Interruption (2015) του Γιώργου Ζώη | Κριτικές- Τι γράφτηκε για την ταινία- συνεντεύξεις

Interruption

Σινεφίλ 2015 | Έγχρ. | Διάρκεια: 109′

Eλληνική ταινία, σκηνοθεσία Γιώργος Ζώης με τους: Σοφία Κόκκαλη, Αλεξία Καλτσίκη, Χρήστο Στέργιογλου, Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου

interruption

Στη μέση μιας παράστασης της «Ορέστειας», μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών καταλαμβάνει τη σκηνή χωρίς να το αντιληφθεί το κοινό και ζητά από τους θεατές να καθορίσουν την εξέλιξη του έργου.

The Thin Blue Line (Η Λεπτή Γαλάζια Γραμμή) του Έρολ Μόρις (1988) και Στάχτες και Διαμάντια (1958) του Αντρέι Βάιντα στο Σχολείο του Σινεμά με ελεύθερη είσοδο, ανάλυση και συζήτηση

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 2016-2017

«121 Χρόνια Κινηματογράφου» σε 12 μαθήματα- Σεμινάριο Ιστορίας, Θεωρίας και Κριτικής Κινηματογράφου|| Έναρξη Οκτώβρης 2016

Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2016-2017

Συνοπτική κριτική

Εγκεφαλική και εσωστρεφής αλληγορία πάνω στο θέαμα, την αναπαράσταση και τα όρια ζωής και τέχνης. Από έναν ταλαντούχο, πολυβραβευμένο μικρομηκά («Casus Belli», «Τίτλοι Τέλους») και με συμμετοχή στα φεστιβάλ Βενετίας, Τορίνο και Θεσσαλονίκης.

Κριτική

Interruption

Από Χρήστο Μήτση Χρήστο Μήτση – 28/01/2016  [2 / 5 ]

Στη μέση μιας παράστασης της «Ορέστειας», μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών καταλαμβάνει τη σκηνή χωρίς να το αντιληφθεί το κοινό και ζητά από τους θεατές να καθορίσουν την εξέλιξη του έργου. Εγκεφαλική και εσωστρεφής αλληγορία πάνω στο θέαμα, την αναπαράσταση και τα όρια ζωής και τέχνης. Συμμετοχή στα φεστιβάλ Βενετίας, Τορίνο και Θεσσαλονίκης.

Μια μεταμοντέρνα διασκευή της «Ορέστειας» σε κάποιο αθηναϊκό θέατρο. Λίγο μετά την έναρξή της, μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών καταλαμβάνει τη σκηνή, αποκλείει τους πρωταγωνιστές σ’ ένα γυάλινο κελί και ζητά από τους θεατές να καθορίσουν την εξέλιξη της παράστασης. Το κοινό συμμετέχει θεωρώντας την όλη παρέμβαση προχωρημένη σκηνοθετική πρόταση, και το «Interruption» χάνει την ευκαιρία να αφήσει τη σοβαροφάνειά του στην άκρη και να αντιμετωπίσει με χιούμορ (ειρωνικό, πικρό ή μαύρο ) την περίπλοκη αλληγορία του.

Αντιθέτως, προχωρά σε μια όλο και πιο δαιδαλώδη και δύσκαμπτη παραβολή πάνω στα όρια ζωής και τέχνης, προσθέτοντας διαρκώς ερωτήματα και επίπεδα ανάγνωσης για το τέλος του θεάματος και των μεγάλων μύθων, τις συμβάσεις της αναπαράστασης, την αλήθεια και το ψέμα, την καθημερινότητα ως μια σκηνοθετημένη πραγματικότητα, την αυθαιρεσία της καλλιτεχνικής εξουσίας, την τέχνη και την πολιτική…

Δημιουργός εξαιρετικών και πολυβραβευμένων μικρού μήκους ταινιών που, αν και σαφέστατα αλληγορικές, είχαν εντυπωσιάσει με το μινιμαλισμό τους («Casus Belli», «Τίτλοι Τέλους» ), ο Γιώργος Ζώης πέφτει στην παγίδα του μεγάλου μήκους ντεμπούτου-magnum opus, θέλοντας να τα πει όλα μια κι έξω. Το εμφανές ταλέντο του τον βοηθά να κινηθεί μέσα σε έναν κλειστό χώρο με κινηματογραφική ευλυγισία και η επιβλητική παρουσία του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου ως αρχηγού των «τρομοκρατών» εγκαθιστά από την αρχή ένα κλίμα μυστηρίου, γοητείας και απειλής που κάνει την εξέλιξη της πλοκής να μοιάζει υποσχόμενη.

Εκείνη όμως περιπλέκεται με όλο και μεγαλύτερη εσωστρέφεια, θίγει άπασες τις θεματικές της τραγωδίας του Αισχύλου και τις αντιστοιχίζει με το αποπροσανατολισμένο σήμερα, κάνει κατάχρηση σημειολογίας και συμβόλων, καταλήγοντας σε ένα αυτάρεσκα εγκεφαλικό art αίνιγμα για φεστιβαλική από τους «Ορίζοντες» της Βενετίας ως το διαγωνιστικό της Θεσσαλονίκης κατανάλωση.

Ελλάδα. 2015. Διάρκεια: 109΄.

