Τι δημόσια ραδιοτηλεόραση θέλουμε; Του Γιώργου Πλειού

sunexizontai-ekdiloseis-radiomegaro-ert

Ημερομηνία: 03/07/2013

Μιλώντας για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, αλλά συζητάμε για θέμα που σε άλλες χώρες έχει ρυθμιστεί (δεν λέω λυθεί) προ πολλού. Σ’ αυτόν τον άλλο τόπο είναι κοινός τόπος ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση προστατεύεται τόσο από τις πολιτικές (κυρίως κυβερνητικές) παρεμβάσεις όσο και από εκείνες των μεγάλων εταιρειών, απευθύνεται σε όλους τους πολίτες/κατοίκους της χώρας, προβάλλει όλες ή τουλάχιστον τις περισσότερες πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές κ.λπ. αποχρώσεις και χρηματοδοτείται από όλους τους πολίτες. Με άλλα λόγια είναι μια ραδιοτηλεόραση εντός της οποίας όλοι έχουν ίσα δικαιώματα (όπως κατ’ αναλογία στη δημόσια εκπαίδευση, την υγεία κ.λπ.) και ταυτοχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας, στην οποία τα ΜΜΕ επιτελούν κομβικό ρόλο.

Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτό εξαρτάται από την ιστορική εμπειρία κάθε χώρας (λ.χ. από ποια συμφέροντα πρέπει κυρίως να προστατευτεί), την πολιτική κουλτούρα, τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη διαμόρφωσή της κ.ά. Οπως φάνηκε από την εν εξελίξει κρίση της ΕΡΤ αλλά και παλαιότερες (τέλη ’70 και ’80 κ.ά.), το βασικό πρόβλημα της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι η στενή εξάρτησή της από την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα. Σ’ αυτό οφείλονται οι κομματικοί διορισμοί, η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, τα προβλήματα στα οικονομικά της κ.ά., αλλά και τα χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης. Αυτά οφείλονται είτε στην τοποθέτηση αναρμοδίων/ανικάνων αλλά «δικών μας» (π.χ. Σύμβουλοι Ειδικών Θέσεων) είτε συνήθως στη στερεότυπη δυσπιστία του κοινού, απόρροια αυτής της εξάρτησης. Ενας βασικός λόγος ανάπτυξης και ισχυρής ακόμα παρουσίας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, παρά τη χαμηλή της αξιοπιστία, είναι η χειραγώγηση της δημόσιας από την κυβέρνηση. Συνεπώς, με βάση της ιστορική μας εμπειρία, η ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση πρέπει να προστατευτεί κυρίως από την παρέμβαση των κυβερνήσεων. Το αυθαίρετο και αυταρχικό κλείσιμο της ΕΡΤ με ΠΝΠ, σε αντίθεση προς το ελληνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, επιβεβαιώνει αυτήν την αναγκαιότητα.

Εδώ υπάρχουν δυο δυνατές στρατηγικές. Πρώτον, η ανάθεση της στελέχωσης της διοίκησης σε ανεξάρτητους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς,. Πρόκειται για τη λογική που υιοθετούν τα σχέδια «Μόσιαλου» και «ΝΕΡΙΤ». Οι υποστηρικτές του επικαλούνται ότι μεταφέρουν στην Ελλάδα το μοντέλο του BBC. Δεν θα σταθούμε στις ελλείψεις του «σχεδίου ΝΕΡΙΤ». Πόσα λ.χ. κανάλια θα υπάρχουν, πώς θα πραγματοποιείται η καθημερινή λειτουργία κ.ά. κατ’ αντιστοιχία με τον Ν.1730/1987. Η προχειρότητά του οφείλεται στη βιασύνη της κυβέρνησης να δείξει σχεδιασμό και να δικαιολογήσει το κλείσιμο της ΕΡΤ. Ενα βασικό μειονέκτημα και των δυο είναι ότι η διαδικασία στελέχωσης, ειδικά η πρώτη, ξεκινά από την κυβέρνηση και καταλήγει σ’ αυτήν. Οσοι επικαλούνται το BBC, ξέρουν ότι οι μετέχοντες στο Σώμα των Επιτρόπων (Trustees), που καθορίζει τη στρατηγική του και επιλέγει το διοικητικό συμβούλιο, προτείνονται από τους υπουργούς. Με δεδομένη την κομματοκρατία καθώς και την εξάρτηση των δημόσιων και των ιδιωτικών φορέων από το κράτος, ένα τέτοιο μοντέλο θα καταστήσει έμμεση, συγκαλυμμένη την παρέμβαση της κυβέρνησης στη δημόσια ραδιοτηλεόραση και γι’ αυτό «αόρατη» και έξω από τη σφαίρα της κριτικής. Δεν λέω ότι αυτή είναι η πρόθεση (ειδικά του «σχεδίου Μόσιαλου»), όμως αυτό θεωρώ πως θα είναι το αποτέλεσμα. Σε ό,τι αφορά το σχέδιο ΝΕΡΙΤ, αυτό είναι και η πρόθεση, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού και των στελεχών της κυβέρνησης. Ενα άλλο βασικό μειονέκτημα είναι η επιλογή και ιδίως οι σχέσεις εργασίας των δημοσιογράφων. Ελαστικές σχέσεις σημαίνει απόλυτη υποταγή τους στις εντολές της διοίκησης. Στο ως άνω πλαίσιο αυτό συνεπάγεται βαθύ κυβερνητισμό. Η μόνη επιρροή που θα αποτρέπεται είναι εκείνη όλων, εκτός του κυβερνώντος κόμματος.

