Δυο βραδιές Μάλερ
Από την Ορχήστρα Νέων Γκούσταβ Μάλερ
υπό τον Φίλιπ Γιόρνταν
Με σολίστ τον σούπερσταρ
βαρύτονο Τόμας Χάμσον
και
τον γερμανό τενόρο Μπούρκχαρντ Φριτς
Δευτέρα 11 & Τρίτη 12 Απριλίου
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, 8.30 μμ.
Ένα από τα κορυφαία νεανικά σύνολα του κόσμου, η Ορχήστρα Νέων Γκούσταβ Μάλερ και ένας ήδη καθιερωμένος νέος μαέστρος, ο Φίλιπ Γιόρνταν, έρχονται στο Μέγαρο Μουσικής για δύο συναυλίες, αφιερωμένες στα 100 χρόνια από τον θάνατο του Γκούσταβ Μάλερ, του συνθέτη που εξέφρασε απόλυτα, με τη μουσική την εποχή του.
Ο διάσημος Αμερικανός βαρύτονος Τόμας Χάμσον, ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του γερμανικού ρομαντισμού, διάδοχος κατά πολλούς του Ντήτριχ Φίσερ-Ντισκάου και ο Γερμανός τενόρος Μπούρκχαρντ Φριτς, συμπράττουν με την ορχήστρα σε ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει συμφωνίες και lieder.
Το πρόγραμμα της πρώτης βραδιάς (11/4) περιλαμβάνει έργα από την πρώτη συνθετική περίοδο του Μάλερ: Lieder από το έργο «Το μαγικό κόρνο του παιδιού» (Des Knaben Wunderhorn) (με σολίστ τον Τόμας Χάμσον) και τη Συμφωνία αρ.1 – «Τιτάν». Στις 12 Απριλίου το πρόγραμμα περιλαμβάνει τα κύκνεια έργα του συνθέτη: το adagio από την 10η Συμφωνία και τον κύκλο lieder «Το τραγούδι της γης» (Das Lied von der Erde) που θα ερμηνεύσουν ο τενόρος Μπούρκχαρντ Φριτς και ο βαρύτονος Τόμας Χάμσον.
Οι συναυλίες ανήκουν στον Κύκλο Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Μαέστροι που υποστηρίζει με την αποκλειστική χορηγία της η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
Χορηγοί επικοινωνίας του Κύκλου:
Ο Αμερικανός βαρύτονος Τόμας Χάμσον (1955 Έλκχαρτ, Ιντιάνα) είναι ένας από τους καλύτερους ερμηνευτές του γερμανικού ρομαντισμού και ιδιαίτερα των έργων του Σούμαν, του Μάλερ και του Βολφ. Διαμόρφωσε το στυλ και την τεχνική του με οδηγό του τον μυθικό Ντήτριχ Φίσερ-Ντισκάου, την κορυφαία φωνή του 20ου αιώνα. Εξίσου άνετος στην όπερα, αλλά και στα ρεσιτάλ, ό Χάμσον ξεχωρίζει για τη βαθιά γνώση ενός μεγάλου και ποικιλόμορφου ρεπερτορίου στο οποίο τον καθοδηγεί μια εξαιρετική ευρύτητα πνεύματος και μια «αμερικανική» πανοραμική ματιά. « Αν πιστεύεις ότι ο Πωλ Μακάρτνι ή ο Έλβις Πρίσλεϊ είναι ασήμαντοι ή απλώς για κατανάλωση της λαϊκής κουλτούρας, τότε σου διαφεύγει η σημασία ενός καλλιτεχνικού γεγονότος», λέει, αξιώνοντας κάθε μορφή σημαντικής δημιουργίας.
