Την Δευτέρα 24.10.2016, στις 18.30 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο, ανάλυση και συζήτηση στο Σχολείο του Σινεμά (Τσαμαδού 26-28, Εξάρχεια) μία από τις πιο σημαντικές, πολυσυζητημένες, πολυβραβευμένες και επιδραστικές ταινίες ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου The Thin Blue Line (Η Λεπτή Μπλε Γραμμή) του Έρολ Μόρις (1988).
(Τηλεφωνικές κρατήσεις λόγω περιορισμένης χωρητικότητας στα τηλέφωνα 2130 159 816, 6944143564 ή κράτηση στο e-mail schoolofcinemagr@gmail.com)
Η προβολή θα πραγματοποιηθεί την ώρα του σεμιναρίου Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ που κάνει επίσημη έναρξη την Δευτέρα 31.10.2016 στις 18.00 και που καλούνται να παρακολουθήσουν εκτός από όσους από το κοινό το επιθυμούν και όλοι οι μαθητές των σεμιναρίων του Σχολείου του Σινεμά (Τσαμαδού 26-28, Εξάρχεια).
Την Τετάρτη 26.10.2016, στις 18.30 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο, ανάλυση και συζήτηση μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του Αντρέι Βάιντα (που πέθανε πριν λίγες ημέρες), κατά πολλούς η καλύτερή του, Στάχτες και Διαμάντια (1958) ως παράλληλη εκδήλωση του σεμιναρίου «121 Χρόνια Κινηματογράφου σε 12 Μαθήματα» που δεν θα πραγματοποιηθεί αυτή την εβδομάδα και που καλούνται να παρακολουθήσουν εκτός από όσους από το κοινό το επιθυμούν (Τηλεφωνικές κρατήσεις λόγω περιορισμένης χωρητικότητας 2130 159 816, 6944143564 ή κράτηση στο e-mail schoolofcinemagr@gmail.com) και όλοι οι μαθητές των σεμιναρίων του Σχολείου του Σινεμά (Τσαμαδού 26-28, Εξάρχεια).
Το Σχολείο του Σινεμά ενημερώνει ότι ξεκίνησαν τα σεμινάρια «121 Χρόνια Κινηματογράφου σε 12 Μαθήματα» κάθε Σάββατο στις 16.30, «Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου» κάθε Κυριακή στις 15.30 και «Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ» κάθε Δευτέρα στις 18.00. Για να εξυπηρετηθούν όσοι το έμαθαν αργά και ενδιαφέρονται να ενταχθούν στα σεμινάρια, το Σχολείο του Σινεμά αποφάσισε όλα τα πρώτα μαθήματα να θεωρηθούν εξτρά, άρα μπορούν να εγγραφούν και άλλοι ενδιαφερόμενοι τις επόμενες ημέρες.
Το Σάββατο αυτό λόγω συμμετοχής του συντονιστή του σεμιναρίου «121 Χρόνια Κινηματογράφου σε 12 Μαθήματα» Γιάννη Καραμπίτσου στο Φεστιβάλ Τέχνης «Η Σωτηρία της Ψυχής» υπό την αιγίδα του ΟΠΑΝΔΑ όπου θα εισηγηθεί βιωματικό σεμινάριο- εργαστήριο για τον κινηματογράφο το Σάββατο 22.10.2016 στις 12.00 στον Πολυχώρο Άννα Μαρία Καλουτά με ελεύθερη είσοδο δεν θα πραγματοποιηθεί το σεμινάριο «121 Χρόνια Κινηματογράφου σε 12 Μαθήματα».
Την Τετάρτη καλούνται οι μαθητές του σεμιναρίου να παρακολουθήσουν την προβολή, ανάλυση και συζήτηση της ταινίας του Αντρέι Βάιντα ως παράλληλη εκδήλωση και εξτρά του σεμιναρίου.
Την Δευτέρα αυτή δεν θα πραγματοποιηθεί το σεμινάριο «Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ». Στη θέση αυτού οι μαθητές του σεμιναρίου καλούνται να παρακολουθήσουν την προβολή, ανάλυση και συζήτηση της ταινίας The Thin Blue Line (Η Λεπτή Γαλάζια Γραμμή) του Έρολ Μόρις (1988).
Πριν την προβολή των 2 ταινιών θα πραγματοποιηθεί δεκάλεπτη εισήγηση του Γιάννη Καραμπίτσου και θα ακολουθήσει την προβολή συζήτηση, ανάλυση και ένα μίνι σεμινάριο για τους μαθητές των σεμιναρίων και όσους άλλους θελήσουν να το παρακολουθήσουν. Η συζήτηση, ανάλυση και το μίνι σεμινάριο δεν θα υπερβούν τα τρία τέταρτα. Έτσι και οι δύο εκδηλώσεις προγραμματίζεται να ολοκληρωθούν στις 21.00.
The Thin Blue Line του Έρολ Μόρις (1988) / H ιστορία του Ράνταλ Ντέιλ Άνταμς, ενός άντρα που καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση για ένα φόνο που δεν διέπραξε ποτέ, σε ένα ντοκιμαντέρ που ισοπεδώνει κάθε αστυνομικό θρίλερ που έχετε δει ποτέ, προσπαθώντας να αναζητήσει την αλήθεια μέσα από έναν κυκεώνα παρεξηγήσεων και ανθρώπινων λαθών. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ ο Άνταμς αποφυλακίστηκε, οφείλοντας την ελευθερία του στο πείσμα του Έρολ Μόρις να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Απλά συγκλονιστικό.
