ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του ’70. Σε μία εποχή που η αμερικανική κοινωνία είναι επηρεασμένη από τον πόλεμο του Βιετνάμ και το κίνημα των χίπις, την γυναικεία χειραφέτηση και την σεξουαλική απελευθέρωση, την νέα μορφή οικονομικής ευημερίας που αρχίζει να διαφαίνεται, και φυσικά… πάνω από όλα… το ψυχεδελικό ροκ εν ρολ, ένας βαμπίρ ελευθερώνεται από τα δεσμά στα οποία τον είχε φυλακίσει μια μάγισσα για 200 ολόκληρα χρόνια, και επιχειρεί να αναστήσει το απαξιωμένο κύρος του οικογενειακού ονόματος. Και το όνομα αυτού Μπάρναμπας Κόλινς, μέγας ευεργέτης της περιοχής που φέρει άλλωστε το όνομα του (το Κόλινσπορτ). Έτσι λοιπόν, ο βρυκόλακας Μπάρναμπας – που υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ – επιστρέφει στο περίφημο αρχοντικό του, το «Κόλινσγουντ» (μάλλον η καταραμένη εκδοχή του Χόλιγουντ), για να σώσει τους απόγονους του από την οικονομική δυσμένεια. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο κινείται η τελευταία ταινία του Τιμ Μπάρτον, μια κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης καλτ τηλεοπτικής σειράς, που μεταδίδονταν καθημερινά από το αμερικανικό δίκτυο ΑΒC για μία ολόκληρη πενταετία (από το 1966 έως το 1971). Το γεγονός ότι η σειρά υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής και είχε δημιουργήσει ένα φανατικό κοινό, εξηγεί πιθανόν εν μέρη την αιτία που το Dark Shadows δεν έχει λάβει τις πιο θετικές κριτικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι προσδοκίες πολλές. Είναι όμως η ίδια αγάπη για το πρωτότυπο έργο που οδήγησε τον Μπάρτον στο νέο κινηματογραφικό του εγχείρημα.
Θα ήταν εξαιρετικά απλό να παρουσιάσουμε το Dark Shadows σαν μια ακόμη ευφάνταστη ταινία του σκηνοθέτη, για την οποία δεν έχουμε παρά να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε αστεράκια. Αντιθέτως, το κλειδί για την όποια αξιολόγηση της είναι να μη παραγνωρίζουμε πως πρόκειται για το έργο ενός Δημιουργού. Τα στοιχεία που χρίζουν τον Σκηνοθέτη σε Δημιουργό, είναι τόσο η ιδιαιτερότητα της κινηματογραφικής του γραφής όσο και η εμμονή του στην ανάπτυξη διαφόρων θεματικών. Πριν λοιπόν τον βαθμολογήσουμε, κανείς δεν θα διαφωνήσει εξετάζοντας την πλούσια φιλμογραφία του, πως ο Τιμ Μπάρτον έχει επάξια κερδίσει αυτόν τον τίτλο. Δεν πάμε λοιπόν να δούμε το Dark Shadows αλλά την τελευταία ταινία του Τιμ Μπάρτον.
Σε επίπεδο κινηματογραφικής γραφής, το Dark Shadows προσφέρει στον θεατή όλη την γνώριμη αισθητική του Μπάρτον: η νεκρικά χλωμή ομορφιά των χαρακτήρων, η εφιαλτικά ονειρική σκηνογραφία, η καλλιτεχνική φωτογραφία του κιαροσκούρο, τα στυλιζαρισμένα πλάνα που καταγράφει μια κάμερα σε συνεχή αναζήτηση της πιο ενδιαφέρουσας και δυναμικής γωνίας, αποτελούν μόνο μερικά στοιχεία της. Η δε γνώριμη φυλή ηθοποιών που επιλέγει με μεγάλη συνέπεια για να τους εμπιστευτεί ξανά και ξανά διάφορους ρόλους (Depp, Bonham-Carter, Lee) είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό του Σκηνοθέτη-Δημιουργού που με τον χρόνο σχηματίζει την δική του «κινηματογραφική» ομάδα. Με αυτά τα δεδομένα, η ταινία κρατά τις στοιχειώδεις υποσχέσεις της. Και για να το πούμε πιο χοντροκομμένα, το να πηγαίνει ο μυημένος στον κόσμο του Μπάρτον θεατής να δει το Dark Shadows, αποτελεί παρόμοια εμπειρία με τον πεινασμένο που πηγαίνει στο γνωστό και αγαπημένο του εστιατόριο να απολαύσει την σπεσιαλιτέ που όμοια… δεν έχεις ξαναφάει πουθενά αλλού. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που προσφέρεται πρωτίστως είναι η αναβίωση μιας αγαπημένης αίσθησης που έχεις πεθυμήσει. Αν στην περίπτωση της εστίασης κάνουμε λόγο για «επιστροφή στο στέκι», στην περίπτωση του κινηματογράφου και της νέας ταινίας ενός αγαπημένου σκηνοθέτη που μόλις βγήκε στις αίθουσες, μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για την «επιστροφή ενός φίλου από τα παλιά». Κάπως έτσι, το Dark Shadows αποτελεί μια ευχάριστη υπενθύμιση ό,τι εξακολουθούν να υπάρχουν ξεχωριστές φωνές σε ένα κινηματογραφικό τοπίο που συχνά αγγίζει το αδιάφορο. Αρέσει ή όχι, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την μοναδικότητά του, και σε μια εποχή που παλεύουμε να εντοπίσουμε το διαφορετικό, αξίζει να αφιερώσουμε δύο ώρες από την ζωή μας σε μια τέτοια ταινία. Και αν ακόμα δεν μας ικανοποιήσει απόλυτα, μικρό το κακό.
