Arturo Ripstein: Το κάστρο της αγνότητας (1972), «Έξω είναι άσχημα»

 

1. Το κάστρο της αγνότητας (1972)
(Πρωτότυπος τίτλος: El Castillo de la pureza)

Σκηνοθεσία: Arturo Ripstein. Σενάριο: Arturo Ripstein, Jose Emilio Pacheco. Φωτογραφία: Alex Phillips. Σκηνογραφία: Manuel Fontanals. Κοστούμια: Carlos Chavez. Μοντάζ: Eufemio Rivera. Ήχος: Jesus Gonzalez Gancy. Μουσική: Joaquim Guttierez Heras. Ηθοποιοί: Claudio Brook (Γκαμπριέλ Λίμα, ο πατέρας), Rita Macedo (Μπεατρίς, η μητέρα), Diana Bracho (Ουτοπία, η κόρη), Arturo Beristain (Πορβενίρ, ο γιος), Gladys Bermejo (Βολουντάδ, η κόρη), David Silva (ο επιθεωρητής της αστυνομίας), Maria Barber (γειτόνισσα), Maria Rojo (η υπάλληλος του φαρμακείου), Ines Murillo (η μητέρα της), Cecilia Leger (Μαρία Λουίσα, μια καταστηματάρχις), Mario Castillon Bracho (αστυφύλακας), Emma Roldan (μια καταστηματάρχις). Διευθυντής παραγωγής: Antonio Guajardo. Παραγωγός: Angelica Ortiz. Παραγωγή: Estudios Churubusco-Azteca. 35mm, Έγχρωμη. Διάρκεια: 110 λεπτά.

Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2019 || Νέο Τμήμα στις καθημερινές | Έναρξη Τέλος Φεβρουαρίου

Το Κάστρο της Αγνότητας (1973) του Αρτούρο Ριπστάιν το Σάββατο 16.2.2019 με ελεύθερη είσοδο και συζήτηση

Η Ευνοούμενη του Ευνοούμενου κ. Λάνθιμου || κριτική του Γιάννη Καραμπίτσου [2/5]

Η ευνοούμενη του Γιώργου Λάνθιμου | Κριτική του Νίνου Φενέκ Μικελίδη | Πολύ Καλός Τεχνίτης χωρίς προσωπικό στυλ πραγματικού δημιουργού (2/5)

“Περί “Κυνόδοντα”, Oscar, κριτικής και αισθητικής κινηματογράφου, ηθικής, αισθητικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας” του Γιάννη Καραμπίτσου

Κούφιος κυνόδοντας; του Αδάμ Αδαμόπουλου

Arturo Ripstein: Το κάστρο της αγνότητας (1972), «Έξω είναι άσχημα»

Ο Arturo Ripstein μιλά με την Paz Alicia Garciadiego για το “Κάστρο της Αγνότητας” (1972)

Σεμινάρια Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου, Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ και Ιστορίας Κινηματογράφου: Έναρξη

Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2019

Σεμινάριο Ιστορίας του Κινηματογράφου 2019 – 10 Μαθήματα

Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2019

ROMA 2018 του Αλφόνσο Κουαρόν η καλύτερη ταινία του 2018 , από τις συγκλονιστικότερες του 21ου αιώνα | του Γιάννη Καραμπίτσου

