ΡΟΤΒΑΙΛΕΡ – ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ, κριτική Νίκης Πρασσά.

rottweiler

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω την παράσταση με τον τίτλο της συμπαθέστατης, αλλά χαρακτηρισμένης – λανθασμένα – ως άκρως επιθετική, ράτσας σκύλου. Και δεν θα είναι ούτε η τελευταία. Αν και θεατρόφιλη, σπάνια επιστρέφω με τόση περιέργεια σε ένα έργο που έχω τιμήσει, ακόμα και αν οι συντελεστές στην πορεία αλλάζουν, πόσο μάλλον εδώ , που παραμένουν σταθερά οι ίδιοι. Η αρχική μου επαφή με το συγκεκριμένο ανέβασμα προέκυψε εντελώς απρόσμενα, όταν πηγαίνοντας να εγγραφώ σε ένα σεμινάριο της Κας Σκότη, κατέληξα να παρακολουθώ τη συγκεκριμένη δουλειά της – ευτυχώς για μένα!

Παρά το ξεκάθαρο του τίτλου, το έργο του Ισπανού Γκιγιέρμο Έρας δεν απευθύνεται ούτε στα φιλοζωικά μας αισθήματα, με την αφήγηση των περιπετειών ενός σκύλου, ούτε πολύ περισσότερο στα φιλάνθρωπα, με την εξιστόρηση των συμβάντων της ζωής ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε να έχει την ποιότητα ενός πιστού ζώου! Η πίστη ωστόσο κυριαρχεί σε όλο το κείμενο, υπό την έννοια της τυφλής υποταγής σε ένα σύστημα αξιών, που συμφέρει αποκλειστικά και μόνο τον δημιουργό του. Για να ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι της ιστορίας, η υπόθεση αφορά τέσσερα πρόσωπα: έναν συμβιβασμένο αριστερό καμεραμάν οικογενειάρχη, ένα- χαμηλής νοημοσύνης – υπερβίαιο οπαδό ναζιστικών θεωριών, ενώ το μπραντεφέρ διεξάγεται μεταξύ του ασύδοτου δημοσιογράφου και του νεοναζί σκίνχεντ με την ευφιέστατη διαστρέβλωση των όρων της πραγματικότητάς του. Η συνάντηση όλων αυτών γίνεται σε μία μυστική τοποθεσία, καταφύγιο του τελευταίου, όπου ο τηλεαστέρας έχει πάει προκειμένου να πάρει συνέντευξη από το «καυτό» όνομα της Ισπανικής επικαιρότητας. Αν και το έργο ανεβαίνει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, νομίζω πως φέτος είναι η στιγμή που περισσότεροι άνθρωποι θα το καταλάβουν, μιας και βιώνουμε μία εποχή όπου φωνές σαν του Ροτβάιλερ αρχίζουν και ακούγονται όλο και περισσότερο – και δυστυχώς όχι από σκοτεινά υπόγεια.

Ο Έρας φρόντισε στο έργο του να σατιρίσει την ακροδεξιά ρητορική, παρουσιάζοντας τον ναρκισσισμό ενός ανθρώπου ο οποίος αδρανοποιείται έναντι ενός συστήματος που καταρρέει και ξεσπάει την οργή του σε εκείνους που του υπέδειξε το ίδιο το σύστημα πως τάχα φταίνε. Στη συνέχεια προχωράει σε μία εις βάθος ανάλυση των καννιβαλιστικών τάσεων της σύγχρονης δημοσιογραφίας (κάτι παραπάνω θα ξέρει, μιας και ο ίδιος έχει στο βιογραφικό του ανάλογες σπουδές) , όπου οι τηλεαστέρες κατά πρώτο λόγο επιβεβαιώνουν το ζοφερό πρόσωπο του μεγάλου αδελφού του Όργουελ. Μόνη φωτεινή ακόμα αχτίνα ένας άνθρωπος αριστερών καταβολών, ο οποίος καταγράφει με την κάμερά του για τα προς το ζην μία πραγματικότητα που τον τσακίζει, τόσο μεταφορικά όσο και – όπως θα δούμε στο τέλος – κυριολεκτικά. Παρόμοιας θεματικής το κινηματογραφικό Romper Stomper, με τον νεαρότατο εκεί Ράσελ Κρόου στα πρώτα δείγματα γραφής να καταστρέφει στο πέρασμά του ανθρώπους, με την ίδια μανία που ένα θυμωμένο παιδί σπάει τα παιχνίδια του.

