Έστειλα αυτό το κείμενο στο camerastyloonline με το οποίο συνεργάζομαι από παλιά, επειδή διάβασα στο site ένα βιαστικά και νευρικά γραμμένο, θυμωμένο άρθρο εναντίον της ταινίας Nymphomaniac του Λαρς φον Τρίερ…
[ο Θόδωρος αναφέρεται προφανώς σε 2 κείμενα του Γιάννη Καραμπίτσου ένα για το πρώτο και ένα για το δεύτερο μέρος που μπορείτε να διαβάσετε εδώ Α’ ΜΕΡΟΣ, Β’ ΜΕΡΟΣ ].
To Nymphomaniac, που γυρίστηκε το 2013, είναι το τελευταίο φιλμ του Δανού μαιτρ της σκηνοθεσίας, Λαρς φον Τρίερ. Χωρίζεται σε δύο μέρη Ι και ΙΙ. Ακόμη, έχει μια τολμηρότερη εκδοχή που περιλαμβάνει περισσότερα και ένθετα πορνογραφικά γκρο πλάνα, ιδίως στο μέρος ΙΙ. Το φιλμ είναι μια μελέτη για τη γυναικεία ερωτική επιθυμία και σεξουαλικότητα, που συνδυάζει την εγκεφαλική προσέγγιση του σεξουαλικού κι ερωτικού θέματος, με την εστίαση στις ορμές και τα ένστικτα.
Μπορούμε μάλλον να πούμε πως στο Nymphomaniac Ι η διανοητική πλευρά της ταινίας είναι ισχυρότερη από το ορμέμφυτο και τις αυθόρμητες ερωτικές καταστάσεις στα οποία επικεντρώνεται (κάτι που δεν ισχύει στο Nymphomaniac ΙΙ). Γι’ αυτό ο θεατής που πάει να τη δει γιατί νοιάζεται κυρίως για την ηδονοβλεψία, αποπροσανατολίζεται, αποσταθεροποιείται και κουράζεται, κουράζεται να σκέπτεται παρά το ερωτικό θέαμα… ( Ίσως εξαιτίας αυτής της διαδικασίας δημιουργήθηκαν οι πολλαπλές αντιδράσεις που γεννήθηκαν έναντι της ταινίας, διότι η ηδονοβλεψία παρεμποδίζεται από τον ορθολογισμό).
Η τολμηρότερη εκδοχή του φιλμ που περιλαμβάνει τα πορνογραφικά γκρο πλάνα επικουρεί περισσότερο το ηδονοβλεπτικό βλέμμα, χωρίς αυτό να είναι κάτι αυτό καθαυτό κακό ή αρνητικό, γιατί ο κινηματογράφος κι ο κινηματογραφικός ψυχολογικός μηχανισμός εδράζονται, από την κατασκευή τους, στην ηδονοβλεπτικό βλέμμα του θεατή, είναι έτσι φτιαγμένοι, από τη φύση τους (κάτι που αγνοεί το προαναφερθέν άρθρο του camerastyloonline).
Το Nymphomaniac Ι, όμως, χαρακτηρίζεται κυρίως από μια θεωρητική, σχεδόν δοκιμιακή σκηνοθετική οπτική, που για άλλη μια φορά στον Τρίερ, θυμίζει αποστασιοποίηση, Μπρεχτ και διανοητική, πνευματική προσέγγιση… Αυτή τη λειτουργία, κατά πρώτο λόγο, έχει η διαίρεση όλης της ταινίας σε κεφάλαια. Απορρέει η αίσθηση ενός κάποιου (μπρεχτικού ή άλλου, καθολικότερου) διδακτισμού, δηλαδή το σύνολο μοιάζει με το να παρακολουθούμε μαθήματα περί του γυναικείου ερωτισμού και πόθου και της ερωτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου γενικότερα. Αυτό δεν σημαίνει πως το Nymphomaniac στερείται μυθοπλασίας, αντίθετα αυτή έχει ισχυρή παρουσία και δύναμη.
Η σύλληψη του Λαρς φον Τρίερ σχετίζεται με διαφορετικές μεθοδολογίες: τα μαθηματικά, τη φυτολογία και οικολογία (η διδασκαλία του πατέρα προς τη Τζόε), τη βιολογική προσέγγιση (βλέπε τους παραλληλισμούς του ψαρέματος των ψαριών και του ψαρέματος των ανδρών από την ηρωίδα), τη συμπεριφορική ψυχολογία (βρίσκουμε στοιχεία της μεθόδου του μπιχαβιορισμού), την ψυχανάλυση, τη θρησκειολογία, τον μπρεχτισμό και τη μουσική ανάλυση. Επίσης, η ταινία διαθέτει πολύ χιούμορ και μια προσωπική, πρωτότυπη κινηματογραφική ποιητική, τη βαρύτητα και την αξία της οποίας δεν πρέπει να παραβλέψουμε καθόλου.