4 θεατρικοί σκηνοθέτες μιλάνε για το «Interruption»

26/02/2016

Για πέμπτη εβδομάδα συνεχίζεται η προβολή του «Interruption» στην Ταινιοθήκη, κάνοντας μια εξαιρετική ανεξάρτητη πορεία στις αίθουσες. Η αλληγορία του Γιώργου Ζώη, μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έγινε αντικείμενο συζήτησης από το αθηναϊκό σινεφίλ κοινό και δη το θεατρόφιλο. Ας μην ξεχνάμε ότι το «Interruption» εκτυλίσσεται μέσα σε ένα θέατρο όπου παίζεται η «Ορέστεια». Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών καταλαμβάνει τη σκηνή χωρίς να το αντιληφθεί το κοινό και ζητά από τους θεατές να καθορίσουν την εξέλιξη του έργου. Τέσσερις γνωστοί θεατρικοί σκηνοθέτες που είδαν το «Interruption» μιλούν για την ταινία και πώς αποτυπώνεται η σχέση των δυο τεχνών μέσα από τα μάτια του Γιώργου Ζώη. Ο Νίκος Καραθάνος, ο Δημήτρης Καραντζάς, ο Γιώργος Βαλαής (Blitz ) και η Πηγή Δημητρακοπούλου καταθέτουν οπτική τους πάνω στην ταινία, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Συνεντεύξεις: Τζένη Στύλιου, Επιμέλεια: Γιάγκος Αντίοχος

Νίκος Καραθάνος

«Μπήκα στην αίθουσα, είδα την ταινία αλλά όλη αυτή την ώρα αμφέβαλλα αν η οθόνη ήταν μπροστά στα μάτια μου ή αν η ταινία προβαλλόταν μέσα στο κεφάλι μου. Ο Γιώργος Ζώης νομίζω ότι παίζει με τα μαύρα δάση του μυαλού μας, θέλοντας να φτάσει σε ένα μεσημέρι».

Δημήτρης Καραντζάς

«Το “Interruption” του Γιώργου Ζώη παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα η συνθήκη, μια συνθήκη ζωντανού θεάματος ενώπιον ενός κοινού. Η ανεξήγητη αυτή σχέση και μια σπουδή για το τι σημαίνει “βλέπω” και τι “βλέπομαι”. Διεισδύοντας στις πιο σκοτεινές περιοχές της σχέσης αυτής ο Ζώης προχωράει σε μια μελέτη πέρα από τα όρια της τέχνης και το ζήτημα ανάγεται σε απολύτως υπαρξιακό, απολύτως κοινωνικό, απολύτως οντολογικό. Τα συνεχόμενα επίμονα κάδρα της σκηνής και της πλατείας διακόπτονται από σύντομες εικόνες των εξωτερικών χώρων. Η κινηματογράφηση του είναι ιδιαιτέρως έξυπνη και αν ορισμένες στιγμές ρέπει σ’ έναν εγκεφαλισμό κι ένα κρυπτικισμό, απλώς δεν πειράζει».

Γιώργος Βαλαής

«Η ταινία “Interruption” χρησιμοποιεί-οικειοποιείται το μύθο των Ατρειδών καθώς και το ρόλο του θεάτρου για να μιλήσει για το θέαμα. Το θέαμα εδώ και χρόνια έχει αναλάβει, με τη θέλησή μας, να δείχνει τις ζωές μας ως αναπαραστάσεις. Στην ταινία, η τρομοκρατία που επιβάλει η ομάδα των παιδιών που εισβάλει στο θέατρο είναι απλή: Ό,τι είχε απομακρυνθεί σαν μια αναπαράσταση τώρα πρέπει άμεσα να ξαναβιωθεί από το κοινό, που συμμετέχει σαν χορός της τραγωδίας και ταυτόχρονα παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτή είναι η επίθεση που κάνει ο Γιώργος Ζώης χρησιμοποιώντας το θέατρο, τον μύθο αλλά και την παθητικότητα του κοινού».

Πηγή Δημητρακοπούλου

«Μια ταινία γυρισμένη σ’ ένα θέατρο, και μάλιστα με θέμα την ίδια την παράσταση, έχει οπωσδήποτε το πλεονέκτημα ενός «φορτισμένου» καλλιτεχνικά, φιλμικού χώρου και χρόνου, ακόμα και για μένα, που είμαι εξοικειωμένη περισσότερο με την κάμερα, παρά με το θέατρο. Και το σπάσιμο της θεατρικής σύμβασης, με τη διακοπή της παράστασης από τον “Χορό”, το βρήκα ιδιοφυές. Αλλά νομίζω το πιο ανατρεπτικό στο «Interruption», είναι η τοποθέτηση του κοινού σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα κοινό βουβό, ή που απλώς χειροκροτεί, κι όμως είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής μέχρι το τέλος της ταινίας».

Συνέντευξη

Γιώργος Ζώης: «Θέλω να κάνω ταινίες που δεν εξατμίζονται μετά την προβολή»

Από Γιάγκο Αντίοχο Γιάγκο Αντίοχο – 28/01/2016

Ο πολυβραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης μιλά για το πρώτο μεγάλου μήκους δράμα του «Interruption», που βασίζεται στον αρχαίο μύθο της «Ορέστειας», το καστ του και την εμπειρία του σινεμά.