19 ΟΚΤ 2013 / Μανώλης Κρανάκης
Errol Morris
Εξέχων ντοκιμαντερίστας, αλλά και αποτελεσματικότατος σκηνοθέτης διαφημιστικών (τον έχει εμπιστευτεί η Apple ), o Έρολ Μόρις είναι πολυβραβευμένος (και με Όσκαρ για το «The Fog of War» ) και πολυτιμημένος σε συγκεντρωτικές λίστες. Το «Gates of Heaven» (1978 ) για τα νεκροταφεία ζώων, το «Vernon, Florida» (1981 ) για τους εκκεντρικούς κατοίκους μιας μικρής πόλης και το «The Thin Blue Line» (1988 ) που έσωσε έναν κατάδικο από τη θανατική ποινή, είναι τα πρώτα δείγματα μιας ερευνητικής μεθοδολογίας που επιβεβαιώνει την πεποίθηση του δημιουργού τους: «Υπάρχει η αλήθεια, αλλά συχνά έχουμε ισχυρό συμφέρον να την αγνοούμε ή να την αρνούμαστε εντελώς».
06 ΣΕΠ 2013 / Μανώλης Κρανάκης / flix.gr
Ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς ντοκιμαντέρ της εποχής μας, μιλάει στο Flix για τη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Ράμσφελντ στο «The Unknown Known» και μια Αμερική που δεν θα σταματήσει ποτέ να πιστεύει στο ψέμα του πολέμου.
To νέο ντοκιμαντέρ του Έρολ Μόρις, «The Unknown Known» είναι μια ταυτόχρονα συναρπαστική και τρομακτική εμπειρία.
Τριάντα ώρες συζήτησης με τον Ντόναλντ Ράμσφελντ απλώνονται σε δύο ώρες ενός πρωτοφανούς παραλογισμού, καθώς ο πρώην Υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ (επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου) όχι μόνο δεν παραδέχεται καμία από τις φρικαλεότητες που συνέβησαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ τον καιρό της θητείας του, αλλά είναι σχεδόν σίγουρος πως α) δεν συνέβησαν ποτέ και β) αν συνέβησαν, είναι γιατί «έτσι είναι ο κόσμος και πως να τον αλλάξεις…».
Ό,τι ακολουθεί δεν είναι μόνο μια κουβέντα με έναν άνθρωπο που δεν σταμάτησε ποτέ να ανιχνεύει την αλήθεια μέσα από τα ντοκιμαντέρ του (το Όσκαρ για το «Fog of War» ήταν μόνο η πιο διάσημη στιγμή του, με εξαιρετικές ταινίες στο παρελθόν, ανάμεσά τους το «Thin Blue Line» του 1988 για έναν άνθρωπο που φυλακίστηκε ενώ ήταν αθώος και το «Standard Operation Procedure» του 2008 για τις βιαιότητες των Αμερικάνων στρατιωτών στη φυλακή Αμπού Γκρέιμπ του Ιράκ), αλλά και ενός πολίτη που προσπαθεί να καταλάβει την εμμονή της Αμερικής με τον πόλεμο, τη βία και το ψέμα.
«Ένιωθα έκπληκτος με την κάθε φορά ικανότητά του Ράμσφελντ να μπαίνει σε φάση άρνησης. Αλλά αυτό το κάνουμε όλοι, έτσι δεν είναι;»
Λέγοντας «άρνηση» εννοείτε πως πραγματικά πιστεύει αυτά που λέει; Ακόμη και όταν προσπάθησε με κάθε τρόπο να συνδέσει τον Σαντάμ Χουσεϊν με την Αλ Κάιντα, πείθοντας τους Αμερικάνους;
Έγραψα κάποτε ένα βιβλίο για μια υπόθεση δολοφονίας και χρησιμοποίησα μια ατάκα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ (από το «Crack – Up» του 1936) που έλεγε πως «υψηλή ευφυΐα είναι η ικανότητα να μένεις πιστός σε δύο εντελώς αντίθετες μεταξύ τους ιδέες και όμως να μπορείς να λειτουργήσεις». Δεν είναι ότι συμφωνώ τελείως με αυτό (ίσως αν μπορείς να είσαι συνειδητά και στις δύο πλευρές), αλλά ο Ράμσφελντ κάνει συνεχώς αυτό: λέει πράγματα αντίθετα μεταξύ τους χωρίς να το καταλαβαίνει. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε στη βασική λογική είναι ότι μπορείς να αποδείξεις οτιδήποτε. Ηδη στην αρχή της ταινίας ο Ράμσφελντ λέει πως «το να προετοιμάζεσαι για τον πόλεμο, οδηγεί στον πόλεμο, αλλά και το να δειλιάσεις είναι προκλητικό και ίσως και αυτό οδηγεί σε πόλεμο». Αν ακολουθήσεις τον αλγόριθμο στο μυαλό του Ράμσφελντ δεν υπάρχει τίποτα που να μην οδηγεί σε πόλεμο.