Στα ρεσιτάλ του ο Χάμσον αποκαλύπτει τις γερές του βάσεις σε διαφορετικά στυλ, ιδιοσυγκρασίες και εποχές, είναι πάντα στοχαστικός, λεπτολόγος, ευαίσθητος και πολύ γνήσιος στις ερμηνείες του, αρετές που τον κάνουν περιζήτητο στις σημαντικές αίθουσες μουσικής και τα μεγάλα θέατρα όπερας σε όλο τον κόσμο. Συνεργάζεται με διάσημους τραγουδιστές, πιανίστες, μαέστρους και ορχήστρες και η δισκογραφία του περιλαμβάνει περισσότερους από 150 δίσκους, μερικοί από τους οποίους έχουν τιμηθεί με Grammy, Edison και Grand Prix du Disque.
Από το 2010 ο Χάμσον είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, ενώ το 2003 δημιούργησε το Ίδρυμα Χάμσον με σκοπό να στηρίζει την τέχνη του τραγουδιού και να υποστηρίζει την έρευνα καθώς και τον διαπολιτισμικό διάλογο και την κατανόηση. Το 2009 εγκαινίασε τη Βάση Δεδομένων του Αμερικανικού Τραγουδιού και σε συνεργασία με την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, οργανώνει ρεσιτάλ, πρώτες εμφανίσεις καλλιτεχνών, master classes, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, συμπόσια, εκθέσεις και ραδιοφωνικές εκπομπές σε όλες τις ΗΠΑ, μέσω του διαδικτυακού, διαδραστικού ιστότοπου, http://www.songofamerica.net .
H Gustav Mahler Jugendorchester – GMJO, ιδρύθηκε το 1986 στη Βιέννη, με πρωτοβουλία του Κλάουντιο Αμπάντο, που παραμένει ο Μουσικός Διευθυντής της και εποπτεύεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι ακροάσεις που γίνονται κάθε χρόνο σε 25 ευρωπαϊκές πόλεις από ειδική επιτροπή, της οποίας πρόεδρος είναι ο Αμπάντο, εξασφαλίζουν στην ορχήστρα το εξαιρετικό δυναμικό της σε νέους μουσικούς, με επιλογή ανάμεσα σε 1500 υποψηφίους. Πολλοί από τους αναγνωρισμένους σήμερα μουσικούς έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ορχήστρα αυτή και είναι τώρα μέλη κορυφαίων ορχηστρών της Ευρώπης. Το 2007 η GMJO βραβεύτηκε από το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Ίδρυμα.
Μερικοί από τους μεγαλύτερους μαέστρους έχουν διευθύνει από το πόντιουμ αυτού του λαμπρού μουσικού συνόλου: Κλάουντιο Αμπάντο, Πιέρ Μπουλέζ, Μιούν-Βουν Τσουνγκ, σερ Κόλιν Ντείβις, Μάρις Γιάνσονς, Κεντ Ναγκάνο, Σέιζι Οζάουα, Ντάνιελ Χάρντινγκ κ.ά.
Η Ορχήστρα Νέων Γκούσταβ Μάλερ είναι η εκλεκτή πολλών λαμπρών σολίστ, που έχουν συμπράξει μαζί της: Μάρτα Άργκεριχ, Γιούρι Μπασμέτ, Ματίας Γκέρνε, Κρίστα Λούντβιχ, Ράντου Λούπου, ο δικός μας Λεωνίδας Καβάκος κ.ά.
Ο Φίλιπ Γιόρνταν (1974, Ζυρίχη), Μουσικός Διευθυντής της Όπερας του Παρισιού και μόνιμος προσκεκλημένος Αρχιμουσικός της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, ζει στον κόσμο της μουσικής από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Άρχισε πιάνο στα 6 και βιολί στα 11, τραγουδούσε στην Χορωδία των Αγοριών της Ζυρίχης και ο κορυφαίος μαέστρος πατέρας του, ο Άρμιν Γιόρνταν, τον είχε πάντα κοντά του στις πρόβες της όπερας. Ο μικρός Φίλιπ, θαμπωμένος από τον κόσμο της σκηνής, ήθελε στην αρχή να γίνει σκηνοθέτης και στα 9 του χρόνια έφτιαξε μια μακέτα σκηνικού για την όπερα του Βάγκνερ, «Ο Χρυσός του Ρήνου». Τελικά τον κέρδισε η διεύθυνση ορχήστρας, χωρίς να έχει κάνει σχετικές σπουδές. «Υπάρχουν τόσοι τρόποι να γίνεις μαέστρος. Ο βιολιστής έχει το βιολί του, ο πιανίστας έχει το πιάνο του, αλλά ο μαέστρος δεν είναι εύκολο να έχει τη δική του ορχήστρα. Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις πως γίνεσαι μαέστρος. Ο δικός μου τρόπος είναι ο παραδοσιακός γερμανικός τρόπος, η γνώση μέσα από την εμπειρία», λέει ο ίδιος.