TO KASTRO TIS AGNOTITAS

Κλεισμένος στο παλιό του σπίτι, ο Γκαμπριέλ Λίμα παρασκευάζει ποντικοφάρμακο με τη βοήθεια της γυναίκας του, Μπεατρίς, και των παιδιών του: των εφήβων Ουτοπία και Πορβενίρ (Μέλλον) και της μικρής Βολουντάδ (Θέληση). Ο Γκαμπριέλ δεν επιτρέπει στους δικούς του να βγουν από το σπίτι, τους επιβάλλει αυστηρή πειθαρχία κι ασχολείται ο ίδιος με τη μόρφωση των παιδιών του, τα παραπτώματα των οποίων, ακόμα και τα πιο ασήμαντα, τιμωρούνται με τον εγκλεισμό σ’ ένα κλουβί. Έξω από το σπίτι, ο Γκαμπριέλ τρώει το κρέας που απαγορεύει στους δικούς του, πλαγιάζει με μια πόρνη και κάνει ερωτικές προτάσεις στη νεαρή υπάλληλο ενός μαγαζιού, προσφέροντας της χρήματα. Μια μέρα, ο Γκαμπριέλ πιάνει την Ουτοπία και τον Πορβενίρ αγκαλιασμένους στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου παρκαρισμένου στο σπίτι. Έξω φρενών, τους δέρνει και τους τιμωρεί αυστηρά. Ο Πορβενίρ, μάταια προσπαθεί να επαναστατήσει, ενώ η Ουτοπία, έντρομη, γράφει ένα γράμμα στο οποίο καταγγέλλει την κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι της, και το πετάει στο δρόμο. Το γράμμα χαλάει από τη βροχή και δεν το μαζεύει κανείς, αλλά η νεαρή υπάλληλος τον μαγαζιού καταγγέλλει τον Γκαμπριέλ στην αστυνομία, επειδή φτιάχνει ποντικοφάρμακο χωρίς άδεια. Ο Γκαμπριέλ προσπαθεί να βάλει φωτιά στο σπίτι του, αλλά δεν τα καταφέρνει και φυλακίζεται. Η οικογένεια κάθεται και περιμένει την επιστροφή του πατέρα.

Ένα μαύρο αφήγημα

Ένα παλιό σπίτι στο κέντρο του Μεξικού. Απρόσιτο σαν οχυρό, αμπαρωμένο σαν φυλακή ή ιερό. Επί δεκαοκτώ χρόνια, ένας άντρας κρατά κλεισμένους εκεί μέσα τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τους απαγορεύει να βγουν έξω ή να δουν οποιονδήποτε. Τους απαγορεύει ακόμα και να διαβάζουν εφημερίδα. Παθιασμένος απόστολος της αγνότητας, έξω φρενών με τη διαφθορά της κοινωνίας, προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να προστατέψει τους δικούς του από το δηλητήριο του έξω κόσμου· από το πανταχού παρόν Κακό, αναπόσπαστο απ’ την ίδια τη ζωή, το οποίο μολύνει τα σώματα και τις ψυχές, και του οποίου σύμβολο είναι τα ποντίκια που τρέφει για να τα σκοτώσει στη συνέχεια (κατασκευάζει και πουλά ποντικοφάρμακο).
Ένα ωραίο θέμα, ένα μαύρο αφήγημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί προϊόν της φαντασίας, ενώ, αντίθετα, πηγή της έμπνευσης του υπήρξε ένα πραγματικό γεγονός. Παρά τα αλλόκοτα στοιχεία της, παρά την αναστάτωση και τη γοητεία που προκαλεί, η αφήγηση συνδέεται στενά με την πραγματικότητα. Και μέσα από μια αλληλοδιαδοχή προσωπικών σκηνών -τα παιδιά που παρασκευάζουν με προσοχή το ποντικοφάρμακο ή απαγγέλλουν ρητά του Goethe ή του Chesterton, η οικογένεια γύρω απ’ το τραπέζι, η τελετουργία του κελιού, οι σχέσεις πατέρα-μητέρας, οι στιγμές διαφυγής- ο μεξικανός σκηνοθέτης Arturo Ripstein μάς αποκαλύπτει τα μυστικά αυτού του κλειστού κόσμου, όπου η τρέλα, η απελπισία και η εξέγερση συμβιώνουν (ως την τελική στιγμή της ρήξης) με την τρυφερότητα και με μια μοιρολατρική ευτυχία.
Πρόκειται για μιαν αυστηρή και περιχαρακωμένη σκηνοθεσία, που ξέρει να παίζει τέλεια με τα σκηνικά και το χώρο που περιγράφει, το αχνό φως στο οποίο είναι βυθισμένη η ταινία (σαν φως μετά από καταιγίδα, με τα κιαροσκούρα ενός ενυδρείου), και η εξαιρετικά εσωτερικευμένη ερμηνεία του Claudio Brook μας κάνουν να νιώθουμε και σωματικά αυτό το αποπνικτικό, απειλητικό κλίμα που προηγείται των κρίσεων δεσποτισμού ή ζηλοτυπίας του πατέρα. Πέρα από ανάλυση μιας ξεκάθαρης περίπτωσης παράνοιας, τι άλλο είναι Το κάστρο της αγνότητας; Μήπως μια καταγγελία της πολιτικής ή θρησκευτικής εξουσίας που βασίζεται στην καταπίεση και το σκοταδισμό; Η περίπλοκη σκηνοθεσία μοιάζει να δικαιολογεί μια τέτοια άποψη. Αλλά μπορούμε ακόμα και να σταματήσουμε στην απλή «ανάγνωση» του πραγματικοί) γεγονότος. Έτσι όπως παρουσιάζεται (και παρά την αδύναμη κατάληξη του), το δράμα ζει με μια δική του δύναμη.

