ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ Υπάρχουν κάποιες παραστάσεις που προσελκύουν το ενδιαφέρον σου ένεκα των συντελεστών τους, και κάποιες άλλες που διεγείρουν την περιέργειά σου εξαιτίας του έργου πάνω στο οποίο βασίζονται. “Ο καλύτερος τρόπος να ζεις” (“Design for living”) που παρουσιάζεται στο Από Μηχανής Θέατρο με κέρδισε ως θεατή επειδή στην πρωταγωνιστική τετράδα υπήρχαν τα ονόματα της Φαίης Ξυλά και του Δημήτρη Μακαλιά, αλλά με κατέκτησε και για άλλα χαρίσματα που είχε το συγκεκριμένο ανέβασμα.
Στο Από Μηχανής Θέατρο συνηθίζουμε να βλέπουμε ενδιαφέρουσες προτάσεις ρεπερτορίου, όπως φέτος τις : “Η γυναίκα της Πάτρας” και “Οι εξόριστοι”. Φιλόξενος και ιδιαίτερα προσεγμένος χώρος, με μυρωδιά τέχνης ακόμα και επάνω στους βαμμένους τοίχους του διαδρόμου και της κλίμακας υποδοχής, σου δημιουργεί αμέσως την επιθυμία να ξεδιψάσεις με καλαίσθητες επιλογές την καλλιτεχνική σου ανάγκη.
Ανεβαίνοντας στον πάνω όροφο και τη μικρότερη σκηνή, Δευτέρα βράδυ, ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων, μας υποδέχτηκε ένα πραγματικά όμορφο σκηνικό (Ν. Αναγνωστόπουλος) που περιβάλλει τους εξίσου γοητευτικούς ήρωες του έργου. Σαν μία πασαρέλα, ένας διάδρομος που επάνω του περπατούν ασυνήθιστα όντα, θηλυκό και αρσενικά έτοιμα να αγκαλιάσουν τον πόθο τους και τις αδυναμίες τους. Στην πρώτη κιόλας σκηνή, η Γκίλντα (Φ. Ξυλά), η διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων, ξαπλωμένη επάνω σε ένα έπιπλο που μονίμως μετακινείται και επανοπροσδιορίζεται ως χρηστικό αντικείμενο επί σκηνής, χαριτωμένα αυθόρμητη καλωσορίζει τον Έρνεστ (Ν. Κοψιδάς) που την πολιορκεί διακριτικά. Εκείνη, ζευγάρι με τον Όττο (Κ. Γαβαλάς) και κρυφά ερωμένη του Λήο (Δ. Μακαλιάς), αρνείται να υποχωρήσει μπροστά στις ξέφρενες επιθυμίες της. Κάπως έτσι ξεκινάει, αυτό που στη συνέχεια ξεδιπλώνεται ως μία ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου.
Ο Νόελ Κάουαρντ είναι ένας πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας με καριέρα ηθοποιού (απέρριψε μάλιστα τον ρόλο του καθηγητή Χούμπερτ στην Λολίτα του Σ. Κιούμπρικ), τα κείμενα του οποίου για την εποχή που γράφτηκαν υπήρξαν αρκετά προκλητικά, ώστε σε πολλές περιπτώσεις να λογοκριθούν ή να σκανδαλίσουν. Μεγαλώνοντας υπό την προστασία διάφορων μαικήνων της τέχνης (Mrs Astley Cooper), εισχώρησε στην “υψηλή κοινωνία”, ψήγματα των κανόνων συμπεριφοράς της οποίας απαντώνται στα έργα του. Ματαιοδοξία, κενότητα περιεχομένου, ‘καλοί τρόποι” για το φαίνεσθαι και κόντρα σε όλα αυτά οι δικοί του ήρωες να πάλλονται “αμοραλιστικά”, “ανήθικα”, γεμάτοι πάθος και φλόγα για έρωτα και δημιουργία. Το συγκεκριμένο θεατρικό γράφτηκε το 1932, αποκλειστικά για τον ίδιο και τους παλιούς του φίλους Lynn Fontanne και Alfred Lunt, στα πλαίσια της τήρησης μιας υπόσχεσης που τους είχε δώσει πολύ πριν γίνουν κι οι τρεις τους διάσημοι. Γνώρισε μάλιστα και την κινηματογραφική του εκδοχή την αμέσως επόμενη χρονιά, σε διασκευή σενααρίου του Ben Hecht, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ernst Lubitsch και με την παρουσία των Fredric March, Gary Cooper και Miriam Hopkins στους βασικούς ρόλους.