Η απογείωση του Φίλιπ Γιόρνταν άρχισε από τα 20 του και τον οδήγησε σε πολύ σημαντικές θέσεις, σε μεγάλες όπερες στην Ευρώπη. Η αφετηρία του ήταν η όπερα της πόλης Ουλμ, το 1994 και από εκεί το 1998 έγινε βοηθός του Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου. Από το 2001 και μέχρι το 2004 είχε τη θέση του Αρχιμουσικού στη Φιλαρμονική Ορχήστρα και στην Όπερα του Γκρατς και εκείνη την περίοδο έκανε το ντεμπούτο του στα μεγαλύτερα θέατρα όπερας και σε διεθνή φεστιβάλ: Κρατική Όπερα της Βιέννης, Όπερα του Βερολίνου, Όπερα του Χιούστον, Κόβεντ Γκάρντεν, Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, του Μπάντεν Μπάντεν, του Γκλάινμπουρν. Βρέθηκε γρήγορα στο πόντιουμ μεγάλων συμφωνικών ορχηστρών: Φιλαρμονική του Βερολίνου και της Βιέννης, Συμφωνική της Βιέννης, Φιλαρμόνια του Λονδίνου, Accademia Nazionale di Santa Cecilia, Τονχάλε της Ζυρίχης, Συμφωνική του Αμβούργου, Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και σε πολλές άλλες μεγάλες ορχήστρες των ΗΠΑ.
Θυμίζει ότι δεν υπήρξε ο πρώτος νέος μαέστρος που ανέλαβε ευθύνες που συμβατικά συνδέονται με πιο ώριμους αρχιμουσικούς, «ο Μπρούνο Βάλτερ διηύθυνε την πρώτη του συμφωνία του Μπρούκνερ στα 18 του χρόνια και ο Κάραγιαν ήταν Γενικός Μουσικός Διευθυντής στο Άαχεν στα 25 του. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα ηλικίας, πιστεύω ότι έχει να κάνει με την εμπειρία».
Στην πρώτη του εμφάνιση στο Ζάλτσμπουργκ, ο Φίλιπ Γιόρτναν έγινε ο ήρωας του Φεστιβάλ: « είχε σβελτάδα, ήταν επιβλητικός και πολύ, πολύ μουσικός», έγραψε το περιοδικό Opera Today. Και οι Financial Times, όταν διηύθυνε στα 28 του χρόνια την Φιλαρμόνια του Λονδίνου, σημείωναν, « τόσο απόλυτη ήταν η γνώση της μουσικής, τόσο κομψή και μεγαλειώδης η ανάγνωσή του, που ένιωθες ότι την διηύθυνε περισσότερα από τα 28 χρόνια της ζωής του σε αυτόν τον πλανήτη». Στο πόντιουμ έγραψαν οι New York Times, « ο Ελβετός Γιόρνταν ηλεκτρίζει την ορχήστρα με την ενέργεια, την ένταση και τον ενθουσιασμό του».