Όταν προβλήθηκε στη διάρκεια της Εβδομάδας Μεξικανικού Κινηματογράφου, Το κάστρο της αγνότητας κίνησε δικαιολογημένα το ενδιαφέρον. Ωστόσο, βγήκε πολύ αθόρυβα στις παρισινές αίθουσες. Τα μυστήρια και οι παραλογισμοί της εμπορικής διακίνησης των ταινιών δε θα πάψουν ποτέ να μας εκπλήττουν.

Jean de Baroncelli

«Le Monde», 14 Ιανουαρίου 1974.
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη.

2. Το παραλήρημα της αγνότητας

Το Μεξικό αρχίζει να «κινείται» πολιτικά, και μαζί του ξεκινάει ένας νέος μεξικανικός κινηματογράφος, που ανοίγει καινούργιους δρόμους κι αναζητεί καινούργια ταυτότητα. Μπορεί κανείς ν’ αγαπά αυτήν ή την άλλη ταινία, αλλά Το κάστρο της αγνότητας διαθέτει αναμφισβήτητα μια δική του προσωπικότητα και μια δική του συγκρότηση, που μπορεί ν’ αρέσει λιγότερο ή περισσότερο βάσει υποκειμενικών κριτηρίων.
Αντίθετα απ’ όσα λέει μια λεζάντα στο τέλος της ταινίας, οι ήρωες και η κατάσταση που εξιστορείται, έχουν συγκεκριμένες αναφορές στην πραγματικότητα. Το κάστρο της αγνότητας εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός που γέμισε τις σελίδες των μεξικανικών εφημερίδων – και μάλιστα, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι η ιστορία της οικογένειας του έδωσε την αφορμή για μια ταινία. Ωστόσο, η ταινία του Ripstein κρύβεται πίσω απ’ τα γνωρίσματα ενός μύθου.
Ένας κατασκευαστής ποντικοφάρμακου και εντομοκτόνων θέλει να φέρει την οικογένεια του σε μια κατάσταση απόλυτης «αγνότητας». Για να τα καταφέρει, μεταμορφώνει το σπίτι όπου ζει και εργάζεται, σε μια φυλακή απ’ όπου βγαίνει μόνο για να κάνει παραδόσεις. Αυτός ο ίδιος, όμως, απόστολος της ηθικής (την οποία δέχεται η γυναίκα του), πηγαίνει στις πόρνες· αυτός ο ίδιος, ο χορτοφάγος, που στο σπίτι του απαγορεύει κάθε είδους κρέας, επειδή είναι αηδιαστικό κι έχει τη μυρωδιά του αίματος, έξω πηγαίνει και τρώει φαγητά με κρέας.
Αυτός ο οικογενειακός κι επαγγελματικός μικρόκοσμος [που αποτελείται από τη σύζυγο Μπεατρίς, το γιο με τ’ όνομα Πορβενίρ (Μέλλον) και τις κόρες Ουτοπία και Βολουντάδ (Θέληση)] δεν μπορεί παρά να ζει μια εντελώς τεχνητή ζωή. Σ’ ένα κλειστό και κλειστοφοβικό περιβάλλον όπως αυτό, αναπόφευκτα δημιουργούνται αιμομικτικές σχέσεις ανάμεσα στον αδελφό και τη μεγαλύτερη απ’ τις αδελφές. Με την παραμικρή ένδειξη απειθαρχίας, τα παιδιά κλείνονται σ’ ένα κελί. Η Μπεατρίς δέχεται συνεχείς κατηγορίες, όχι εξαιτίας του παρόντος της (που είναι άμεμπτο, μιας και ζει έγκλειστη), αλλά εξαιτίας των σχέσεων που (ίσως) είχε και τις οποίες αρνείται να ομολογήσει στο σύζυγο της, ανεχόμενη κάθε του αυστηρότητα και τυραννική επιθυμία. Σ’ αυτή την κατάσταση βάζει τέλος η εισβολή της αστυνομίας που καταστρέφει έναν κόσμο ο οποίος προσπαθούσε να διατηρηθεί μακριά από τη χυδαία πραγματικότητα. Σ’ αυτό το κλειστοφοβικό δράμα, η βία μετριάζεται συστηματικά από τη βροχή που πέφτει σχεδόν αδιάκοπα – ένα καταπραϋντικό στοιχείο, που λειτουργεί αντιστικτικά με την ένταση του δράματος. Ταινία σίγουρης και ακριβούς σκηνοθεσίας, με άψογες ερμηνείες, Το κάστρο της αγνότητας μπορεί να φέρει σε αμηχανία όσους δεν αγαπούν τον κινηματογράφο ψυχολογικού (για να μην πούμε: ψυχιατρικού και εμφανώς ακραίου) χαρακτήρα.
Όμως, όπως πάντα, είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τη σταθερή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτό που είναι φυσιολογικό, και σ’ αυτό που δεν είναι. Εντέλει, η ιστορία που παρουσιάζεται στην ταινία, είναι απλώς μια υπερβολή: η ακραία περίπτωση ενός ατόμου που συγχέει την έννοια της τρέχουσας «ηθικής» με τους κανόνες ενός παραληρηματικού φανατισμού που φτάνει στο επίπεδο των κατηγορηματικών επιταγών. Ακόμα κι αν το θέμα και ο τρόπος της αφήγησης δε μας συγκινούν πολύ, Το κάστρο της αγνότητας δεν παύει να είναι μια ταινία που, χάρη στα αδιαμφισβήτητα προτερήματα της και στις αξιέπαινες φιλοδοξίες της, έχει το προσόν να μας κινεί την περιέργεια.

