Στο ρόλο του Αμφιτρύωνα, τραγικού πατέρα του σε κατάσταση αμόκ Ηρακλή, έχει την ευκαιρία να στοχαστεί για το πέρασμα του χρόνου. Είναι σπάνιο αυτό στο θέατρο, ο ρόλος να ταυτίζεται με την κατάσταση σου – αλλά ο Μηνάς Χατζησάββας δηλώνει ότι αισθάνεται το βάρος της ηλικίας. Κάποιες στιγμές αυτό τον χαροποιεί, κερδίζει σε στοχαστικότητα. Κάποιες άλλες τον αποθαρρύνει, νιώθει να μην έχει τις δυνάμεις που χρειάζεται, π.χ., ένας ρόλος σαν τον Οιδίποδα Τύραννο. Αλλά δεν χάνει το κέφι του. Μαζί με τον αυτοσαρκασμό, μια ποιότητα που κατακτιέται, ο καλός ηθοποιός όσο περνάει ο καιρός είναι όλο και πιο καλός. Σαν το παλιό κρασί.
Από τη Νίκη Ορφανού
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Στον Ηρακλή μαινόμενο του Ευριπίδη, ο ήρωας επιστρέφει από τον Άδη στη Θήβα, η οποία έχει πέσει στα χέρια του Λύκου. Η γυναίκα του Ηρακλή, Μεγάρα, και τα τέκνα τους έχουν καταφύγει στο ναό. Ο Ηρακλής καταφέρνει να εξοντώσει τον Λύκο, όμως πέφτει θύμα της Ήρας και κυριεύεται από μανία, με αποτέλεσμα να σκοτώσει ο ίδιος την οικογένεια του.
Το ρόλο του Αμφιτρύωνα, τραγικού πατέρα του Ηρακλή, κρατά ο Μηνάς Χα-τζησάββας. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο καταξιωμένος ηθοποιός μας μιλά για το κείμενο του Ευριπίδη, τη συνεργασία του με τον Μιχαήλ Μαρμάρινο – αλλά και για το πόσο δύσκολο είναι να γερνάς…
Είναι η πρώτη σας συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμάρινο;
Ναι, δεν έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν, αν και είχαμε βρεθεί σε μια ταινία, στα Παιδιά του Κρόνου του Γιώργου Κόρρα, το 1984. Παρακολουθούσα βέβαια τις δουλειές του -φαντάζομαι ότι κι αυτός θα έχει δει κάποιες δικές μου-και τον εκτιμώ πολύ. Έτσι, όταν μου έκανε την πρόταση, δεν μπορούσα να αρνηθώ, παρ’όλο που πλέον αποφεύγω να κάνω πράγματα κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να δουλεύεις μες στη ζέστη κι εγώ δεν βρίσκομαι στην πρώτη μου νιότη! Οι αντοχές μου δεν είναι όπως άλλοτε… Δέχτηκα όμως, γιατί μου άρεσε η ιδέα να δουλέψω με τον Μαρμάρινο. Ήταν καλή ευκαιρία να δούμε και αν ταιριάζουμε. Γιατί αν η χημεία είναι καλή κι αν μια συνεργασία θα έχει μέλλον φαίνεται σίγουρα πάνω στη δουλειά. Πάντως, μέχρι στιγμής πάει μια χαρά. Εγώ βέβαια ανησυχώ για τον εαυτό μου, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω – αλλά αυτή την αγωνία την έχω πάντα, κυρίως όταν οι πρόβες έχουν προχωρήσει αρκετά. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δέχτηκα την πρόταση ήταν διότι σκέφτηκα ότι, ως Αμφιτρύωνας, θα έχω μικρό ρόλο. Κι εκεί την πάτησα! Ο ρόλος δεν είναι καθόλου μικρός, ο Αμφιτρύωνας είναι στη σκηνή από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου. Έχει πολλή δουλειά, είναι πιο ζόρικος ρόλος απ’ό,τι αρχικά φαντάστηκα. Τελικά, πάντως, το διασκεδάζω.