Ο τενόρος Μπούρκχαρντ Φριτς (Αμβούργο 1970) είχε για οδηγό του έναν άλλο λαμπρό εκπρόσωπο του τραγουδιού, τον Αλφρέντο Κράους , απέκτησε τις πρώτες του εμπειρίες στη σκηνή σε παραγωγές της Ακαδημίας Μουσικής και Θεάτρου του Αμβούργου και έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο Κρατικό Θέατρο του Μπρέμερχάφεν, το 1997.
Μέλος του Μουσικού Θεάτρου του Γκελσενκίρχεν, την περίοδο 2000-2004, άρχισε με λυρικούς ρόλους και γρήγορα, αναδείχθηκε σε κεντρικούς ρόλους και η ξεχωριστή και καλλιεργημένη φωνή του, του άνοιξε τις πόρτες της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, της οποίας είναι μέλος από το 2004. Με μαέστρο και μέντορα τον Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ έγινε εξαιρετικός Πάρσιφαλ, Φλορεστάν και Στόλτσινγκ στους Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, αλλά και Καβαραντόσι στη Τόσκα και Άλβαρο στη Δύναμη του Πεπρωμένου, κατακτώντας έτσι και μια ξεχωριστή θέση στο ιταλικό ρεπερτόριο. Στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, το 2007, συνεπήρε το κοινό στο ρόλο του Μπενβενούτο Τσελίνι, στην ομώνυμη όπερα του Μπερλιόζ, με την Φιλαρμονική της Βιέννης και τον Βαλέρι Γκεργκίεφ στο πόντιουμ.
Οι μεγάλες οπερατικές σκηνές της Ευρώπης καλωσορίζουν τον Φριτς ως έναν από τους εξαιρετικούς τενόρους της εποχής: Σκάλα του Μιλάνου, Κρατική Όπερα του Ανόβερου και της Στουτγάρδης με τον Λούτσιο Σίλλα, Ρότερνταμ και Άμστερνταμ με τον Φάουστ, στην Καταδίκη του Φάουστ, Μόναχο με τον Βάκχο στην Αριάδνη στη Νάξο, Βρυξέλλες με τον Πρίγκιπα στην Ρούζαλκα, Γκρατς και Βερολίνο με τον Λόενγκριν, και Δον Χοσέ στην Κάρμεν, Όπερα της Βαστίλης, στο Παρίσι με τους Σικελικούς Εσπερινούς.
Στη δισκογραφία του περιλαμβάνονται η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν με μαέστρο τον Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ και ένα DVD με τον Μπενβενούτο Τσελίνι από την παραγωγή του Ζάλτσμπουργκ.
Πέρυσι συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από την γέννηση του Γκούσταβ Μάλερ (Βοημία 1860-Βιέννη 1911) και εφέτος 100 από το θάνατό του. Οι σύγχρονοι αυτού του Τιτάνα της αυστρο-γερμανικής μουσικής θα έμεναν κατάπληκτοι με τη λατρεία που τον περιβάλλουν οι σημερινοί φιλόμουσοι. Δεν περνάει μήνας χωρίς μια νέα έκδοση κάποιας συμφωνίας του, όλα τα έργα του –ακόμα και τα πιο δύσκολα και απαιτητικά- είναι στον κανόνα των ρεπερτορίων και οι εκδόσεις γύρω από τη ζωή και το έργο του είναι συχνές και πολύτομες.
Ακόμα και πριν από 50 ή 60 χρόνια όλα αυτά ήταν αδιανόητα. Ο Μάλερ είχε αφήσει πίσω του τη φήμη ενός μεγάλου μαέστρου, τα έργα του ήταν για τους λίγους φανατικούς μυημένους. Μετά το Β΄Πόλεμο ήρθε η ώρα του: εξαιρετικά προικισμένοι μαέστροι άρχισαν να παρουσιάζουν τον Μάλερ και η συχνή έκθεση στη μουσική του διέλυσε τις προκαταλήψεις για την επιτήδευσή της. Η μουσική του απευθυνόταν και σε όσους απολάμβαναν τα ρομαντικά της στοιχεία, αλλά και στην πρωτοπορία που του αναγνώριζε ότι υπήρξε μια γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Βαθιά προσωπικές, οι συνθέσεις του Μάλερ, με την αντισυμβατική τους φόρμα, με τον συνδυασμό λαϊκών ήχων και μυστικιστικών στοιχείων, με τη σύνθετη πολυφωνία των οργάνων, με τις αντιθέσεις πάθους, ειρωνείας, παιδικής απλοϊκότητας και ψυχολογικής ενδοσκόπησης, έγιναν πολύ ελκυστικές για τους συνθέτες του προχωρημένου 20ου αιώνα, αλλά και για το κοινό, που βρήκε στη μουσική του μια ακαταμάχητη και συνολική έκφραση των ανησυχιών και της πολυπλοκότητας της σύγχρονης ζωής.
