TΡΙΣΕΥΓΕΝΗ – Κ.ΠΑΛΑΜΑ – Σκηνοθεσία Λυδία Κονιόρδου “Ένας ποιητής κάνει θέατρο”, κριτική Νίκης Πρασσά

trisevgeni1

TΡΙΣΕΥΓΕΝΗ – Κ.ΠΑΛΑΜΑ – Σκηνοθεσία Λυδία Κονιόρδου

“Ένας ποιητής κάνει θέατρο”

VIDEO από την πρεμιέρα Το Εθνικό θέατρο επικυρώνει για ακόμα μία φορά τον ρόλο του κι έτσι ως φορέας παιδείας και πολιτισμού φροντίζει να μας επανασυστήσει τους θεατρικούς στίχους του μεγάλου μας ποιητή, Κωστή Παλαμά. Πολύ ορθά επέλεξε έναν άνθρωπο που έχει συστηματικά αφοσιωθεί στην μελέτη της παράδοσης (είτε αυτό λέγεται Αρχαία Τραγωδία, είτε Παπαδιαμάντης) προκειμένου να υπερασπιστεί κείμενα με ιδιαίτερα ελληνικό χρώμα και λόγο επί σκηνής. Ασφαλώς αναφέρομαι στην Κα Κονιόρδου.

Τον εθνικό μας ποιητή τον γνωρίζουμε όλοι μέσα από τις στροφές του Δωδεκάλογου του Γύφτου, της Ασάλευτης ζωής και άλλων σπουδαίων στίχων του. Υπέρμαχος της δημοτικής, “μαλλιαρός” όπως ο ίδιος λέει, άσκησε μεγάλη επίδραση στα γράμματα και τις τέχνες, τόσο της εποχής όσο και μεταγενέστερα, αναγκάζοντας τους Γερμανούς κατακτητές να παρακολουθήσουν την υπόκλιση ενός ολόκληρου έθνους μπροστά στο φέρετρό του, το 1943. Κάθε τέσσερα χρόνια ο ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων υπενθυμίζει στην οικουμένη το αρχαίο πνεύμα αθάνατο που ζούσε μέσα στην ψυχή αυτής της σπουδαίας λογοτεχνικής μορφής.

Το 1903 ο Παλαμάς γράφει την Τρισεύγενη. Με μία ηρωίδα που έχει όμοια ανήσυχα χαρακτηριστικά με τον Μήτρο τον Ρουμελιώτη στο διήγημα “Ο θάνατος του παληκαριού” που προηγήθηκε χρονικά, το θεατρικό αυτό κείμενο τοποθετείται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν αρχίζει να διαμορφώνεται μία νέα ελληνική πραγματικότητα. Έχοντας ως βάση του αφηγήσεις της λαϊκής παράδοσης (μάλιστα τον Θάνατο τον αφιερώνει σε μία ανώνυμη, ταπεινής καταγωγής, “αοιδό”), προσγειώνει το δράμα από το επίπεδο του θρύλου (όπως είναι λόγου χάρη ο Διγενής Ακρίτας) και τοποθετεί τους χαρακτήρες του στο κέντρο της πραγματικότητας. Αρκετοί μελετητές ισχυρίζονται πως η Τρισεύγενη δεν είναι παρά το σύμβολο της δημοτικής γλώσσας, το επανασταστικό αυτό στοιχείο που αρνείται να υποκύψει στον συντηρητισμό του περιβάλλοντός της και επιμένει να διεκδικεί την ελευθερία της, ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν της το επιτρέπουν. Αν αυτό είχε ο Παλαμάς ως στόχο, δεν παύει να έχει δημιουργήσει μία γυναίκα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης, μία ύπαρξη, πιο πολύ ιδέα παρά άνθρωπος, που αγωνίζεται για την ανάγκη της να ακολουθεί την βούληση της επιθυμίας της. Σαν χρέος υπακοής στον θάνατο, η Τρισεύγενη θυμίζει την Αντιγόνη, που θυσιάζει ακόμα και τον έρωτα προκειμένου να εξακολουθήσει να πράττει κατά συνείδηση όσα πιστεύει πως οφείλει στον εαυτό της. Περισσότερο ωστόσο παρορμητική και λιγότερη “λογική” από την ηρωίδα του Σοφοκλή, ορμάει σαν χείμαρρος στις χίμαιρες, ως άλλος Δον Κιχώτης και κερδίζει πολλά για να χάσει τα πάντα στο τέλος, μαζί και την ζωή της. Η ύβρις της, αιχμάλωτης σε πρότυπα και κανόνες ανδροκρατούμενης κοινωνίας, φύσης, που επαίρεται για την αδάμαστη φύση της (εγώ τον κατέκτησα, λέει άλλωστε στον Πάνο Τράτα, αρνούμενη να δεχτεί πως ακολούθησε τις απαιτήσεις ενός άντρα).

