O “Άμλετ” κατέβηκε τη “Σκάλα”, βρέθηκε σε ένα υπόγειο πάρκινγκ αυτοκινήτων και δια μέσου “Control freak” άναψε “το σπίρτο” και εκτοξεύθηκε στον “Γαλαξία” -Αναμνήσεις από το 1ο Low Budget Festival.
10 Παραστάσεις- 10 Ομάδες- 10 ευρώ τιμή εισιτηρίου. 10 Παραστάσεις- 30 Ημέρες- 60 Ηθοποιοί. Το πρώτο Low Budget Festival, που διοργανώθηκε από το www.tospirto.net και το Ιδρυμα Μιχάλης Κακκογιάνης φιλοξένησε παραστάσεις που δημιουργήθηκαν με θάρρος, ελευθερία και φαντασία. Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ παρακολούθησα τις εξής παραγωγές: “Η Σκάλα” από την ομάδα του Κώστα Γάκη, “Άμλετ” από την ομάδα του Βασίλη Μαυρογεωργίου, “Control Freak” των Vasistas και “Ο Γαλαξίας” από τους Blitz. Οι παραστάσεις ήταν διαφορετικές μεταξύ τους, σε στυλ, περιεχόμενο, σύνθεση ομάδας, αποδεικνύοντας τα άπειρα δημιουργικά αποτελέσματα που μπορούν να παραχθούν όταν οι “πρώτες ύλες” και η διαδικασία διαφέρουν.
Χαρά, αδημονία, περιέργεια, συναισθηματικό σφίξιμο, ικανοποίηση ήταν κάποια από τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της λιτής παραγωγής “Η Σκάλα”, που ήταν βασισμένη σε μουσικές συνθέσεις του Κώστα Γάκη. Σε ένα μαύρο φόντο, δεκατέσσερα μαυροντυμένα πλάσματα περιπλανιόνταν μπροστά ή κρυφά από τα μάτια μας · μάρτυρές τους: τα φυσικά νεανικά τους πρόσωπα και κάποιες φορές, οι λευκές λεπτομέρειες από γάντια ή αυτοσχέδιες κατασκευές φωτισμένες από μπλακ λάιτ.
Σαν περίεργα κοσμικά ή απόκοσμα πλάσματα, σαν επαναστατικότητα πιόνια από ένα σκάκι που βυθίστηκε σε ένα πηγάδι, κινούνταν ασταμάτητα στην σκοτεινή υφή μιας περίπλοκης ή περιπεπλεγμένης συνείδησης που αντιπροσωπευόταν από αυτή τη σκάλα. Με αναμειγμένα τα “εγώ” τους, έψαχναν με τον τρόπο τους, να αρθρώσουν το λόγο τους, να βρουν νήματα να ξεχωρίσουν τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες τους, την ταυτότητά τους. Ο χώρος αυτός της “Σκάλας” αποτέλεσε το αινιγματικό έδαφος ενός πεδίου αλλαγών και μεταφορικών σημασιών που αφορούσαν την ουσία και τις σημασίες της ίδιας της λέξης. Η έννοια της σκάλας δίνει από μόνη της, την αίσθηση της ανόδου που από την άλλη, ανατρέπεται, κάθε φορά που επιλέγεις, αντί να ανέβεις, να κατέβεις… Τι ήταν αυτή η σκάλα κάθε στιγμή, τι αντιπροσώπευε από μόνη της, μαζί με τα πλάσματα που την κατέκλυζαν με περίσσια ενέργεια και δοτικότητα, μαζί με τους μουσικούς που έπαιζαν ζωντανά, μαζί με τους θεατές ή χωρίς αυτούς, στον τόπο που εκτός των άλλων ήταν ένα γκαράζ αυτοκινήτων; Θεωρώ ότι με τη συμβολή των προτάσεων από την ομάδα, ο κάθε θεατής είχε το περιθώριο να δώσει τις προσωπικές του ερμηνείες και σημασίες σε αυτήν την κρυμμένη στο υπόγειο πάρκινγκ νοητή σκάλα. Το τελευταίο τραγούδι που ακούσαμε πριν το τέλος της παράστασης ήταν γραμμένο από τον Ρωμανό Καλοκύρη, που είναι μέλος της ομάδας και είχε τον τίτλο “Χρωματιστά παιδιά”. Με την κίνηση και τις φωνές τους, σε συνδυασμό πάντα με τη ζωντανή μουσική, τα μέλη της ομάδας μας αφηγήθηκαν μια ιστορία αναζήτησης χρώματος μέσα στο ασπρόμαυρο κουτί.
