Μ’ έναν ακόμη τραγικό ρόλο επιστρέφει ο Χρήστος Λούλης στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου: αυτή τη φορά ερμηνεύει τον Ιάσονα στη Μήδεια του Ευριπίδη, μια παραγωγή που υπογράφει σκηνοθετικά ο Αντώνης Αντύπας. Ο ηθοποιός, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλά για τη πρώτη του -μάλλον τρομακτική-συνάντηση με το κείμενο του Ευριπίδη, και επισημαίνει ότι το θέατρο, όπως και η θρησκεία, αφορά σε μια μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου…
Από τη Νίκη Ορφανού Φωτογραφίες: Βίκυ Γεωργοπούλου
ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
ο Αντώνης Αντύπας, με τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, στη διάρκεια της ανάγνωσης της Μήδειας. Απέναντι, ο Χρήστος Λούλης – που υποδύεται τον Ιάσονα, έναν αργοναύτη. Και, σύμφωνα με τον ηθοποιό, «κάθε άντρας που θεωρεί τον εαυτό του αργοναύτη έχει ερωτευθεί το ταξίδι, το καράβι, το μέσο που τον πάει».
Αυτή είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με τη Μήδεια, έτσι δεν είναι;
Κι όμως, είναι η δεύτερη! Η πρώτη ήταν μια ερασιτεχνική παραγωγή της ομάδας του Πανεπιστημίου Πειραιά, στη Σαλαμίνα. Πρέπει να έχουν περάσει από τότε δεκαέξι χρόνια, ίσως και παραπάνω. Έκανα τον Άγγελο, με μεγάλη αρχαιοπρέπεια μάλιστα. Δεν το ευχαριστήθηκα. Θυμάμαι ότι μ’ είχε καταλάβει ένα ολοκληρωτικό μούδιασμα από πάνω ώς κάτω! Μετά, έκανα μισή ώρα να μιλήσω… Γιατί όταν είσαι νέος και δεν ξέρεις τι σου γίνεται, και είσαι γεμάτος απορίες που στριφογυρίζουν στο κεφάλι σου, και πας να πεις αυτά τα λόγια και να αναμετρηθείς με τέτοια μεγέθη -που ποτέ στην πραγματικότητα δεν κατακτάς, αλλά εξοικειώνεσαι κάπως μαζί τους με το χρόνο και την προσπάθεια-την ώρα εκείνη διαπιστώνεις με τρόμο ότι δεν ξέρεις τι να κάνεις με τα χέρια σου, με τα πόδια σου, δεν ξέρεις τι να κάνεις τη φωνή σου, παγώνεις ολόκληρος από το τρακ, από την ανημποριά…
Νιώθετε ότι έχουν πλέον ικανοποιηθεί αυτές οι απορίες;
Οι απορίες δεν ικανοποιούνται ποτέ, τουλάχιστον οι σημαντικές. Αυτό που μπορώ να πω για τη Μήδεια είναι ότι είναι ένα έργο που έχει να κάνει με τις δύο διαφορετικές φύσεις του άντρα και της γυναίκας. Αυτές οι φύσεις δεν μπορούν να συναντηθούν. Υπάρχουν άνθρωποι που φέρουν με κάποιο τρόπο και τις δύο, αλλά αυτή η γνώση δεν μεταδίδεται. Έτσι, ένας άντρας και μια γυναίκα μόνο εικασίες μπορούν να κάνουν ο ένας για τον άλλον. Οι απορίες θα μένουν.