trisevgeni2

Η Λυδία Κονιόρδου εξισορρόπησε το τραγικό με το κωμικό στοιχείο στο ανέβασμα του έργου. Χωρίς περιττά σχόλια, εκκεντρικές εκζητήσεις και ανάγκη περιαυτολογίας, ακολούθησε την εποχή του Παλαμά και υπηρέτησε πιστά την ατμόσφαιρα του κειμένου. Λαϊκή παράδοση λοιπόν, και το λαούτο του Νίκαρου δεν σταματάει να εκθειάζει τα προτερήματα και να αποσιωπά τα ελαττώματα της Τρισεύγενης. Χορός και τραγούδι μέσα σε ένα λιτό σκηνικό με τις ανταύγειες του μπλε και του λευκού να βυθίζονται μέσα στο χρώμα του δειλινού (στο πρώτο μέρος της παράστασης). Μία βάρκα στην άκρη της σκηνής και η σκάλα που έφτανε στον εξώστη, μας υπενθύμιζαν πως έχουμε να κάνουμε με μία, κοντά στην θάλασσα, πόλη της Ρούμελης και το σπιτικό ενός ξεπεσμένου πλέον έμπορου (δραστήριου σε αρκετούς τομείς όπως πληροφορούμαστε από εχθρούς και φίλους του), του Δεντρογαλή. Με φόντο ένα πηγάδι στο οποίο ο “χορός” των γυναικών έχει πάει να γεμίσει τις στάμνες, ακούμε για πρώτη φορά τις κουτσομπολίστικες διηγήσεις τους για τα καμώματα της ατίθασης Τρισεύγενης. Όταν εκείνη εμφανίζεται κερδίζει με την ακούραστη ενέργειά της την θετική γνώμη των παρευρισκομένων, που την υπερασπίζονται όταν ο αυστηρός πατέρας εισέρχεται για να βάλει τα πράγματα σε τάξη.

Η Κονιόρδου, την οποία πρωτογνώρισα το 1998 με την εξαιρετική της δουλειά ως η ενσάρκωση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, έχει την ικανότητα να καθοδηγεί τους ηθοποιούς να αξιοποιούν τις υποκριτικές τους ικανότητες με τέτοιο τρόπο ώστε λέξη προς λέξη να παίρνουν φωτιά οι προτάσεις του κειμένου. Στις επιμέρους σκηνές το ύφος άλλαζε, άλλοτε γέρνοντας υπέρ μίας καυστικής αυτοκριτικής και σάτιρας (ειδικά στην αρχική εισβολή της ηρωίδας στη σκηνή), άλλοτε στήνοντας μια γιορτή και άλλοτε κοιτάζοντας τρυφερά και κάπως μελαγχολικά τους πρωταγωνιστές (λ.χ στον διάλογο Πάνου Τράτα και Πέτρου Φλώρη). Τα ηθογραφικά στοιχεία του έργου δεν παραλείπονται, με τους οικογενειακούς δεσμούς και την έννοια της “τιμής” να παρασύρουν τον “έκπτωτο άγγελο”, στην καταδίκη της. Ο Παλαμάς ξετυλίγει με τους όρους αρχαίας τραγωδίας τα δρώμενα, χρησιμοποιώντας σαν μάντη κακών την πρωθιέρεια του χορού της, η οποία με το εκπεφρασμένο ένστικτό της προοικονομεί το τέλος της κακότυχης Τρισεύγενης. Με αυτή την αφετηρία η Κονιόρδου στήνει ένα καθαρόαιμο δράμα, όπου ένα νέο σύμβολο υπερβαίνει τα κοινά μέτρα και με μαθηματική ακρίβεια θυσιάζεται για την απαραίτητη κάθαρση. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παρουσία της ομάδας που αν και δρούσε σε αυστηρά προκαθορισμένα πλαίσια φαινόταν σαν να ασπάζεται το χάος.

Πολύ καλή η δουλειά της Αποστολίας Παπαδαμάκη στην κίνηση, που όπως και στη Φρεναπάτη κερδίζει το ενδιαφέρον σου. Η νατουραλιστική γραμμή που ακολούθησε όσον αφορά την αισθητική της ποιότητα η Κονιόρδου, ωφελήθηκε τα μέγιστα από τα προσεγμένα σκηνικά (Βασίλης Μαντζούκης) και τα κοστούμια (Άγγελος Μέντης).

Η Στεφανία Γουλιώτη, σαν ιππότης με το άσπρο φόρεμα, άλωσε την σκηνή, και πολέμησε με τα ίδια της τα χέρια τον κόσμο που δεν ήταν από τα ίδια υλικά φτιαγμένος. Αιθέρια όσο και πυρακτωμένη, έκρυψε μέσα στο θηλυκό της είδωλο την αρσενική δύναμη ψυχής. Η Τρισεύγενη ούτως ή άλλως είναι μία αλληγορία, και η Γουλιώτη έπαιξε σαν κορίτσι που μεταμορφώνεται σε δράκο και αστέρι.