Οι δυο μικρού μήκους ταινίες σου γυρίστηκαν σε ανοιχτούς εξωτερικούς χώρους, έχοντας μια καθαρόαιμη κινηματογραφική λογική. Στο «Interruption» «κλείνεις» την ιστορία σου μέσα στο χώρο μιας θεατρικής αίθουσας…

Η ίδια η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα θέατρο οπότε δεν είχα άλλη επιλογή. Όμως ο θεατρικός χώρος σου δίνει και ένα τρομακτικό πλεονέκτημα: το κοινό του σινεμά αισθάνεται και αυτό παγιδευμένο μέσα στο θέατρο της ταινίας, βρισκόμενος κάποιες θέσεις πιο πίσω. Μάλιστα σε διάφορες προβολές της ταινίας πολλοί θεατές αναρωτιούνται αν οι ήχοι που ακούγονται προέρχονται από την ταινία ή από το κόσμο μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα. Αυτή η ιδιόμορφη συνθήκη της ταύτισης του κοινού του θεάτρου με το κοινό του σινεμά έχει κάτι το μαγικό.

Γιατί επέλεξες την «Ορέστεια» για να χτίσεις πάνω της την πολυεπίπεδη ιστορία σου; Η θεατρική παράσταση, την οποία καταλαμβάνουν οι τρομοκράτες, είναι δικιάς σου έμπνευσης ή συνεργάστηκες και κάποιον θεατρικό σκηνοθέτη;

Η αρχική σκηνή έχει μια τελείως κινηματογραφική λογική, ώστε να μην καταλαβαίνεις αν αυτό που βλέπεις είναι θέατρο. Επίσης όλο το art design έχει μια ελαφρώς ειρωνική ματιά απέναντι σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε μεταμοντέρνο θέατρο. Οπότε ότι βλέπει ο θεατής στην ταινία είναι καθαρό σινεμά και δεν είναι αποτέλεσμα συνεργασίας με κάποιο θεατρικό σκηνοθέτη.

Η «Ορέστεια» είναι ένας ελληνικός και ταυτόχρονα παγκόσμιος μύθος. Αυτό θεωρώ ότι είναι και οι καλές ταινίες: έχουν μια πατρίδα και ταυτόχρονα την ξεπερνούν μέσω της αφαίρεσης της κινηματογραφικής γλώσσας. Η «Ορέστεια» ασχολείται με όλα αυτά που μας απασχολούν σαν ανθρώπινο είδος: την εξουσία, τη βία, τους ρόλους, την εκδίκηση, την κάθαρση, τη δικαιοσύνη τα οποία σαν θεματικές βρίσκονται αναπόφευκτα μέσα στην ταινία. Αλλά ταυτόχρονα έχει κάτι το ανοίκειο που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το ανοίκειο, που σε ιντριγκάρει να το εξερευνήσεις, υπάρχει στην ταινία.

Η ιστορία της ταινίας κρύβει μια σειρά από αλληγορίες. Δεν φοβήθηκες μήπως όλα αυτά αποπροσανατολίσουν τον θεατή;

Απεναντίας. Θεωρώ ότι όλα αυτά τα επίπεδα είναι ανοιχτές πόρτες και ο κάθε θεατής μπορεί να επιλέξει από πού να εισέλθει και να ακολουθήσει τη δική του αφηγηματική εμπειρία. Είναι πραγματικά απελευθερωτικό και συγκινητικό ο κάθε θεατής να σου μιλάει για τις δικές του εντυπώσεις και όλες μαζί οι ερμηνείες να συνθέτουν ένα πλούσιο πορτραίτο της ταινίας. Και μην ξεχνάς, ότι κατά κάποιο τρόπο είναι και αυτό ένα από τα θέματα της ταινίας: Ότι βλέπουμε αυτό που περιμένουμε να δούμε, αναλόγως με το ποιοι είμαστε και υπό ποια γωνία το παρακολουθούμε.

Αν απομόνωνες μια κεντρική θεματική της ταινίας σου, ποια θα ήταν αυτή;

Δεν μπορώ να απομονώσω κάποια γιατί η ταινία έχει φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανοικτή σε διαφορετικές ερμηνείες. Μπορώ, όμως, να σου πω ότι για μένα αυτό που με συνδέει περισσότερο με την ταινία είναι η αναζήτηση της ταυτότητας μας, που χάνεται πίσω από τους ρόλους που παίζουμε καθημερινά. Υπάρχει μια σκηνή που ο αρχηγός των εισβολέων σε ένα μονόλογό του, ταυτίζεται με πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες. Με τα λόγια του υπονοεί ότι θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε από εμάς ή ένα κομμάτι του να βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Στο τέλος λέει ότι δεν έχουμε ανάγκη από Ορέστηδες. Ο ίδιος αμφισβητεί τον ρόλο των ηρώων και πρωτίστως τον δικό του ρόλο ως τέτοιος.