Και αν πας στον πόλεμο και συμβούν λάθη η απάντηση στο μυαλό του είναι «κάποια πράγματα δουλεύουν και κάποια όχι»;
Ακριβώς.
Αυτό τον κάνει όμως τελείως ηλίθιο. Είχε μια απίστευτη καριέρα και έπεισε ανθρώπους να τον βάλουν σε υψηλόβαθμες θέσεις ελέγχοντας μια ολόκληρη χώρα και την ασφάλειά της. Πως έγινε αυτό;
Δεν έχω ιδέα πως λειτουργεί ο κόσμος. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να πω τον Ράμσφελντ έξυπνο ή ήλιθιο. Είναι σίγουρα έξυπνος με πολλούς τρόπους, η χρήση της γλώσσας του είναι εξαιρετική στον τρόπο που αρνείται και μπερδεύει συνεχώς τα πράγματα. Οταν ξεκίνησα να δουλεύω στην ταινία, όλοι ήξεραν το σήμα κατατεθέν του που ήταν το λογοπαίγνιο με το «known» και το «unknown» (σ.σ. το μεταφέρουμε εδώ αυτούσιο στα αγγλικά για να αντιληφθείτε το μέγεθος της ανοησίας: There are known knowns; there are things we know that we know. / There are known unknowns; that is to say, there are things that we now know we don’t know. / But there are also unknown unknowns – there are things we do not know we don’t know.»). Αυτή ήταν η απάντηση σε δημοσιογράφο που τον είχε ρωτήσει τι απόδειξη έχουν πως υπάρχουν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Οταν λίγο αργότερα κάποιος άλλος δημοσιογράφος σταμάτησε το παραλήρημά του λέγοντας του πως δεν απαντάει στο ερώτημα, ο Ράμσφελντ συνέχισε τα «known» «unknown» αποφθέγματα και έτσι δεν απάντησε ποτέ.
Ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, πρωταγωνιστής στο «Fog of War» δείχνει να βασανίζεται απ’ όσα συνέβησαν στη θητεία του ως Υπουργός Αμύνης πίσω κατά τη διάρκεια του Βιετνάμ. Ο Ράμσφλεντ από την άλλη δείχνει να μην έχει την παραμικρή ενοχή για τους βασανισμούς στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Αποκαλώ τον Ράμσφελντ τον λιγότερο Εβραίο που έχω γνωρίσει ποτέ: δεν αμφισβητεί ποτέ τον εαυτό του, δεν έχει ενοχές, δεν αμφιβάλλει για τίποτα…
Γιατί δεν ρωτήσατε τον Ράμσφελντ γιατί λέει ψέματα;
Δεν νομίζω ότι αυτή η ερώτηση χρειάζεται. Είναι προφανές ότι λέει ψέματα. Υπάρχει αυτή η ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένος τρόπος να παίρνεις μια συνέντευξη, μια δοκιμασμένη συνταγή. Και όταν ακούς κάποιον να ψεύδεται τόσο φανερά να του φωνάξεις «Είσαι ψεύτης». Δεν νομίζω ότι είναι αυτή η δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να τον κάνω να αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό του, να δημιουργήσω μια συνθήκη μέσα στην οποία θα πει κάτι που θα με εκπλήξει. Δεν είναι να τον διορθώνω ή να του επιτίθεμαι. Υπάρχουν πολλές στιγμές στην ταινία όπου ψεύδεται και δεν το ξέρει. Και συμβαίνει συνέχεια. Και για μένα αυτό είναι το μυστήριο της ταινίας, που αν τον ρωτούσα «γιατί ψεύδεται» θα κατέστρεφα. Νομίζω πως είναι απλά ηλίθιος. Υπάρχει αναφορά ότι οι διαδικασίες βασανισμού στο Γκουαντάναμο μεταφέρθηκαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και ο ίδιος λέει πως αυτό είναι ψέμα. Δεν βγάζεις άκρη. Η ερώτηση που θα έπρεπε να του κάνω και δεν του έκανα δεν έχει να κάνει με το ότι είναι ψεύτης, αλλά με το ότι έχει μάλλον μια τελείως λάθος άποψη για το ποιος είναι και τι έχει κάνει.
Άλλαξε κάτι στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζατε τον Ράμσφελντ, μετά τη γνωριμία σας;
Ανακάλυψα ότι ίσως τελικά το θέμα δεν ήταν αν κάτι κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά που ο Ράμσφελντ δεν παραδέχτηκε ποτέ, αλλά ότι μάλλον δεν κρυβόταν τίποτα. Και αυτό με τρόμαξε ακόμη περισσότερο. Στην προηγούμενη ταινία μου, το «Tabloid», ο πρωταγωνιστής λέει πως όταν λές ένα ψέμα πολλές φορές τελικά αυτό γίνεται αλήθεια. Είμαι σίγουρος πως ο ίδιος πιστεύει πως έκανε όλα τα σωστά πράγματα… Είναι ο πιο τρομακτικός άνθρωπος από τον οποίο έχω πάρει συνέντευξη.
