Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης
Λάτρης της γλώσσας και των παιχνιδιών της. Επιδέξιος χειριστής της ειρωνείας και του χιούμορ. Από τότε που πρωτοέπιασε την ποιητική, μεταφραστική και την κριτική του πένα, ο Γιάννης Βαρβέρης δεν παύει να επιστρατεύει τα γλωσσικά του εργαλεία, πλάι στην ευφυΐα και την ευαισθησία του. Και αυτό ακριβώς κάνει στη μετάφραση του αριστοφανικού Πλούτος-Πενίας Θρίαμβος, που ανεβάζει στην Επίδαυρο το Θέατρο Τέχνης με τη συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου.
«Και βοηθός μας να είναι ο λόγος τούτος, απ’ όλους πιο φτωχός, είναι ο Πλούτος»
Γοητεύεται και διασκεδάζει όταν πρέπει να παλέψει με το κείμενο του Αριστοφάνη, μπαίνει στον πειρασμό να πάρει ποιητικές ελευθερίες στα λυρικά μέρη των έργων που μεταφράζει και περιμένει την θαυματουργή άνοιξη του ελληνικού θεάτρου. Ο λόγος του Γιάννη Βαρβέρη έχει βάθος αλλά γίνεται άμεσα κατανοητός – χωρίς καμία ανάγκη για μετάφραση.
-Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι λόγω των ημερών ο Πλούτος του Αριστοφάνη είναι επίκαιρο έργο. Τι έχει όμως να μας πει που δεν διακρίνεται με την πρώτη ματιά;
-Από τον αγώνα ανάμεσα στην Πενία και τον Πλούτο, που είναι και το βασικό μέρος του έργου, αναγνωρίζεται εύκολα η προτίμηση του συγγραφέα στην Πενία. Η Πενία όμως είναι η θεά της ανάγκης και της εργατικότητας και όχι της φτώχειας. Πιστεύω πως με τις δικές της προτάσεις και περισσότερο από αυτές ενός εύκολου πλουτισμού, μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν ειρηνικά και ευτυχισμένα.
-Δεν είναι αυτή η παρθενική εμφάνιση της μετάφρασης σας. Χρειάστηκε να την επικαιροποιήσετε;
-Η μετάφραση αυτή είχε παιχτεί το 2000 από το ΚΘΒΕ, με σκηνοθέτη πάλι τον Διαγόρα Χρονόπουλο. Τότε ήταν η εποχή του Χρηματιστηρίου, άρα η παράσταση ήταν τροπισμένη προς τα χαρακτηριστικά του εύκολου πλουτισμού εκείνης της περιόδου. Φέτος υπάρχει μια μετατόπιση άξονος Όλη η λογική, πρωτίστως η σκηνοθετική και αντιστοίχως η δική μου, είναι ότι πρέπει να δικαιώσουμε την Πενία ως θεά της εργασίας της αλληλεγγύης και της ειρήνης. Και κατά κάποιο τρόπο να αρνηθούμε τον Πλούτο, όπως το κάνει η παράσταση με ένα πολύ ωραίο φινάλε.
-Θελήσατε να κάνετε ξεκάθαρες ή διακριτικές αναφορές στη σημερινή συγκυρία της χώρας;
-Πρέπει να κλείνουμε λίγο το μάτι στον θεατή. Είτε χρησιμοποιώντας λογοπαίγνια είτε επικαιρικές αναφορές κρυμμένες. Όλο το πρόβλημα στον Αριστοφάνη και στην αττική κωμωδία γενικότερα είναι ότι μπορεί να παρασταθεί πολύ δυσκολότερα απ’ ό,τι η τραγωδία. Η τραγωδία είναι ένα δεδομένο κείμενο, με τους όρους που καθένας θέτει και το μεταφέρει στη σύγχρονη γλώσσα. Από την άλλη, ας μη γελιόμαστε, ο θεατής στην κωμωδία χρειάζεται να γελάσει. Πρέπει λοιπόν η μετάφραση να μοιάζει με έναν άνθρωπο που πατάει σε δύο βάρκες αλλά προσέχει να μην πνιγεί. Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε όλο το χατίρι του σύγχρονου θεατή, αλλά ούτε και να παραμένουμε άγονα στο παρελθόν. Πρέπει να υπάρχουν επικαιρικές αναφορές αλλά με άρωμα και ψήγματα αρχαιότητας.