Γιατί επέλεξες να δώσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πρωτοεμφανιζόμενο Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου και να αφήσεις έμπειρους ηθοποιούς, όπως η Μαρία Καλλιμάνη και ο Χρήστος Στέργιογλου, σε δεύτερους ρόλους;

Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου ήταν μια αποκάλυψη: ευρωπαϊκό πρόσωπο, με δυνατές γωνίες και διαπεραστικό βλέμμα, γειωμένος στην αλήθεια της στιγμής, με ανεξάντλητη ενέργεια και δημιουργικές προτάσεις. Ήταν η ψυχή της ταινίας έχοντας πάθος που τροφοδοτούσε τους πάντες γύρω του: Πραγματικά δεν θα μπορούσα να ευχηθώ κάτι καλύτερο σε όρους κάστινγκ. Μάλιστα, θεωρώ ότι η συνθήκη του πρωτοεμφανιζόμενου του έδωσε μια δεύτερη ταύτιση με τον ρόλο του: ο αρχηγός των εισβολέων εμφανίζεται και αυτός πρώτη φορά πάνω στην σκηνή, κουβαλώντας όλη την αγωνία, το πάθος και την ένταση. Δεν πιστεύω ότι οι πιο έμπειροι ηθοποιοί, που έπαιξαν υπέροχα, πρέπει να αναλαμβάνουν μόνο πρωταγωνιστικούς, ρόλους, ειδικά σε μια ταινία συνόλου. Νομίζω ότι ο Αλέξανδρος τους επηρέασε ως μια απρόβλεπτη εν βρασμώ παρουσία και αυτοί τον επηρέασαν με τη δοτικότητα, την πειθαρχεία και την αφοσίωσή τους.

Τι κρατάς από την πρεμιέρα της ταινίας σου στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Tι διαφορετικό είχε από τις δυο προηγούμενες φορές που βρέθηκες εκεί με τις μικρού μήκους ταινίες σου;

Στην μεγάλου μήκους δεν μπορείς να αποδράσεις: όλοι έχουν έρθει για την ταινία σου. Στις μικρού μήκους επειδή παίζονται πολλές σε μια προβολή, μπορείς και να κρυφτείς στο πλήθος των σκηνοθετών.

Μπήκα στην αίθουσα της πρεμιέρας με αγωνία και άγχος. Έκατσα, δεν ήθελα να δω την ταινία, κοίταζα ποιος φεύγει και ποιος μένει, δεν παρακολουθούσα τίποτα, ένιωθα φυλακισμένος και σιγά-σιγά άρχιζα να μπαίνω στην ταινία. Αντιστεκόμουν όσο μπορούσα, στο τέλος η ταινία με πήρε, αφέθηκα, δεν πρόσεχα τίποτα άλλο παρά την ταινία, βούτηξα μέσα της και βγήκα καθαρός. Με έναν τρόπο, η πρώτη της προβολή ήταν μια προσωπική μου κάθαρση.

Γιατί επέλεξες αγγλικό τίτλο; Μήπως, επειδή η φεστιβαλική εξωστρέφεια είναι μονόδρομος για μια καλλιτεχνική ταινία σαν το «Interruption»; Θα μπορούσαν να συνδυαστούν mainstream ταινίες, όπως ο «Ένας Άλλος Κόσμος» και ο «Νοτιάς», με το φιλμ σου σε ένα άλλο, πιο υγιές ελληνικό κινηματογραφικό κύκλωμα;

Μονόδρομος είναι η επικοινωνία με το κοινό. Το κοινό είναι ένα σύγχρονο τοτέμ, μια μυθική οντότητα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις της και όλοι προσεύχονται για την εύνοιά της. Όταν όμως εκπαιδεύεις το κοινό σε ένα κυρίαρχο storytelling με υπερήρωες σε εκθαμβωτικά ντεκόρ ή σε ένα ευρωπαϊκό σινεμά με αντιήρωες σε παρακμιακούς χώρους κερδοσκοπώντας πάνω στη φωτογένεια της φρίκης, τότε το μαθαίνεις να βλέπει ταινίες με τον ίδιο ακριβώς μελοδραματικό και ανώδυνο τρόπο. Οποιαδήποτε άλλη αφήγηση αμέσως βαφτίζεται αλλόκοτη, περίεργη, δύσκολη, πειραματική. Το κοινό, όμως, δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά και διεθνές. Συνήθως μια τοπική “mainstream” παραγωγή κάνει εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας της ενώ μια επιτυχημένη “arthouse” ταινία μπορεί να μαζέψει το ίδιο ποσό συγκεντρωτικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά επιτρέψτε μου να σας πω ότι και στις δυο περιπτώσεις τα νούμερα δεν έχουν σημασία. Το σημαντικό είναι να δημιουργηθούν προσωπικές ιστορίες στους θεατές από τη θέαση της ταινίας. Ταινίες που θα ακολουθούν τους θεατές έξω από το σινεμά και δεν θα εξατμίζονται με το πρώτο ποτό μετά την προβολή.

http://www.athinorama.gr/

Μανώλης Κρανάκης

ΚΡΙΤΙΚΗ 22 ΙΑΝ 2016

3/5

Στην πρώτη του φιλόδοξη ταινία μεγάλου μήκους ο Γιώργος Ζώης βάζει δύσκολα στον εαυτό του (και τον θεατή), μεταφέροντας κυριολεκτικά μια επί της οθόνης θεατρική παράσταση για την… αρχαία τραγωδία του σήμερα.

Μια ομάδα εφήβων, αγόρια και κορίτσια, εισβάλλει σε ένα θέατρο. Διακόπτουν μια παράσταση της «Ορέστειας». Κρατούν όπλα και παρόλο που δεν είναι βίαιοι καταφέρνουν να ακινητοποιήσουν τους ηθοποιούς της παράστασης και να ανεβάσουν στη σκηνή μια μερίδα θεατών. Ενας από αυτούς – ο αρχηγός τους; – δίνει οδηγίες, κατευθύνει τη δράση, πατάει πάνω στο μύθο του Ορέστη και χτίζει σιγά σιγά την ιστορία. Μόνο που αφήνει τους θεατές – ηθοποιούς να υποδυθούν τους ρόλους με τον δικό τους τρόπο, με τις δικές τους ιδέες. Σύντομα, στην αυτοσχέδια παράσταση θα αναμειχθούν και οι ηθοποιοί που τρομαγμένοι αρχίζουν να διασκεδάζουν με το παιχνίδι που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Οι θεατές που κάθονται στις θέσεις τους βρίσκουν τη διάδραση ενδιαφέρουσα και σταδιακά τους ζητείται να συμμετέχουν και αυτοί…

Μπαίνοντας μέσα στο «Interruption» του Γιώργου Ζώη είσαι και εσύ – ο θεατής – ένας υποψήφιος ηθοποιός/θεατής-ηθοποιός/θεατής της παράστασης μέσα στο θέατρο, καθώς ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας ό,τι διαδραματίζεται πάνω στη σκηνή του θεάτρου δεν είναι πλέον μόνο μια παράσταση της «Ορέστειας», αλλά και ένα κομμάτι πραγματικότητας που γίνεται ένα με την αρχαία τραγωδία πριν διασχίσει το μύθο και αμφιταλαντευτεί σε ομόκεντρους κύκλους πριν καταλήξει στην… κάθαρση.

Για πολλή ώρα δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις πάνω στη σκηνή είναι η ιδέα ενός σκηνοθέτη για το πώς θα έκανε την παραστασή του διαδραστική και αναρωτιέσαι αν οι ηθοποιοί της παράστασης γνωρίζουν το «κόλπο» που αγνοούν οι θεατές μέσα στην ταινία. Ολοι μοιάζουν υπόπτοι και ταυτόχρονα αθώοι. Και καθώς η σκηνή αρχίζει να παίρνει ζωή από τους καθημερινούς ανθρώπους που μπλέκονται με το μύθο του Ορέστη, μια υπόκωφη βία αρχίζει να διαχέει το διακριτό άρωμα της απειλής. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που γίνεται ολοένα και πιο αποπνιχτική τα όρια χάνονται: ολοι οι συμμετέχοντες παίζουν όλους τους ρόλους και το κοινό – μέσα και έξω από την ταινία – δεν ξέρει πότε ποια (θα) είναι η τελική πράξη της παράστασης.

Στη φιλόδοξη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά την επιτυχία των δύο μικρού μήκους ταινιών του, «Casus Belli» και «Τίτλοι Τέλους», ο Γιώργος Ζώης κατασκευάζει με μαεστρία αλλά και το θράσος του πρωτοεμφανιζόμενου ένα οικοδόμημα που παίζει με τον θεατή, βάζοντας στο κέντρο του ένα παιχνίδι ρόλων που εναλλάσσονται συνεχώς καταλήγοντας σε μια απόλυτη σύγχυση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία.

Οι κανόνες του θεάτρου, του interaction και της αρχαίας τραγωδίας ανατρέπονται καθώς είναι φανερό πως η ομάδα των «εισβολέων» βρίσκεται εκεί για να αλλάξει το κατεστημένο, να ακυρώσει τον αρχαίο μύθο και – αν καταφέρει – να τον μεταφέρει στο σήμερα. Είναι επαναστάτες μιας χώρας (!) σε κρίση που θέλουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους; Νέοι που φλερτάρουν με τον φασισμό, θέλοντας να ακολουθούν πάντα έναν αρχηγό που δίνει καθορισμένες εντολές; Οπαδοί της «αυτοδιαχείρισης» που ανεβαίνουν με το έτσι θέλω στη σκηνή της πραγματικής ζωής, παίζοντας το «έργο» με τους δικούς τους κανόνες;

Οποιαδήποτε αναγωγή στη σημερινή ελληνική και όχι μόνο πραγματικότητα είναι ανοιχτή – άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως οι θεατές-ηθοποιοί θα αναρωτηθούν για το τι ακριβώς θα έκανε ο Ορέστης μπροστά στην άπιστη και δολοφόνο Κλυταιμνήστρα στη σημερινή εποχή. Οπως ανοιχτή είναι και οπτική γωνία πάνω σε ένα κόσμο όπου οι ρόλοι δεν έχουν καμία σημασία καθώς όλοι είμαστε εν δυνάμει θύτες και θύματα της ίδιας (καλοσκηνοθετημένης) παράστασης στην οποία παίζουμε ως ηθοποιοί και θεατές ταυτόχρονα.