Όλη η ταινία είναι η διήγηση από τη νυμφομανή ηρωίδα, την Τζόε (Σαρλότ Γκενσμπούργκ), των ερωτικών περιπετειών, περιπλανήσεων και αισθαντικών περιδινήσεών της. Κάθε τόσο ο σκηνοθέτης επαναφέρει την αφήγηση στη βάση της, στο σπίτι του ώριμου κύριου (Σκάρσγκαρντ), όπου αυτός την περιμάζεψε ξυλοκοπημένη και τραυματισμένη, και όπου λαμβάνει χώρα η εξιστόρηση της γυναίκας. Ορισμένες φορές ο Τρίερ παρεμβάλλει σχόλια για την αφηγούμενη ιστορία, συνήθως θεωρητικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια η δομή της ανέλιξης της μυθοπλασίας και της αφήγησης είναι τεθλασμένη, μετ’ εμποδίων (με δοκιμιακές παρεκβάσεις), πολυσύνθετη και περίπλοκη… Διακρίνεται, άρα, τόσο για την εγκεφαλικότητά της όσο και για τον ιδιότυπο ποιητικό χαρακτήρα της.
Το πρώτο κεφάλαιο του Nymphomaniac I παρουσιάζει τα σχεδόν τυφλά ερωτικά ψαξίματα, στα ψηλαφητά, της ηρωίδας ως έφηβης. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζεται στον έρωτα με το νεαρό προϊστάμενό της, όταν εργάζεται. Το τρίτο μας παρουσιάζει -περιπαικτικά και ειρωνικά ως συνήθως- τις ενοχλητικές συνέπειες της επέμβασης της εγκαταλειμένης συζύγου (Ούμα Θέρμαν) ενός από τους εραστές της Τζόε. Το τέταρτο κεφάλαιο περιγράφει το ντελίριο και το φόβο του θανάτου που βιώνει ο αγαπημένος της πατέρας στα τελευταία του (προηγουμένως περιγράφεται η σχέση τους και όσα δίδαξε στην κόρη του). Εδώ ο Τρίερ μας υπενθυμίζει πως ο θάνατος βρίσκεται πάρα πολύ κοντά με τον έρωτα και τη σεξουαλική διέγερση. Το πέμπτο κεφάλαιο έχει μια εκπληκτική μουσική, μα και μπρεχτική, τριαδική δομή που ακολουθεί τα αισθαντικά μοτίβα της παρουσίασης των τριών καλύτερων εραστών της Τζόε…
Το Nymphomanic II μάλλον είναι λιγότερο εγκεφαλικό, πιο αυθόρμητο, λιβιδινικό, ορμητικό και βίαιο, σαδομαζοχιστικό. Ξεκινά περιγράφοντας ένα αισθησιακό όραμα της δεκατριάχρονης Τζόε που σχετίζεται με βιβλικούς μύθους. Η κουβέντα για το όραμα με τον ώριμο, προσεκτικό ακροατή της που της προσέφερε καταφύγιο, εξελίσσεται σε μια συζήτηση για τη χριστιανική θρησκεία και τις δύο ευρωπαϊκές εκκλησίες της, τη δυτική ρωμαιοκαθολική και την ανατολική, και τη στάση τους έναντι της αποδοχής της χαράς της ζωής και της ενυπάρχουσας στη χριστιανική θρησκεία, κρυπτοσαδιστικής βίας. Οι συζητήσεις τους σταδιακά επεκτείνονται στον κατασταλτικό ρόλο της κοινωνίας και των προδιαγραφών της, κατά συνέπεια στην πολιτική ορθότητα και στην πολιτική, στην ηθική, τον φροϋδισμό, το φεμινισμό (με ένα φεμινιστικό λογύδριο του Σκάρσγκαρντ που στο τέλος θα του βγει ξινό), τη μουσική και τη ζωγραφική… Η σύγκρουση της άσωτης και λάγνας σεξουαλικής πρακτικής και ηθικής της Τζόε με το κοινωνικό περιβάλλον, πραγματώνεται σε πολλές περιπτώσεις και περιστάσεις, στον έρωτα, στους διαλόγους της, στην ομαδική ψυχοθεραπεία κ.λπ. Η Τζόε κάνει παιδί με τον άντρα που την ξεπαρθένεψε και παντρεύτηκε, αποδεικνύεται όμως πως η νυμφομανία της την εμποδίζει να γίνει καλή μητέρα η οποία φροντίζει επιμελώς το παιδί της, γιατί στη ζωή, την καθημερινότητά της και το μυαλό της κυριαρχούν το σεξ και η επιθυμία.