Γιατί πιστεύετε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται τόσο συχνά σε σχέση με την Αμερική; Όλοι είχαν πειστεί πως η Ρωσία είχε όπλα που στην πραγματικότητα δεν είχε, μετά ήταν το Ιράκ, τώρα η Συρία;
Δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Κάποιοι όμως δείχνουν να γουστάρουν πολύ. Είναι σαν να βάζεις μια φωτιά σε ένα δάσος και να πιστεύεις ότι μπορείς να την ελέγξεις. Άνοιξε ένα βιβλίο ιστορίας. Είναι η ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Δεν μπορείς να ελέγξεις τον πόλεμο.
Σε κάποια στιγμή της ταινίας, ο Ράμσφελντ λέει πως «Ο Ομπάμα είπε πως θα αλλάξει τα πάντα και τέσσερα χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα, Αρά αυτό σημαίνει ότι κάναμε κάτι σωστά.»
Τον ψήφισα, μάλλον θα τον ψηφίσω ξανά. Εχω απογοητευτεί πολύ από τις πολιτικές του. Αλλά θα προτιμούσα τον Ρόμνεϊ; Όχι. Πάντα λέω στον εαυτό μου γιατί το Γκουαντάναμο είναι ακόμη ανοιχτό, γιατί μιλάμε πάλι για μια εισβολή στη Συρία… Και βρίσκω τον εαυτό μου να τον υπερασπίζει. Γιατί το κογκρέσο είναι γεμάτο σκληροπυρηνικούς ρεπουμπλικάνους. Η ταινία επικεντρώνεται στα βασανιστήρια και τις φρικαλεότητες που συνέβησαν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Γιατί; Γιατί για μένα αυτό ήταν το χειρότερο πράγμα που συνέβη επί Τζορτζ Μπους του νεότερου. Σαν Αμερικάνος ένιωσα αποτροπιασμό. Δεν είναι ότι λέω πως ζω σε μια τέλεια χώρα ή ότι επικροτώ όλες τις τις αποφάσεις, αλλά θέλω να πιστεύω ότι η Αμερική στέκεται για κάτι και όλα αυτά που συνέβησαν εκεί είναι αντίθετα με αυτό που πιστεύω ότι η Αμερική πρέπει να υπερασπίζει. Και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τους υπεύθυνους γι’ αυτό.
ΣΤΑΧΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
POPIOL Y DIAMENT
4 / 5 ΣΤΑΧΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
Σινεφίλ 1958 | Α/Μ | Διάρκεια: 105′
Πολωνική ταινία, σκηνοθεσία Αντρέι Βάιντα με τους: Ζμπίγκνιεφ Σιμπούλσκι, Έυα Κριζέφσκι
Λίγο πριν το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ένας Πολωνός παρτιζάνος, μέλος εθνικιστικής οργάνωσης, διατάσσεται να σκοτώσει έναν κομμουνιστή ηγέτη. Μια μπαρόκ ταινία, που αποδίδει τέλεια την ιδεολογική σύγχυση της γενιάς του Πολέμου. Ίσως η καλύτερη δουλειά του Βάιντα.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Στις 8 Μαΐου 1945 (ημέρα που συνθηκολογεί η χιτλερική Γερμανία) μια ομάδα νέων Πολωνών στήνει ενέδρα, όμως διαπιστώνουν ότι εκτέλεσαν λάθος άνθρωπο. Ο υπεύθυνος, ο Μάσιεκ, ανήκει σε μια εθνικιστική αντιστασιακή οργάνωση, που επιδιώκει να σκοτώσει τον τοπικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μάσιεκ συζητεί με το φίλο του και «αρχηγό» του Αντρζέι, εκφράζει δισταγμούς αλλά, πιεζόμενος, δέχεται να επαναλάβει την απόπειρα με το πραγματικό υποψήφιο θύμα. Πιάνει δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Μονοπόλ» και φλερτάρει την κοπέλα του μπαρ, με την οποία περνούν τη νύχτα μαζί ενώ στις αίθουσες του ξενοδοχείου γίνεται μια μεγάλη γιορτή. Ένας έρωτας υφαίνεται δειλά……
8 Μαΐου 1945 και 1958. Συμβολική η πρώτη ημερομηνία: τέλος πολέμου, αρχή δεινών με τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις εθνικιστών και κομμουνιστών. Πραγματική η δεύτερη χρονολογία, εποχή που έλιωσαν οι πάγοι του σταλινισμού και εκφράζονται πολύ πιο ελεύθερα οι καλλιτέχνες. Ο Βάιντα πλάθει ένα πικρό, συναισθηματικό και απελπισμένο έπος, μέσα στην παράδοση του πολωνικού μπαρόκ. Μια γενιά που συντρίβεται σε συμπληγάδες, ένας ρομαντικός ήρωας της εποχής μας μέσα σε τραγωδία, ερμηνευμένος από τον ηθοποιό-φετίχ του Βάιντα, Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι.