-Ποιο ακριβώς είναι το όριο, η «κόκκινη γραμμή» στους αναχρονισμούς, στα χρονικά δάνεια και στα επίκαιρα σύμβολα που χρησιμοποιεί μια σύγχρονη μετάφραση αρχαίων ποιητών;
-Ο κάθε μεταφραστής ή σκηνοθέτης αποφασίζει πού βρίσκεται η «κόκκινη γραμμή». Σύμφωνα με τη δική μου άποψη, ο αναχρονισμός ή η επικαιρική αναφορά πρέπει να είναι κάπως κρυμμένα. Μέσα στα λόγια μέσα στις ομοηχίες μέσα στις συνωνυμίες. Μπορεί να βγαίνει από την ίδια τη λειτουργία της νεότερης γλώσσας όπως αυτή μεταφέρει το αρχαίο κείμενο. Θεωρώ όμως ότι δεν είναι πολύ κομψή η απόλυτη αμεσότητα. Γιατί τότε το αρχαίο κείμενο παραμένει αναπόδοτο και «απαρηγόρητο».
-Υπάρχουν άλλοι χρυσοί κανόνες στη μετάφραση ενός αρχαίου θεατρικού κειμένου;
-Λογοπαίζοντας θα σας έλεγα ότι υπάρχουν αργυροί κανόνες Είναι ο βαθμός ελευθεριότητας που θα επιτρέψει καθένας στον εαυτό του. Πιστεύω ότι στο προσκήνιο πρέπει να βρίσκεται ο ποιητής και ο ηθοποιός Όλοι οι άλλοι, ο χορογράφος ο σκηνογράφος ακόμα και ο σκηνοθέτης καλό είναι να μην πολυφαί-νονται, και αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μικρότερος ο ρόλος τους. Πρέπει όμως να βρίσκονται λίγο πιο πίσω για να μη φαίνεται τόσο ο μόχθος τους όσο να προβάλλεται το έργο και οι ηθοποιοί, οι κατεξοχήν φορείς του θεάτρου.
-Είναι διασκεδαστικό να μεταφράζει κανείς τον Αριστοφάνη;
-Είναι «διασκεδαστικό», γιατί ο Αριστοφάνης είναι ένας πολύ μεγάλος και σπουδαίος ποιητής Για το αν είναι «διασκεδαστικό» με τη σημερινή έννοια του όρου δεν είμαι απόλυτα βέβαιος Το χιούμορ έχει μετακινηθεί πάρα πολύ από τότε, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε διασκεδαστικό τον Αριστοφάνη κάνοντας του ορισμένες ενέσεις συγχρονίας. Ωστόσο, όλη αυτή η πάλη με το κείμενο, η πάλη με τις παγίδες αλλά και τις γοητείες που εκείνο περιέχει, δεν παύει για μένα να είναι μια αισθητική πρόκληση.
-Αν ο Αριστοφάνης είναι ποιητής, γιατί πολλοί επιμένουν να τον προσεγγίζουν με όρους επιθεώρησης
-Υπάρχει η άποψη ότι ο Αριστοφάνης ήταν η επιθεώρηση της εποχής. Ίσως αυτό συμφέρει κατά κάποιο τρόπο ή κολακεύει τις υποκριτικές ανάγκες όσων τον βλέπουν έτσι. Από την άλλη, σε ορισμένα έργα, ενδεχομένως και στον Πλούτο, υποχωρεί η κεντρική ιδέα και παρελαύνουν διάφορα πρόσωπα, τα οποία λειτουργούν σαν μικρά σκετσάκια. Αυτό δίνει την αίσθηση μιας σύγχρονης επιθεώρησης ή τουλάχιστον μιας πολύ αμυδρής και ωχρής αντιστοιχίας ή αναλογίας με την επιθεώρηση.