Σε επίπεδο θεματικής, το Dark Shadows αναβιώνει με τόση ακρίβεια το σύνολο των κινηματογραφικών εμμονών του Μπάρτον, που εύκολα διαπιστώνει κανείς τον βαθμό στον οποίο η τηλεοπτική σειρά του ’60 αποτέλεσε πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης. Η ιδέα του οικογενειακού πυρήνα είναι πάντα σημαντική στις ταινίες του Μπάρτον. Οι μοναχικοί – τις περισσότερες φορές ορφανοί – ήρωες του, αναζητούν με ζήλο την ένταξή τους σε ένα νέο οικογενειακό ιστό. Αυτό αποτελεί την δραματουργική κινητήρια δύναμη σε κάθε του ταινία. Είτε πρόκειται για τον Έντ τον «Ψαλιδοχέρι», τον Σκαθαροζούμι, τον Τσάρλι στο εργοστάσιο σοκολάτας, τον Ίκαμπο Κρέιν στο Sleepy Hollow, το μόνο πράγμα που επιθυμεί, και για το οποίο παλεύει καθένας από αυτούς, είναι η αποδοχή του από μια καινούργια οικογένεια. Έστω και αν ο καθένας τους, γνωρίζει καλά ότι η εν λόγω οικογένεια είναι δυσλειτουργική…. Δεν πειράζει, κανείς δεν είναι τέλειος. Άλλωστε, το «τέλειο» στον κινηματογράφο του Μπάρτον είναι πάντα σχετικό. Οι ταινίες του διδάσκουν πως δεν πρέπει να μένεις στις πρώτες εντυπώσεις, γιατί είναι συνήθως αποτέλεσμα προκαταλήψεων που οδηγούν, τις περισσότερες φορές, σε λάθος κρίση. Οι ήρωες του Μπάρτον ξέρουν να κρύβουν καλά πίσω από την ασυνήθιστη εμφάνισή τους το αθώο, καλοσυνάτο, και αγαθό τους πνεύμα, ώστε μέσα από την μελαγχολική αναθεώρηση απόψεων, να αναπτύσσεται ο χαρακτηριστικός ρομαντισμός των ταινιών του. Ποιο είναι λοιπόν το τέρας, μοιάζει να αναρωτιέται ο Μπάρτον σε κάθε του ταινία;
Στην αποκορύφωσή του, το Dark Shadows τιμά τον τίτλο του και αποκαλύπτει την αιτία που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να κάνει αυτή τη ταινία, καθώς του δίνεται η μοναδική ευκαιρία να συνυπάρξουν όλων των ειδών οι «Σκοτεινές Σκιές»: Βρικόλακες, λυκάνθρωποι, μάγισσες, φαντάσματα, ψυχασθενείς, μανιακοί δολοφόνοι με το τσεκούρι, πεφωτισμένα παιδιά, στοιχειωμένο σπίτι… Αυτά είναι τα τέρατα(;) Αυτές είναι οι σκοτεινές σκιές(;) Η πάλη του Κακού με το Κακό αποτελούσε πάντα μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική στις τέχνες του τρόμου, και οι πρόσφατες επιτυχίες των ταινιών Twilight, Underworld, Blade κ.α., στις οποίες τα βαμπίρ πολεμούν τους λυκάνθρωπους, είναι… λαμπρό παράδειγμα. Ποια θέση να πάρει ο θεατής σε τούτη την αναμέτρηση, είναι να απορεί κανείς. Άλλωστε, δεν βράζουν όλοι στο ίδιο καζάνι; Το Dark Shadows κτίζει αργά αλλά σταθερά – όπως η αράχνη κτίζει τον ιστό της – μια ανάλογη ύστατη αναμέτρηση. Λύγο πριν το τέλος της ταινίας, και αφού η μάχη έχει αναδείξει νικητή, τα τέρατα που επέζησαν αναρωτιούνται, παρακολουθώντας σαν άλλη Σκάρλετ Ο’Χάρα την φωτιά να καταστρέφει την περιουσία τους, τι θα απογίνουν. Τα λόγια της Μισέλ Φάιφερ είναι προφητικά: «Θα επιβιώσουμε, όπως κάναμε πάντα». Ναι. Το Κακό θα επιβιώσει, και ο Μπάρτον θα φροντίζει να το παρακολουθεί από κοντά. Όσο για εμάς, θα εξακολουθούμε να υποκύπτουμε στην έλξη που θα μας προκαλεί κάθε λογής τέρας, γιατί μαθαίνοντας να αντιμετωπίζουμε τον φόβο μας, θα μαθαίνουμε να αγαπάμε το τρωτό της ανθρώπινης μας φύσης, και ίσως έτσι να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για να μην ενδώσουμε στις σκοτεινές σκιές που μας περιβάλουν.- ΓΩΓΩ ΒΑΛΚΑΝΑ
Why the director has to show us «vrikolakes», the terifying nightmares of humans, to make us adapting to our complicated and full of unpredicting and some time unpleasant events beyond our control?