Θα το ομολογήσω: το Macbeth είναι μέσα στα πολυαγαπημένα μου Σαιξπηρικά έργα και όπως και να ‘χει, μια προκατάληψη περι τελειότητας κυριαρχεί στον πυρήνα του μυαλού μου. Αυτό δε σημαίνει πως η τελειότητα δεν μπορεί να προσκολλήσει σε λεπτομέρειες και με αυτόν τον τρόπο να παρέχει στο κοινό την απαραίτητη δραματουργική ταυτότητα που χρειάζεται για να φτάσει στην κάθαρση. Η τελειότητα είναι βαριά κουβέντα και τις περισσότερες φορές, δεν είναι αναγκαία στο να περιγράψεις με λίγα λόγια εντυπώσεις κι αποσπάσματα από ένα έργο που επέλεξες να δεις. Πού δίνει λοιπόν βαρύτητα ο Μοσχόπουλος και επιτυγχάνει να επιφέρει μια μυστικιστική, ενναλακτικά απόκοσμη διάσταση στις τραγικές επιπτώσεις του σκωτσέζου πολεμιστή και βασιλιά; Κι αν αυτό επιτυγχάνεται, τι καινούργιο προσφέρει στη μυθολογία τoυ σαιξπηρικού γίγνεσθαι;
Η τοποθεσία που φέρνει στο νου Ά Παγκοσμίου Πολέμου γεγονότα και τεκταινόμενα, παρουσιάζεται ως μια τζαζική μουσικότητα για τα επερχόμενα συμβάντα της πτωτικής συμπεριφοράς από μεριάς Macbeth, της γυναίκας του και των υπόλοιπων, διαρκώς μεταβαλλόμενων ρόλων, ένα ποτ πουρί διαμάχης. Οι ρόλοι στο Macbeth αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι πυγμής για τους ηθοποιούς που θα «φορέσουν» την υπόσταση και σε έναν βαθμό, τις διχόνοιες που θωπεύουν τις καρδιές όσων θεωρούν την εμπιστοσύνη κάτι το άπιαστο ή και υπερεκτιμημένο αγαθό. Μέσα από μια ονειρική διαδραστικότητα, το αλαφιασμένο σκωτσέζικο έπος του Μοσχόπουλου υποστηρίζεται από μια καλοδουλεμένη σκηνοθεσία και μια κεντρική θεματική που τονίζεται στο γραπτό κείμενο σαν κουκίδα και τη μεγενθύνει ο σκηνοθέτης σε μια ουσιαστική διαλεκτική πάνω στην επιρροή της φαντασίας στους κρυφούς μας πόθους. «Όχι άλλον ύπνο» αγέρωχε στρατηγέ, εσύ που προσπερνάς κληρονομιές και προστάτες και «πατάς» αδέξια και χωρίς σχέδιο επι πτωμάτων, αρνούμενος να παραδεχτείς την αλαζονική σου δίψα για φήμη. Έτσι φαίνεται να απαγγέλει μια φαντασιακή φωνή, ο κορμός της παράστασης του Μοσχόπουλου, πως οι συγγένειες καλού – κακού βρίσκονται στην bigger picture της υπόθεσης κι όχι πώς θα οριστούν εννοιολογικά και παράλληλα, με μια μετάφραση του Δημητριάδη προσεγμένη σε μια οικουμενικότητα των όσων θα συμβούν.
Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί σαν σημαντικό στοιχείο για την κινησιουργό δύναμη του έργου, είναι τα απροκάλυπτα φανταστικά σκηνικά που προσφέρουν στο θεατή μια δόση…μαγείας, όσο απλουστευμένο φαίνεται σαν ιδιότητα για κάποιον εμπειρογνώμονα θεατή. Η Παπαγεωργακοπούλου έχει εισέλθει στο πνεύμα της αδυσώπητης μανίας και της βασιλικής λαγνείας, όπου από μια «προφητεία», ο Macbeth θα αφεθεί στην τύχη και στη συνέχεια θα επιδιώξει να κατακτήσει το ανώτατο αξίωμα μέσα από φόνο και δολιοφθορά, παραθέτοντας ένα ζωντανό καθαρτήριο στα μάτια μας. Για τους σαιξπηρικά μυημένους, είναι πασίγνωστη η κατάληξη του Macbeth κι όμως είναι αξιέπαινο και συναρπαστικό να παρακολουθείς τις σκηνικές συνθέσεις ενός νοσοκομείου ή ενός εκλεπτυσμένου κάστρου να στροβιλίζουν σαν μια χορευτική πυγολαμπίδα και προσωπικά, ο Μοσχόπουλος μπόρεσε να αναπτύξει τις θεματικές του χάρις τις άρτια δομημένες φωτοσκιάσεις (υπέροχη δουλειά από τον Λευτέρη Παυλόπουλο) και τις σκούρες αποχρώσεις στις 5 πράξεις του έργου, ρυθμικές ενναλαγές εμπλουτισμένες με την κατάλληλη ψυχαγωγική διάθεση, πέραν των αριστουγηματικών σκηνικών. Από τα παιχνίδια με τις video-wall σεναριακές δομές (το πολεμικό μοντάζ που παρακολουθούν για παράδειγμα οι Macduff και Malcolm και βοηθάει στη ροή της υπόθεσης και του αναμενόμενου εμφυλίου με το βασίλειο του Macbeth) και η άτυπη «συνομιλία» με τους θεατές (στην στέψη του Macbeth και την αίσθηση…ενός μεγάλου πάρτυ, σαν ένα σημείο αναφοράς, την ώρα που αρχιζει να βλέπει φαντάσματα του παρελθόντος) δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο στην καρδιά του έργου όμως είναι ευπρόσδεκτες συνθήκες για να φτάσουμε στα επόμενα κεφάλαια της υπόθεσης.