Κάποιοι βλέπουν ακόμη στο έργο τη σύγκρουση ανάμεσα στον απόλυτο ορθολογισμό του Ιάσονα, που εκφράζει μια κοινωνία με υλιστικά οράματα, και την αρχαία θρησκεία μαγεία…
Ναι, υπάρχει κι αυτή η σύγκρουση στο έργο. Αυτά τα πράγματα τα αγγίζουμε όσο μπορούμε να τ’ αντέξουμε, κι ίσως και γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ο Αντώνης Αντύπας άλλωστε, δεν είναι σκηνοθέτης των άκρων, δεν επιχειρεί να βρει ένα στοιχείο στο έργο και να το αναδείξει. Έχει τη φιλοδοξία να κάνει μια παράσταση που θα αγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα. Στο κέντρο της έχει την ίδια την ιστορία της Μήδειας, την πλοκή. Αυτό είναι αρκετό για το σκηνοθέτη, για να φτιάξει μια παράσταση και να πει την ιστορία τίμια – δεν μ’ αρέσει η λέξη, αλλά δεν βρίσκω άλλη αυτή τη στιγμή. Προσωπικά, άλλωστε, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας τρόπος, ο «σωστός» για να προσεγγίσεις μια τραγωδία, ή και οποιοδήποτε θεατρικό κείμενο. Μ’ αρέσει να τα δοκιμάζω όλα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με εκφράζουν απόλυτα. Φυσικά κι αυτή η συγκεκριμένη δουλειά δεν με εκφράζει εκατό τοις εκατό, αλλά αυτό το θεωρώ καλό πράγμα. Πάντα το ζήτημα για μένα είναι η απόσταση που θα διανύσει κανείς ανάμεσα στη θέση που είχε πριν και στη θέση που θα έχει τελικά μαζί με τους άλλους. Αυτή είναι η ουσία της τέχνης. Έχω υπάρξει και σε δουλειές στις οποίες φαινομενικά συμφωνούσαμε όλοι, και λέγαμε, «τι ωραία, όλοι συμφωνούμε». Και χειροκροτούσαμε τους εαυτούς μας και λέγαμε πόσο πολύ εκτιμούμε ο ένας τον άλλον. Αλλά δεν είχε ουσία, ήταν ένα άδειο κέλυφος. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, σε μια δουλειά να συμφωνείς απόλυτα. Αυτό που χρειάζε ται είναι να μπορείς να συγκλίνεις ώστε να βρεις έναν κοινό τόπο.
Ερμηνεύετε τον Ιάσονα…
Ο οποίος, παρά τις αδυναμίες του, είναι ένας συμπαθής τύπος. Εντάξει, τα κάνει θάλασσα, και ίσως αρχικά να αισθάνεται κανείς και μια ευχαρίστηση βλέποντας τον να τιμωρείται. Πατάει τους όρκους του, παρατάει τη γυναίκα του για μια νεότερη, κι αυτό το κάνει όχι από πάθος, αλλά από ωφελιμισμό. Αλλά αυτή η ευχαρίστηση χάνεται όταν βλέπεις αυτόν τον άντρα, ο οποίος σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε ένας υπολογιστής, καλός στο να κατευνάζει τα πάθη και να βάζει στόχους, να έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτό το απόλυτο σκοτάδι που, αν και εγγονή του Ήλιου, είναι η Μήδεια. Στο τέλος τα χάνει όλα, ωστόσο, όπως κι ο Άμλετ, στην πιο τραγική του στιγμή έχει μια φοβερή διαύγεια. «Μακάρι να μην είχα γεννηθεί ποτέ, μακάρι να μην είχα κάνει ποτέ παιδιά», λέει. Τον Ιάσονα τον καταλαβαίνω γιατί είναι άνθρωπος, ενώ η Μήδεια είναι θεότητα, γίνεται θεότητα με την πράξη της. Άλλωστε, όπως το βλέπω εγώ, ο Ιάσων δεν την ξεγέλασε στ’ αλήθεια. Ήταν πάντα ένας αργοναύτης και για αυτό άλλωστε είπε το ναι σ’ εκείνη που ήταν ξένη, και μάγισσα… Γιατί υπάρχουν οι αργοναύτες κι εκείνοι που κάθονται στο σπίτι τους. Εκείνοι που δεν θέλουν έναν καινούργιο ουρανό, που δεν μπορούν να καταλάβουν την αλλαγή της ζωής. Οι αργοναύτες είναι αυτοί που όχι μόνο την αποδέχονται την αλλαγή, αλλά την επιζητούν. Ο Ιάσων, λοιπόν, είχε ερωτευτεί την Αργώ, όχι τη Μήδεια. Δεν μπορούσε να κάτσει σπίτι του, κι αυτό δεν θα άλλαζε όταν την έπαιρνε γυναίκα του. Κάθε άντρας που θεωρεί τον εαυτό του αργοναύτη έχει ερωτευτεί το ταξίδι, το καράβι, το μέσο που τον πάει…
Κι εσείς; Είστε αργοναύτης;
Και ναι και όχι… Εμείς οι κανονικοί άνθρωποι είμαστε μάλλον λίγο απ’ όλα, ενώ οι ήρωες των τραγωδιών ήταν ένα πράγμα, ήταν απόλυτοι. Εμείς εμπνεόμαστε απ’ αυτούς και γινόμαστε για λίγο αργοναύτες, μετά ξαναγυρίζουμε στη γυναικεία μας φύση. Στο θέατρο βέβαια μ’ αρέσει η πρόκληση, μ’ αρέσουν οι περιπέτειες. Δεν διαλέγω τα σίγουρα.