Albert Cervoni
«L’Humanite», 9 Ιανουαρίου 1974.
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίόη.

BUNUEL-RIPSTEIN: Συγκοινωνούντα δοχεία;

του Tomas Perez Turrent

Ο Ripstein επιστρέφει στον «εμπορικό» κινηματογράφο με μια εμπειρία που αναμφίβολα τον έχει πλουτίσει.

Το αποτέλεσμα είναι Το κάστρο της αγνότητας (1972), όπου για πρώτη φορά εκφράζονται σαφέστατα τα βασικά μοτίβα του κόσμου του Arturo Ripstein· ενός κόσμου ασφυκτικού, με κλειστούς χώρους, όπου ο σκηνοθέτης πραγματεύεται ορισμένα σταθερά θέματα: οικογένεια, ουτοπία, ο άνθρωπος και η έμμονη ιδέα του να δημιουργήσει -σαν άλλος Θεός- κόσμους κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του- ουτοπία, που καταλήγει στο φασισμό, στην κλίμακα της οικογένειας: «Θέληση («ουτοπική») να προφυλάξει μια ευνοημένη ανθρώπινη ομάδα (την οικογένεια- δηλαδή, τη «φυλή») από κάθε επαφή με τον κόσμο και να μετατρέψει -εντελώς αυταρχικά- την ευτυχία των άλλων σε θεσμοθετημένη καταπίεση, κατάργηση της ευθύνης των διοικούμενων, απόρριψη κάθε εξέλιξης και κάθε αλλαγής, στέρηση κάθε ελευθερίας με αντάλλαγμα ασήμαντες εξυπηρετήσεις | τα δώρα από τον έξω κόσμο αντιστοιχούν με τα «θεάματα» που προσφέρονται στο λαό) κ.λπ.»1