Αφήνοντας τελευταίες τις ερμηνείες, είναι φανερό πως ο Ξάφης δούλεψε δημιουργικά και υπομονετικά να γίνει ένας «φουσκωτός», ψηλομύτης Macbeth και εδώ χτύπησε διάνα υποκριτικά, αναγνωρίζοντας τις «τρελές» πινελιές του ρόλου που υποδυόταν. Επιπλέον, έμεινα εκστασιασμένος (και ολίγον τι παραπονεμένος από τη σχετικά μικρότερη διάρκεια του ρόλου από άλλες διασκευές) από την Άννα Μάσχα και την Lady Macbeth, καθώς προσδίδει ποικίλες ανάσες στο μυστικισμό του έργου από τη μια πλευρά, φωνητικά και κινητικά από την άλλη όμως υπερισχύει και δένει όμορφα και απλά με την όλη παρακμή της τραγωδίας. Εκπληκτικοί ο Μπερικόπουλος (σε πολλαπλούς, σκαμπρόζικους ρόλους) και ο Τοκάκης ως Μalcolm ενώ στιβαρός ο Χρυσοστόμου ως Macduff, αν και δε δόθηκε σκηνοθετικά τεράστια βαρύτητα στο ρόλο, ίσως τον αγαπημένο μου από το θεατρικό. Το σύνολο των ερμηνειών πάντως κατάφερε να μην αποστασιοποιήσει το κοινό με τις εκάστοτε πράξεις της υπόθεσης και αυτό φάνηκε τόσο από τις περιπαιχτικές «μάγισσες» (μία απ αυτές και η Μάσχα, με το επίκεντρο στην Καλογεροπούλου, με μια ευγενή βλοσυρότητα που κατείχε και ως ακόλουθος της Lady) όσο και από το διαμοιρασμό των ρόλων στον θίασο (ο Βουδούρης σε 5 εκλεκτικές εμφανίσεις, μία ως μάγισσα!).
Το όνειρο λοιπόν σαν μια τρεμάμενη λύτρωση από τις σφραγισμένες επιθυμίες, ασχέτως ηθικών αξιών και συνεκτικότητας με την πραγματικότητα. Η υπάρχουσα αισθητική του Μοσχόπουλου σχολιάζει το όνειρο διεξοδικά, αποφεύγοντας τις μεγαλοστομίες, κι ας «γεμίζει» τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τεχνητούς συμβολισμούς, προσελκύει το κοινό πάντως να μελετήσει είτε θετικά είτε αρνητικά έναν Macbeth εκμοντερνισμένο μεν, πιο ανθρώπινο δε και διατυπωμένο κοφτά σαν μια σκληροτράχηλη προσωπικότητα, έστω κι αν η βασιλεία θα περάσει στα χέρια εξίσου θεότρελων κληρονόμων. Είναι χαρακτηριστικό πως μια απ τις κορυφαίες συνθέσεις της παράστασης είναι η τελική έκβαση, παρομοιάζοντας τον Malcolm, τον γιό του δολοφονημένου από τον Macbeth βασιλιά Duncan, τώρα πια σαν μεγαλοπρεπή διάδοχο, έτοιμο να «συνεχίσει» την ίδια κι απαράλλαχτη πτωτική κυριαρχία με τον φιλόδοξο Macbeth, με τις πρόσφατες πολιτικο – οικονομικές φιγούρες. Μια παρομοίωση εντόνως δηκτική για τις παγκόσμιες πολιτικές ατασθαλίες και ειδικότερα, ένα κλείσιμο του ματιού στις πολιτικές αμαρτίες της χώρας μας.