Δουλεύετε όμως συχνά με τους ίδιους ανθρώπους…
Εντάξει, δουλεύω συχνά με τον Θωμά Μοσχόπουλο και τον Νίκο Καραθάνο. Με τον Θωμά είμαστε τέσσερα ή πέντε χρόνια τώρα συνεργάτες – αν και τώρα κάνω ένα διάλειμμα, έτσι τα έφερε η ζωή. Πάντως νομίζω ότι ακόμα κι όταν δουλεύεις με τους ίδιους ανθρώπους, δεν σημαίνει ότι έχεις επιλέξει απαραίτητα την ασφάλεια. Υποτίθεται ότι ο στόχος πάντα είναι να πας πιο βαθιά. Άλλωστε και ο Ιάσονας τους ίδιους συντρόφους είχε στο ταξίδι του. Και παρά τα όσα νομίζουν κάποιοι, όλοι μας έχουμε ευθύνη κι όχι μόνο αυτός που είναι στο τιμόνι. Συνήθως ο σκηνοθέτης είναι ο καπετάνιος μπορεί όμως απλώς να φαίνεται έτσι απ’ έξω, και η αλήθεια να είναι διαφορετική. Μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ο σκηνοθέτης ο «σύντροφος» κι εγώ ο «Ιάσων». Άλλωστε πάντα ζούμε τη ζωή τη δική μας, όχι τη ζωή των άλλων. Και στη ζωή τη δική μας, εμείς είμαστε καπετάνιοι. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να νιώθουμε. Ξέρω και κάποιους που νιώθουν ότι είναι κωπηλάτες. Κρίμα. Θα έπρεπε όλοι μας να νιώθουμε ότι είμαστε καπετάνιοι στη ζωή μας.
Μιλήσατε προηγουμένως για τη μάλλον άτυχη εμπειρία της πρώτης Μήδειας. Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιες δουλειές που καθόρισαν, σε κάποιο σημαντικό βαθμό, την αντίληψη σας για το τι σημαίνει να κάνεις θέατρο;
Σημαντική για μένα υπήρξε η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση, που ήταν μια αντικατάσταση που έκανα στο Happy End του Μπρεχτ, παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης, με την Κάτια Γέρου. Ήταν το 1998. Αλλά η παράσταση που με «τράνταξε» ήταν το Καθαροί πια της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Τότε γνωρίστηκα και με την Αμαλία Μουτούση. Κάναμε, θυμάμαι, οκτώ μήνες πρόβα, φτάναμε τις δώδεκα ώρες δουλειά τη μέρα. Και μετά ξεκινήσαμε τις παραστάσεις, και κάθε μέρα είχαμε αντιδράσεις, με κάποιους θεατές πάντα να φεύγουν βρίζοντας. Είχα βγει απ’ τη σχολή μόλις ένα χρόνο πριν, ήταν η δεύτερη παραγωγή στην οποία έπαιζα – είχα ξεκινήσει με τον Βασιλιά Αηρ και μετά είχα πέσει στα βαθιά, με το κείμενο της Κέιν. Ήμουν πολύ φρέσκος ακόμα κι αυτό όλο μου ήταν βαρύ, με σημάδεψε. Κατάλαβα ότι ο ηθοποιός δεν είναι επάγγελμα, αλλά μια πολυτέλεια: σε πληρώνουν για να ζεις μ’ έναν άλλον τρόπο, για να βλέπεις τα πράγματα μ’ άλλο μάτι… Είναι βέβαια μια ανάγκη αυτή η πολυτέλεια, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτήν, όπως δεν θα μπορούσαμε να ζούμε σε σπίτια χωρίς παράθυρα. Ο άνθρωπος χρειάζεται την τέχνη, χρειάζεται τη φαντασία, γιατί έχει ψυχή. Άλλοι πάνε στις εκκλησίες και την ικανοποιούν την ανάγκη τους, άλλοι πάνε στο θέατρο. Όλοι μας θέλουμε και πρέπει να έχουμε επαφή με κάτι άλλο που να είναι είτε έξω από μας, είτε βαθιά μέσα μας… χωρίς αυτό δεν υπάρχει κοινωνία.
