαν τα «άγρια» χρόνια και για μένα και για τα αδέλφια μου… Ο μεγαλύτερος αδελφός μου (που είναι τώρα γιατρός), μαζί με τους φίλους του, έβαλαν μια μέρα φωτιά στο σχολείο. Έκαψαν μια ολόκληρη τάξη και τους απέβαλαν. Εγώ που ήμουν τέσσερα χρόνια μικρότερος και πήγα στο ίδιο σχολείο, στην αρχή κάθε χρονιάς αντιμετώπιζα οπωσδήποτε κάποιον καθηγητή που διάβαζε τη λίστα των ονομάτων και, μόλις έφτανε στο δικό μου, έλεγε με δέος: «Οοτερμάγερ; Είχαμε και έναν άλλον Οοτερμάγερ εδώ…»
Υπάρχει όμως και τρίτος αδελφός, που επίσης ασχολήθηκε με το θέατρο. Είναι ηθοποιός.
Πράγματι Αλλά ας μη μιλήσουμε για θέατρο ακόμη. Ας μιλήσουμε λίγο για τη ζωή. Δεν είναι κάτι που το κάνω συχνά, γιατί υπάρχουν και σκοτεινές περιοχές αλλά πρέπει να σου πω ότι όλη μου η έμπνευση από εκεί προέρχεται, από τις εμπειρίες μου ως παιδιού, από τις αναμνήσεις τους προγόνους μου, τις ιστορίες τους . Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν μοδίστρα.. Στην αγροτική Βαυαρία της εποχής της αυτό σήμαινε ότι ζούσε φιλοξενούμενη στα σπίτια εκείνων που χρειάζονταν τις υπηρεσίες της. Έραβε, δηλαδή, ή έκανε διορθώματα για όλη την οικογένεια για ολόκληρη τη σεζόν. Επειδή ο παππούς μου ήταν στο στρατό και κατόπιν στη Ρωσία ως αιχμάλωτος πολέμου, η γιαγιά μου έμεινε μόνη και ζούσε από τη μοδιστρική, πηγαίνοντας από φάρμα σε φάρμα μαζί με το γιο της – τον πατέρα μου. Έτσι έμαθε κι εκείνος την τέχνη από τη μητέρα του και, επίσης έγινε ράφτης. Από τον παππού μου έμαθε, όπως μου έλεγε, τι κάνει κανείς τον χειμώνα αν βρεθεί στα χιόνια ξυπόλητος Μου έκανε εντύπωση ως παιδί και το θυμάμαι: βάζεις κοπριά αγελάδας στα πόδια κι όταν στεγνώσει είναι σαν να φοράς παπούτσια.
Μια πληροφορία που αποδείχτηκε ελπίζω αχρείαστη…
Με την Μέρκελ και τις περικοπές της, ποτέ δεν ξέρει κανείς… Τέλος πάντων… Στη Γερμανία λέμε «φτωχός σαν ράφτης». Ο πατέρας μου ήταν ράφτης φτωχός και αλκοολικός. Όταν η παραγωγή των ρούχων βιομηχανοποιήθηκε έφτασε να μην έχει καθόλου δουλειά κι έτσι έγινε μόνιμος στρατιωτικός. Ήταν πάντοτε βίαιος στο σπίτι. Εγώ σταμάτησα να του μιλάω όταν ήμουν 14 χρονών. Πέθανε πριν από 10 χρόνια. Πριν από το θάνατο του βρεθήκαμε δυο τρεις φορές και κάναμε κάποιου είδους ανακωχή.
Με τη μητέρα σου είχες όμως μια καλή σχέση.
Πολύ καλή. Πέθανε πριν από λίγα χρόνια, στα 65 της. Τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε με το ποδήλατο της ένα δρόμο. Συχνά σκέφτομαι ότι ο παππούς ,ο θείος και η μητέρα μου χάθηκαν σε πανομοιότυπα δυστυχήματα… Ακούγεται λίγο Κισλόφσκι, το ξέρω! Εγώ, πάντως προσπαθώ να αποφεύγω τουλάχιστον τα ποδήλατα, αλλά, ως γνωστόν, αυτό που προσπαθείς να αποφύγεις έρχεται και σε βρίσκει από άλλη πόρτα…
Οδός Μουσκάουερ , Κρόιτσμπεργκ, 1.30μ.μ. Το πρώτο διαμέρισμα του Τόμας Οστερμάγερ στο Βερολίνο, κοντά στην παλιά σκεπαστή αγορά του Κρόιτσμπεργκ. Εκεί καταφεύγουμε αφού κάνουμε μια βόλτα στη γειτονιά, κάτω από δυνατή βροχή.
Πώς έγινε, λοιπόν, η μετάβαση από την εκκλησία στη μουσική και το θέατρο;
Πρώτα στράφηκα στη μουσική. Η μητέρα μου ζούσε στη Βόρεια Γερμανία, όπου και βρέθηκε ο πατέρας μου ως στρατιώτης. Εκεί γεννήθηκα και έζησα μέχρι 8 χρονών. Όταν μετακομίσαμε στην πατρίδα του πατέρα μου, οτη Βαυαρία, ξεχώριζα από τα άλλα παιδιά λόγω της προφοράς μου. Δεν μιλούσα την τοπική διάλεκτο του Νότου, αλλά τα πιο «επίσημα» γερμανικά, αυτό που λέμε hochdeutsch. Οι συμμαθητές μου με θεωρούσαν στην αρχή αλαζόνα. Αισθανόμουν, ως ένα βαθμό, ξένο σώμα. Λίγο σαν τον Οθέλλο. Για να το ξεπεράσω, έκανα ό,τι μπορούσα προκειμένου να τραβάω την προσοχή. Μιλούσα συνεχώς, έκανα φασαρίες και, τελικά, άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική παίζοντας σε διάφορα συγκροτήματα. Έκανα όμως και θέατρο στο σχολείο, διότι η «σκηνή» με τοποθετούσε στο κέντρο του ενδιαφέροντος πράγμα που ένιωθα να χρειάζομαι. Πάντως τον πρώτο καιρό στο Βερολίνο ήμουν αφοσιωμένος στη μουσική.
Και γιατί εγκατέλειψες αυτή την καριέρα;
Διότι όλοι στο Βερολίνο εκείνα τα χρόνια ήθελαν να γίνουν διάσημοι μουσικοί.
Είχα την εντύπωση ότι όλοι στο Βερολίνο ήθελαν ανέκαθεν να γίνουν διάσημοι σκηνοθέτες του θεάτρου…
Αντιθέτως όταν στράφηκα στο θέατρο και στη σκηνοθεσία δεν αντιμετώπισα μεγάλο ανταγωνισμό. Αλλά αυτό που κυρίως με ώθησε να ασχοληθώ με το θέατρο ήταν η αίσθηση που αποκόμιζα όταν πήγαινα να παρακολουθήσω μια παράσταση: έβλεπα κάτι που δεν με άγγιζε, που δεν είχε να κάνει με τη ζωή μου, την πραγματική ζωή, την πραγματική εμπειρία. Κι έτσι, τον τρίτο χρόνο μου στο Βερολίνο, το 1992, γράφτηκα στην σχολή θεάτρου Ερνστ Μπους. Επρόκειτο για τη μυθική σχολή του πρώην ανατολικού Βερολίνου, που είχε συνδεθεί καλλιτεχνικά με το Ντόιτσες Τεάτερ και με όλες τις μεγάλες προσωπικότητες του ανατολικογερμανικού θεάτρου. Τα μαθήματα ήταν κοινά τον πρώτο χρόνο και, όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω, όλοι με πίεζαν να ακολουθήσω την κατεύθυνση της υποκριτικής Βρέθηκα σε μεγάλο δίλημμα, διότι ένα πτυχίο υποκριτικής από τη συγκεκριμένη σχολή είχε μεγάλη βαρύτητα στο γερμανικό θέατρο. Τελικά, αποφάσισα και στράφηκα προς τη σκηνοθεσία. Και πρέπει να πω ότι οι άνθρωποι που με επηρέασαν περισσότερο στη ζωή μου ήταν δύο δάσκαλοι μου στη Σχολή. Η μία ήταν η κυρία Γκέρτρουντ Ελίζαμπετ Τσίμερ, που είχε υπάρξει ηθοποιός του Μπρεχτ. Το μάθημα της άρχιζε πάντοτε στις 9 το πρωί – ακριβώς. Στις 9 και ένα λεπτό, η κυρία Τσίμερ κλείδωνε την πόρτα της τάξης και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σου ανοίξει αν έφτανες καθυστερημένος. Ο άλλος ήταν ο Γκενάντι Μπογκντάνοφ, αυθεντία στη βιομηχανική του Μέγερχολντ, που καθόρισε και την αισθητική των πρώτων μου παραστάσεων.
Τελικά, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποφοίτηση σου, βρέθηκες στο Μπαράκε (Baracke), την εναλλακτική σκηνή του Ντόιτσες Τεάτερ. Εκεί ήταν που αναδείχτηκες ως το «τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου».
Στο τρίτο έτος της Σχολής έκανα μια παράσταση βασισμένη στη βιο-μηχανική. Οι άνθρωποι του Ντόιτσες Τεάτερ άκουσαν τις φήμες για έναν νεαρό που δούλευε επάνω στις αρχές του Μέγερχολντ και ήρθαν να τη δουν. Σύντομα, μου έγινε η πρόταση να αναλάβω τη σκηνή Μπαράκε. Η αρχική μου σκέψη, που άρεσε στον τότε διευθυντή του Ντόιτσες Τεάτερ, τονΤόμας Λάνγκχοφ, ήταν να επικεντρωθούμε στις διάφορες μεθόδους υποκριτικής και να τις αναπτύξουμε. Να φτιάξουμε δηλαδή ένα εργαστήριο, με τη ρωσική έννοια του όρου. Εντελώς συμπτωματικά, στην αρχή εκείνης της συνεργασίας ένας άλλος σκηνοθέτης που έκανε πρόβες για το έργο του Νίκι Σίλβερ Χοντροί άνδρες με φούστες, κατέρρευσε και εγκατέλειψε τις δοκιμές Χρειάστηκε να αναλάβω εγώ. Η παράσταση έγινε τεράστια επιτυχία και οδήγησε, πριν καλά καλά το καταλάβω, να γίνει το Μπαράκε ένα κομβικό σημείο στο γερμανικό θέατρο, για νέους σκηνοθέτες και, κυρίως, για τη σύγχρονη δραματουργία. Και φυσικά, να εγκαταλειφθεί εντελώς η καταπληκτική μου ιδέα για ένα εργαστήρι της υποκριτικής τέχνης!
Μπορεί να ήταν τυχαίο, έτσι όπως το παρουσιάζεις, αλλά, τελικά, αυτή η επιτυχία ευνόησε σε μεγάλο βαθμό τους νέους θεατρικούς συγγραφείς, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ναι. Πιστεύω ότι συνέβαλα και εγώ σ’ αυτό. Και χαίρομαι όταν κάποιος μου το λέει. Από την άλλη, ήμουν και τυχερός. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ταλέντα στην Ευρώπη, η Σάρα Κέιν, ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, ο Μάριους φον Μάγιενμπουργκ…
Φαντάζομαι ότι έχεις επίγνωση της κριτικής που πολλοί σου ασκούν: ξεκίνησες νωρίς, με τεράστια επιτυχία, έκανες σημαντικές παραστάσεις και μετά, όταν βρέθηκες στη Σαουμπίνε, σε ένα ιστορικό θέατρο, ένα θεατρικό κατεστημένο εν πολλοίς, έχασες την αρχική σου ενέργεια. Σαν να έκαψες γρήγορα τα χαρτιά σου.
Ναι, υπάρχουν πολλοί που το πιστεύουν αυτό. Από τη δική μου σκοπιά, θέλω να ισχυριστώ ότι, όταν οι καλλιτέχνες αναλαμβάνουν θεσμούς υψηλού κύρους βρίσκονται αντιμέτωποι με τους κανόνες των ΜΜΕ και όχι τόσο με τους κανόνες της τέχνης. Με αυτή την έννοια, πρέπει πρώτα να κατασπαραχθείς για να σου επιτραπεί να ξαναρχίσεις ανοδική πορεία. Μερικές φορές φοβάμαι ότι παγιδευόμαστε σε ένα σύστημα που μας επιβάλλει τον ορισμό της ίδιας μας της τέχνης αντί να την ορίζουμε εμείς.
Βρίσκεσαι στη διεύθυνση της Σάουμπινε περισσότερα από δέκα χρόνια. Δεν σε έχει κουράσει;
Δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι κι εγώ. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι σίγουρα η μεγαλύτερη σχέση που είχα στη ζωή μου! Αλλά μου αρέσει επειδή είναι ένα θέατρο ευέλικτο, που μπορεί να ταξιδεύει. Το ταξίδι είναι το πάθος μου. Κάποτε με ρώτησε ένας δημοσιογράφος τι με κάνει ευτυχισμένο στη χώρα μου και του είπα ότι είναι η δυνατότητα να την εγκαταλείψω ανά πάσα στιγμή.
Ποιο είναι το πιο γερμανικό σου χαρακτηριστικό;
Η τελειομανία. Οι ηθοποιοί μου τρελαίνονται μ’ αυτό.
Και το πιο μη-γερμανικό…
Το ότι μου αρέσει να απολαμβάνω τη ζωή. Αυτό οι Γερμανοί δεν το επιτρέπουν στον εαυτό τους. Ο προτεστάντης θέλει συνεχώς να αισθάνεται ένοχος.
Ώρα 2.30 μ.μ. Αναζητούμε ένα καφενείο, που ο Τόμας θυμάται ότι υπήρχε στην παλιά του γειτονιά. Το εντοπίζουμε, αλλά φαίνεται να έχει κλείσει προ καιρού. Τώρα ακολουθούμε μία άλλη ανάμνηση, το μπαρ Μαντόνα. Αυτό το βρίσκουμε, αλλά έχει αλλάξει στυλ και όνομα: το λένε καφέ-μπαρ Τραβόλτα… Καταλήγουμε σε ένα γνωστό στέκι της περιοχής, το καφέ Μορένα. Ξεπαγιασμένοι και βρεγμένοι, παραγγέλνουμε σούπες και ζεστά ροφήματα.
Για να επιμείνω λίγο ακόμη σε αυτά που λένε για σένα, κυρίως οι συμπατριώτες σου, νιώθεις ότι λειτουργείς εκτός από, ή παράλληλα με αυτό που αναγνωρίζεται σήμερα ως σύγχρονο γερμανικό θέατρο; Γιατί υπάρχει μια αισθητική, ας πούμε αναγνωρίσιμη πλέον, που επηρέασε σημαντικά το ευρωπαϊκό θέατρο την τελευταία δεκαετία, ένα ρεύμα που ίσως απέκτησε πιο σαφή χαρακτηριστικά με τη δουλειά του Φρανκ Κάστορφ και των διαφόρων επιγόνων του… Εσύ δεν μετείχες και δεν μετέχεις σε αυτόν τον κύκλο.
