Πολλοί κατηγορούν κατά καιρούς την επιστημονικότητα με την οποία προσεγγίζεται η θεατρική τέχνη, καθώς και τους όρους που ο κλάδος της αποδίδει.Είτε αυτό είναι ψυχρό και αποστειρωμένο είτε όχι θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η τέχνη του θεάτρου εκτός του ό,τι εναγκαλίζει και συχνά προβάλει την αυτονομία των τεχνών, φέρει πολιτικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά και άλλα διεπιστημονικά πεδία. Όλα αυτά σε μια διαλεκτική μεταξύ τους σχέση κατασκευάζουν το εκάστοτε θέαμα. Το πώς αυτά συνδιαλέγονται δεν επηρεάζουν μόνο την εξέλιξή του,αλλά και την ύπαρξη του καθενός έναντι του άλλου. Και ας μην παραλείπουμε το γεγονός πως κάθε όρος δεν τείνει να περιορίσει και να σφραγίσει αεροστεγώς ένα φαινόμενο αλλά να το μεταφράσει και να το φέρει σε διάλογο με τους ήδη υπάρχοντες όρους. Κάθε λέξη ή κείμενο επικοινωνεί κρυφά με τα υπόλοιπα. Έτσι με αφορμή την σκηνοθετική ερμηνεία του Πέρη Μιχαηλίδη βρίσκω την ευκαιρία να θίξω τα επιμέρους της θεατρικής παράστασης «Dressed to kill» και να τα μεταφέρω.
“Κάθε λεπτομέρεια πάνω στη σκηνή διατηρεί το δικό της ενδιαφέρον και τη δική της σπουδαιότητα, αλλά αυτή τη φορά όχι σε συνάρτηση με το όλον, αλλά μεμονωμένα και αποσπασματικά” Hans-Thies Lehmann.
Φράση που ίσως περικλείει εν συντομία τα χαρακτηριστικά του μεταδραματικού θεάτρου,όπου το κείμενο δεν δεσπόζει, αλλά συναποτελεί μέρος του υλικού της σκηνικής διάταξης σε συνάρτηση με τον φωτισμό,τη σωματική κίνηση,τα κουστούμια,τα ηχητικά σύνολα αλλά και την ίδια τη σχέση κοινού και ηθοποιού/performer. Σε αυτές τις σχέσεις ανάγεται και ο μεταδραματικός χαρακτήρας όπως έχουν διατυπώσει άλλωστε διεξοδικότερα ο Schechner, Lehmann και άλλοι που έχουν μελετήσει τη σημειολογία του θεάτρου.
Έχοντας λοιπόν ως εργαλεία τα σημεία ή καλύτερα τις διαφορετικές εστίες νοημάτων,ο σκηνοθέτης συνθέτει την παράσταση προτάσσοντας την ενεργή συνενοχή του κοινού-χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου δράματος-την αυτοαναφορικότητα και την αποστασιοποίηση.Ο ίδιος δηλώνει πως επιδιώκει έναν ελεγχόμενο ρεαλισμό μέσω της αντιστικτικής δράσης κοινού και θεάματος.
Θα λέγαμε πως πρόκειται για το λεγόμενο “ενδιάμεσο θεατρικό γίγνεσθαι” το οποίο κατοικεί ανάμεσα σε δύο προοπτικές.Σε αυτή του κοινού και του ηθοποιού/performer.Χαρακτηριστικά επίσης αναφέρει πως ζούμε σε έναν κόσμο όπου το ανθρώπινο βλέμμα είναι πολυσυλλεκτικό.Και γι’ αυτό το λόγο η εν λόγω παράσταση απευθύνεται σε ένα κοινό που λαμβάνει και αναζητά ένα απεριόριστο πεδίο σημασιών.Ψυχεδελικοί φωτισμοί,ηχητική τελετουργία, video-art installation, μια υποψία site-specific art και ό,τι άλλο μου διαφεύγει όλα μαζί κατασκευάζουν το συνολικό έργο όπου καμία τέχνη δεν λαθροβατεί, αλλά εγκαθίσταται σε ένα μετα-κείμενο.
“Δεν έχω λόγο να ζω
Γιατί δεν έχω σπίτι
Γιατί δεν έχω πατρίδα
Γιατί δεν έχω οδό να ξεφύγω” Μήδεια/Ευριπίδης
Με αυτές τις φράσεις ο σκηνοθέτης προδίδει τη σκέψη από την οποία εκκίνησε η παράσταση.
“Ο νέος κόσμος αισθάνεται εξόριστος”
Αυτή είναι η φράση που θα κρατήσω,ακριβώς γιατί επαληθεύτηκε μέσα μου αυτό που τόσο καιρό αισθανόμουν και δεν ήξερα πως ή αρνιόμουν να το μεταφράσω.Κάπως έτσι εκδιώχθηκα από τον παραστασιακό χώρο, από τον οποίο το κοινό “εξωθείται” όπως ένας εξόριστος από τον τόπο του..
Βιβλιογραφία: Γιώργος Π. Πεφάνης: Σκηνές της Θεωρίας-Ανοιχτά Πεδία στη Θεωρία & την Κριτική του Θεάτρου