ARTURO RIPSTEIN του Jorge Ruffinelli

όμως το αυθεντικό και δροσερό ταλέντο του δε θα φανεί πριν γυρίσει το Κάστρο της αγνότητας (1972) και την Ιερά Εξέταση (1973): δυο εκπληκτικά περιεκτικές και λαμπρές ταινίες, που προσελκύουν επιτέλους την προσοχή του κοινού και της κριτικής. Το κάστρο της αγνότητας βασίζεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός, που παρουσιάστηκε και από τον Τύπο, κι αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που, επί 18 χρόνια, παρέμενε κλεισμένη στο σπίτι της, στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού. Ο πάτερ φαμίλιας, ένας αυστηρός και ουτοπικός Νοστράδαμος, μετατρέπει την οικογένεια του σε αποδέκτες των κηρυγμάτων και των αυστηρών διδασκαλιών του. Όλη η οικογένεια (στην ταινία αποτελείται απ’ τη μητέρα, δυο κόρες κι ένα γιο· στην πραγματικότητα, αριθμούσε περισσότερα μέλη) ζει από την παραγωγή ποντικοφάρμακου, που ο πατέρας βγαίνει και το πουλάει στην πόλη. Το σπίτι είναι ένα μικρό εργοστάσιο, όπου ο καθένας εκτελεί μια συγκεκριμένη εργασία. Τ’ απογεύματα, ο πατέρας τους συγκεντρώνει για να τους μάθει ό,τι αξίζει να μάθουν μεταξύ άλλων, κι ότι η ζωή έξω απ’ το σπίτι είναι μιαρή. Η ταινία εκλήφθηκε ως μεταφορά σχετικά με τις ενδογαμικές σχέσεις σε μια κουλτούρα όπου οι προγονικές, παραδοσιακές αξίες έχουν μεγαλύτερη σημασία από την απειλητική σύγχρονη ζωή» από μια κοινωνία που απεχθάνεται τους «ξένους» και κλείνεται στον εαυτό της, αυτάρκης και με εξαιρετικά ανεπτυγμένη την αίσθηση της έπαρσης. Όμως η ταινία προσφέρεται και για διαφορετική ανάγνωση, κάτι που γίνεται σαφέστερο αργότερα, όταν ο Ripstein μας ξαναδείχνει το «οικογενειακό» περιβάλλον. Είναι μια σκληρή και συνεπής κριτική της μεξικανικής οικογένειας ως δομής που παραμορφώνει και καταστρέφει τα μέλη της. Στο Αρχή και τέλος (1993), το ίδιο θέμα επανέρχεται δριμύτερο. Εδώ, κεντρικός χαρακτήρας δεν είναι πια ένας παράφρων ουτοπιστής, αλλά μια υπερπροστατευτική μητέρα που καταστρέφει τα παιδιά της απ’ την υπερβολική αγάπη. Στο Κάστρο της αγνότητας, ο Ripstein κλείνει το μάτι στους γνώστες του μεξικανικού κινηματογράφου, δίνοντας το ρόλο ενός αστυνομικού επιθεωρητή στον David Silva, πρωταγωνιστή στην κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτική ταινία της μοντέρνας μεξικανικής ουτοπίας της δεκαετίας του ’50: το Una familia de tantas (Μια οικογένεια σαν τις άλλες) του Alejandro Galindo (1948). Ο Silva επανεμφανίζεται στο Κάστρο της αγνότητας ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δυο ταινίες -τη σκοτεινή και τρομερή ταινία του Ripstein, και την κωμωδία ηθών του Galindo-, θέτοντας έτσι τέλος σε μια εποχή. Με αυτή την αναφορά, ο Ripstein περιορίζει κατά κάποιον τρόπο τις δυνατότητες της κοινωνικής κωμωδίας, αντιπαραθέτοντας ένα τραχύ, στυφό μελόδραμα, χωρίς ψιμύθια και φρούδες ελπίδες. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ρεαλιστικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, αλλά για μια ταινία με εξαιρετική σκηνοθεσία που δίνει μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες, όπως αποδεικνύουν τα παιχνίδια των παιδιών στην εσωτερική αυλή του σπιτιού, που βασίζονται σε πίνακες του Francisco Goya.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ARTURO RIPSTEIN του Andrea Martini

Αυτόν το δρόμο ακολούθησε κι ο Arturo Ripstein. Κι αυτός πλαστογραφεί τα είδη που διατείνεται ότι υπηρετεί, αλλά με μεγαλύτερο σεβασμό, έτσι ώστε να μας κάνει ν’ αμφιβάλλουμε για την αυθεντικότητα του πλαισίου, χωρίς όμως να φτάνουμε ποτέ στην ψευδή δήλωση. Το κάστρο της αγνότητας συγκρίνεται πολύ συχνά και καταχρηστικά με την Εγκληματική ζωή τον Αρτσιμπάλόο Δε Λα Κρους για έναν και μόνο λόγο: και στις δύο περιπτώσεις, εξιστορούνται οι καταστροφικές συνέπειες της παρανοϊκής συμπεριφοράς ενός ατόμου. Ο Αρτσιμπάλδο Δε Λα Κρους κατατρύχεται από μια ροπή προς το έγκλημα, όπως ακριβώς ο Γκαμπριέλ Λίμα από έναν απόλυτο και ανεκπλήρωτο πόθο για την αγνότητα.