Δεν με ενδιαφέρει να κάνω ένα είδος τέχνης που απαντά σε ένα άλλο είδος τέχνης που υπήρχε νωρίτερα. Θέλω να μιλάω στους ανθρώπους Βάζω στη θέση του θεατή μου τον Τόμας που πήγαινε στο θέατρο πριν από 20 χρόνια, που δεν ήταν ειδικός ούτε στην αποδόμηση ούτε στο μεταμοντέρνο και που ήθελε να δει μια ιστορία και να αγγίξει το μεδούλι της. Θα μου πεις ότι είμαι συντηρητικός και παραδοσιακός διότι με ενδιαφέρει το νόημα. Μπορεί απλώς να είμαι μετα-μεταμοντέρνος!
Και επιδιώκεις να είσαι και μετα-πολιτικός καλλιτέχνης. Στη Σαουμπίνε έχετε σαφή αντίληψη και δράσεις για τον πολιτικό, κοινωνικό, παρεμβατικό εντέλει ρόλο του θεάτρου.
Θα έλεγα ότι επιμένουμε σε μια κοινωνική ευαισθησία. Με το ίδιο σκεπτικό προσεγγίζω και τα έργα που πρόκειται να ανεβάσω. Ποια καινούργια διάσταση μπορώ να προσφέρω εγώ στο κείμενο; Πώς θα το κάνω να με αφορά τώρα, στο παρόν; Το σύγχρονο γερμανικό θέατρο ασχολείται συχνά μόνο με το θέατρο και καθόλου με τη ζωή, τους ανθρώπους
Δεν μπορείς βέβαια να ισχυριστείς ότι το θέατρο σου είναι ρεαλιστικό. Και ασφαλώς υπάρχει ένα στοιχείο αποδόμησης, ίσως όχι των έργων συνολικά, αλλά σίγουρα μια μορφή συναισθηματικής αποδόμησης των ηρώων.
Είναι πολύ ακριβές αυτό που λες. Με ενδιαφέρει η συναισθηματική αποδόμηση της μεσαίας τάξης που έχει υποστεί μετάλλαξη. Έχουμε χάσει την ικανότητα να έχουμε σχέσεις με διάρκεια, σχέσεις αφοσίωσης αλληλοϋποστήριξης. Αλλάζουμε πόλεις αλλάζουμε ανθρώπους δεν επενδύουμε πια στον άλλο. Είπα «επενδύουμε»: ακόμη κι όταν μιλάμε για σχέσεις μεταχειριζόμαστε πλέον όρους των οικονομικών συναλλαγών. Για να το πάω παραπέρα, υπάρχει μια κρίση «πίστης», ο κλονισμός της εμπιστοσύνης που κλονίζει και τα συστήματα. Για τέτοια ζητήματα θέλω να μιλάω με τη δουλειά μου. Δεν θέλω απλώς να καταθέτω αισθητικά επιχειρήματα. Βέβαια, τα ίδια πράγματα με απασχολούν και έξω από το θέατρο. Παλιότερα οι άνθρωποι παντρεύονταν και έμεναν για πάντα μαζί. Τώρα σχεδόν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Αλλά δεν καταβάλλουμε και καμία προσπάθεια για να κρατήσουμε τους ανθρώπους στη ζωή μας Διότι υπάρχει αφθονία ευελιξία, μια εναλλακτική λύση… Όσο κι αν αυτό ακούγεται προσωπικό, στην ιδιωτική ζωή ψάχνω να βρω την πολιτική διάσταση των πραγμάτων.
Στο αυτοκίνητο και πάλι. Η ώρα είναι περίπου 3.30 το απόγευμα. Κατευθυνόμαστε προς το πρώην ανατολικό Βερολίνο, στο προάστιο Σενεβάιντε, όπου βρίσκεται η σχολή Ερνστ Μπους. Βρέχει ακόμη. Ο Τόμας Οστερμάγερ μονολογεί.
Αυτό που θυμάμαι από τα πρώτα μου χρόνια στο Βερολίνο είναι γκρίζος ουρανός και βροχή, εννέα μήνες το χρόνο. Μια πόλη γεμάτη νέους κυρίως από τη Δυτική Γερμανία, που έρχονταν εδώ για να αποφύγουν τη δουλειά και τις προβληματικές τους οικογένειες. Και πράγματι, για πολύ καιρό δεν κάναμε σχεδόν τίποτα. Ζούσαμε κοινοβιακά στις καταλήψεις κοιμόμασταν μέχρι το μεσημέρι, το βράδυ βγαίναμε. Συχνά βέβαια συμμετείχαμε σε διάφορες αριστερές δράσεις, σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις Κατά τα άλλα, ομολογώ ότι ήμουν και είμαι τρομερά τεμπέλης. Γι’ αυτό πλέον δουλεύω τόσο πολύ, για να θεραπευτώ!