Αγνώριστος για ακόμα μία φορά ο Χρήστος Στέργιογλου, αναδεικνύει με την παρουσία του έναν ρόλο που πιθανόν να προσπερνούσαμε ως δευτερεύοντα και ήσσονος σημασίας χαρακτήρα, εκείνον του Μπουρνόβα. Ένας ήρωας με αρνητικό πρόσημο, περιφέρει την μέθη του δίπλα σε μία ετοιμοθάνατη. Ο ηθοποιός αντιθέτως με μέτρο οριοθετεί τις κινήσεις και σαν γλυπτό σκαλίζει τις υβριστικές φράσεις του, δίνοντας μέσα στην αγριότητα μία μελαγχολική διάσταση στον ρόλο του, και αφήνοντας να φανεί η ήττα που η ζωή επεφύλαξε στις προθέσεις του.

Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη για δεύτερη φορά φέτος κλέβει την παράσταση (την συνάντησα και στο Συρανό από τον ίδιο φορέα). Σε αντίθεση με την δουλειά του Καραθάνου εδώ είναι λαλίστατη, με την ικανότητα να “φλυαρεί” τόσο σωματικά όσο και λεκτικά, και να κερδίζει το χειροκρότημα με την αυθεντικότητα της ερμηνείας της. Είναι ο λαϊκός τύπος γυναίκας, η γειτόνισσα που έχει υψηλό αίσθημα ‘ευθύνης’ αλλά και δικαιοσύνης, και επίσης εκείνη που θα μπει μπροστά ως αρχηγός για να κατευθύνει τις υπόλοιπες.

Ο Γιώργος Γάλλος και πάλι δεν με απογοήτευσε με την ποιότητα της ερμηνείας του. Διακριτικός, με μία σπάνια ευαισθησία την οποία έφερε ακόμα και ως τρομαχτικός Ριχάρδος σε παλιότερη εμφάνισή του, εδώ ήταν ο φθόγγος χαμηλότερου ύψους και έντασης, στον αντίποδα εκείνου του Κουρή. Ο τελευταίος αν και ήταν επαρκέστατος (ειδικά το να ακούς την φωνή του είναι μαγεία) δεν μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε όπως έχει κάνει στο παρελθόν. Υπήρξε λίγο πιο “ταπεινός”, με αποτέλεσμα να επισκιάζεται τόσο από την Γουλιώτη όσο και από τον Γάλλο σε σημεία που δεν θα έπρεπε.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου έχει μία αμεσότητα και ειλικρίνεια στο παίξιμό του. Σε ιντριγκάρει αυτή η δεσποτική μορφή που ωστόσο έχει ευγένεια και καλοσύνη. Χειρίζεται καλά τόσο τον λόγο όσο και το μουσικό όργανό του.

Ο Φαίδων Καστρής περπάτησε αρκετά καλά επάνω στη σκηνή, ως ο “ευνουχισμένος” πατέρας και σύζυγος. Κάτοχος των μέσων του, δεν επιβάλλει ούτε επιβάλλεται παραπάνω βίαιος από όσο πρέπει. Η τελευταία σκηνή που μοιράζεται με τον Κουρή είναι εκείνη που θα αργήσει να αποχωριστεί τη μνήμη μου.

Ο Αργύρης Πανταζάρας με το σύντομο, χιουμοριστικό πέρασμά του, τόνωσε το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά πιστεύω πως πέρα από τις κινησιολογικές και μουσικές του αρετές, χρειάζεται δρόμο για να αποκτήσει στιβαρή παρουσία επί σκηνής.

Πιο αδύναμους, χωρίς ιδιαίτερο στίγμα, βρήκα τους υπόλοιπους, αν και στο σύνολο έδεναν πολύ καλά μεταξύ τους, προσφέροντάς μας απολαυστικές εικόνες, όπως εκείνη που φτάνουν όλοι με μια βάρκα για να βρουν την Τρισεύγενη. Δεν θα πρέπει να παραλείψω να δώσω συγχαρητήρια στους μουσικούς, που με την βοήθειά τους ανυψώθηκε το τελικό αποτέλεσμα.

Η μοναδική μου ένσταση στην, διαρκώς, αλά χιπ χοπ ερμηνεία της Ευγενίας Αποστόλου, η οποία αν την έχεις δει πάνω από μία φορά σε παράσταση δεν σου προσφέρει τίποτα άλλο από εκνευρισμό.

Η Λυδία Κονιόρδου έχτισε πλίνθο πλίνθο τα ιδανικά μιας χαμένης πολιτείας, ζωντάνεψε τις παραδόσεις μίας αλλοτινής εποχής, και τραγούδησε μέσα από τις φωνές των ηθοποιών της την αγάπη για την Ελλάδα που κάποτε άναβε ως λύχνος πολιτισμού. Αρνήθηκε να εξουσιάσει με προσθαφαιρέσεις τον ποιητικό οίστρο του Παλαμά, αλλά άντλησε από τις δικές του ατάκες έμπνευση για τον δικό της χορό. Και πέτυχε να σπάσει, όπως μια στάμνα, την απόσταση από το 1900 στο τώρα, φέρνοντας ένα φρέσκο αεράκι να φυσήξει τα μαλλιά της Τρισεύγενης.

“Τρισεύγενη”, το μοναδικό θεατρικό έργο του Κωστή Παλαμά σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου από τις 12 Μαρτίου 2011 στο Εθνικό.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.