Ποια είναι για εσάς η ιδανική συνθήκη δουλειάς;
Είμαι πολύ βολικός. Ό,τι μου φέρεις μπροστά μου θα το φάω. Γενικώς δεν θεωρώ ότι ο ηθοποιός είναι πνευματική δουλειά, είναι κυρίως σωματική δουλειά, και είναι καλό όταν μπορούμε να δουλεύουμε έτσι, «χειρωνακτικά». Αλλά αυτό το εξασφαλίζεις μόνο όταν δουλεύεις σταθερά με μια συγκεκριμένη ομάδα, αν είσαι σε κάποιο ensemble. Έχω δουλέψει και σε ensemble – με τον Θωμά Μοσχόπουλο ακόμα το προσπαθούμε μάλλον- και μόνος. Παντού, ωστόσο, υπάρχει ο φόβος, η ελπίδα, η ανασφάλεια, η δυσπιστία, η βλακεία. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι θέλω ένα πράγμα, είμαι ανοιχτός σε όλα. Όπως είπα, δεν είμαι δύσκολος, ούτε δύστροπος. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το να συγκλίνω και όχι να μένω στο κάστρο μου. Μπορεί να έχω κάποιες σκέψεις για το τι θέλω, αλλά το κυριότερο μου μέλημα είναι ν’ ακούσω τον άλλον και να προσπαθήσω να τον καταλάβω. Η περιέργεια μου είναι μεγαλύτερη από τη διάθεση μου να μιλήσω. Ελπίζω μεγαλώνοντας να μην κουραστώ τόσο, ώστε ν’ αρχίσω να γίνομαι δύστροπος, ή να φέρομαι σαν ντίβα…
Τι ήταν αυτό που σας έφερε στη σκηνή;
Όλοι όσοι ανεβαίνουμε στη σκηνή θέλουμε, στα βάθη της ψυχής μας, ν’ αλλάξουμε τις ζωές αυτών που μας βλέπουν. Θέλουμε να μας θαυμάσουν και να μας αγαπήσουν. Μερικοί μάλιστα το θέλουν τόσο πολύ που τους βγαίνει σε μίσος. Θέλουν τόσο πολύ ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν -κάτι που ίσως τους έχει λείψει- που κάνουν ό,τι μπορούν για να τους μισήσει το κοινό. Είναι ένα περίεργο πράγμα… Απ’ την άλλη, είναι κι αυτοί που έχουν ως το απόλυτο μέτρο τους το τι θέλει το κοινό. Ποτέ δεν ήμουν αυτής της άποψης. Ακούω πολλούς συναδέλφους να το λένε, αλλά δεν συμφωνώ. Ποτέ δεν πίστεψα ότι το κοινό ξέρει τι θέλει. Κι αυτό είναι κάτι που το βλέπεις όχι μόνο στο θέατρο αλλά παντού, είναι κάτι που βλέπεις αυτές τις μέρες.
-
Αμαλία Μουτούση: “Μέσα στη Μήδεια έχει πολύ σκοτάδι”, συνέντευξη στη Νίκη Ορφανού (εφ)
-
«Μήδεια» του Ευριπίδη-Αντώνης Αντύπας-22-23 Ιουλίου 2011, 21:00 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου