Σχεδόν 25 χρόνια πριν, ένας νέος (τότε) κινηματογραφιστής, ο Αυστραλός ελληνικής καταγωγής George Miller, σύστηνε στο ευρύ κοινό το μετα-αποκαλυπτικό του όραμα, με το Low–budget Mad Max, βάζοντας το λεγόμενο ozploitation για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη του παγκόσμιου σινεμά . Ακολούθησε το θρυλικό και απόλυτα cult Mad Max: Road Warrior, και το μάλλον πιο χλιαρό ( αλλά και πάλι απολαυστικότατο) Thunder Dome.
Εν έτη 2015, ο Μίλερ επιστρέφει στο όραμα του και στο Franchise που τον έκανε διάσημο, με το Fury Road, την αναμφισβήτητα καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και μια από τις καλύτερες της δεκαετίας.
Η τέταρτη συνέχεια του μετα-αποκαλυπτικού σύμπαντος του Μίλερ, βρίσκει τον Μαξ αιχμάλωτο των War Boys, μια συμμορίας που ελέγχει ένα εύφορο κομμάτι γής, και εκμεταλλεύεται την εξουσία που τους παρέχει ένα τέτοιο προνόμιο, με την ανθρωπότητα να ζεί σε μια απέραντη έρημο. Πέρα από τον Μαξ όμως, η ταινία ακολουθεί την ιστορία της Furiosa, που προσπαθεί να αποδράσει από τον καταπιεστικό αρχηγό των War Boys, έχοντας μαζί της τις νύφες του.
Το μεγαλύτερο προτέρημα του Fury Road, έγκειται στο γεγονός ότι είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις, και την ίδια στιγμή κάτι εντελώς αναπάντεχο. Είναι μια συνεχής, έντονη, εκρηκτική σκηνή καταδίωξης από την αρχή μέχρι το τέλος, λουσμένη στον καυτό ήλιο της ερήμου, και θαμμένη κάτω από τόνους καυτής άμμου και την φωτιά του πολέμου. Είναι όμως ταυτόχρονα και μια διακριτική αλλά απολύτως εύστοχη πολιτική αλληγορία για το βίαιο τέλος του δυτικού πολιτισμού, την ανθρώπινη απληστία, αλλά πάνω από όλα, ένα φεμινιστικό αντι-πατριαρχικό μανιφέστο, πολύ πιο εύστοχο και αποτελεσματικό από ότι θα μπορούσε να περιμένει ο οποιοσδήποτε. Στέκει έτσι σαν μια ζωντανή απόδειξη ότι το σινεμά δράσης μπορεί να παρουσιάζεται με ουσιαστικό περιεχόμενο, παίρνοντας τον εαυτό του εντελώς στα σοβαρά, χωρίς κλεισίματα του ματιού, χωρίς εξυπνακίστικες meta αναφορές.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως η ταινία υστερεί όσον αφορά το fun. Ο Μίλερ, δουλεύοντας κατά κύριο λόγο με πρακτικά εφέ και κρατώντας την ψηφιακή παρέμβαση στο ελάχιστο, δίνει μια γερή ένεση αδρεναλίνης στο είδος, κάτι που φαινόταν απαραίτητο. Στήνει με μοναδική μαεστρία τα πλάνα καταδιώξεων, λούζει το κάδρο πότε με εκτυφλωτικό φώς και πότε με το πανέμορφο γαλάζιο της νυχτερινής ερήμου, και αναδεικνύει έντονα το κόκκινο μέσα στο χρυσαφί της ερήμου και το σκούρο καφέ των οχημάτων, με το αποτέλεσμα να κάνει το τεράστιο κομβόι που κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα καθ’ολη την διάρκεια της ταινίας να μοιάζει με ζωντανό οργανισμό που πάλλεται με πρωτοφανή και βίαιη ένταση. Ενώ η καλλιτεχνική διεύθυνση θριαμβεύει μέσα σε ένα συνονθύλευμα αλυσίδων, καρφιών και γραναζιών, σε έναν μεγαλειώδη steampunk οργασμό που ζωντανεύει ατόφιο και πανέμορφο το όραμα του σκηνοθέτη, παράλληλα ανανεώνοντας το και κάνοντας να δείχνει την ίδια στιγμή μοντέρνο αλλά και ταιριαστά φθαρμένο από το χρόνο. Ένα όραμα ακραίας καταστροφής, και γνήσιας κινηματογραφικής τρέλας, γεμάτο με κιθάρες που ξερνούν φωτιές (!) μεταλλαγμένους villains και συμμορίες μηχανόβιων που μάχονται για την επικράτηση μέσα στην καυτή έρημο.
Στη μέση αυτού του υπέροχου και απολύτως ελεγχόμενου δημιουργικά σαματά, βρίσκεται ο Μαξ του Τομ Χάρντι με ελάχιστους διαλόγους. Ένας άνθρωπος στη μέση μιας δίνης ( μεταφορικά αλλά ενίοτε και κυριολεκτικά) αυτοκινήτων, συνοδεύοντας ένα κομβόι γυναικών που τρέχει να ξεφύγει από την καταπιεστική εξουσία που το καταδιώκει. Διασχίζοντας ατελείωτα χιλιόμετρα καυτής ερήμου, η αφήγηση δεν σου αφήνει περιθώριο ανάσας, δεν κάνει κοιλιά, και διαθέτει σκηνές δράσης ακόμα και στο πρώτο μισάωρο που θα μπορούσαν άνετα να είναι σκηνές κλιμάκωσης άλλων ταινιών. Και ο ρυθμός αυτός δεν επιβραδύνει ούτε στιγμή, καθώς η ταινία κινείται με ασύλληπτη ταχύτητα, καθώς η μέρα διαδέχεται τη νύχτα και οι πρωταγωνιστές πρέπει να παλέψουν κάθε λεπτό που περνά για την επιβίωση τους. Παρά την άψογη ερμηνεία του Χάρντι, αυτή που κλέβει την παράσταση είναι η Furiosa της Σαρλίζ Θερόν. Ένας χαρακτήρας πλήρης και με τεράστιο ενδιαφέρον, με ουσιαστικό backstory, αλλά και τους δικούς της δαίμονες να παλέψει.
Μετά από μια ξέφρενη πορεία, το κονβόι φτάνει επιτέλους στο τέλος του και ο Μαξ παίρνει και πάλι το δρόμο του, με το sequel να έχει ήδη ανακοινωθεί, και είναι μια από τις ελάχιστες φορές που κάτι τέτοιο μπορεί να μας προκαλεί ανερυθρίαστα ενθουσιασμό. Καθώς ο Μίλλερ έχτισε έναν πλήρη και εξαιρετικά ενδιαφέροντα κόσμο, γυρίζοντας ένα sequel και παράλληλα reboot των τριών πρώτων ταινιών του, συστήνοντας το franchise σε μια ολόκληρη νέα γενιά κοινού, που μπορεί να το λατρέψει όπως του αξίζει.