Στη Σεβίλλη του ’20, η κόρη ενός διάσημου ταυρομάχου καταδιώκεται από την κακιά μητριά της και γνωρίζει μια παρέα νάνων. Μαζί τους γίνεται και αυτή σπουδαία ταυρομάχος και ονομάζεται Χιονάτη…
Η νέα βωβή ταινία του σύγχρονου κινηματογράφου, «Blancanieves», είναι μια όμορφη ταινία, που βασίζεται στην πασίγνωστη ιστορία της Χιονάτης, και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στον βωβό κινηματογράφο. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Την έκπληξη την είχε κάνει πρόσφατα το «The Artist», που αναβίωσε με μεγάλη εμπορική επιτυχία τις ημέρες του βωβού κινηματογράφου, τότε, πριν τον ακουστικό διάλογο, πριν τις φλύαρες κακοφωνίες των σύγχρονων εκκωφαντικών εμπορικών ταινιών δράσης, όταν η «εκφραστικότητα» του προσώπου είχε αναδειχθεί σε όρο από μόνη της και σήμαινε πολλά περισσότερα από το απλώς να ερμηνεύσεις έναν ρόλο. Ο μέγας θεωρητικός Μπέλα Μπαλάζ είχε άλλωστε αναφερθεί σε όλο αυτό ως «μικροφυσιογνωμία». Η εκπαίδευση του να μεταφέρεις συναισθήματα αδιαμεσολάβητα από τον λόγο κατευθείαν από ψυχή σε ψυχή, κάτι που δεν περιορίζεται από εθνικότητες. Αυτό ήταν ένα από τα «ατού» του βωβού κινηματογράφου. Παράλληλα, τα άλλα δύο ήταν η ελευθερία της κάμερας, η οποία οδήγησε σε ταινίες όπως το «Der Letzte Mann» του Μούρναου, και το πολύ δημιουργικό μοντάζ, τέτοιο που οδήγησε σε ταινίες όπως «Το θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν. Σε πολύ γενικές γραμμές, ας πούμε ότι η Αμερική στηρίχθηκε για εμπορικούς λόγους περισσότερο στο πρώτο προτέρημα, την εκφραστικότητα (βλέπε Γκρίφιθ), ενώ στην Ευρώπη δόθηκε περισσότερη έμφαση στη σκηνοθεσία. (Μεγάλη εξαίρεση εκφραστικότητας η «Ζαν Ντ’Αρκ» του Δανού Καρλ Ντράγιερ).
Πού βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά το «Blancanieves»;
Μια ταινία που συνοδεύεται από τον τίτλο «βωβή» αναγκαστικά είναι επιφορτισμένη με όλη την ιστορία του κινηματογράφου. Περιμένεις να δεις κινηματογραφικές αναφορές στο συγκεκριμένο στυλ κινηματογράφου, αναφορές σε ταινίες εκείνης της εποχής, μίμηση ή και αναβίωση ενός είδους και μιας ατμόσφαιρας. Το «Blancanieves» φαίνεται να είναι τελικά ένα πάντρεμα του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Βλέποντάς την, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς το μοντάζ της ευρωπαϊκής αβάντ-γκαρντ και του Αιζενστάιν. Παράδειγμα, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι σημαντικό στην ταινία, καθώς πυκνώνει το νόημα, πυκνώνει ο ρυθμός και το τέμπο. Την ίδια στιγμή, οι σκηνές με τις ταυρομαχίες δεν μπορούν παρά να φέρουν στο μυαλό έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του βωβού κινηματογράφου, του Ροντόλφο Βαλεντίνο, που υποδύθηκε έναν μεγάλο ταυρομάχο στην αμερικανική ταινία «Blood and sand» του 1922. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς είχαν γυριστεί τότε οι σκηνές ταυρομαχίας και να τις συγκρίνουμε με τις αντίστοιχες του «Blancanieves».
Απόλαυση για έναν σινεφίλ….
Ωστόσο, ας μην ξεγελιόμαστε, το «Blancanieves» είναι μια σύγχρονη ταινία, μια μεταμοντέρνα ταινία, που επεξεργάζεται σε μια μίξη τα παλαιότερα είδη ενώ υπάρχει και ένα στοιχείο κυνισμού και ειρωνείας. Είναι λάθος τελικά να συγκρίνουμε το «Blancanieves» με το «The Artist», μόνο και μόνο επειδή είναι βωβές. Είναι σαν να συγκρίνουμε δύο άλλες ταινίες επειδή είναι ομιλούσες. Εκεί που το «The Artist» ήταν εμφανώς μια αναφορά στο Χόλιγουντ και τις κινηματογραφικές συμβάσεις των εμπορικών ταινιών της, αποτελώντας ολόκληρο μια νοσταλγική, αφελή και γλυκιά αφιέρωση σε εκείνα τα χρόνια, το «Blancanieves» είναι μια μοντέρνα ταινία, απλώς βωβή. Παρόλο που ο σκηνοθέτης της, ο Pablo Burger, αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό κάποιες σκηνοθετικές συμβάσεις του βωβού, είναι η πληθώρα των κοντινών, η ποικιλία των διαφορετικών γωνιών και αποστάσεων λήψεων, η σύχρονη νοοτροπία που επικρατεί αφηγηματικά, που καταρρίπτουν λίγο τη φαντασίωση ότι βλέπεις κάτι από τα παλιά. Η ταινία είναι περισσότερο μια νέα ανάγνωση του παραμυθιού της Χιονάτης, που έχει όμως το στολίδι του βωβού, ως έναν ακόμα δημιουργικό τρόπο να στοχαστούμε πάνω σε έναν παλαιό μύθο, που έχουμε αναπαράγει πολλές φορές. Το κλειδί λοιπόν δεν είναι το στοιχείο του «βωβού» αλλά το μοτίβο του «μύθου» που κρύβεται από πίσω. Αυτό στην ουσία αναπαράγεται σε αυτή την ταινία. Ο διαχρονικός ιστός της κακιάς μητριάς, της παραμελημένης κόρης, της συμβολικής νάρκης που ενεργοποιείται με το ξύπνημα του έρωτα, αυτά είναι τα στοιχεία που αναγνωρίζει το κοινό, ταύτιζεται και γοητεύεται κάθε φορά. Και το «Blancanieves» αποτελεί άλλη μια πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι το «Blancanieves» μια ταινία από την οποία μπορείς να καταλάβεις και να νιώσεις πώς λειτουργούσαν οι βωβές ταινίες; Όχι απαραίτητα. Είναι μια ταινία που μπορείς να δεις μια ανανέωση του μύθου της Χιονάτης; Σε μεγάλο βαθμό. Κατά τη γνώμη μας δεν προσθέτει κάτι πολύ περισσότερο, όμως είναι μια ωραία ταινία, από την οποία μας μένει ένα βασικό στοιχείο του βωβού: ο συναισθηματισμός. Παίζοντας με το μελόδραμα, έστω και κάπως εκκεντρικά, η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει σκηνές που προκαλούν πραγματικό συναίσθημα και συγκίνηση. Και αυτό είναι ίσως από τις μεγαλύτερες αρετές της ταινίας.