Λίγο μετά τις 4 μ.μ. Φτάνουμε στη σχολή Ερνστ Μπους. Είναι κλειστή και περιοριζόμαστε να κοιτάζουμε τους εσωτερικούς χώρους μέσα από τις μεγάλες εξωτερικές τζαμαρίες. Η επίπλωση του κεντρικού μεγάλου σαλονιού στην υποδοχή συνδυάζει ορισμένα απομεινάρια σοσιαλιστικής αισθητικής με πινελιές μοντέρνου ντιζάιν. Και ένα παλιό πιάνο σε μια γωνία. Ο Τόμας Οστερμάγερ θέλει τώρα να μας πάει να δούμε το μικρό θέατρο «μπατ», το στούντιο δηλαδή της Σχολής, στην περιοχή του Πρένταλαουερ Μπεργκ. Ξαναμπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε.
Θα πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε και για την Επίδαυρο…
Τώρα;… Καλά λοιπόν… Ο Γιώργος Λούκος μου είχε προτείνει εδώ και πολύ καιρό να κάνω κάτι στην Επίδαυρο. Την Ελλάδα τη λατρεύω και τα τελευταία χρόνια περνώ τα καλοκαίρια μου εκεί. Κάπου κάπου, τα σαββατοκύριακα, πήγαινα στην Επίδαυρο και έβλεπα παραστάσεις. Φαίνεται πως, σταδιακά, ωρίμασε μέσα μου η σκέψη.
Τον Οθέλλο, όμως, δεν τον διάλεξες ειδικά για την Επίδαυρο. Το έργο το είχες ούτως ή άλλως στο μυαλό σου…
Αυτό είναι αλήθεια. Θα σκεφτόμουν ίσως και τον Οιδίποδα, μια ιδέα που με απασχολεί εδώ και χρόνια. Αλλά τώρα ήθελα να κάνω τον Οθέλλο. Η Επίδαυρος είναι ένας μεγαλειώδης χώρος και χρειάζεται μεγάλα αφηγήματα, χαρακτήρες με συναισθηματικό εκτόπισμα. Πιστεύω ότι ο Οθέλλος είναι ένα τέτοιο έργο. Πρέπει, βέβαια, να πω ότι είχα μια πρόταση να σκηνοθετήσω στο Σάλτσμπουργκ φέτος το καλοκαίρι και για ένα διάστημα ήμουν αναποφάσιστος. Κάποια στιγμή, πέρσι, νοίκιασα ένα αυτοκίνητο και οδηγούσα προς τη νότια Πελοπόννησο. Κατεβαίνοντας πέρασα και από την Επίδαυρο. Είδα πάλι γύρω μου το υπέροχο τοπίο, κάτω από τον ήλιο, και ξαφνικά σκέφτηκα: είναι δυνατόν να θέλεις να υποφέρεις στην κρύα και θλιβερή Αυστρία, του χρόνου το καλοκαίρι, αντί να είσαι εδώ; Έτσι πήρα την απόφαση μου.
Ποια είναι η ιστορία του Οθέλλου – ή, μάλλον, πώς τη διαβάζεις εσύ;
Θα μπορούσες να τραβήξεις μια ευθεία γραμμή ανάμεσα στην παιδική μου ηλικία και τη ματιά μου επάνω στον Οθέλλο. Είναι ένας αουτσάιντερ, ένας άνθρωπος το πρόσωπο του οποίου συνιστά την απόδειξη της διαφορετικότητας του, προδίδει την κοινωνική του τάξη. Δεν μπορεί να κρυφτεί, όπως κρύβεται ο Ιάγος πίσω από το λευκό του δέρμα. Για μένα είναι περισσότερο ένα έργο για τη διεκδίκηση της αγάπης και της αποδοχής παρά για τη ζήλεια. Ο Ιάγος επιζητά απεγνωσμένα την αγάπη του Οθέλλου και συμπεριφέρεται σαν πληγωμένη γυναίκα.
Νομίζω ότι η δουλειά φανερώνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γυναικεία ψυχολογία.
Πιστεύω ότι, όντως στο θέατρο οι γυναικείοι ρόλοι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Γιατί όταν πρωταγωνιστούν γυναίκες στη σκηνή αναπληρώνουν κατά κάποιον τρόπο την εξουσία που δεν έχουν στην πραγματική ζωή. Προσωπικά, πάντα τείνω προς την πλευρά του αδύναμου. Ακούγεται συναισθηματικό και κιτς αυτό που λέω, αλλά ταυτίζομαι. Κι εγώ αισθανόμουν διαφορετικός αδύναμος, επειδή προερχόμουν από χαμηλή κοινωνική τάξη. Ωστόσο, κατέκτησα πολλά πράγματα. Όταν όμως ξεκινάς από χαμηλά και πετυχαίνεις ζεις πάντα με το φόβο ότι μπορεί να τα χάσεις όλα. Ο Οθέλλος ζει με αυτόν το φόβο. Το παρελθόν του είναι που τον κάνει εύθραυστο. Αμφιβάλλει για την αγάπη της Δεισδαιμόνας διότι φοβάται πως δεν του αξίζει. Ο Οθέλλος νιώθει επίσης τον τρόμο του ανθρώπου που υποπτεύεται ότι κανένας γύρω του δεν του λέει την αλήθεια. Αυτός είναι ο εφιάλτης τού να ζεις σε έναν κόσμο όπου ο άλλος είναι εσαεί άγνωστος Γι’ αυτό συντηρείται συνεχώς η πιθανότητα της προδοσίας. Στην πραγματικότητα, ο έρωτας του Οθέλλου και της Δεισδαιμόνας κλονίζει τις βεβαιότητες και τις ισορροπίες της κοινωνίας. Καταργεί τις διαφορές. Άρα, με μια έννοια, προκαλεί το κακό, προσκαλεί την καταστροφή.