Παίζουν: Ζμπίγκνιεβ Σιμπούλσκι, Εύα Κρζίζεβσκα, Άνταμ Παβλικόφσκι, Μπόγκουμιλ Κομπιέλα, Βάκλαβ Ζαστρζεζίνσκι
“Στάχτες και διαμάντια»
του Αντρέι Βάιντα
από το βιβλίο του ΖΕΡΖΙ ΑΝΤΡΕΓΙΕΦΣΚΙ
Ηθοποιοί:
Ζμπίγκνιεφ Σιμπάλσκι (Μάτσιεκ)
Εύα Κριζάνοβα (Χριστίνα)
Αντάμ Παβλικόφσκι (Αντρέι)
Ιγκνάτσι Ματσόφσκι (Βάγκα)
Σενάριο: Αντρέι Βάιντα
Φωτογραφία: Γέρζι Βόιτσικ
Μουσική: Φίλιπ Νόβακ, έργα του Φέντερικ Σοπέν
Αριστουργηματική ταινία που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και έδωσε έτσι παγκόσμιο χαρακτήρα στον Πολωνικό κινηματογράφο. Η στέρεα και πυκνή δομή της ταινίας προσδιορίζεται αρκετά αυστηρά από τις ενότητες του χώρου, χρόνου και δράσης. Η πλοκή τοποθετείται στον καιρό της μεταπολεμικής Πολωνίας (1945), απεικονίζοντας τις αντιθέσεις που την χαρακτηρίζουν και προσπαθώντας να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν (μεσοπόλεμος) και το μέλλον (γενιά του ’58). Ο κεντρικός ήρωας Μάτσιεκ θα γίνει το σύμβολο και ο εκπρόσωπος μιας χαμένης και απατημένης γενιάς που έζησε στη σκιά του εμφυλίου. Τα πρόσωπα κινούνται σε τρία επίπεδα. Ξεκινούν από την ατομική τους πραγματικότητα, περνούν δραματοποιημένα στο σύνολο για να καταλήξουν σε χαρακτηριστικές φιγούρες της μεταπολεμικής Πολωνίας της εποχής.
Πενήντα χρόνια πριν, ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα έβαζε αξέχαστη κατακλείδα σε μια άτυπη αντιπολεμική τριλογία επάνω στις συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα του. Την ίδια ώρα ξεκινούσε μια από τις πιο εκπληκτικές σκηνοθετικές καριέρες στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.
Λουκάς Κατσίκας (Περιοδικο Σινεμά)
Στάχτες και κινηματογραφικά διαμάντια: αντίο στον Αντρέι Βάιντα (1926-2016)
Ο Πολωνός Αντρέι Βάιντα, ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου, βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα και Όσκαρ, έφυγε σε ηλικία 90 χρονών.
Από τον Πάνο Γκένα
Ο σκηνοθέτης της «Γης της Επαγγελίας» (1975, υποψηφιότητα για Ξενόγλωσσο Όσκαρ), του «Maids of Wilko» (1979), του «Ανθρώπου από Μάρμαρο» (1977), του «Ανθρώπου από Σίδερο» (1981, Χρυσός Φοίνικας) και «Katyn» (2007) ήταν ένας οξυδερκής τοποπαρατηρητής που μέσα από το πολιτικοποιημένο έργο του κατέγραφε με ειλικρίνεια την αγωνία του ανθρώπου να διεκδικήσει την κοινωνική του θέση.
Γεννήθηκε το 1926 και μεγάλωσε κατά τη διάρκεια των πιο τρομακτικών και ταραχωδών χρόνων της ιστορίας της Πολωνίας. Ο πατέρας του εκτελέστηκε από τους Σοβιετικούς μετά τον διαμελισμό της χώρας και ως έφηβος ο Βάιντα αγωνίστηκε με την πολωνική αντίσταση ενάντια στους Σοβιετικούς και τους Ναζί. Μετά τον πόλεμο, σπούδασε ζωγραφική και αργότερα ήρθε σε επαφή με τον κινηματογράφο, στην ξακουστή σχολή Λοτζ.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως μαθητευόμενος του Αλεξάντερ Φορντ και με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Η Γενιά» (1955, προσαρμογή του μυθιστορήματος του Bohdan Czeszko), έδωσε καθαρό καλλιτεχνικό και πολιτικό στίγμα, εξετάζοντας τις καταστροφικές πολιτιστικές συνθήκες που έπλητταν την Πολωνία και τις επιπτώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εν μέσω της κομμουνιστικής λογοκρισίας. Στο «Α Generation», μια νεαρή ομάδα Πολωνών ωθούνται σε πρόωρη ενηλικίωση και γίνονται μέλη της τοπικής Αντίστασης, με φόντο τις κατεστραμμένες γειτονιές της κατεχόμενης από τους ναζί Βαρσοβίας.
Στη συνέχεια εντυπωσιάζοντας στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών με το «Κanal» (1957) κέρδισε το ειδικό βραβείο της επιτροπής του φεστιβάλ και την αμέσως επόμενη χρονιά, με το «Στάχτες Και Διαμάντια», εδραίωσε την καλλιτεχνική του φωνή.
Ο Βάιντα έκανε σαφέστερες τις πολιτικές του πεποιθήσεις αργότερα στην καριέρα του, έγινε υποστηρικτής του κινήματος της Αλληλεγγύης της Πολωνίας, και το 1980 σκηνοθέτησε την ταινία-ορόσημο «Ο Άνθρωπος από Σίδερο». Η ταινία καταγράφει τη γέννηση της «Αλληλεγγύης», υπενθυμίζοντας πως η πορεία της κατάρρευσης του κομουνισμού στην Ευρώπη, που τελικά οδήγησε και στην πτώση του τείχους του Βερολίνου, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1980 στα ναυπηγεία του Γκντανσκ. Εκεί εργαζόταν ο Λεχ Βαλέσα καθώς και ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, Μάτσιεκ Μπίρκουτ, γιος του Ματέους – του ήρωα της ταινίας «Ο Ανθρωπος από Μάρμαρο». Η ταινία τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα και το Βραβείο Οικουμενικής Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών του 1981, με το Βραβείο «Αλληλεγγύης» στο Φεστιβάλ Πολωνικών Ταινιών στο Γκντανσκ και υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ.