Μόνο το διασκεδάζετε; Τόση ώρα που μιλάμε δείχνετε ενθουσιασμένος…
Έτσι είναι, το παραδέχομαι. Η δουλειά που γίνεται με τον Ηρακλή μαινόμενο είναι πραγματική καλλιτεχνική πρόταση, δεν αναμασάμε καθιερωμένα σχήματα και τεχνικές. Ο Μαρμάρινος χειρίζεται το κείμενο σαν παρτιτούρα. Γίνεται πολλή δουλειά πάνω στο λόγο, αυτό δημιουργεί ένταση και στο σώμα, νιώθεις λοιπόν διαρκώς ότι είσαι σε μια μάχη. Τα δρώμενα βγαίνουν από την μάχη που δίνει ο κάθε ηθοποιός με τον εαυτό του. Κι έτσι, δεν υπάρχει καμία δραματοποίηση, με την έννοια ότι «τώρα παίζουμε δράμα» ή «τώρα κλαίμε»… Όλα κρατιούνται σε μια απόσταση. Όπου χρειάζεται ρεαλισμός υπάρχει, αν και συνήθως ανατρέπεται από κάτι άλλο. Αυτή η μέθοδος -ας μην μπούμε τώρα σε τεχνικές λεπτομέρειες- είναι σαν παρτιτούρα, και ο κάθε ηθοποιός δουλεύει σαν ένα μουσικό όργανο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ηθοποιός δεν καταθέτει και την προσωπική του σφραγίδα, την ευφυΐα του, την ευαισθησία του. Είναι μια συνεργασία ουσιαστική. Αυτή είναι, πάνω-κάτω, η δουλειά που γίνεται, και εγώ την κάνω για πρώτη φορά.
Είναι και η διαδικασία διαφορετική; Πώς δουλεύετε στις πρόβες;
Δοκιμάζαμε διάφορα πράγματα στις πρόβες. Ο Μαρμάρινος έχτιζε ένα πλαίσιο, που είχε να κάνει με το τι ήθελε γενικά για την παράσταση, και μας έβαζε σε μια κατάσταση εγρήγορσης. Κάναμε αυτοσχεδιασμούς, κάποιους μάλιστα τους κράτησε, καθώς τα πάντα καταγράφονταν κατά τις πρόβες. Μετά χωριστήκαμε και πλέον κάνουμε σπαστές πρόβες. Προχτές είδα τα παιδιά του χορού να δουλεύουν και πάτησα τα κλάματα. Κι ας μην είναι αυτό το ζητούμενο, να κάνουμε δηλαδή το κοινό να κλάψει. Αλλά δημιουργείται μια βαθύτερη συγκίνηση, οπτική και πνευματική, απέναντι στα δρώμενα – τουλάχιστον εγώ έτσι ένιωσα. Πρέπει πάντως να αφεθείς, να δεις αυτό που εξελίσσεται μπροστά σου αθώα και απλά. Γιατί στην παράσταση τα πράγματα είναι απλά, δεν υπάρχει καμία εκζήτηση. Δεν έχουν γίνει αλλαγές στο κείμενο ούτε κοψίματα. Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, όμως (σε συνεργασία με τον Μιχαήλ Μαρμάρινο), είναι εξαιρετική και το ίδιο το κείμενο είναι τόσο καλό…
Τι σας συγκινεί στο έργο;
Νομίζω ότι δύσκολα βρίσκουμε σε έργο καλύτερη περιγραφή για τα γηρατειά. Ο Ευριπίδης, επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν το έγραψε, είχε την εμπειρία και τη σοφία να μιλήσει ουσιαστικά για το τι σημαίνει να γερνάς, να μη μπορείς να οδηγήσεις πια το σώμα σου, να τρέμουν τα πόδια σου. Είναι πολύ συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο συγγραφέας για τους γέρους, για την ηλικία. Ταυτόχρονα, όμως, το κείμενο είναι κι ένας ύμνος στα νιάτα. Νομίζω, ο πατέρας τον οποίο υποδύομαι, ο Αμφιτρύωνας, είναι τόσο αληθινός. Είναι ένας πατέρας που συγκινείται, που φοβάται, που προσπαθεί να σώσει τα εγγόνια του…