Η ταινία μοιάζει σαν μια εγκυκλοπαίδεια για τις διαστροφές και τη σεξουαλικότητα γενικότερα: παρατίθενται περιπτώσεις παιδικού, κοριτσίστικου ερωτισμού, σεξομανίας και νυμφομανίας, ανάδειξης της σχέσης των ορμών του θανάτου με τον ερωτισμό, αναζήτησης πρωτόγονου, εξωτικού και μάτσο παρτενέρ (μαύρων εραστών), ομαδικού σεξ και οργίου, μαζοχισμού, σαδισμού, παιδοφιλίας, λεσβιασμού κ.λπ. Το φιλμ του φον Τρίερ θέτει, όμως, πλήθος ερωτήματα στο θεατή ο οποίος έχει τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό του ανοιχτά και θέλει να τα αντιληφθεί. Για παράδειγμα, η αναζήτηση σκληρών μαζοχιστικών εμπειριών από την Τζόε, έχουν να κάνουν με την αναζήτηση του χαμένου οργασμού της, όπως ψελλίζει, ή με την προσδοκία τιμωρίας λόγω των ενοχών και των ηθικών τύψεών της, όπως παρατηρεί ο ηλικιωμένος προστάτης της;
Η Τζόε αναγνωρίζει τον εαυτό της και τους άλλους διαστροφικούς ανθρώπους ως απόκληρους της κοινωνίας, εξοστρακισμένους από αυτήν εξαιτίας των σεξουαλικών παρεκκλίσεών τους. Αυτοί που δεν εξωτερικεύουν τις διαστροφές τους μα τις φυλακίζουν μέσα τους (όπως ο κρυφός παιδόφιλος που η Τζόε αιχμαλωτίζει και παγιδεύει, κάνοντας τη παράνομη δουλειά της), φαντάζουν στα μάτια της ταπεινωμένα, δυστυχισμένα κι «ηρωικά» θύματα της ζωής και της σεξουαλικότητάς τους. Η Τζόε τελικά επωμίζεται, αναλαμβάνει την ευθύνη της νυμφομανίας της, ενώπιον της ψυχοθεραπευτικής ομάδας για εξαρτημένους από το σεξ, στην οποία συμμετέχει.
Τελειώνω με τον ενδιαφέροντα χαρακτήρα του ανοιχτόμυαλου, ώριμου, διανοούμενου, Εβραίου κυρίου που ακούει τις εξομολογήσεις της ηρωίδας. Δηλώνει ασέξουαλ και πλήρως απομακρυσμένος από την πράξη της συνουσίας. Όσο ακούει τις διηγήσεις της Τζόε ως ψυχαναλυτής της, υιοθετεί ανεκτικές και προοδευτικές θέσεις, μα στο τέλος δεν μπορεί παρά να ερεθιστεί κι ο ίδιος από αυτήν και να θελήσει να κάνει ό,τι έκαναν μαζί της εκατοντάδες άλλοι άντρες… Βγαίνοντας, όμως, απότομα, από το ρόλο του εξομολόγου και ψυχαναλυτή, θα πληρώσει την αιφνίδια αλλαγή ρόλου έναντι της γυναίκας, καταδικαστικά και μοιραία… Αυτά τα ωραία…
αγαπητέ Θόδωρε δεν γράφω αυτό το σύντομο σχόλιο για να τοποθετηθώ στο κείμενό σου, που όπως όλα όσα γράφεις έχουν ενδιαφέρον και γεννούν συζητήσεις και δημιουργικούς προβληματισμούς. άλλωστε δεν χρειάζεται. στο γράφω για να διευκρινίσω τα εξής: δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει και το κείμενο που έγραψα για το πρώτο μέρος. γιατί εκείνο δεν ήταν και τόσο σύντομο κείμενο. Για το βιαστικά που λες και το νευρικά. εγώ το λέω εν θερμώ, άρα συμφωνώ σε ένα βαθμό στο θυμωμένο. γράφτηκε επίτηδες έτσι και επίσης με τρόπο προβοκατόρικο, όπως άλλωστε είναι και οι ταινίες του Τρίερ, για να προκαλέσει συζητήσεις, όπως τώρα καλή ώρα. δεν γράφτηκε ως μια τυπική κριτική με ότι συνεπάγεται αυτό.
με εκτίμηση Γιάννης Καραμπίτσος