Αψηφώντας την πίεση από την κυβέρνηση, συνέχισε να διερευνά πολιτικά θέματα καθ ‘όλη τη δεκαετία, απεικονίζοντας στο «Danton» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ τη φθίνουσα επανάσταση και αντικατοπτρίζοντας ταυτόχρονα την έλευση του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία.
Συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Γέρζι Σκολιμόφσκι και ο Ρομάν Πολάνσκι, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του σκηνοθέτησε σχεδόν 50 ταινίες, έλαβε τιμητικό όσκαρ το 2002 για τη συμβολή του στον παγκόσμιο κινηματογράφο, το Χρυσό Βραβείο του 9ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας το 1975, την Αργυρή Άρκτο για το «Holy Week» to 1996 και υπήρξε υποψήφιος για τέσσερα Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας.
Το 2013 με το «The Man of Hope» ή απλώς «Walesa», ο Βάιντα ολοκλήρωσε την τριλογία του με θέμα τον αγώνα του ανθρώπου απέναντι στην αδικία, έπειτα από τα δυο προηγούμενα κεφάλαια «’Άνθρωπος από Μάρμαρο» και «’Άνθρωπος από Σίδερο».
«Δε θέλω, αλλά είμαι υποχρεωμένος», είχε πει τότε με νόημα ο σκηνοθέτης, επαναλαμβάνοντας τη διάσημη φράση του Λεχ Βαλέσα, όταν έγινε για πρώτη φορά πρόεδρος της χώρας το 1990.
Φέτος αναμένεται το «After Image» (Powidoki), η ταινία του Βάιντα για τον πρωτοπόρο Πολωνό ζωγράφο Βλάντισλαβ Στρεμίνσκι, η οποία έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ.
10 ΟΚΤ / Μανώλης Κρανάκης
Δέκα ταινίες του Αντρέι Βάιντα είναι μόνο η αρχή της εξερεύνησης μιας τολμηρής φιλμογραφίας που στάθηκε ιστορικά στο ύψος των περιστάσεων ενός – αν μη τι άλλο – θαρραλέου σκηνοθέτη.
Για να παραφράσουμε την ίσως πιο διάσημη ταινία του, το έργο του Αντρέι Βάιντα γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της κοσμογονικής ιστορικής αλλαγής με την πτώση του κομμουνισμού για να γεννήσει μερικά από τα «διαμάντια» του ευρωπαϊκού σινεμά και σταδιακά να εκφράσει όλη τη μελαγχολία μιας πτώσης που δεν ήταν ούτε προφανής, ούτε – οπωσδήποτε – μονοσήμαντη, ορίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που ζούμε σήμερα, με τα λάθη και τις ωραίες στιγμές του, με τις χαμένες ψευδαισθήσεις και την εφήμερη ροή των πολιτικοκοινωνικών κρίσεων που εναλλάσσονται σαν να επρόκειτο για χρονιές στο ημερολόγιο.
Διασχίζοντας εξήντα χρόνια ζωής, σινεμά και επαναστατικών αλλαγών, ο Αντρέι Βάιντα πέθανε σε ηλικία 90 ετών αφού πρώτα καθόρισε την ιστορία του σινεμά (ήταν αλήθεια μια στιγμή κάπου στα 80s που το ονόμά του ήταν πρώτο στη λίστα των μεγάλων) και ό,τι ακολουθεί δεν είναι παρά 10 στιγμές της φιλμογραφίας του που αξίζει να ανακαλύψετε. Ταινίες φτιαγμένες με τόλμη, συχνά με αμφιλεγόμενο πολιτικό πρόσημο, αλλά πάντα με την ειλικρίνεια ενός δημιουργού που ήθελε να παρέμβει και ταυτόχρονα να κάνει ωραίο σινεμά.
Kanal (1956)
Την πεντηκοστή έκτη ημέρα της εξέγερσης της Βαρσοβίας το 1944, καθώς ένα αποδεκατισμένο απόσπασμα της Αντίστασης αποτυγχάνει για ακόμη μία φορά να ξεφύγει από τα γερμανικά στρατεύματα, λαμβάνει την εντολή να διασχίσει τους υπονόμους της πόλης προκειμένου οι δυνάμεις του να ενωθούν στο κέντρο, εκεί όπου οι αναμετρήσεις συνεχίζονται. Γυρισμένο αρχικά σαν ρεπορτάζ και στη συνέχεια ως ένας πραγματικός εφιάλτης από τους πιο κλειστοφοβικούς και αριστοτεχνικούς που γυρίστηκαν ποτέ, το «Kanal» έμεινε στην ιστορία για τη σκηνή όπου η Στοκρότκα και ο πληγωμένος Κοράμπ φτάνουν στην έξοδο στο ποτάμι μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν πως είναι και αυτή αποκλεισμένη. Η αδιαμφισβήτητη αρχή της «πολωνικής σχολής» και ειδικό βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 1957.