Αυτό όμως που συνδέει τις δύο ταινίες, πέρα από το αρχικό τους σχήμα, είναι το παιχνίδι που ενισχύει την παρουσίαση της τρέλας: φανταχτερό, πολύχρωμο, βίαιο στην Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ, μολυβένιο και υπόγειο, αλλά εξίσου έντονο στο Κάστρο της αγνότητας. Ο Γκαμπριέλ Λίμα, όπως έγινε και στην πραγματικότητα, κλείνει την οικογένεια του σ’ ένα μεγάλο περιφραγμένο κτίριο για να μη μολυνθεί από τον έξω κόσμο. Όλοι μαζί -πατέρας, μητέρα και τρία παιδιά (πέντε, στην πραγματική ιστορία)- φτιάχνουν φάρμακα κι άλλα διαβολικά τεχνάσματα για να εξολοθρεύουν ποντικούς. Δουλεύουν σχολαστικά, ο καθένας έχει συγκεκριμένα καθήκοντα, κι όποιος δεν ανταποκρίνεται, τιμωρείται. Μ’ άλλα λόγια, πάνω από τα τρία παιδιά επικρέμαται η απειλή να τα κλείσουν σ’ ένα κελί στο υπόγειο του σπιτιού. Όσο για τη μόρφωση τους, ο πατέρας (με τη συνεργία της μητέρας) φροντίζει για όλα: εκπαιδεύει το νου τους με εγκυκλοπαιδικά μαθήματα, και το κορμί τους με ασκήσεις στην αυλή ή σ’ ένα αυτοσχέδιο γυμναστήριο.