Στην Αθήνα του 2011 πόσο αμφιλεγόμενη μπορεί να είναι μία σχέση αμφισεξουαλικών ανθρώπων, που δεν σχηματοποιείται παίρνοντας την δυαδική μορφή την οποία όλοι συνηθίζουμε να αποδεχόμαστε στην καθημερινότητά μας; Το παρελθόν έρχεται να συναντήσει για ακόμα μία φορά τον συντηρητισμό του παρόντος, με τη μόνη διαφορά πως ο σκηνοθέτης Αντώνης Γαλέος, προτίμησε να φωτίσει το χιουμοριστικό σπινθηροβόλο πνεύμα του Κάουαρντ, κι έτσι να αποδώσει ως καθαρόαιμη φαρσοκωμωδία μία σάτιρα. Εκείνο που έκανε ήταν να μην χάσει τον ξέφρενο ρυθμό της ατάκας, κι έτσι κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρον την αμεσότητα των καλοκουρδισμένων και ταλαντούχων ηθοποιών του που κατάφερναν να φοράνε ως άνθρωποι του δικού μας αιώνα τα κοστούμια μίας περασμένης, γεμάτης αίγλης εποχής. Ο Γαλέος κράτησε τις αποστάσεις του από το σήμερα, αφήνοντας να διαφανεί η επιφάνεια και το εφήμερο που κυριαρχεί σε όλο το έργο. Έτσι δεν θέλησε να δώσει κανένα βάθος και καμία περαιτέρω διάσταση αλλοιώνοντας το ύφος του συγγραφέα. Επιτυχώς σεβάστηκε το έργο, μη παραλάσσοντας το περιεχόμενό του, χωρίς να φοβηθεί πως με αυτόν τον τρόπο δεν θα φανεί μοντέρνος και αναθεωρητικός. Πέτυχε να φτιάξει μία καλή παράσταση, χωρίς ωστόσο να την απογειώσει.
Η δύναμη της παράστασης είναι οι ηθοποιοί της. Την Φαίη Ξυλά την έχω ξανασυναντήσει θεατρικά στις “τρεις αδερφές”, με συνοδοιπόρους την Ναταλία Δραγούμη και την Γωγώ Μπρέμπου. Είχε κατορθώσει τότε να με εντυπωσιάσει, με τον τρόπο της να ζεσταίνει την σκηνή. Έχει υποκριτική ευλυγισία και ικανότητα να σπαράζει όσο και να κυριαρχεί μέσα και πάνω στους χαρακτήρες που υποδύεται.Διαθέτει το χάρισμα να είναι τόσο γήινη όσο κι αιθέρια. Και εδώ χτίζει πάνω στην άμμο μία ηρωίδα, που αν και σε άλλο πρόσωπο και κορμί θα μπορούσε να είναι δέρμα χωρίς σκελετό και αίμα, με την Ξυλά είναι ένας ολοκληρωμένος ανθρώπινος οργανισμός. Αν και πάντα ελκυστική είναι ταυτόχρονα αστεία, θλιμμένη μα όμως διασκεδαστική, εκκεντρική και παρ όλα αυτά συμπαθητική στο μάτι του θεατή. Η μόνη μου ένσταση είναι η κάπως επιτηδευμένη τελική σκηνή, όπου αποφασίζει να αποδεχτεί την φύση της, χωρίς την απαραίτητη κλιμάκωση από το πριν στο μετά.
Ο Δημήτρης Μακαλιάς είναι ένας χαρισματικός ηθοποιός, με όλη τη σημασία του συγκεκριμένου επιθετικού προσδιορισμού. Από τον Μπίσοπ στο “Χοντροί άντρες με φούστες” μέχρι ένα πέρασμα ως αντικατάσταση στον ρόλο του Angel στο “Rent”, το υποκριτικό ταπεραμέντο του δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Εδώ έχει να καταθέσει την δική του ερμηνεία ενός καθόλα χάρτινου χαρακτήρα, ενός θεατρικού συγγραφέα που μεγαλοπιάνεται με την δόξα και μεθάει με το σεξ. (να είναι άραγε ο ίδιος ο Κάουαρντ;). Η χημεία του τόσο με την Ξυλά όσο πολύ περισσότερο με τον Κωνσταντίνο Γαβαλά (η σκηνή με τους δυο τους να καταναλώνουν άφθονη βότκα με κωμικοτραγικά αποτελέσματα είναι η πιο απολαυστική) λειτουργεί ως ευεγερσία για τον θεατή. Με ενέργεια την οποία δεν σκορπίζει άσκοπα, λειτουργεί με συνέπεια και ακρίβεια δίπλα στους δύο πόλους έλξης του. ( Πολύ καλή και η στιγμή όπου ο Λήο χορεύει με την Γκίλντα.)