Στάχτες και διαμάντια (Popiol i diament, 1958)
Βασισμένο σε ένα βιβλίο του Γιέρζι Αντρεζέφσκι, το φιλμ διαδραματίζεται στις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αφηγείται την ιστορία δύο στρατιωτών που τώρα ανήκουν στο κίνημα της αντίστασης. Σε μια αποστολή να δολοφονήσουν τον τοπικό ηγέτη του Κομμουνιστικού καθεστώτος, οι δύο άντρες αναπολούν τους φίλους που έχασαν στον πόλεμο και αναρωτιούνται για το μέλλον τους. Η ταινία που βάζουν πάντα στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Μάρτιν Σκορσέζε, ένα αριστουργηματικό μείγμα αμερικάνικης γραφής και ευρωπαϊκής ευαισθησίας, μια μελαγχολική ελεγεία για το τέλος των ψευδαισθήσεων και μαζί ένα love story γραμμένο με τη rock ‘n’ roll ματιά ενός μεγάλου ανανεωτή του σινεμά. Τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με το προπαγανδιστικό «A Generation» του 1955 και συνεχίστηκε με το αριστουργηματικό «Kanal» του 1956. Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1957.
Αθώοι Γόητες (Niewinni Czarodzieje, 1960)
H μεταπολεμική γενιά της Πολωνίας και οι συνήθειές της: τα βράδια στα τρέντι μπαρ της Βαρσοβίας, η απόλυτη έλλειψη κάθε ευθύνης, τρεις νέοι που ακούν τζαζ, ερωτεύονται ξανά και ξανά από την αρχή και ζουν σαν να μην προηγήθηκε και κυρίως σαν να μην ακολουθεί τίποτα. Μακριά από την «πολεμική τριλογία», ο Αντρέι Βάιντα κάνει το δικό του nouvelle vague φιλμ σε τζαζ ρυθμούς και κριτική που φτάνει μέχρι να αγγίξει – αλλά δεν – τα όρια της ηθικολογίας. Οι κριτικοί αλλά και ιθύνοντες της εποχής εξοργίστηκαν ακόμη περισσότερο μαζί του, επειδή ισοπεδώνει τον ηρωισμό με ένα ημερολόγιο ραθυμίας και rock ‘n’ roll φιλοσοφίας – ακριβώς όπως όφειλε πάνω στην πιο κρίσιμη καμπή μιας χώρας που άλλαζε, πλέον, για πάντα.
Όλα για Πούλημα (Wszystko na Sprzedaż, 1968)
O πρωταγωνιστής μιας ταινίας δεν εμφανίζεται στο σετ και η αποστολή για την αναζήτησή του ξεκινάει… Η έρευνα εμπλέκει το συνεργείο αλλά κανείς δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στο που σταματάει ο μύθος και ξεκινάει ο άνθρωπος, ποιο είναι το μυστήριο που κρύβεται πίσω από την παράδοξη εξαφάνιση. Ο Αντρέι Βάιντα κάνει το δικό του «8 1/2», όπως έμεινε γνωστή η ταινία, ένα κλείσιμο του ματιού στον κόσμο του σινεμά και στα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ο γάμος (Wesele, 1972)
Ένας ποιητής παντρεύεται μια χωριατοπούλα, σε μια ταινία εποχής που μιλάει για το τώρα της Πολωνίας με ιστορικούς όρους, αλλά κυρίως με την τόλμη ενός σκηνοθέτη που μπορεί να μεταφέρει οποιαδήποτε ιστορία σε ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο για κάθε εποχή. Βασισμένος στο αμιγώς πολωνικό δράμα του Στάνισλαβ Βισπιάνσκι, συγγραφέα και ζωγράφου που έζησε στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα, ο «Γάμος» ξεφεύγει από τα όρια της πολωνικής εθνογραφίας για να γίνει ένα υπέροχο δείγμα σινεμά που ανάγκασε ακόμη και τον Ελία Καζάν να ρωτήσει τον Αντρέι Βάιντα «Που βρήκατε τόσο καλό σεναριογράφο;». Τη διασκευή έκανε μόνος του ο Βισπιάνσκι, ενώ η ταινία θα κέρδιζε το Αργυρό Κοχύλι στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν το 1973.
Η Γη της Επαγγελίας (Ziemia Obiecana, 1974)
Η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μυθιστορήματος του βραβευμένου με Νόμπελ Πολωνού λογοτέχνη Βλαντίσλαφ Σ. Ρέιμοντ, διαδραματίζεται στην πόλη του Λοτζ -από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κέντρα υφαντουργίας του 19ο αιώνα σε ραγδαία ανάπτυξη-, όπου η ψαλίδα μεταξύ εργοστασιαρχών, συνήθως Γερμανών, Εβραίων, Πολωνών, και εργατικής τάξης ολοένα και μεγαλώνει. Από αυτές τις τρεις εθνότητες κατάγονται και οι ήρωες τις ταινίας που αποφασίζουν από κοινού να ανοίξουν εργοστάσιο με σκοπό τον πλουτισμό. Ο άγριος καπιταλισμός τους καταπίνει και τους αναγκάζει να πράξουν ενάντια στις ηθικές αρχές τους. Μια μαρτυρία της κοινωνικής αντίστασης στα χνάρια του έπους όπως το δίδαξαν ο Τσαρλς Ντίκενς, ο Μαξίμ Γκόργκι, αλλά και οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές. Υποψήφιο για Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1975.