Η δεύτερη παράσταση που παρακολούθησα ήταν μια εκδοχή του “Άμλετ”, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. Καθισμένοι πάνω σε χαρτόκουτα playmobil (σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Καλούδης) σε σχήμα κύκλου 25 νέοι, σε πρώτη φάση μου θύμισαν το παιδικό παιχνίδι ‘Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό’ ή κάτι τέτοιο… Φορούσαν απλά ρούχα, ενώ συνήθως συγκεκριμένα αξεσουάρ δήλωναν τους ρόλους τους οποίους υποδύονταν- δηλαδή ένας ρόλος μπορεί να παιζόταν από παραπάνω από ένα άτομα. Αυτό το εύρημα, χωρίς να είναι καινούριο, τις περισσότερες φορές, λειτούργησε σκηνικά στη συγκεκριμένη παραγωγή. Μια από τις σκηνές που έμειναν στη μνήμη μου ήταν αυτή, στην οποία, σχεδόν όλες οι κοπέλες του θιάσου αντιπροσώπευαν την Οφηλία και κινούνταν αργά, κατασκευάζοντας και αναπαριστώντας στο χώρο, το διαμελισμένο ψυχισμό της αγαπημένης του Δανού Πρίγκηπα. Η ομάδα, χρησιμοποιώντας τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιές , μέσα από αυτοσχεδιασμούς, ανασύνθεσε τη δομή του κειμένου του Shakespeare, μετέφερε την τραγωδία σε ένα σύμπαν παιχνιδιού, διατυπώνοντας το δικό της σχόλιο και τη δική της ερμηνεία για το αποσαθρωμένο και παρακμάζον βασίλειο. Στο τέλος της παράστασης, με ψηφιακές κάμερες, άρχισαν όλοι να φωτογραφίζουν ασταμάτητα… Ακόμα και αν μου πει κανείς: “Πού είναι το καινούριο, αυτά τα έχουμε ξαναδεί…”, νομίζω πως κάθε ιδέα αναπτύσσεται διαφορετικά, ανάλογα με το σύμπαν που την περιβάλλει… Όσο η κοινωνικές καταστάσεις βαλτώνουν, αυτοί που ζουν στην ουτοπία, θα συνεχίσουν να σχολιάζουν. Ψηφιακές εικόνες, είδωλα, διαμεσολαβημένη πραγματικότητα, ένας εύθραυστος επικοινωνιακός πύργος μέσα από τη βιτρίνα της κρίσης. Το θέμα είναι πόσο αθώοι τελικά είμαστε όλοι, πού σταματά η αθωότητα και κατά πόσο το πλαστικό περιεχόμενο του χαρτόκουτου είμαστε εμείς; Τα playmobil ποιανού-ποιανών από την βαθιά συναισθηματική-προσωπική ως την κοινωνική-πολιτική μας ζωή.