-Γιατί πολλοί σύγχρονοι επαγγελματίες του χιούμορ, στο θέατρο ή την τηλεόραση, ανάγουν το έργο τους στον Αριστοφάνη, ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους κληρονόμο και συνεχιστή του;
-Δεν νομίζω ότι καμιά εργασία εφόσον έχει την αποδοχή του κοινού, χρειάζεται φιλολογικές παραπομπές ή την προστασία μεγάλων ονομάτων. Ο Αριστοφάνης είναι ένας διασκεδαστής της αρχαιότητας και οι νεότεροι, ο καθένας με τον δικό του κώδικα, που μπορεί να συνορεύει ή όχι με αυτόν του Αριστοφάνη, είναι και αυτοί διασκεδαστές. Ενδεχομένως να εντοπίζεται και κατάχρηση του ονόματος του, αλλά αυτή οφείλεται σε ψευδοδιαφημιστικούς παράγοντες και προδίδεται άμα τη εμφανίσει της.
-Σε αυτή την περίπτωση η αρχαία και η σύγχρονη έννοια του όρου διασκεδαστής ταυτίζονται;
-Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω τον όρο, κατά την άποψη ενός μεγάλου του θεάτρου μας Όταν ο Αλέξης Μινωτής είχε ερωτηθεί γιατί δεν ανέβασε ποτέ αττική κωμωδία είχε πει ότι θεωρούσε πάντοτε την κωμωδία διαφυγή από το μεγάλο τραγικό ερώτημα. Νομίζω ότι αυτή του η άποψη εξηγεί σε ένα βαθμό τον όρο του διασκεδαστή και βρίσκει μια σύνδεση στο ρόλο του τότε και τώρα.
Βέβαια, δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτή την εκδοχή. Πιστεύω ότι το κωμικό είναι η ανάστροφη όψη του τραγικού. Είναι προφανές ότι ο Μινωτής παρότι ο ίδιος διέθετε χιούμορ, δεν ήθελε να διασκεδάσει (με την έννοια του «διασκόρπιζαν») το κοινό, αλλά να το συγκεντρώσει στο στοχασμό, και περαιτέρω στον «έλεο» και στον «φόβο».
-Κάποιος που έχει γράψει ποίηση όπως εσείς έχει προβάδισμα ή περισσότερα βάσανα όταν καταπιάνεται με τη μετάφραση ενός αρχαίου θεατρικού κειμένου;
-Και τα δύο συμβαίνουν κατά περίπτωση. Ένας άνθρωπος όμως που έχει μια εντονότερη τριβή με τη διαδικασία της γλώσσας όπως ένας άνθρωπος που γράφει ποιήματα και έχει και μια αίσθηση θεάτρου, μπορεί να σκηνοθετήσει σε φαντασιακό επίπεδο και άρα να μεταφράσει αυτό που διαβάζει, και να αισθανθεί πώς αυτό θα ακουστεί στο κοινό. Μπορεί να έχει λοιπόν ένα μικρό αβαντάζ
-Συλλάβατε ποτέ τον εαυτό σας στη διάρκεια μιας μετάφρασης να προσπαθεί να βγάλει τον δικά του ποιητικό εαυτό και όχι του μεταφραζόμενου;
-Στα λυρικά και τα χορικά μέρη, ναι. Που μου είναι και πιο αγαπητά από τα επεισόδια και τα κωμικά στοιχεία, τουλάχιστον του Αριστοφάνη. Δυστυχώς βέβαια ο Πλούτος δεν έχει χορικά. Γιατί όταν γράφεται το 388 π.Χ. έχουν έρθει οι τριάκοντα τύραννοι στην Αθήνα και το «ονομαστί κωμωδείν», δηλαδή το προσωπικό σκώμμα, έχει υποχωρήσει. Γι’ αυτόν το λύγο παίρνουμε το αυθαίρετο δικαίωμα να προσθέσουμε κάποια μικρά κομμάτια σε αυτή την παράσταση που έχουν σχέση με τη δράση και λειτουργούν εν είδα χορικών. Είναι μια ελευθεριότητα που όμως θα κριθεί και σε άλλους θα αρέσει, σε άλλους όχι. Ως προς τον ποιητικά εαυτό στη μετάφραση, νομίζω ότι ο μεταφραστής πρέπει κατά κάποιο τρόπο να υποδύεται τον συγγραφέα, σαν εκείνος να ζούσε τώρα.