Η δεύτερη δυνατή στρατηγική είναι να αποκοπεί η δυνατότητα εξάρτησης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα, με την ανάθεση της εποπτείας σε εκπροσώπους φορέων της κοινωνίας πολιτών με συνάφεια προς το αντικείμενό της – δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό, δεκαετίες συμβαίνει αυτό στη Γερμανία. Ητοι εκπροσώπων φορέων του δημοσιογραφικού κόσμου, των κινηματογραφιστών, της λογοτεχνίας, της μουσικής, του θεάτρου, αλλά και του κοινού. Επιπροσθέτως μπορούν να μετέχουν ένας εκπρόσωπος της συμπολίτευσης και ένας της αντιπολίτευσης (όχι πολιτικά πρόσωπα, αλλά «τεχνοκράτες»), με την έγκριση αυξημένης πλειοψηφίας (λ.χ. 3/5) της Βουλής, καθώς και δυο εκπρόσωποι των εργαζομένων (των δημοσιογράφων και των τεχνικών) της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης – συμβαίνει λ.χ. στην Ισπανία. Το συμβούλιο αυτό, αρμόδιο για τη στρατηγική της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, με ανοιχτό διαγωνισμό και ρητώς διατυπωμένα αξιοκρατικά κριτήρια μπορεί να επιλέγει το Δ.Σ. το οποίο να οργανώνει την καθημερινή παραγωγή, να απολογείται στην κοινωνία και στη Βουλή. Ωστόσο και αυτά πλέον δεν είναι αρκετά. Μέσα σε λίγες μέρες η ΕΡΤ κατέκτησε αλλαγές που πρέπει να θεσμοθετηθούν στη νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση. Πρώτον, η αξιοποίηση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως μέσων εκπομπής σήματος αλλά και μεταφοράς των προτιμήσεων του κοινού. Δεύτερον, ο πλουραλισμός απόψεων στην πολιτική και στον πολιτισμό. Τρίτον,ένα μοντέλο οριζόντιας ιεραρχίας στην παραγωγή του προγράμματος. Τέταρτον, το ενδιαφέρον για την ανταπόκριση του κοινού.

Με άλλα λόγια, αν θέλουμε η δημόσια τηλεόραση στην Ελλάδα να μοιάσει στο (όχι να γίνει) BBC, να γίνει πραγματικά δημόσια και όχι να παραμείνει κρατική, πρέπει να επινοήσουμε ένα μοντέλο που να ανταποκρίνεται στη δική μας ιστορική εμπειρία και να επιλύει τα προβλήματα της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

  • Του Γιώργου Πλειού, Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: «Εφημερίδα των Συντακτών»

Θυμίζουμε ότι σήμερα, Τετάρτη 3/7, θα διεξαχθεί στο Ραδιομέγαρο η «ανοιχτή συζήτηση για μια ελεύθερη δημόσια τηλεόραση»

http://left.gr/

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.