DJANGO, ΟΤΙΜΩΡΟΣ
(DJANGO UNCHAINED)
Κριτική: Νανά Κυριαζή
Αυτή η επιτομή του μεταμοντέρνου κινηματογράφου που λέγεται Quentin Tarantino!! Ο Tarantino επιστρέφει μετά από καιρό με μια νέα ταινία, τον DJANGO, τον Τιμωρό, και η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω!
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι ως εξής: στον αμερικανικό Νότο, δύο χρόνια πριν ξεκινήσει ο εμφύλιος πόλεμος, ο σκλάβος Django απελευθερώνεται από έναν γερμανό κυνηγό κεφαλών, τον Dr. Schultz. Μαζί, αφού κυνηγήσουν πολλούς επικηρυγμένους κακοποιούς, θα καταστρώσουν ένα σχέδιο για να πάρουν πίσω την γυναίκα του Django, που έχει πουληθεί στη φυτεία ενός μεγαλογαιοκτήμονα, του Calvin Candie.
Το ότι ο Django έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που περιμένουμε από τον Tarantino είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητο: πλήθος αναφορών σε άλλες ταινίες, cult ατμόσφαιρα, ανάμειξη των κινηματογραφικών ειδών, προσεκτικά επιλεγμένη μουσική, αναχρονισμοί, τολμηρή σκηνοθεσία, παράλληλο μοντάζ, βία και άφθονο αίμα… όλα είναι εδώ.
Αλλά ο Django δεν είναι απλώς μια ταινία με τεχνικές εντυπωσιασμού για τους λαίμαργους σινεφίλ. Πρόκειται για μια ώριμη στιγμή του Tarantino, που επιχειρεί να ξαναγράψει την αμερικάνικη ιστορία. Η ταινία του αποτελεί ουσιαστικά ένα αντι-Όσα παίρνει ο άνεμος, με έναν τρόπο που υποστηρίζεται τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Αυτό το κάνει με έναν απόλυτα μεταμοντέρνο τρόπο. Απέναντι στις μεγάλες αφηγήσεις του εμπορικού κινηματογράφου που έχουν καταγραφεί στη μνήμη μας σχετικά με τον αμερικανικό Νότο, αντιπαραθέτει τις δικές του μικρο-αφηγήσεις, με μια ιστορία «από τα κάτω», από τους σκλάβους δηλαδή και τους κυνηγούς κεφαλών, και όχι από τους ιδιοκτήτες φυτειών που ήταν τότε στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Χρησιμοποιεί μεταμοντέρνα στοιχεία όπως την
ειρωνεία, την παρωδία, την αυτοαναφορικότητα, τον αναστοχασμό, το μιμητισμό και την κινηματογραφική συρραφή (όπως έκανε και σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του)i, δημιουργώντας όμως τώρα ίσως την πιο προοδευτική του ταινία, ώριμη και έτοιμη να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος -και εδώ εννοούμε το «αγκάθι» της Δουλείας, που έχει αμαυρώσει ανεπανόρθωτα την αμερικανική ιστορία.
Μέχρι τώρα, έχουν γυριστεί πολλές ταινίες που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την ιστορία, αποδίδοντας δικαιοσύνη, (όπως και τηλεοπτικές σειρές, βλέπε το περίφημο “Roots” της δεκαετίας του ’70, που είχε κάνει θραύση) αλλά οι περισσότερες έχουν πλησιάσει το θέμα από μια σκοπιά «σοβαρού κοινωνικού προβληματισμού», χάνοντας ίσως τελικά τον σκοπό να μεταδώσουν το συναίσθημα αυτού του γεγονότος. Και να ο Tarantino, που μέσα από ένα -φαινομενικά- Spaghetti western, κάνει τώρα ίσως την πιο αντι-ρατσιστική ταινία των τελευταίων ετών! Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει ήθελε να κάνει ταινίες «που να ασχολούνται με το φριχτό αμερικανικό παρελθόν της σκλαβιάς αλλά να τις κάνω σαν spaghetti westerns όχι σαν ταινίες «μεγάλου κοινωνικού θέματος». Θέλω να τις κάνω σαν ταινίες «είδους» αλλά να ασχολούνται με ό,τι η Αμερική δεν έχει ποτέ ασχοληθεί, γιατί ντρέπεται για αυτό.»ii Πράγματι, η ταινία του, που ξεκινά «ανάλαφρα», ως ένα western-φόρος τιμής στα παλιά, που συνοδεύεται από πολλά απότομα zoom-in και zoom-out (χαρακτηριστικό του μοντέρνου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70), και ανάλογη μουσική, παίζοντας με την αισθητική και την ιστορία των κινηματογραφικών ειδών, σε παρασέρνει σε μια πιο «περιφερειακή» άποψη του κεντρικού θέματος, αλλά σύντομα η στάση της ταινίας γίνεται ξεκάθαρη. Το θέμα της σκλαβιάς αναδεικνύεται σε όλη του τη φρικιαστική έκταση. Η ταινία αποδομεί όλα τα «στερεότυπα» του «όμορφου» αμερικανικού Νότου και καταρρακώνει κάθε «νοσταλγική» πρόθεση αναπόλησης μιας «παλιάς καλής εποχής», της εποχής των φουσκωτών φουστανιών και των πλούσιων σπιτιών του Νότου. Η αντιπαραβολή και η αναλογία με το «Όσα παίρνει ο άνεμος» είναι αισθητή: εκεί που το «Όσα παίρνει ο άνεμος» ξεκινά με το μεγάλο σπίτι, στον Django, το μέγαρο των φυτειών εμφανίζεται μόνο προς το τέλος και τελειώνει και με αυτό. Εκεί που πρωταγωνίστρια ήταν μια γυναίκα, λευκή, εδώ είναι ένας άντρας, μαύρος. Η υποτιθέμενη «Southern Belle», δηλαδή η όμορφη πλούσια κυρά του Νότου (όπως είχαν βγάλει τη φήμη τότε οι γυναίκες του Νότου) είναι μια σκιά, μια ασήμαντη, χαζή παρουσία, χωρίς καμία λάμψη. Ο ιδιοκτήτης της φυτείας, πίσω από την ψεύτικη ευγένεια και κοσμιότητα του Νότου, κρύβει αμορφωσιά, ξιπασιά και δολοφονική ψυχή. Τέλος, ο πιστός υπηρέτης του σπιτιού, κάθε άλλο είναι παρά ανεγκέφαλος και απλοϊκός.