Τον Κωνσταντίνο Γαβαλά εκτίμησα για πρώτη φορά δίπλα στη Ναταλία Τσαλίκη και την Έρση Μαλικένζου στο πολύ σκληρό έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα “Η βασίλισσα της ομορφιάς”. Πέρα από ένα όμορφο παρουσιαστικό, ο ηθοποιός έχει μία πολύ εύπλαστη ερμηνευτική ιδιοσυγκρασία. Νομίζω πως δίνει μία πιο ευαίσθητη νότα αρχικά στον Όττο του, παραπλανώντας το κοινό, για να τον μεταλλάξει αρκετά στην πάροδο των χρόνων, ώστε να γίνει ο πιο ρεαλιστής και πρακτικός από τους τρεις αιθεροβάμονες εραστές. Έχει μία παιδικότητα, σχεδόν διασκεδαστική -για το κοινό- αφέλεια στην αρχή, την οποία αργότερα απαρνείται χάρην μίας πιο ώριμης, σταθερής και εξορθολογισμένης συμπεριφοράς. Δεν παρασύρεται από τον χείμαρρο του Λήο, αλλά διεκδικεί το κομμάτι ευτυχίας που του αρμόζει στην “καρδιά’ της Γκίλντα. Μεταστρέφει έτσι και καθοδηγεί την εξέλιξη της πλοκής, ως ο από μηχανής θεός στην πλήξη των άλλων.
Ο Νέστορας Κοψιδάς (Έρνεστ) με ξένισε στη αρχή με την έντονα ναρκισσιστική εισαγωγή του. Από τη φωνή μέχρι τις κινήσεις του, όλα σε μεγάλο βαθμό ωραιοποιημένα, στη συνέχεια απολύτως δικαιολογημένα από την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Βρήκα όμως περιττή την εμφάνισή του ως η “βοηθός” της Γκίλντα, σαν μία παρέμβαση που υπήρξε το πρόσχημα για να κάνει μία κραυγαλέα μεταμόρφωση. Από κει και πέρα βοήθησε στον ήχο με τις εξαιρετικές επιλογές του, αλλά και ο ίδιος τους συμπρωταγωνιστές του ως ο τοίχος καθσπρεπισμού επάνω στον οποίο χτυπάνε ο αυθορμητισμός και η “ασυδοσία” των φιλελεύθερων επιλογών τους. Πάντως δεν είχε τα ερμηνευτικά προτερήματα των υπολοίπων.
Ο Γαλέος είχε ένα πρόβλημα στην εισαγωγή, όπου οι ηθοποιοί τραγουδούσαν περισσότερο από όσο έπρεπε τις ατάκες τους, ενώ δεν αντιμετώπισε σωστά τις αιφνιδιαστικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης της Γκίλντα. Βιάστηκε να δώσει εικόνες, ίσως επειδή πίστεψε πως αυτό έκανε και ο Κάουαρντ. Μόνο που θα μπορούσε να αφήσει λίγο τη μελαγχολία που είχαν ούτως ή άλλως οι τρεις πρταγωνιστές του στο βλέμμα τους, να μην αδειάσει σε μία κεφάτη έκρηξη. Από την άλλη όμως μας χάρισε κάποιες, αν και όχι ευρηματικές, ωστόσο καλοστημένες σκηνές, όπως εκείνη στο μπαλκόνι ή η τελευταία με την Γκίλντα και τα δύο πιστά “σκυλιά” της.
Αν και το ίδιο το κείμενο αφορά τη ζωή ανθρώπων που κατά βάθος πλήττουν, ενώ ασχολούνται με την φήμη περισσότερο από την δημιουργία, εξαντλείται γρήγορα σε ένα παιχνίδι λέξεων που κρύβουν πιο πολλά νοήματα από εκείνα που πρόθυμα αποκωδικοποιούν. Προσωπικά ό,τι μου έμεινε από το σαρκαστικό πνεύμα του Κάουαρντ είναι η διάθεση να μην απαξιώσει, να μην κατακρίνει αλλά ούτε να αποθεώσει ή θαυμάσει κάτι που απλά για τον ίδιο είναι ένας διαφορετικός από τα συνηθισμένα τρόπος να ζεις. Κάπως έτσι λοιπόν βγαίνοντας από το θέατρο επιλέγω να ευχαριστηθώ με το αποτέλεσμα της θεατρικής βραδιάς, χωρίς να προσδοκώ να διοχετεύσει την ενέργειά της σε μία ενδεχόμενη αλλαγή του τρόπου σκέψης ή του ήθους στη ζωή μου. Κι αυτό κάποιες φορές είναι αποδεκτό και υπεραρκετό.