Η επόμενη παράσταση που επέλεξα να παρακολουθήσω ήταν το Control Freak. Mε λίγα μέσα, με κύριο στοιχείο το σώμα του ηθοποιού, η ομάδα των Vasistas, υπό τη σκηνοθετική ματιά της Αργυρώς Χιώτη, κατάφερε να κατασκευάσει ένα σύμπαν λεπτών εκφραστικών ισορροπιών για να αποτυπώσει το “παιχνίδι” ελέγχου που παίζεται στην καθημερινότητά μας. Με μετρημένη κίνηση και περιορισμένη χρήση του λόγου, έπλασαν σιωπηλές εντάσεις που έκαναν το θεατή, να βιώσει ένα επικοινωνιακό αδιέξοδο μέσα στο γκαράζ που διαδραματίζονταν οι πράξεις. Την ίδια στιγμή όμως τα σώματά τους ανέδυαν κάτι το φιλόξενο, το καθησυχαστικό, σαν να λένε… “Ναι, αυτά γίνονται αλλά εμείς δεν θα κάνουμε κάτι τέτοιο σε εσάς”… στο τέλος, μας κέρασαν κρασί. Η εγκατάστασή τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το χώρο στο οποίο την ανέπτυξαν, τους χρωματισμούς και το φορτίο του, στο οποίο όμως επεδίωξαν να αφήσουν την δική τους ποιητική πινελιά. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές: ένας από τους ηθοποιούς ολόγυμνος… πάνω του ρίχνουν ρευστά χρώματα: αν δε με απατά η μνήμη μου… μπλε, πράσινο, πορτοκαλί. Θα μπορούσα για ώρες να τους κοιτάζω να περιφέρονται, να συμμαχούν, να πολεμούν, να φτύνουν, να μιλούν με πνιγμένη φωνή, να ζωγραφίζονται, σε ένα περιτύλιγμα θαλπωρής που εξασφάλιζε-εξασφαλίζει τη συνέχεια τους-μας… πάρτε το όπως θέλετε…
Η performance των Blitz ήταν μια αναπάντεχη εμπειρία για μένα. Μέσα στην εξωφρενική στασιμότητα της εξασφάλιζε την αέναη αλλαγή, με επαναφορές, περίεργες συνδέσεις, επιστροφές, άλματα, καταβυθίσεις, εκρήξεις, εκλάμψεις, παρεμβολές. Έξι σώματα, παραταγμένα εκ περιτροπής σε μια ευθεία γραμμή, απέναντι από το κοινό αφηγήθηκαν τις ιστορίες προσώπων γνωστών ή άσημων, ιστορικών καταστάσεων, αντικειμένων, εποχών, λέξεων, φράσεων. Αντιπροσώπευαν και αντιπροσωπεύονταν από τη λέξη για την οποία μιλούσαν, άλλαζαν ταυτότητα κάθε λεπτό που περνούσε, το σώμα γινόταν φορέας της ιστορίας που κάθε φορά αφηγείτο, παίρνοντας ταυτόχρονα απόσταση από αυτήν. Κατά συνέπεια, η βιωματική εμπειρία, που προσέφεραν στο κοινό τους, ήταν πλουσιότατη. Κατά κάποιο τρόπο μετέφεραν συντομότατες βιογραφίες όλων αυτών για τα οποία μίλησαν, επέμειναν στο τι τους άρεσε μα κυρίως στο τι τους έχει λείψει. H performance διήρκεσε τέσσερις ώρες, ήταν sold-out. H πλειοψηφία του κοινού έμεινε ως το τέλος. Oι Blitz μνημόνευσαν τον Γιώργο Χειμωνά, τη Μεταπολίτευση, την κασέτα, το πλοίο Σκοπελίτης, τον Georges Bataille, τον Charly Chaplin, τη Sylvia Plath, τη Jeanne d’ Arc, τον Rene Magritte, τη φράση “Θα σου βάλουν κάτι στο ποτό”, το παιχνίδι “σαλαμάκι” και άλλα και άλλα… Στα περίεργα μονοπάτια της αφήγησης τους, καλλιέργησαν συγκίνηση, θυμό, νοσταλγία, παρηγοριά… Προξένησαν μια αναστάτωση του χώρου της ψυχής, ένα περίεργο και ευρηματικό “πήγαινε-έλα” που χτίστηκε την ίδια τη στιγμή της performance, ήταν εμποτισμένο με χιούμορ και συνδεδεμένο με το κοινό που παρακολουθούσε.
Με δημιουργικές ιδέες και ειλικρίνεια οι ομάδες μας φιλοξένησαν στο χώρο του υπόγειου γκαράζ και παρουσίασαν έργα τέχνης που έφτιαξαν σχεδόν με μηδενικό προϋπολογισμό. Πέτυχαν να μας κάνουν κοινωνούς της ανησυχίας, του προβληματισμού τους με ποικίλους τρόπους. Από την παλέτα τους, δεν έλειψε η παιδικότητα, ένα στοιχείο που εξασφάλισε μια μυστική συμφωνία, μια σε βάθος αισιόδοξη σχέση με το κοινό.