Βάζοντας στον εαυτό του (αλλά και στον θεατή) δύσκολα, ο Γιώργος Ζώης καταφέρνει να χαλιναγωγήσει την πολύπλοκη και φορτωμένη «εγκεφαλικά» σεναριακή του ιδέα με μια άξια και ταυτόχρονα λειτουργική σκηνοθετική ενορχήστρωση, χωρίς ωστόσο να δίνει απαντήσεις για όλα όσα διαδραματίζονται πάνω στη σκηνή αυτής της ιδιότυπης παράστασης ή να ανεβάζει την ένταση εκεί που πραγματικά θα χρειαζόταν για να φτάσει αυτούσια στο θεατή, ξεχνώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στο σαφώς καλύτερο πρώτο μέρος για μια ταινία που θα μπορούσε να λειτουργήσει πρωτίστως ως ένα θρίλερ.

Επιλέγοντας το συμβολισμό κόντρα στον ρεαλισμό, την σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας τραγωδίας δράσης «εκτός σκηνής» και το ανοιχτό διάβασμα της ταινίας από τον κάθε ένα ξεχωριστά, προτιμά την εμπλοκή του θεατή ως έναν ακόμη «ηθοποιό» μιας σημερινής αρχαίας τραγωδίας. Και δεν κατεβάζει την αυλαία, θέλοντας σαφώς να δηλώσει πως η «παράσταση» και ό,τι σημαίνει για τον καθένα είναι καταδικασμένη να συνεχίζεται στο διηνεκές…

H Εύα Στεφανή γράφει για το «Interruption» του Γιώργου Ζώη

01 ΦΕΒ 2016

H σκηνοθέτης και Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας του Κινηματογράφου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύα Στεφανή, είδε το «Interruption» του Γιώργου Ζώη και γράφει γι’ αυτό.

Πριν τον ύπνο, μεσολαβεί ένα διάστημα, που δεν ξέρω πόσο διαρκεί, ίσως μόνο δευτερόλεπτα. Βλέπω εικόνες που δεν είναι ακριβώς όνειρα, γιατί είμαι ακόμα ξύπνια. Οι εικόνες αυτές όμως είναι διαυγείς και ζωντανές σαν πραγματικές, ενώ δεν είναι. Οι ταινίες του Ζώη ανήκουν σε αυτό το ακατάταχτο θαυμαστό μεσοδιάστημα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Από την πρώτη του ταινία «Casus Belli», o Γιώργος Ζώης εμπνέεται από στοιχεία της πραγματικότητας για να καταλύσει οποιαδήποτε σχέση με αυτήν και να δημιουργήσει έναν γενναίο κινηματογράφο του “παράδοξου”. Kάθε ταινία του Ζώη αποτελεί έναν πειραματισμό στην φόρμα και μία πρόταση για τα όρια του κινηματογραφικού είδους. Η βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας ταινία του «Τίτλοι Τέλους», αν και μυθοπλασία, θα μπορούσε κάλλιστα να ειδωθεί σαν ένα έξοχο ντοκιμαντέρ παρατήρησης ή ακόμα σαν μία ταινία επιστημονικής φαντασίας ή ένα υπαρξιακό μανιφέστο. Ενάντια σε καλλιτεχνικά ρεύματα που επιδιώκουν τον σχολιασμό της πολιτικής ή κοινωνικής επικαιρότητας είτε υπό μορφήν αλληγορίας είτε κυριολεκτικά, ο Ζώης προτείνει έναν τολμηρό κινηματογράφο του «πέραν».

«Θέλουμε το πέραν τώρα» ήταν η φράση των σουρεαλιστών στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 υμνώντας έτσι τις περιοχές του άλογου, του ονείρου,του έρωτα και του θανάτου. Ο Ζώης δεν προχωρά σε μία εκστατική σουρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων αλλά δανείζεται από τους σουρεαλιστές το ανατρεπτικό βλέμμα στην πραγματικότητα. Αυτή η λοξή ματιά που μεταλλάσσει το πραγματικό σε ανοίκειο διατρέχει και τις τρείς ταινίες του Ζώη, το «Casus Belli», τους «Τίτλους Τέλους» και το «Interruption». Στόχος είναι η διασάλευση του θεατή που έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν τον αντικανονικό κόσμο.

Το «Interruption» είναι μία ταινία που βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Μία ομάδα ένοπλων νεαρών εισβάλλει σε ένα θέατρο, ανεβαίνει στην σκηνή και διακόπτει την παράσταση. Οι θεατές δεν γνωρίζουν εάν αυτό που βλέπουν είναι μέρος της παράστασης ή όχι. Όπως λέει ο σκηνοθέτης, η ταινία εστιάζει στα πρώτα λεπτά αμφιθυμίας των θεατών που αμφιταλαντεύονται για τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Κεντρικοί άξονες του έργου είναι το ζήτημα της αναγκαστικής συνύπαρξης σε ένα κλειστό χώρο από όπου κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει όσο και το θέμα μίας τελετουργίας που συνεχώς διακόπτεται και δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Και οι δύο φέρνουν στο νου ταινίες του Μπουνουέλ όπως «Ο Εξολοθρευτής Άγγελος» ή «Η Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας». Με την διαφορά ότι αντί για το Μπουνουελικό μαύρο χιούμορ, ο Ζώης ενισχύει το παράδοξο πυροδοτώντας το στοιχείο του υπαρξιακού φόβου. Χτίζει στην σκηνή ένα γυάλινο καφκικό κλουβί από το οποίο μπαινοβγαίνουν/καθρεφτίζονται οι ήρωές του προσπαθώντας να βάλουν τάξη σε ένα ανεξήγητο χάος.