Πολλοί συνθέτες υπήρξαν σπουδαίοι ενορχηστρωτές, αλλά κανένας δεν υπερέβη τον Μάλερ. Η μεγάλη του συνεισφορά, σύμφωνα με τους μελετητές του και τους μουσικούς, είναι η επινόηση της ορχήστρας ως μιας κολοσσιαίας συλλογής από μικρά σύνολα δωματίου. Η νέα αυτή δομή της ορχήστρας καθόρισε και καθορίζει τη σκέψη των συνθετών, μέχρι τις μέρες μας. Ο Μάλερ κωδικοποίησε, επίσης, την ετικέτα της αίθουσας συναυλιών με τον λατρευτικό, σχεδόν θρησκευτικό της χαρακτήρα. Τα θέατρα της όπερας του 19ου αιώνα ήταν θορυβώδη και ο Μάλερ, που μισούσε τους θορύβους, όταν ανέλαβε το τιμόνι της Όπερας της Βιέννης το 1897, πέταξε έξω τους οπαδούς των τραγουδιστών, απαγόρευσε το χειροκρότημα ανάμεσα στα μέρη των έργων, κατακεραύνωνε με τη ματιά του όσους μιλούσαν και υποχρέωσε τους καθυστερημένους να περιμένουν στο φουαγιέ. Ο Αυτοκράτορας Φραντς Γιόζεφ, η ενσάρκωση της παλιάς Βιέννης, λέγεται ότι είπε, «Είναι τόσο σοβαρό πράγμα η μουσική; Νόμιζα ότι απλώς κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους».
Τα τραγούδια για το Μαγικό Κόρνο του Παιδιού γράφτηκαν την περίοδο 1887-90, εμπνευσμένα από μια συλλογή γερμανικών λαϊκών ποιημάτων, που είχε δημοσιευτεί από το 1805 μέχρι το 1808. Ήταν η εποχή του εξιδανικευμένου φολκλόρ και του κινήματος για τη συντήρηση της παράδοσης, στη Γερμανία του 19ου αιώνα, κίνημα το οποίο άγγιζε τον βαθύ εαυτό του Μάλερ. Γιός ενός ταβερνιάρη και ποτοποιού της Βοημίας, ο Μάλερ μεγάλωσε σε έντονη και εύφλεκτη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Κάποτε διηγήθηκε στον Φρόιντ , σε έναν πολύωρο περίπατό τους, ότι μια μέρα το έσκασε από το σπίτι για να αποφύγει έναν καυγά των γονιών του και στο δρόμο παρηγορήθηκε, όταν άκουσε έναν οργανοπαίκτη να παίζει ένα λαϊκό τραγούδι. Ο Φρόιντ αποφάνθηκε: « ο συνδυασμός της βαριάς τραγωδίας και της ελαφριάς διασκέδασης εγκαταστάθηκαν από τότε αδιαχώριστα στο μυαλό του Μάλερ».