Είναι δύσκολο για έναν καλλιτέχνη να μεγαλώνει; Εσάς σας απασχολεί η ηλικία;
Είναι δύσκολο και περίεργο μαζί. Απ’τη μια πλευρά, όσο μεγαλώνεις έχεις εμπειρίες ξέρεις περισσότερα, βρίσκεις πιο γρήγορα το στόχο καθώς η αντίληψη σου είναι οξυμένη και δεν σε πειράζει να ρισκάρεις ίσως και παραπάνω, διότι βλέπεις την ουσία των πραγμάτων, όχι την επιφάνεια, και σ’ ενδιαφέρει λιγότερο το τι θα πουν οι άλλοι… Αλλά απ’ την άλλη πλευρά, αυτή η κατάκτηση έρχεται σε αντίθεση με το σώμα σου. Το σώμα σου, δηλαδή, δεν μπορεί να σε ακολουθήσει. Θέλεις να κάνεις τολμηρά πράγματα, αλλά σε πονάει το πόδι σου, πιάνεται η μέση σου, ξεχνάς τα λόγια σου και πάει λέγοντας. Το πνεύμα θέλει, αλλά το σώμα έχει αντιρρήσεις. Αυτή είναι μια εμπειρία πολύ άσχημη για κάθε καλλιτέχνη. Όσο για μένα, σ’ αυτή την παράσταση έχω ένα επιπλέον πρόβλημα: από την αρχή ως το τέλος ακούω συνεχώς να με αποκαλούν γέροντα! Ε, δεν έχω και την αίσθηση πια ότι είμαι τόσο πολύ γέρος! Εντάξει, έχω κλείσει τα 63, ξέρω ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθεί μπροστά μου ένας πιτσιρικάς και να με αποκαλέσει παππού (ή και, λιγότερο ευγενικά, παλιόγερο)… Τι να κάνω, θα το αποδεχτώ. Αλλά μέσα μου, ασχέτως πώς φαίνομαι εξωτερικά, δεν αισθάνομαι και τόσο μεγάλος, αυτό το «γέροντα, γέροντα» που με φωνάζουν, μου κακοφαίνεται. Είναι λίγο δύσκολο να το αντέξω… Εντάξει, να με λένε πατέρα ή μπαμπά, αλλά γέροντα; Πρώτη φορά μου συμβαίνει να παίζω το ρόλο ενός τόσο ηλικιωμένου. Πάντως, μέχρι στιγμής το αντιμετωπίζω με ηρωισμό…
Υπάρχουν ρόλοι που δεν προλάβατε να κάνετε;
Θα ήθελα να είχα κάνει έναν Οιδίποδα, Οιδίποδα Τύραννο εννοώ, αλλά τώρα είναι πλέον πολύ αργά. Δεν πειράζει, τι να κάνουμε… Προλαβαίνω τουλάχιστον να κάνω τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κόλλησα σε συγκεκριμένους ρόλους, χαιρόμουν τόσο πολύ που έκανα θέατρο ώστε να μη μ’ ενδιαφέρει να ταυτιστώ με κάποιους απ’ αυτούς. Το ότι βρισκόμουν με κάποιους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος ότι κάναμε ομάδες ότι αναπνέαμε αυτή τη συλλογική δουλειά, όλα αυτά ήταν πιο σημαντικά από το να κάνω συγκεκριμένους ρόλους. Μου άρεσε η πράξη του θεάτρου καθεαυτή. Άλλωστε και ένας μικρός ρόλος έχει ενδιαφέρον, πρέπει να παλέψεις για να τον κάνεις σημαντικό, κάθε φορά χρειάζεται να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου. Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχισμένος ή αν έχτισα τη ζωή μου καλά, αλλά χαίρομαι που ανακάλυψα το θέατρο. Γιατί μου χάρισε φοβερές στιγμές και κακές και καλές. Πολεμούσα συνέχεια, το θέατρο αυτό είναι, ένας πόλεμος μια διαρκής μάχη με τον εαυτό σου, με τα κείμενα… Θα πείτε: αυτός ο πόλεμος μ’ έκανε να μην καταλάβω ότι πέρασαν τα χρόνια. Αλλά ήταν γεμάτα χρόνια, δεν βαρέθηκα.