O Άνθρωπος από Μάρμαρο (Człowiek z Marmuru, 1977)
Μια νεαρή γυναίκα από τη Κρακοβία κάνει την σπουδαστική της ταινία, με θέμα έναν εργάτη από τη δεκαετία του 1950, τον Μπιρκούτ, όπου θεωρούνταν ήρωας του προλεταριάτου. Αναζητά ό,τι είναι δυνατόν να βρεθεί, μέχρι κι απαγορευμένο υλικό, και τον σκηνοθέτη που τον έκανε ήρωα. Το πορτρέτο του Μπιρκούτ σιγά-σιγά ολοκληρώνεται: πίστευε στην εξέγερση των εργατών, στην κατασκευή σπιτιών για όλους, αλλά αυτές του οι αρετές ήταν και η καταστροφή του. Το φιλμ κόβεται λόγω προϋπολογισμού, αν κι αυτό είναι μονάχα μια δικαιολογία. Ο Αντρέι Βάιντα είχε γράψει το σενάριο της ταινίας πολλά χρόνια πριν βρει την κατάλληλη στιγμή για να το παρουσιάσει στους υπάλληλους του Πολωνικού Υπουργείου Πολιτισμού, πείθοντάς τους πως η ταινία αυτή δεν αποτελούσε καταφανή κριτική του κομμουνιστικού κράτους. Η περιορισμένη διανομή της ταινίας λειτούργησε θετικά, κάνοντας την μια από τις πιο επιδραστικές της ιστορίας του πολωνικού σινεμά και τον εργάτη Μπιρκούτ ένα σύμβολο για όλες τις εποχές. Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ των Καννών το 1978.
Ο Άνθρωπος από Σίδερο (Czlowiek z Ζelaza, 1981)
Ενας ρεπόρτερ της τηλεόρασης στέλνεται στο Γκντανσκ για να καλύψει την απεργία των εργατών στα ναυπηγεία και να «φτιάξει φάκελο» για έναν από τους πρωτεργάτες της. Ο Αντρέι Βάιντα καταγράφει με τόλμη, ειλικρίνεια και διαυγή πολιτικό λόγο τη γέννηση του κινήματος της «Αλληλεγγύης» και την πορεία της κατάρρευσης του κομμουνισμού στην Ευρώπη που θα οδηγήσει νομοτελειακά στην πτώση του τείχους στο Βερολίνο. Στα ναυπηγεία του Γκντανσκ εργαζόταν και ο Λεχ Βαλέσα, που συνέδεσε στενά το όνομά του με τον Αντρέι Βάιντα. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών, υποψηφιότητα για Οσκαρ το 1982, το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που θα έκλεινε το 2012 με το «Walesa, Man of Hope».
Δαντόν (Danton, 1982)
Το Νοέμβριο του 1793, ο Δαντόν επιστρέφει στο Παρίσι όταν ο Ροβεσπιέρος έχει εξαπολύσει διωγμό κατά των βασιλοφρόνων, προβαίνοντας σε μαζικές εκτελέσεις… Ο Αντρέι Βάιντα γυρίζει στη Γαλλία τη διασκευή του θεατρικού έργου «Υπόθεση Δαντόν» της Πολωνού συγγραφέα Στανισλάβα Πρζιμπισέφσκα, σε μια προσπάθεια να εμπνεύσει με μια από τις πιο δυναμικές προσωπικότητες της γαλλικής επανάστασης, ακριβώς την εποχή (1982) που το στρατιωτικό καθεστώς της Πολωνίας θα κλείσει στις φυλακές τα στελέχη της «Αλληλεγγύης», και παραλίγο να στείλει στη λαιμητόμο τον Λεχ Βαλέσα. BAFTA Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (1984), Σεζάρ Σκηνοθεσίας (1983), Βραβείο Ερμηνείας από το Φεστιβάλ του Μόντρεαλ (1983) (από κοινού στους Ζεράρ Ντεπαρντιέ και Βόιτσεκ Πσόνιακ).
Katyn (2007)
20.000 Πολωνοί αξιωματικοί, οι οποίοι αιχμαλωτίσθηκαν το 1939, δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς μετά το 1941. Αυτό σύμφωνα με τους Σοβιετικούς. Στην πραγματικότητα εκτελέσθηκαν με εντολή του Στάλιν το 1940, γεγονός που κράτησε την ιστορία γύρω από τον τόπο της εκτέλεσής τους, το δάσος του Κατίν στη Ρωσία, άγνωστη στους περισσότερους Πολωνούς ακόμη και μέχρι σήμερα. Ο Αντρέι Βάιντα σπάει το ταμπού, κινηματογραφεί την ιστορία των φρικτών εκτελέσεων με κεντρικές ηρωίδες τις γυναίκες των αξιωματικών που τους περίμεναν να επιστρέψουν και αφιερώνει την τελευταία του βαθιά πολιτική ταινία στον πατέρα του που υπήρξε ένα από τα θύματα των εκτελέσεων. Υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας (2008), Βραβείο Κοστουμιών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (2008), επτά βραβεία στα Πολωνικά Βραβεία Κιν/φου.