Όλα καλά, λοιπόν, στη χώρα της ουτοπίας; Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν πάει καλά. Τα παιδιά απειθαρχούν, νιώθουν όλο και μεγαλύτερη περιέργεια γι’ αυτό που είναι «έξω», νιώθουν τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα και, προφανώς, τα διοχετεύουν όπως και με όποιον μπορούν, η γυναίκα έχει κουραστεί από τις σκηνές ζηλοτυπίας του άντρα της, ο άντρας αλλάζει προσωπείο όταν βγαίνει να πουλήσει το ποντικοφάρμακο, και γίνεται κι αυτός ένα ζώο κυριευμένο από κτηνώδεις ορέξεις. Τελικά, το «Ελδοράδο» του Γκαμπριέλ Λίμα, έτσι όπως το βλέπει ο Arturo Ripstein, είναι από την αρχή ένα συνονθύλευμα στοιχείων που τείνουν στο τερατώδες χάρη στις έντονες υπογραμμίσεις, στον σκόπιμα έντονο χλευασμό, στη μέχρι καταστροφικού βαθμού έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στη δύναμη του πόθου και το αντικείμενο του.
Το κάστρο της αγνότητας θα μπορούσε να είναι η περιγραφή μιας κλινικής περίπτωσης και, ως τέτοιο, να καταγραφεί στα αρχεία του κινηματογράφου-ντοκιμαντέρ· ή, αλλιώς, είναι η απόδοση ενός εξαιρετικά παράξενου πραγματικού γεγονότος που αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός δράματος, όπου αναπτύσσονται μεγάλα πάθη: το πάθος του άντρα για την όμορφη γυναίκα του (ποιος ξέρει πόσους άντρες είχε στο παρελθόν, όπως της προσάπτει ο ζηλιάρης Γκαμπριέλ), ένα πάθος που τον κάνει να εγκαταλείψει τον κόσμο, προκειμένου να την έχει ολόδική του· το πάθος της γυναίκας για τον τρελό άντρα της, που είναι διαφορετικός απ’ οποιονδήποτε άλλον και τρέφει ένα μεγάλο όνειρο- το πάθος του αδελφού για την αδελφή και αντίστροφα, ζευγάρι της Εδέμ που ανακαλύπτει τον έρωτα σ’ ένα νησί μακριά απ’ όλα και όλους (αλλά όχι από τα μάτια του Πατρός). Ωστόσο, η ταινία δεν ανήκει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο είδος, μολονότι συχνά υιοθετεί τους τρόπους του ενός ή του άλλου. Έχει την αντικειμενικότητα και την ακρίβεια στην καταγραφή της καθημερινής πραγματικότητας, όπως κι ένα ντοκιμαντέρ, αλλά έχει και το πάθος, τις παρορμήσεις και τις αντιφάσεις του δράματος – βέβαια, με αυξημένες δόσεις. Η ιδεολογία της αγνότητας, μαζί με την καγχάζουσα αντίθετη πλευρά της, κάνουν και τα δύο συστήματα να καταρρέουν. Τα αθώα παιχνίδια των παιδιών γίνονται «βρόμικα» σεξουαλικά παιχνίδια, ακριβώς κάτω απ’ τη μύτη τού Γκαμπριέλ, ενώ η γυναίκα του βάφεται και καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη, και στο βάθος ξετυλίγεται η γελοία αλυσίδα παραγωγής του ποντικοφάρμακου που είναι η οικονομική βάση όλης της οικογένειας. Το ντοκουμέντο και το δράμα πλαστογραφούνται σύμφωνα με τα πρότυπα όχι της παρωδίας (διαστρέβλωση, παραμόρφωση), αλλά του «πλεονασμού».
Ο Ripstein δε σκοπεύει -ούτε σ’ αυτή την περίπτωση ούτε αργότερα-ν’ ανατρέψει το είδος ή να το απογυμνώσει για να καταδείξει τους μηχανισμούς του. Στο κάτω κάτω, ο μεξικανός σκηνοθέτης ξέρει καλά τους κανόνες του μελοδράματος ή του αστικού δράματος, όπως αυτοί κωδικοποιήθηκαν κι εφαρμόστηκαν από την εθνική κινηματογραφία, κι έτσι όπως έγιναν δεκτοί-με μια ψεύτικη παθητικότητα, αλλά ίσως με λιγότερη ανοχή- από τον «Ευρωπαίο» Bunuel. Η ολοφάνερη επιθυμία του Ripstein να καταφύγει στις υπερβολές (προσοχή: όχι μόνον υφολογικές) και να ενσπείρει στα κείμενα του σημεία και υπερβολικές αναφορές, συνδέεται στενά με την ιδέα της πλαστογραφίας (αλλά όχι της μείωσης) του πεδίου στο οποίο δρα. Αν τα πρώτα συμπτώματα διακρίνονται στο (παρά τη θέληση του) ουέστερν Καιρός να πεθάνεις (1965), όπου οι διάλογοι του συνδυασμού Fuentes/Garcia Marquez συντελούν στον εξευγενισμό του είδους, πλαστογραφώντας το με ποιητικό τρόπο, στη συνέχεια ο μηχανισμός αναπαράγεται με ακρίβεια. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε την ειρωνεία με την οποία μας εξιστορούνται οι κακοτυχίες του «Ταρζάν» στα Ισόβια δεσμά (1978), ή τη μεγαλειώδη παράνοια που κρύβεται πίσω απ’ τη μακέτα του Ισράελ Ορδόνιες στα Ερωτικά ψέματα (1988).
Το κάστρο της αγνότητας είναι, ως προς το μπουνιουελιπού τύπου χιούμορ, μια ταινία-αφετηρία. Θα μπορούσαμε ν’ αναρωτηθούμε ως ποιο βαθμό ο Ripstein προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση και «δεν εξαπατά τον εαυτό του». Αν κάνουμε ένα χρονολογικό άλμα είκοσι πέντε σχεδόν χρόνων και περάσουμε στο Βαθύ κόκκινο (1996), εξακολουθούμε να βρίσκουμε κι εδώ τα ίχνη αυτής της πλαστογραφικής διάθεσης· τις αποδείξεις της χρησιμοποίησης και των δύο ειδών που συναντιόνταν στην ιστορία τού Γκαμπριέλ Λίμα. Το σενάριο του Βαθύ κόκκινο βασίζεται επίσης σ’ ένα πραγματικό γεγονός, που μελετάται με ακρίβεια από τον Ripstein. Οι ποικίλες και βαθιές έρευνες στα παιδικά κι εφηβικά χρόνια της Martha Beck, αιμοσταγούς πρωταγωνίστριας μιας ιστορίας τρελού έρωτα, μας θυμίζουν ντοκιμαντέρ. Απ’ την άλλη πλευρά, η κυριαρχία της απίστευτης εξέλιξης του πάθους ανάμεσα στους δυο δολοφόνους που κυριαρχεί στην πλοκή, οδηγεί την ταινία στο χώρο του δράματος.

ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

του Paolo Antonio Paranagua

Αφού πρώτα έψαξε να βρει το στίγμα του στον κινηματογράφο -εντός και εκτός-, ο Ripstein δίνει μια δεύτερη ώθηση στην καριέρα του με μια ταινία που έχει θέμα τον ίδιο τον εγκλεισμό. Το κάστρο της αγνότητας (1972) είχε αρχικά προταθεί στον Bunuel, ο οποίος αρνήθηκε και πρότεινε τον νεαρό προστατευόμενο του. Ίσως να ‘ταν η αντικειμενική μοίρα, όπως την έλεγαν οι σουρεαλιστές, που ήθελε τον Ripstein βοηθό του Bunuel ακριβώς στον Εξολοθρευτή άγγελο (ενώ, αντίθετα, η μετέπειτα μόνιμη συνεργασία του δον Luis με τον Julio Alejandro ήταν θέμα επιλογής). Πάντως, η έμμονη ιδέα του εγκλεισμού είναι σταθερό θέμα στο έργο του Ripstein, οι διάφορες σημασίες του οποίου του ανήκουν προσωπικά. Στο Κάστρο της αγνότητας υπάρχει επίσης το τέλειο μπουνιουελικό ζευγάρι, εφόσον ερμηνεύεται από τον Claudio Brook (Συμεών, ο στυλίτης, αλλά και Μετά το βιασμό και Ο εξολοθρευτής άγγελος) και τη Rita Macedo (Ναζαρέν). Στη θεμελιώδη αυτή ταινία, οι ερμηνείες συγκλίνουν δεν αποκλίνουν. Η οικογενειακή σφαίρα, προφυλαγμένη για να μη μολυνθεί από την κοινωνία, παραπέμπει φυσικά στην ουτοπία, ικανή να μετατρέψει κάθε τάση προς απελευθέρωση σε κατάργηση της ελευθερίας. Πρόκειται όμως και για την ιστορία ενός αυστηρού πατέρα που ανάγει τις αρχές του σε απολυταρχικό σύστημα, αλλά και για την ιστορία ενός ξεχωριστού έρωτα: η γυναίκα του δε διαμαρτύρεται που παραμένει έγκλειστη επί δεκαοκτώ χρόνια, και νιώθει σαν χαμένη όταν ξαναβρίσκει την ελευθερία της. Ο αφέντης παθαίνει παθολογικές κρίσεις ζήλιας που φτάνουν στα όρια της παράνοιας, και, σαν άλλος ΕΙ, προβάλλει τη σχιζοφρενική ηθική των υποκριτών.
Το κάστρο της αγνότητας, μέσα στην τέλεια ισορροπία του ανάμεσα στην τρυφερότητα και την καταπίεση, ρίχνει μιαν αμείλικτη ματιά στην οικογένεια, που δεν είναι απλώς βασικό κύτταρο της μεξικανικής κοινωνίας, αλλά και κατ’ εξοχήν δραματουργικός πυρήνας του μεξικανικού κινηματογράφου. Σε σιωπηρό διάλογο με την παράδοση, η ταινία παραμένει ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και πρωτότυπα έργα της δεκαετίας του ’70, όταν ξαναγεννιέται η ελπίδα για έναν νέο μεξικανικό κινηματογράφο. Ο Ripstein αποτίει φόρο τιμής στο παρελθόν, συνεργαζόμενος με μερικούς απ’ τους καλύτερους καλλιτέχνες του χώρου: Το κάστρο της αγνότητας είναι η τελευταία ταινία τόσο του σκηνογράφου Manuel Fontanals όσο και του φωτογράφου Alex Phillips (μετά το Καιρός να πεθάνεις και το Αναμνήσεις από το μέλλον) και μπορούμε επίσης ν’ αναγνωρίσουμε στην οθόνη τον David Silva και την Emma Roldan, φιγούρες γνωστές στους μεξικανούς θεατές (σε άλλες ταινίες εμφανίζονται η Marga Lopez και η Katy Jurado).

δημοσιεύτηκε στο  βιβλίο “38ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης” , εκδόσεις Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ο Arturo Ripstein μιλά με την Paz Alicia Garciadiego για το “Κάστρο της Αγνότητας” (1972)

“Περί “Κυνόδοντα”, Oscar, κριτικής και αισθητικής κινηματογράφου, ηθικής, αισθητικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας” του Γιάννη Καραμπίτσου

 

 

Advertisement

2 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.