Έχεις αγωνία για την πρεμιέρα στην Επίδαυρο;
Έχω την αγωνία που έχω πάντα Δεν μου είναι άγνωστη η αίσθηση του ανοιχτού θεάτρου, του μεγάλου χώρου. Έχω άλλωστε παρουσιάσει δύο παραστάσεις στο Παπικό Παλάτι, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Αν καταφέρω να βρω τον τρόπο να αφηγηθώ την ιστορία, με τη βοήθεια των ηθοποιών μου, δεν θα ανησυχώ πλέον για το χώρο.
Η αμφιβολία, βέβαια, μπορεί να έρθει εκεί που δεν την περιμένεις.
Περιέργως αυτό σκεφτόμουν σήμερα. Όταν ξεκινάς να δουλεύεις μια παράσταση είναι σαν να ξεκινάς μέσα σε άπλετο φως, κάτω από τον ήλιο. Και μετά σουρουπώνει, νυχτώνει και δεν έχει καθόλου φεγγάρι. Και τότε, ξαφνικά, στη μέση της νύχτας μπαίνεις σε ένα μακρύ τούνελ που οδηγεί στο κέντρο της Γης όπου δεν υπάρχει η παραμικρή αχτίδα φωτός. Αυτή είναι η πρεμιέρα. Ένα ταξίδι από το φως της ημέρας στο απόλυτο σκοτάδι μιας μαύρης τρύπας. Έτσι νιώθω όταν ετοιμάζω μια καινούργια παράσταση. Ευτυχώς βέβαια, αγαπάω τόσο πολύ τον ήλιο που κάθε φορά ξαναρχίζω, με την ελπίδα να ξαναβγώ στο φως.
Φτάνουμε στο θέατρο «μπατ». Ώρα 5 μ.μ. περίπου. Μας ανοίγουν οι άνθρωποι του θεάτρου, που γνωρίζουν τον Τόμας Οστερμάγερ από σπουδαστή ακόμα. Ανεβαίνουμε στη σκηνή, περνάμε από την αίθουσα των τεχνικών, βλέπουμε παλιές φωτογραφίες από πτυχιακές παραστάσεις, από γιορτές και αποφοιτήσεις. Ξαφνικά ο Τόμας θυμάται το θέατρο στο οποίο ανέβασε μια από τις πρώτες του παραστάσεις: στην πίσω αυλή του Σοκολάντενφαμπρικ, γνωστής «κατάληψης» της εποχής μετά την πτώση του Τείχους, στην περιοχή Μίτε. Αποφασίζουμε αυτός να είναι ο τελευταίος μας σταθμός. Καθ’οδόν, περνάμε από το πρώην θέατρο «του», το Μπαράκε, αλλά δεν σταματάμε. Αλλωστε, έχει πια γίνει τράπεζα.
Σου τυχαίνει να κάνεις απολογισμούς; θεωρείς ότι πέτυχες στη Σαουμπίνε;
Εξαρτάται πώς το εννοεί κανείς. Το κοινό μας καλύπτει ευρύτατο ηλικιακό και κοινωνικό φάσμα. Και παίζουμε συνήθως σε γεμάτες αίθουσες. Θυμάμαι πώς ήταν το κοινό όταν αναλάβαμε το θέατρο… Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν ανεβάσαμε τις πληρότητες και κατεβάσαμε τον μέσο όρο ηλικίας. Αυτό, νομίζω, είναι το ζητούμενο όταν διευθύνεις έναν τέτοιο οργανισμό. Έχουμε τρεις μεγάλες σκηνές και ένα στούντιο. Με το σύστημα του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου, μπορούμε να προσφέρουμε μέχρι και τρεις διαφορετικές παραστάσεις κάθε βράδυ. Και πιστεύω ότι έχουμε ορισμένες που είναι εξαιρετικά καλές.
Είσαι πιστός στους συνεργάτες σου, αλλά έχεις ανανεώσει αρκετά τα θίασο.
