Νυχτερινός Ανταποκριτής (2014) Κριτική Ταινίας Από τη Δήμητρα Γιαννακού

nightcrawler-main

Η δύναμη των εικόνων. Η αμετάκλητη ισχύς τους. Η παγκυριαρχία των εικόνων και δη μάλιστα εκείνων που σοκάρουν. Όσο πιο πολύ αίμα και βία αποκαλύπτουν τόσο πιο εντυπωσιακές γίνονται, απορροφώντας τα βλέμματα των ανθρώπων που σαν σαρκοβόρα τις καταβροχθίζουν με λαγνεία και ακόρεστη λαιμαργία. Ζούμε στην εποχή των εικόνων∙ επηρεάζουν, κατευθύνουν, καθορίζουν ζωές και ο αντίκτυπός τους στην πραγματικότητα είναι τρομερός.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ 

Αυτήν την προβληματική ανασύρει στην επιφάνεια ένα θρίλερ που καταφθάνει στις αίθουσες από τους παραγωγούς του «Drive». Ένα θρίλερ όχι σαν τα άλλα, ένα φιλμ νουάρ που θα απορροφήσει την προσοχή μέχρι το τελευταίο λεπτό με την ωμή καταγραφή μιας πραγματικότητας άγριας, κυνικής, ανήθικης και βρωμερής, όπως είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας του.

Ο γνωστός σεναριογράφος Νταν Γκίλροϊ  («Η Κληρονομιά του Μπορν» ) κάθεται για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη και μας συστήνει το «Νυχτερινό Ανταποκριτή» ή μάλλον καλύτερα «Το Σκουλίκι της Νύχτας», αν μεταφράσουμε κατά λέξη τον πρωτότυπο τίτλο («Nightcrawler»). Πράγματι, ο ανταποκριτής του, όμοια με ένα σκουλήκι τρέφεται με θάνατο, ρουφώντας ακόρεστα αίμα και πύον με ένα ζήλο που φοβίζει. Πρόκειται για έναν ανταποκριτή αιματηρών συγκρούσεων, που συλλαμβάνει με την κάμερά του εικόνες-μαρτυρίες της βιαιοπραγίας των ανθρώπων, των βάναυσων εγκλημάτων και της βαρβαρότητας που αναζωπυρώνεται τη νύχτα μέσα στους δρόμους ή τα σπίτια του Λος Άντζελες. Η πόλη τη νύχτα, μιαν άλλη όψη της δίνεται προς θέαση, στο ημίφως, κάτω από μια οπτική γωνία που παρεκλίνει πολύ από την αστραφτερή λαμέ επιφάνεια από την οποία περιβάλλεται συχνά σε άλλες παραγωγές. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά σύντομα πλάνα της πόλης διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο, σε κάποια σημεία της αφήγησης, δίνοντας ένα μωσαικό των ποικίλων πλευρών της, θυμίζοντας ντοκυμαντέρ και μάλιστα, γιατί όχι, οικειοποιούμενα ένα ρυθμό α λα Dziga Vertov στον «Άνθρωπο Με Την Κινηματογραφική Μηχανή».

Μια ατμόσφαιρα νυχτερινή δημιουγείται και κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, τα πρόσωπα χάνονται μέσα σε ένα περιβάλλον ψυχρό και άψυχο, περικυκλωμένα από τα ψηλά φώτα και το μπετόν των αυτοκινητοδρόμων. Μέσα σε αυτούς δρα και κινείται ένας αυτοαποκαλούμενος οπερατέρ, ένας τυχοδιώκτης που αποφασίζει να «πιάσει την καλή», έπειτα από ένα περιστατικό στο οποίο βρέθηκε τυχαία ένα βράδυ μέσα στο δρόμο. Μιμούμενος τη δουλειά των καμεραμάν που κυνηγάνε «λαυράκια» για να τα φιλμάρουν και να μοσχοπουλήσουν έπειτα τις εικόνες τους έναντι μεγάλης χρηματικής αμοιβής, ο Lou Bloom προμηθεύεται μια κάμερα και συντονισμένος με τη συχνότητα της αστυνομίας, ρίχνεται στους δρόμους, αρχίζοντας την έρευνα και το κηνυγητό επεισοδίων που θα τροφοδοτήσουν το μέσο του με πλούσιο «υλικό» προς πώληση, εξασφαλίζοντάς του ένα διαβατήριο επιτυχίας και ανάσυρσης από τη μιζέρια. Ο Lou Bloom είναι ένας αδίσταχτος οπορτουνιστής, ένα κυνικό και διεφθαρμένο ον, ένας διεστραμμένος που δεν υπολογίζει τίποτε στο πέρασμά του, κανέναν ηθικό φραγμό που θα του κλείσει το δρόμο. Καθαρή προσωποποίηση του αμοραλισμού, γίνεται σύμβολο της ανθρωπιστικής κρίσης που έχει επέλθει ως στυγερό σύμπτωμα της εξέλιξης και της οικονομικής κρίσης.

Οι άνθρωποι τού δίδαξαν το μίσος και την απανθρωπιά κλείνοντας του την πόρτα σε ευκαιρίες νόμιμης απασχόλησης. Σαν ένα γρανάζι του σάπιου αυτού συστήματος, ο Lou Bloom ανακυκλώνει την βία, την εκμετάλλευση και τη σκληρότητα που δέχθηκε από τους άλλους και την ξερνάει σε όσους τον περιβάλλουν. Στον «καημένο» φτωχό συνάδελφο, με την καχεκτική όψη του «πεινασμένου», ένα παρουσιαστικό που προσιδιάζει εξάλλου και στο δικό του, όπως και στην κυνική μέγαιρα, τη διευθύντρια της εκπομπής με τα καθημερινά νέα του τηλεοπτικού καναλιού, που αναζητά λυσσαλέα όλο και πιο βίαιες εικόνες προκειμένου να αυξήσει θεαματικότητα.

Η γραφή του νέου σκηνοθέτη είναι άκρως ρεαλιστική, μεθοδεύοντας ένα φιλμικό κείμενο σκοτεινό και ανήσυχο που βάζει σε σκέψεις και γενά ερωτήματα με έναν τρόπο πιο ενδελεχή από άλλα φιλμ που πραγματεύονται την άνοδο με αθέμιτα μέσα διαφόρων καιροσκόπων και υπέρμετρα φιλόδοξων. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το « Λύκο της Wallstreet» όπου διατηρείται μια απόσταση από τα αφηγούμενα, εδώ το μαχαίρι μπαίνει βαθιά στην πληγή και την επιδεικνύει μέσα στην ωμότητα και τον κυνισμό της.

Με μια διαρρύθμιση εικόνων και ένα μοντάζ που ακολουθεί και επιδεικνύει την επαγγελματική εξέλιξη του κεντρικού προσώπου, με μια φανταστική ερμηνεία του Τζέικ Τζίλενχαλ (αγνώριστος με ελάχιστα κιλά και ένα βλέμμα άδειο, κενό) όπως και με την εξαιρετική φωτογραφία του Robert Elswit (βραβευμένου με Όσκαρ για το «Θα Χυθεί Αίμα»), ο Γκιλρόι καταθέτει ένα πορτραίτο της σύγχρονης κοινωνίας, καταγγέλοντας την ηδονοβλεψία του σύγχρονου θεατή, την έλλειψη δεοντολογίας των media, όπως και την επιθετική λογική του management που δοξάζει όσους είναι έτοιμοι για όλα. Από την άλλη, δεν διστάζει να ξεβολέψει το κοινό του τολμώντας να αμφισβητήσει την «αξία» του «self made man» του αμερικανικού ονείρου.

Ένα φιλμ νουάρ γεμάτο ένταση και λεπτοδουλεμένο σασπένς που δεν πρέπει να χάσετε.

Σκηνοθεσία: Νταν Τζιλρόι

με τους Τζέικ Τζίλενχαλ, Ρενέ Ρούσο, Μπιλ Πάξτον, Ριζ Άχμεντ

Δήμητρα Γιαννακού

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.