-Τι έχετε σκεφτεί παρακολουθώντας έργα με αρκετά διαφορετική μεταφραστική προσέγγιση από τη δική σας, όπως για παράδειγμα τη Λυσιστράτη του Κώστα Γεωργουσόπουλου;
-Είναι ευχάριστο γεγονός η πολυφωνία. Η μετάφραση της Λυσιστράτης από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, όπως και όλες του οι μεταφράσεις στον αρχαίο λόγο, συνιστούν έναν προφητικό βηματισμό. Με τη συγκεκριμένη μετάφραση μάλιστα έχω διασκεδάσει πολύ. Ο καθένας δίνει τις δικές του λύσεις, αν διαθέτει, πιστεύω όμως ότι πρωτίστως πρέπει να υπηρετείται ο ποιητής. Εκτιμώ πάρα πολύ ότι ο Γεωργουσόπουλος μεταφράζει κάπως πιο άμεσα την αττική κωμωδία, ενώ εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις κάπως πιο έμμεσα. Δεν παύω πάντως να είμαι απόγονος μεταφράσεων, από τις οποίες έχω δεχτεί πολλά. Από τον Μιλτιάδη Χουρμούζη που πρωτοέκανε την μετάφραση του Πλούτου, μέχρι τον Βάρναλη, τον Κυριαζή Χα-ρατσάρη, τον Βραχωρττη, τον Μάτεσι, το Ρούσσο και άλλους.
-Στο παρελθόν, το ρεπερτόριο των Ελλήνων σκηνοθετών έχει κατηγορηθεί ως τετριμμένο και προβλέψιμο. Σήμερα έχει φρεσκαριστεί καθόλου;
-Υπάρχει πάντα μια αντίληψη ότι περνάμε κρίση δραματολογίου. Εγώ πιστεύω ότι περνάμε περισσότερο κρίση παιδείας Έργα υπάρχουν, και παλαιότερα και κλασικά. Φοβάμαι όμως ότι μέσα σε μια τάση άκρατου και άκριτου νεωτερισμού αυτά τα έργα παραβιάζονται Από την άλλη μεριά, μπαίνοντας και στην πραγματικότητα, πρέπει να δικαιολογήσουμε το θέατρο ως ταμεία θα δείτε για παράδειγμα στον φετινό χειμώνα ότι οι παραστάσεις θα είναι ολιγοπρόσωπες για λόγους κόστους Αυτό σημαίνει μια επιπλέον επιβάρυνση για τη θεατρική πραγματικότητα στον τόπο μας
-Η εμπειρία σας στην κριτική θεάτρου ξεκινάει από τη δεκαετία του ’70. Σήμερα, γιατί ενώ έχουμε τόσους νέους κριτικούς κινηματογράφου δεν συμβαίνει το ίδιο και στο θέατρο;
-Είμαι ο τελευταίος αυτοδίδακτος κριτικός θεάτρου και δεν μπορώ να αναλύσω τι ακριβώς συμβαίνει. Από τη στιγμή που υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων που τελειώνουν σπουδές θεατρολογίας θα έπρεπε να υπάρχει και σωρεία θεατρικών κριτικών. Μήπως η πολλή θεωρία κάνει αυτούς τους νέους να μην τολμούν να πουν τη γνώμη τους γι’ αυτό που γίνεται πάνω στο σανίδι; Δεν μπορώ να το υποστηρίξω. Από την άλλη, είναι λίγοι αυτοί που έρχονται μετά από εμάς στη θεατρική κριτική, είναι όμως αξιόλογοι Η κριτική βέβαια θέλει χρόνο, θέλει πολλή πείρα, παρατήρηση και ζύμωση με το αντικείμενο. Όλοι, και πρωτίστως εγώ, ξεκινήσαμε με πολύ περιορισμένη εργαλειοθήκη. Τότε ο σωματικός βηματισμός ήταν πολύ εύκολος αλλά η γραφή ήταν δύσκολη. Τώρα έγινε δύσκολος α βηματισμός και κάπως ευκολότερη η γραφή.
-Ποια ασφαλή πρόβλεψη μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον του θεάτρου στην Ελλάδα;
-Δεν ξέρω αν αυτό είναι πρόβλεψη, αλλά, όπως συμβαίνει και στην ποίηση, κάποια χρόνια περνάνε χωρίς να παρουσιάζονται νέοι συγγραφείς και νέο υλικό. Μετά όμως κατά ένα θαυματουργό τρόπο, τα πράγμα ξανανθίζει.
[…] έστω και μετά θάνατον. Διαβάστε ΕΔΩ για το έργο του και ΕΔΩ μια συνέντευξη στο Camera […]