Ο κινηματογράφος του Ζώη αποφεύγει το μήνυμα και προτάσσει τον αναστοχασμό.

Όπως και στους «Τίτλους Τέλους» τα ερωτήματα που πραγματεύεται ο Ζώης είναι οικουμενικά και όχι συγκυριακά. Σε αντίθεση με πολλούς κινηματογραφιστές, ο Ζώης δεν κάνει ταινίες για την κρίση, την οικονομική ανέχεια, την μετανάστευση ή μία αλληγορία για τα παραπάνω. Απλούστατα δεν κάνει ταινίες «για». Ο 86 χρονος σκηνοθέτης, εμπνευστής του direct cinema Al Wiseman έλεγε «Δεν κάνω ταινίες για κάτι. Δεν κάνω ταινίες με μηνύματα. Εάν θέλεις να στείλεις ένα μήνυμα, στείλε ένα τηλεγράφημα. Μην κάνεις ταινίες». Ο Wiseman γύρισε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, «Titicut Follies», σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στην Αμερική στις αρχές του 60. Στην ταινία έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θεατρικό δρώμενο όπου τρόφιμοι και υπάλληλοι υποδύονται ρόλους. Οι ρόλοι του ασθενούς, του υγιούς, του κανονικού και του αντικανονικού υπονομεύονται συνεχώς δημιουργώντας ένα ρήγμα με την αντίληψή μας για την πραγματικότητα και τους κανονιστικούς νόμους της. Το ίδιο συμβαίνει και στην ταινία του Ζώη, όπου οι ρόλοι του θεατή, ηθοποιού, εισβολέα, θύματος εναλάσσονται συνεχώς για να διαταράξουν όχι μόνο το πλαίσιο της παράστασης αλλά και την έννοια του εαυτού. Εάν δεχτούμε ότι ο εαυτός είναι και αυτός ρόλος που μεταβάλλεται αναάλογα με την κοινωνική συνθήκη και ότι η κοινωνική ζωή είναι ένα θεατρικό δρώμενο που συνεχώς αλλάζει μορφή (The presentation of self in everyday life, Goffman, 1956), μπορούμε να προσεγγίσουμε την ταινία του Ζώη ως ένα έργο που θέτει ερωτήματα για την φύση του εαυτού σε ένα χαοτικό κόσμο. Τι συνιστά τον εαυτό μέσα από την δίνη των πολλαπλών μεταμφιέσεων; Ποιός/ποια είναι αυτή που εν τέλει κατοικεί μέσα μας;

Κομβικής σημασίας στο «Interruption» (αλλά και στους «Τίτλους Τέλους») είναι το αίσθημα της ανοικείωσης που ελλοχεύει στην ταινία. Στο περίφημο άρθρο του για το Ανοίκειο (Das Unheimliche,1919) ο Freud μιλά για την εμπειρία της ανοικείωσης, ως ένα αίσθημα αλλόκοτου φόβου που οφείλεται στην έλλειψη διαχωριστικής γραμμής μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κατά τον Freud συναντάμε το Ανοίκειο όταν κάτι που όταν κάτι μέχρι τώρα ήταν γνωστό παρουσιάζεται ξαφνικά ως ξένο. Η έννοια του «unheimlich» είναι διττή: Από τη μία, σημαίνει το το ξένο, το μη φιλικό. Ως εκ τούτου, αυτό που προκαλεί φόβο γιατί είναι άγνωστο. Από την άλλη σημαίνει αυτό που «έπρεπε» να μείνει κρυμμένο αλλά ήρθε στο φως. Με αυτήν την περίεργη ζώνη του παράδοξου δίδυμου «οικείου-ξένου» παίζει ο Ζώης χωρίς να δίνει απαντήσεις. Στο “Interruption” τα υποκείμενα βιώνουν μία ακραίας μορφής ανοικείωσης μέσα από τις πολλαπλές εναλλαγές ρόλων που καταλύουν την έννοια του συμπαγούς εαυτού. Ο Ζώης με τις τρεις ταινίες του μέχρι τώρα αναποδογυρίζει την έννοια του πραγματικού αποκαλύπτοντας ότι ο κινηματογράφος και η ζωή είναι ένα παιχνίδι συνεχούς μεταμφίεσης σε έναν ακατανόητο κόσμο. Στόχος του παιχνιδιού η συνάντηση του εαυτού μέσα από τους άλλους.

Το «Interruption» είναι μία επαναστατική πρόταση για το πώς να παίζεις αυτό το παιχνίδι.