Ο συνδυασμός των τραγουδιών του Μαγικού Κόρνου του Παιδιού και της 1ης Συμφωνίας σε ένα πρόγραμμα, επιβεβαιώνει ίσως το συμπέρασμα του Φρόιντ. Η Συμφωνία παρουσιάστηκε το 1889 και το κοινό την υποδέχτηκε με χειροκροτήματα, αλλά και αποδοκιμασίες και αδιαφορία. Με επιρροές από τον Βάγκνερ, αλλά και τον Ζαρατούστρα του Στράους, επιχειρεί να ανατρέψει ό,τι έχει προηγηθεί στην αρχιτεκτονική των συμφωνιών και στο εύρος των αναφορών τους. Ο Μάλερ ακολουθεί εδώ –όπως και στη 2η και την 3η συμφωνία του- την πρακτική του ώριμου ρομαντισμού, με τις λεπτομερείς προγραμματικές περιγραφές και την ονομάζει του «Τιτάνα».
Το Τραγούδι της Γης, έργο του 1908, « η πιο προσωπική σύνθεση που έχω κάνει», κατά τον ίδιο τον Μάλερ, είναι μια σύνθεση μεγάλης κλίμακας για δυο τραγουδιστές, με έμπνευση από την αρχαία κινεζική ποίηση. Ο Μάλερ γοητεύτηκε από τις περιγραφές της φυσικής ομορφιάς στα ποιήματα αυτά, αλλά και από τους στοχασμούς τους για το παροδικό και το εφήμερο και διάλεξε επτά για τη σύνθεσή του. « Ο Μάλερ βρήκε στην κινεζική ποίηση αυτό που παλιότερα αναζητούσε στα γερμανικά λαϊκά τραγούδια: μια μάσκα ή μια μεταμφίεση για τη διαφορετικότητά του, που προέκυπτε από την εβραϊκή του ταυτότητα», έγραψε ο φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο και ο Μπρούνο Βάλτερ, που παρουσίασε για πρώτη φορά τα τραγούδια, μετά το θάνατο του συνθέτη, είπε ότι αυτή είναι «η πιο προσωπική εξομολόγηση από όλες τις δημιουργίες του Μάλερ και ίσως σε ολόκληρη τη μουσική. Ο Μάλερ βρήκε στα ποιήματα αυτά μια ηχώ της δικής του επίγνωσης της θνητότητας».
Η 10η Συμφωνία, το τελευταίο έργο του Μάλερ, γράφτηκε το καλοκαίρι του 1910. Ο συνθέτης μιλούσε γι αυτήν στους φίλους του ως «κάτι απόλυτα καινούργιο», για έναν στοχασμό πάνω σε όσα είδε και ένιωσε στην Αμερική, όπου έζησε και δούλεψε τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1909, όταν άρχιζε τη δεύτερη σεζόν του στη Νέα Υόρκη, έγραψε στον Μπρούνο Βάλτερ: «Βλέπω τα πάντα με έναν καινούργιο τρόπο, βρίσκομαι σε μια διαδικασία μετάλλαξης, κάποιες στιγμές νομίζω ότι έχω μπει σε ένα καινούργιο σώμα -όπως ο Φάουστ στην τελευταία σκηνή- ποτέ άλλοτε δεν είχα τόση δίψα για ζωή».
Οι συνθήκες εκείνης της περιόδου ήταν ιδιαίτερες: Ο Μάλερ βρισκόταν στο ζενίθ του συνθετικού του ίστρου, αλλά η προσωπική του ζωή κατέρρεε μετά τις αποκαλύψεις για τη σχέση της γυναίκας του Άλμας με τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους και η υγεία του επιδεινωνόταν από τον μοιραίο στρεπτόκοκκο, που είχε πλήξει την καρδιά του. Πέθανε στις 18 Μαΐου του 1911 και πάνω στο γραφείο του ήταν το χειρόγραφο της 10ης Συμφωνίας, ολοκληρωμένης, αλλά χωρίς να έχει κάνει την ενορχήστρωσή της. Η πρεμιέρα της έγινε το 1924, στο Κοντσέρτχεμπάου του Άμστερνταμ, με μαέστρο τον Βίλεμ Μένγκελμπεργκ.