Όσον αφορά την Κα Σκότη , η ματιά της στο έργο είναι δυναμική. Δεν φοβήθηκε να καταγράψει την βία μίας εποχής όπου η αθωότητα καταλήγει στην οθόνη μίας τηλεόρασης (ευρηματική η χρήση των βιντεοαφηγήσεων των προσώπων που κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει την ζωή του νεαρού σκίνχεντ) , και δεν άφησε εκτός κάδρου καμία στιγμή αλήθειας προκειμένου να κανακέψει με ψέματα τον θεατή. Έβαλε την κάμερα να εστιάζει στις εκφράσεις του Δ. Λάλου και δεν δίστασε να την βάψει με αίμα, όπως καθημερινά άλλωστε κάνουν τα δελτία ειδήσεων (χωρίς μάλιστα να αφυπνίζεται καθόλου η συνείδηση του επαναπαυμένου τηλεθεατή). Με εξαιρετικές σπουδές και καλοδουλεμένες μέχρι τώρα παραστάσεις στο βιογραφικό της, η ψυχή της ομάδας Νάμα και σκηνοθέτης της παράστασης, άφησε στην διακριτική ευχέρεια των αυτοσχεδιαστικών ικανοτήτων των ηθοποιών της, την δημιουργία της αληθινής εκείνης στιγμής που θα μεταδώσει στον θεατή την ουσία της. Με τον Δ. Λάλο, βασικό πρωταγωνιστή της, υπάρχει τόσο καλή χημεία, που έχεις την τύχη να βλέπεις τί σημαίνει να μεταμορφώνεται ένας άνθρωπος σε ο,τιδήποτε του ζητηθεί από σκηνή σε σκηνή. Σαν μοναχικός λύκος, εδώ, παλεύει μέσα στο κλουβί του και όταν νιώθει εγκλωβισμένος μεταμορφώνεται σε αγρίμι που κατασπαράζει την σάρκα οποιουδήποτε βρεθεί στο διάβα του. Ο ηθοποιός αυτός, χωρίς επίσημες σπουδές σε καμία δραματική σχολή, αλλά με άπειρα χρόνια μελέτης μέσα από την ομάδα Νάμα, όχι μόνο βάζει τα γυαλιά σε αρκετούς συναδέλφους του αλλά μπορεί και να υπερηφανεύεται για το ότι παίζει σε κάθε παράσταση έναν καινούργιο ρόλο.

Αυτό που με αιφνιδίασε τη δεύτερη φορά (και την τρίτη) που είδα το έργο, είναι πώς η ομάδα κατορθώνει το πολύ δύσκολο ζητούμενο της θεατρικής απόδοσης: κάθε φορά, με την ίδια αφετηρία και το ίδιο όχημα, να κάνεις μία εντελώς διαφορετική διαδρομή. Συνήθως οι ερμηνευτές, έχοντας κερδίσει μία μικρή στιγμή αλήθειας, αγνοούν το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να σχηματοποιηθούν σε ήρωες ενός θεατρικού (βλέπε διαφορετικός χρόνος, διαφορετικό κοινό κ.ο.κ) κι έτσι επαναλαμβάνουν μία συνήθεια και δεν δρουν, δεν δημιουργούν και ως εκ τούτου παύουν να απολαμβάνουν το ξεχωριστό της κάθε παράστασης. Η Σκότη με την ομάδα της έρχεται να «παίξει» με εμάς και για εμάς, κάνοντας μας συμμέτοχους, συμπαίκτες, συμπρωταγωνιστές, όπως άλλωστε είναι πάντα το κοινό σε μία παράσταση. Και δεν εννοώ κάτι μεταμοντέρνο και διαδραστικό, αντίθετα τον ενεργό ρόλο του κοινού που με την δική του ενέργεια της δεδομένης στιγμής μεταπλάθει τον επί σκηνής δρώντα ρόλο. Και τις τρεις φορές το Ροτβάιλερ ήταν κάτι διαφορετικό. Άλλοτε πιο άγριο, άλλοτε πιο κυνικό και άλλοτε πιο αμήχανο και το ίδιο απέναντι στον εαυτό του.

Συγχαρητήρια αξίζουν και στα τέσσερα παιδιά, που δεν βολεύτηκαν στην ασφάλεια μίας κατάκτησης υποκριτικής και αφέθηκαν κάθε φορά ελεύθεροι να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε ρόλους που θα μπορούσαν, αλλά δεν έγιναν ποτέ, καρικατούρες. Ο Τρίμμης, επίσης της ομάδας Νάμα, μου άρεσε με την ευαισθησία που έδινε στον ρόλο του, την οποία μετέπλαθε εκ των υστέρων από αμφιταλάντευση σε αποφασιστικότητα, ενώ ο Ράμμος ήταν εκείνος που σήκωσε το βάρος του πιο αντιπαθούς από όλους τους ήρωες αλλά ταυτόχρονα εκείνου που έκανε τους θεατές να γελάνε. Η παράσταση άλλωστε είχε αρκετό χιούμορ, ιδιαίτερα με την παρουσία του Καπετανάκου, χιούμορ παράλογου (γελούσε το κοινό την σιγμή που λέγονταν ρατσιστικά ανέκδοτα, όχι με το ανέκδοτο όσο με την χαρά του σκίνχεντ όταν τα έλεγε). Είναι τρομακτικό πάντως το καθημερινό πρόσωπο που φοράει η βία, και η Σκότη θέλησε να δείξει πως ενίοτε αυτό το βλέπουμε και στον καθρέφτη μας.

Πολύτιμος βοηθός της δημιουργίας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, οι εξαιρετικές νότες του Μ. Στρόφαλη. Όπως και στις δουλειές της Ευαγγελάτου έτσι κι εδώ, οι υπαινιγμοί της μουσικής για την εξέλιξη της υπόθεσης δεν σε αφήνουν να κάτσεις καθόλου αναπαυτικά στην θέση σου, με το άλλοθι της συμμετοχής σου σε ένα αναπαραστατικό δρώμενο.

Εύχομαι τέτοιου είδους παραστάσεις να παρακολουθούμε όλο και συχνότερα, σε μία ελληνική πραγματικότητα που προσπαθεί να δοκιμάσει νέα πράγματα, προκειμένου να μας τροφοδοτεί με ερεθίσματα που θα προάγουν τόσο την αισθητική όσο και την κοινωνικοπολιτική μας αντίληψη. Οι εποχές που έρχονται είναι δύσκολες και χρειάζονται τέτοιου είδους φωνές, προκειμένου να μην έχουμε το άλλοθι «δεν ξέρω, δεν μου είπαν, δεν άκουσα, δεν είδα». Γιατί η τέχνη ήταν πάντα η μήτρα της ζωής – ή το αντίθετο!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.