Έχω κρατήσει κάποιους από τους πιο παλιούς ηθοποιούς, αλλά έχω συγκεντρώσει και αρκετούς από τη νέα γενιά, Αυτή η σταδιακή γνωριμία με νέους καθώς προσπαθείς να ανακαλύψεις τις δυνατότητες τους, έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ειδικά τώρα που δουλεύουμε για τον Οθέλλο, ανυπομονώ καθημερινά να έρθει η ώρα της πρόβας και όταν τελειώνουμε τη δουλειά παθαίνω σύνδρομο στέρησης
θα μπορούσες να δουλέψεις με έναν άλλο θίασο, σε άλλη χώρα ίσως;
Μου ζητάνε συχνά να σκηνοθετήσω αλλού, κυρίως στη Γαλλία, αλλά κάνουν λάθος αν νομίζουν ότι μπορώ να κάνω με τους δικούς τους ηθοποιούς αυτό που κάνω με το θίασο μου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου προκύπτει από τη συγκεκριμένη εκπαίδευση των Γερμανών ηθοποιών, από το πνεύμα της ομάδας το χρόνο που έχουμε περάσει μαζί… Είναι μια διαδικασία που έχει διάρκεια
Σε ενοχλεί το άτι ενδεχομένως είσαι αναγνωρισμένος περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στη χώρα σου;
Αυτό είναι ένα γερμανικό χαρακτηριστικό που δεν μου αρέσει Δεν θέλουν να σε αναδείξει ο ξένος Αν είναι να γίνεις σταρ, θέλουν να σε κάνουν οι ίδιοι.
Πάντως, κατά καιρούς δέχτηκες κριτική για τη δουλειά σου στη Σαουμπίνε.
Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά το ξεπέρασα διότι ποτέ δεν μας εγκατέλειψε το κοινό μας
Και οι δάσκαλο! σου; Ή, εν πάση περιπτώσει, η προηγούμενη γενιά των σπουδαίων Γερμανών σκηνοθετών;
Η γενιά εκείνων που θα μπορούσαν να είναι «πατέρες» μας δεν ήθελε να έχει γιους Ορισμένοι από αυτούς έχουν εκφραστεί για μένα με σκληρότερα λόγια ακόμη και από την όποια σκληρή κριτική. Έχω στα χέρια μου μια επιστολή που έλαβα από τον Πέτερ Τσάντεκ, λίγο καιρό πριν πεθάνει. Μου πρότεινε να δουλέψει με την ομάδα της Σαουμπίνε, να ανεβάσουμε τον Τίμωνα τον Αθηναίο. Μπορώ, όμως να σου δείξω και τουλάχιστον πέντε συνεντεύξεις του, άπου δηλώνει ότι η Σαουμπίνε μετατράπηκε σε παιδική χαρά υπό την δική μου διεύθυνση. Είναι κρίμα, γιατί δεν έχουμε αυτή την αίσθηση των προγόνων, των δασκάλων, που να υποστηρίζουν τις προσπάθειες μας έστω και με την κριτική τους. Πάρε για παράδειγμα τον Μάνφρεντ Καργκε, που ήταν καθηγητής μου. Όταν ανέβασα το έργο του Μπρεχτ Ταμπούρλα στη νύχτα, μου είπε δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν: μπορείς να το κάνεις και λίγο πιο γρήγορο. Το δεύτερο: αν θέλεις να παρέμβεις στο έργο ενός συγγραφέα, φρόντισε να είσαι καλύτερος από το συγγραφέα.
Η δεύτερη συμβουλή έχει, ομολογουμένως ενδιαφέρον.
Δεν διαφωνώ. Ωστόσο είναι τα μοναδικά δύο πράγματα που μου είπε ποτέ! Ήταν δάσκαλος μου και δεν ήρθε ουδέποτε, από τότε που τέλειωσα τη σχολή, να δει καμία από τις παραστάσεις μου.
Σοκολάντενφαμπρικ. Τελευταίος σταθμός περασμένες 6, νύχτα πια. Γνωστή κατάληψη στο ανατολικό Βερολίνο, αυτοδιαχειριζόμενος χώρος πολιτισμού μέχρι και σήμερα. Στο πίσω μέρος του κτιρίου, στην αυλή, το μικρό θεατράκι λειτουργεί ακόμη. Αυτές τις μέρες φιλοξενεί ένα θίασο από την Ιταλία. Στην κατάληψη αυτή ο Τόμας είχε παίξει σημαντικό οργανωτικό ρόλο. Ο υπεύθυνος του θεάτρου ενθουσιάζεται που τον βλέπει και του δείχνει τις (ελάχιστες) αλλαγές που έγιναν στη μικρή σκηνή και τα παρασκήνια. Εδώ είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω με τον σκηνογράφο μου, τον Παν Πάπελμπαουμ… Ο Παν ήταν αρχιτέκτονας από την Ανατολική Γερμανία. Επειδή εκεί τους μάθαιναν και τα πρακτικά για τις κατασκευές ήξερε να χτίζει με τούβλα Κι έτσι, το πρώτο μας σκηνικό το κατασκεύασε εδώ, επί τόπου, με τα χέρια του, με τούβλα και πέτρες που κουβαλούσε από τους δρόμους.