Δεν έχετε κουραστεί, δηλαδή…
Δεν λέω ότι δεν έχω κουραστεί, αυτό θα ήταν ψέμα. Όπως έχει πει κι η Μάγια Λυμπεροπούλου, το θέατρο είναι για τους νέους. Έχει δίκιο. Οι μεγαλύτεροι ακολουθούμε, γιατί δεν θέλουμε να παραδώσουμε τα όπλα. Το σίγουρο είναι ότι, προσωπικώς, αν δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω το θέατρο που μου αρέσει, που με κεντρίζει, που με κρατά σε εγρήγορση, αν είχα μείνει σ’ όσα είχα κατακτήσει, θα είχα ήδη παραιτηθεί. Άλλωστε η τέχνη πρέπει να αφυπνίζει, αλλιώς δεν έχει νόημα – και πώς θα αφυπνίσει τον οποιονδήποτε ένας αποκοιμισμένος ηθοποιός;
Θέλατε από μικρός να κάνετε θέατρο;
Όταν ήμουν μικρός, όλοι θέλαμε να παίξουμε σινεμά. Ήμουν τυχερός, έκανα καλό σινεμά ταυτόχρονα με το θέατρο. Είχα κάνει την επανάσταση μου – η μητέρα μου δεν ήθελε, ο πατέρας μου δεν είχε αντίρρηση. Μετά βγήκε η τηλεόραση… Η αλήθεια είναι ότι όλοι φάγαμε ψωμί με την τηλεόραση. Ο κινηματογράφος είναι ακριβό χόμπι, και ίσως σήμερα να είναι ακόμα πιο ακριβό. Το ίδιο και το θέατρο. Εγώ ξεκίνησα πολύ αργά τηλεόραση, γύρω στα 45. Ήμουν μεγάλος, τα μυαλά μου δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα.
Ποια είναι η αίσθηση σας για τους νέους ηθοποιούς;
Υπάρχουν νέες δυνάμεις απίστευτες. Ναι, ξέρω, όλοι γκρινιάζουν γιατί τα νέα παιδιά μεγαλώνουν με την τηλεόραση και ό,τι συνεπάγεται αυτό. Αλλά πρέπει να είμαστε τυφλοί για να μη βλέπουμε ότι το θέατρο προχωράει, ότι γίνεται πολύ καλό θέατρο πλέον στη χώρα μας κι ότι έχουμε θαυμάσιους νέους ηθοποιούς, πολύ πιο προχωρημένους απ’ όσο ήμασταν εμείς. Βλέπω τους νέους ηθοποιούς να τραγουδάνε, να χορεύουν, και όλα αυτά επαγγελματικά, όχι «λίγο απ’όλα» όπως όταν ξεκινούσαμε εμείς. Οι νέοι ηθοποιοί μαθαίνουν τόσα πράγματα, έχουν τόσες δεξιότητες. Είμαι πολύ αισιόδοξος, δεν με πτοούν ούτε οι γκρίνιες ούτε η τηλεόραση ούτε τίποτα… Οι νεότεροι θα μας ξεπεράσουν, κι αυτό είναι καλό. Δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω τις δυσκολίες, ιδιαίτερα στον καιρό της κρίσης που ζούμε. Απ’ την άλλη, μια κρίση μπορεί να μας κάνει και πιο αποφασισμένους. Ίσως να είναι και μια ευκαιρία η κρίση.
Από ποια άποψη;
Ίσως να μπορέσουμε να θέσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια κάποια ερωτήματα για μας τους ίδιους, για τη ζωή μας. Δεν μ’ αρέσει να κρίνω ούτε να βγάζω αποφάσεις. Αλλά μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει ενοχή. Δεν αισθάνομαι και τόσο αθώος. Είμαι αριστερής σκέψης, αλλά νομίζω ότι μας έμαθαν να ζούμε και λιγάκι ωφελιμιστικά. Να είμαστε ελαστικοί, να κάνουμε «λαμογιές», ανάλογα με τις δυνατότητες μας. Βλέπω αυτούς που φωνάζουν και σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραίο, από μια άποψη, να μπορώ κι εγώ να καταδικάζω, θα έκανε πιο απλά τα πράγματα. Αλλά πώς να βγω να φωνάξω και να καταδικάσω; Σίγουρα εμένα θα μπορούσε να με βάλει στη θέση μου κάποιος που δεν έχει τα μέσα να ζήσει. Εγώ πήρα καλή σύνταξη, μπορώ να ζήσω με αξιοπρέπεια. Δούλεψα, αλλά ίσως κάποιοι άλλοι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Πολλοί λοιπόν έχουν λόγους να φωνάζουν. Αλλά για μένα το σημαντικό είναι να θέσουμε με ωριμότητα κάποια ερωτήματα, να σκεφτούμε πιο σοβαρά για τη ζωή μας, την ηθική μας, το τι μας δένει με τους άλλους – και η κρίση μας ίσως τελικά μας αναγκάζει να το κάνουμε αυτό. Όχι ότι θα μπορέσουμε να δώσουμε τελικά απαντήσεις. Όπως και να ‘χει, θα πεθάνουμε με ερωτήματα και με την αμφιβολία… ▲