Ο Tarantino δεν διστάζει μέσα από το στοιχείο της ειρωνείας να σατιρίσει καυστικά την κοινωνία που στήριζε το σύστημα της σκλαβιάς, με πολλούς και διάφορους τρόπους: η ασχετοσύνη του Candie είναι παροιμιώδης (δεν ξεχωρίζει την Κλεοπάτρα από τη Νεφερτίτη, έχει γαλλικούς τρόπους αλλά δεν μιλάει γαλλικά, κ.α.), ενώ η πιο κωμική σκηνή είναι η επέλαση των «Regulators», που έχουν θεωρηθεί πρόδρομοι της Κου-Κλουξ-Κλαν. Η επέλαση γίνεται με μουσική υπόκρουση το Ρέκβιεμ του Βέρντι, σε αναλογία με τη σκηνή από το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα, όπου η επίθεση με τα ελικόπτερα συνοδεύεται μουσικά από την «Επέλαση των Βαλκυριών» του Βάγκνερ. Ο Tarantino ειρωνεύεται εδώ το «επικό μεγαλείο» της επίθεσής τους και σύντομα τους γελοιοποιεί απίστευτα σε μια ξεκαρδιστική σκηνή, που θυμίζει ακόμα και Monty Python! Ο τρόπος που χειρίζεται το χιούμορ για να γελοιοποιήσει τους ρατσιστές/φασίστες, είναι ανάλογος με τον τρόπο που γελοιοποιούνται κινηματογραφικά οι Ναζί. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στο παρελθόν των γερμανών και το παρελθόν των αμερικανών. Όπως οι γερμανοί έχουν να αντιμετωπίσουν το βάρος του ναζιστικού παρελθόντος και να επιλύσουν αυτό το θέμα έτσι και οι αμερικανοί, προτείνει εδώ ο Tarantino, έχουν στη συνείδησή τους το βάρος του ρατσιστικού παρελθόντος του θεσμού της δουλείας και πρέπει να λύσουν αυτά τα θέματα, έστω και μέσα από τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο, που ο μαύρος σκηνοθέτης Spike Lee, παθιασμένος μαχητής για την σωστή απεικόνιση των μαύρων, έχει ονομάσει τη Δουλεία αντίστοιχα «Ολοκαύτωμα»iii, σε μια γνωστή αντιδικία του με τον Tarantino για το Django, όπου θεώρησε ότι ο Tarantino χειρίζεται το θέμα ελαφρά.
Κι όμως, το χιούμορ ίσως είναι ένας πολύ αποτελεσματικός και σκληρός τρόπος για να χτυπήσεις σοβαρά θέματα. Και άλλωστε δεν είναι ο κυρίαρχος στην ταινία του Tarantino, η οποία αποτελεί έτσι κι αλλιώς ένα κινηματογραφικό ποτ-πουρί μορφών αφήγησης και σκηνοθετικού στυλ. Το να απαριθμήσουμε όλες τις απολαυστικές κινηματογραφικές αναφορές (όπως κυριότερα, την σειρά των Spaghetti Western με το ίδιο όνομα, «Django», με πρωταγωνιστή τον Franco Nero, που κάνει εδώ και μια cameo εμφάνιση) είναι περιττό. Αυτά μπορούν εύκολα να βρεθούν από τους φαν και να γίνουν γνωστά. Όπως επίσης, το να αναφερθούμε στην απίστευτη ερμηνεία του αυστριακού ηθοποιού Christoph Waltz (Dr. Schultz), με τον οποίο ο Tarantino φαίνεται να έχει χτυπήσει «φλέβα χρυσού», αλλά και τις δυνατές ερμηνείες των άλλων δύο πρωταγωνιστών Jamie Foxx και Leonardo DiCaprio, είναι επίσης κάτι σχεδόν αυταπόδεικτο, παρακολουθώντας την ταινία. Όλα αυτά τα στοιχεία ισχύουν. Ο Tarantino αυτό που κατάφερε με τον Django είναι να ανοίξει τη συζήτηση για το αμερικανικό παρελθόν με σκοπό την αντιμετώπισή του χωρίς άλλες υπεκφυγές-μύθους, και παράλληλα χωρίς να απογοητεύσει κινηματογραφικά τους πιστούς του φαν. Το Django είναι πέρα για πέρα μια ταινία Tarantino, μια ταινία σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη. Και αυτό μας αρέσει πολύ.
iii «Η αμερικανική Δουλεία δεν ήταν ένα αλά Sergio Leone Spaghetti Western. Ήταν ένα Ολοκαύτωμα.» Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Django_Unchained
Η καλύτερη κριτική που διάβασα στο ίντερνετ.