Με το που τελείωσε το χειροκρότημα, αναρωτιόμουν τι δυνατότητες θα μπορούσε να είχε ο Shakespeare στην εποχή του ώστε να ανεβάσει ένα τέτοιο μπαστάρδεμα ορισμών και δραματουργικών συμβεβηκότων, όταν το κείμενο εξαρχής δεν πλαισιωνόταν από ένα κύμα…πρωτοτυπίας (!), και επιπλέον, είχα στο νου μου τον τεράστιο όγκο δουλειάς του Χουβαρδά και τον συνεργατών του. Όπως και να το κάνουμε, ο βασιλιάς της Τύρου αναλίσκεται σε υποτονικά και άκρως οκνηρά αποτελέσματα σε θέματα γραφής και σκηνικών επεξεργασιών. Ένα costume drama στην αγγλική αλλά χωρίς το επιδόρπιο και το ορεκτικό, για να προετοιμάσει για τις φουρτούνες που θα τιθασεύσει ο Περικλής στο διάβα του. Το αρνητικό λοιπόν βρίσκεται στη σχεδόν μέτρια γραφή κι ας κουβαλάει το θρυλικό όνομα πάνω του και ερχόμαστε στην ικανότητα ενός σκηνοθέτη να καταπιαστεί με το έντυπο υλικό, αγνοώντας πλήρως τις κακές κριτικές και τα υπερβολικά «στολισμένα» στοιχεία του έργου, υιοθετώντας το σαν δικό του παιδί. Με τις σκέψεις αυτές, ο Χουβαρδάς προχώρησε το πεζό λόγο παραπέρα, μεταφέροντας τα σκηνικά στις πλάτες του θιάσου.
Θίασος = άναρχη πηγή εξερεύνησης και σύμπτηξης και το απροσδιόριστο σημείο που βασίζει τη σκηνοθετική γεωγραφία συμβολισμών και μυσταγωγίας που προβάλλεται ως ένα μείγμα αρχαίου θεάτρου σε συνάρτηση με μυθολογικές προεκτάσεις. Αν υποθέσουμε πώς το κείμενο προέρχεται από έναν φυλλαδιογράφο (πιθανώς και ταβερνιάρη), τον George Wilkins και εξετάσουμε το ατσούμπαλο χάος της υπόθεσης, είναι απολύτως λογικό ο Χουβαρδάς να αναθέτει σε όλους τους πρωταγωνιστές την υπόθεση και αντιστέκοντας στην πομπώδες πλοκή, επιτρέπει στο καστ του να σχηματίσουν ένα διαλεκτικό παιχνίδι εκφράσεων και αμφιταλαντευόμενων συλλογισμών, όπου η κωμωδία αναμετριέται με το τραγικό και το θριαμβικό διαπερνά ενστάσεις και αμφιβολίες. Ο Παυλόπουλος το αντιλαμβάνεται και με τις φωτιστικές του διεργασίες στο Macbeth, εντυπωσιάσει με τη συνεργασία του κι εδώ με το Χουβαρδά δίνοντας μια περίλαμπρη, τελείως ρεαλιστική απεικόνιση στα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Και τι πιο ιδανικό από το να επιτευχτεί μια ριζοσπαστικά…μεταμοντέρνα διάθεση, φέρνοντας έτσι τις «φουρτούνες» του Περικλή σε Πεντάπολη, Έφεσο, Μυτιλήνη μια καλλωπιστική αίσθηση, απομακρυσμένη από πίκρες και ανιδιοτέλειες. Εξάλλου, το όλο έργο, από αιμομιξίες και θεραπευτικές διαστάσεις…ανάστασης (!) δεν υπόσχεται πολλές δόσεις σοβαρότητος, κι έτσι μπορεί να ιδωθεί με μια πιο ανάλαφρη ματιά.
Το καστ το παρέχει αυτό στο μέγιστο δυνατό επίπεδο αντίληψης και υποκριτικής διαύγειας. Οι ηθοποιοί συναναστρέφοντας με το κοινό πριν την έναρξη του έργου, λειτουργώντας κι ως ημι-ταξιθέτες, προσφέρουν μια αμεσότητα στο ρόλο του «θιάσου»,περιπλανώμενων διασκεδαστών και μετουσιώνουν την ικανότητα αυτή και στους πολλαπλούς ρόλους που υποδύονται οι περισσότεροι από αυτούς, είτε χάρις τα λιτά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είτε με τις φωνητικές ενναλαγές τους. Ο Λούλης, ευγενής μα και κομψά αντιδραστικός όπου χρειάζεται, δεσπόζει ως η κεντρική φίγουρα μαζί με τον αφηγητή – παραμυθά Πιατά (στην άρχη κάθε πράξης), κάτι μοναδικό για Shakespeare που δε χρησιμοποιεί καθόλου αφηγητές. Σπουδαίες ερμηνείες από Βασαρδάνη, Γουλιώτη και Σκουλά, ανεβάζοντας συνεχώς τον πήχη με τις διαφορετικές τους συμπεριφορές στον ρου της υπόθεσης ενώ από το υπόλοιπο καστ, οι Χατζησάββας – Φωτοπούλου οξύνουν το παράλογο της αντι-Οδύσσειας, όπως και όλη η ντουζίνα του θιάσου το επιτυγχάνει αυτό.
Πέραν από ηθικολογίες και μικροπρεπείς δημαγωγίες, το κυρίως πιάτο είναι που διατηρείται ατόφιο στους θεατές και όταν ένας τέτοιος θίασος εξαντλεί το ταλέντο του να παραθέσει σκηνικά και γήινες καταστάσεις θαρρείς σα να ναι ύψιστο τελετουργικό (η σκηνή που τραγουδούν ένα Αραβικό κομμάτι και παίζουν παραδοσιακά όργανα είναι ένα μαγευτικό highlight) είναι λυτρωτικό όπως και να ‘χει. Συγχωρείς τόσο την «από μηχανής θεό» προσθήκη του βάρδου, όσο και την εξωφρενική πλοκή που καταλήγει σε γάμους και πανηγύρια αλλά ο Χουβαρδάς στο φινάλε προτιμάει να δώσει ένα παρεϊστικό αποτέλεσμα που δεν κουράζει, αντιθέτως γεμίζει ψυχικά και διανοητικά, παρα τις αντιξοότητες του Shakespeare.
Μια υποσημείωση που κριτικά δεν προσφέρει κάτι ιδιαίτερο παρα μια δυναμική υποστήριξη για τη συμμετοχή του Χουβαρδά στο Globe to Globe Festival με σαιξπηρικά έργα παιγμένα από χώρες ανα την υφήλιο. H έννοια του θεάτρου για τον Χουβαρδά στον Περικλή λοιπόν καταφεύγει στο κουράγιο που δημιουργείται από το αέναο της μοίρας και συγχρόνως από την (προβλεπόμενη) ευχάριστη έκβαση των γεγονότων, ωσαν ένα υπέροχα δοσμένο γεύμα που θα το απολαύσεις και δε θα παραπονεθείς με τα συστατικά και προσωπικά, δε βλέπω και το λόγο. Το αναμενόμενο είναι αρκετές φορές πιο λυτρωτικό από τη φανφάρα.