Προφανώς δεν σκοπεύατε να πάτε περιοδεία με την παράσταση….
Και σαν να μην έφτανε αυτό, θυμάμαι πως είχαμε γκρεμίσει τον πίσω τοίχο της «σκηνής», που έβγαζε στον κήπο, για να δημιουργήσουμε ένα άνοιγμα ώστε σε κάποια στιγμή να εξαφανίζονται οι ηθοποιοί. Ήταν το 1994 και ήμουν ακόμη στη σχολή… Ομολογώ ότι έχω συγκινηθεί…
Αναχωρούμε. Ο δείκτης της βενζίνης είναι σχετικά χαμηλά. Ο Τόμας προτείνει να ολοκληρώσουμε την εκδρομή μας στο παρελθόν βάζοντας βενζίνη στο πρατήριο όπου δούλευε τις νύχτες είκοσι χρόνια πριν. Το βενζινάδικο βρισκόταν δίπλα στα πρώην σύνορα μεταξύ ανατολικού και δυτικού τομέα, σε μια αλάνα. Την αλάνα τη βρήκαμε, αλλά το βενζινάδικο άφαντο. Είχε κατεδαφιστεί, ποιος ξέρει πριν από πόσο καιρό. Αρκετό σίγουρα, ο τόπος είχε χορταριάσει.
πολύ ενδιαφέρουσα η συνέντευξη, αλλά, αναρωτιέμαι (άσχετο!) τα κείμενα δεν τα ελέγχουν πριν την έκδοση; Πλήθος τα τυπογραφικά λάθη, σχεδόν ένα σε κάθε γραμμή (!)
Επίσης, πολύ κακό στήσιμο! Δεν έχουν διαχωριστεί καν τα σχόλια της κας Ταξοπούλου από τις απαντήσεις του συνεντευξιαζόμενου (!)
Καταρχήν σας ευχαριστούμε που εντοπίσατε τις παραλείψεις που υπήρχαν όντως σε αυτό το κείμενο και που είναι το μοναδικό στο οποίο υπήρξαν παραλείψεις τέτοιου τύπου στα δύο χρόνια που λειτουργούμε και σίγουρα όχι σε κάθε γραμμή όπως υπερβολικά γράφετε, κάτι που θα μπορούσατε αν αφιερώνατε 5 λεπτά διαβάζοντας ένα δυο κείμενα ακόμα να το διαπιστώνατε και εσείς. Επίσης θα μπορούσατε να απευθυνθείτε άμεσα σε μας, σε πρώτο πρόσωπο και όχι σε κάποιους τρίτους που δεν ελέγχουν τα κείμενα. Το CameraStylo Online υλοποιεί μια πρωτοποριακή και για τα παγκόσμια δεδομένα προσπάθεια καλύπτοντας με πληρότητα και συνέπεια τις πολιτιστικές εκδηλώσεις με βίντεο, κριτικές, συνεντεύξεις, αισθητικά κείμενα. Τα κείμενα από το Φεστιβάλ Αθηνών είναι σε μορφή PDF και για να μετατραπούν σε μορφή word χρειάζονται 2 ωρες περίπου και κάνουμε αυτό τον κόπο παρόλο που δεν βοηθάει την πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα του περιοδικού μας (αυτό το μήνα φτάσαμε τις 70.000 εμφανίσεις) αφού αυτά τα κείμενα δεν διαβάζονται δυστυχώς τόσο όσο τα ενημερωτικά, γιατί αγαπάμε αυτό που κάνουμε και για αυτό δεν μας ενδιαφέρει πρωτίστως και μόνο η επισκεψιμότητα. Μέσα στο φόρτο εργασίας του πολιτιστικού καλοκαιριού με καθημερινή σχεδόν λήψη βίντεο πολιτιστικών εκδηλώσεων, επεξεργασίας τους, ανεβάσματός τους στο διαδίκτυο και συγγραφής κειμένων για τις εκδηλώσεις, δεν πραγματοποιήθηκε στην περίπτωση αυτή, όπως έπρεπε, η τυπογραφική όπως την ονομάσατε επιμέλεια του κειμένου. Σας ευχαριστούμε ειλικρινά και πάλι, χαρις σε σας διορθώθηκαν άμεσα τα όποια λάθη, αλλά νομίζουμε ότι είσαστε υπερβολική και άδικη απέναντί μας. Να το επαναλάβετε και πάλι αν προκύψει ποτέ κάτι, άνθρωποι είμαστε, αλλά με περισσότερο καλοπροαίρετη και δημιουργική διάθεση. Επίσης έχει φτάσει η εποχή που καλό είναι να γνωρίζουμε τα πράγματα που ερχόμαστε σε επαφή βαθύτερα και να αναδεικνύουμε και τα θετικά τους χαρακτηριστικά που στην δική μας περίπτωση , όχι για να το παινευτούμε, είναι κατά γενική ομολογία πολλά, πρωτοποριακά και πρωτότυπα.
με εκτίμηση
Γιάννης Καραμπίτσος
Δντής CameraStylo Online