Κριτική Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος 2/5

Ο Γιώργος Ζώης επέστρεψε στο Φεστιβάλ Βενετίας, έπειτα από δύο μικρού μήκους βραβευμένες δημιουργίες, με την πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασίας, το Interruption, προσαρμόζοντας στην ελληνική πραγματικότητα και μυθολογία ένα πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα εκπληκτικό γεγονός που συνέβη με οπλισμένους Τσετσένους, οι οποίοι κατέλαβαν μια θεατρική σκηνή ξαφνιάζοντας, μπερδεύοντας και τρομοκρατώντας τους θεατές. Η παράσταση που διακόπτεται στην ταινία είναι η Ορέστεια και το αίτημα της ταινίας είναι η δίκη του Ορέστη, με τη συνδρομή εθελοντών ανάμεσα στο αμήχανο κοινό, ακυρώνοντας ταυτόχρονα τους αποσβολωμένους από την τροπή των πραγμάτων επαγγελματίες ηθοποιούς. Η πρόθεση του Ζώη είναι να μιλήσει αλληγορικά, χωρίς να ξεφύγει από το σκηνικό και σεναριακό πλαίσιο που θέτει εξαρχής. Αναπτύσσει την κατάρα των Ατρειδών, υπενθυμίζοντας τα βασικά της στοιχεία στο ξεκίνημα της ταινίας, και συνθέτει ένα ιδιότυπο huis-clos, χρησιμοποιώντας έξυπνα κάποια κλειστοφοβικά props, όπως το γυάλινο κλουβί που εγκλωβίζει τους ηθοποιούς, ενώ ανοίγει τα πλάνα του στη μεγάλη αίθουσα για να επιτείνει τη σύγχυση και την παγωμάρα, έχοντας πάντα κλειστές τις πόρτες του «οικοδομήματος». Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο Έλληνας σκηνοθέτης δεν περιορίστηκε σε θεατρογενή απόδοση ενός πασίγνωστου μύθου και κατέφυγε σε πολλές λύσεις για να δώσει διάσταση στη σκηνή, στην πλατεία και στο δεύτερο μέρος στο μπαλκόνι, και να τοποθετήσει τους «δράστες» σε διαφορετικές θέσεις και ταχύτητες, αλλάζοντας συχνά τους πόλους της αφήγησής του. Το συντακτικό είναι αυθεντικά κινηματογραφικό και οι εικόνες του εναλλάσσονται, καθώς εκμεταλλεύονται τον χώρο και τα πρόσωπα. Η ίδια η γλώσσα, ωστόσο, τον προδίδει, με βαρείς διαλόγους και διεύθυνση ηθοποιών τέτοια, που συμπεριφέρονται σαν να γνωρίζουν καλά τη σημασία των λέξεων που εκφέρουν, ακόμη κι αν μερικοί από αυτούς, όπως οι εθελοντές, υποτίθεται πως συλλαμβάνονται εξ απήνης και λογικά θα έπρεπε να μιλούν φυσικότερα και να αυτοσχεδιάζουν, προσπαθώντας να συνέλθουν από το σοκ και να ανακτήσουν την ψυχραιμία και τη λογική τους, πειστικότερα. Η έλλειψη αντίθεσης αφαιρεί σημαντικά από το δράμα, την ένταση, την απειλή, τον εφιάλτη και εν τέλει την τραγωδία που διατρέχει το έργο μέσα στο έργο. Το στυλ, που ο Ζώης σίγουρα διαθέτει, δεν λειτουργεί πάντα υπέρ του Interruption.

Πηγή: www.lifo.gr

ΣΙΝΕΜΑ

Interruption

Εγκεφαλικό, αλλά ενδιαφέρον

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

28.01.2016 – 15:30

Interruption

ΚΡΙΤΙΚΗ

Μια παράσταση της Ορέστειας σε ένα θέατρο διακόπτεται από ομάδα νεαρών με όπλα, οι οποίοι ανακοινώνουν ότι απόψε η ιστορία του έργου μπορεί να έχει

Η πρώτη μεγάλου μήκους του Γιώργου Ζώη, σκηνοθέτη δύο εξαιρετικών, πολυβραβευμένων ταινιών μικρού μήκους, αντλεί την αφορμή της από την επίθεση μιας ομάδας Τσετσένων ανταρτών το 2002 σε ένα θέατρο της Μόσχας. Τα πρώτα λεπτά εκείνης της εισβολής οι θεατές σαστισμένοι δεν ήξεραν αν αυτό που βλέπουν είναι μέρος της παράστασης ή όχι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Η γνώση αυτής της ιστορίας, σε συνδυασμό με την ταινία, δημιουργεί μια σειρά από προσδοκίες που ίσως θα ήταν καλύτερα να αφήσετε έξω από την αίθουσα εξαρχής. Το φιλμ του Ζώη δεν είναι ένα θρίλερ με τη συνηθισμένη σημασία της λέξης κι αν είναι, είναι βαθιά υπαρξιακό κι εσωτερικό. Το δεύτερο σκέλος αυτής της ιστορίας, οι στιγμές της απώλειας κάθε βεβαιότητας για το αν αυτό που βλέπεις είναι αλήθεια ή αναπαράσταση, αληθινό ή τεχνητό, είναι ίσως το κλειδί που ανοίγει την κατά τα άλλα κρυπτική αυτή ταινία. Τοποθετημένη σε ένα θέατρο, με τους θεατές και τους ηθοποιούς να αλλάζουν ρόλους, με ένα μύθο ισχυρό, παντοδύναμο, καθοριστικό, να αποδομείται ή να επιβεβαιώνεται και πάλι θριαμβευτικά, το «Interruption» απαιτεί να διακόψεις τη μηχανική ροή της ύπαρξής σου και να αναρωτηθείς για το πού εσύ στέκεσαι. Για το τι εσύ θα έκανες. Για το ρόλο που εσύ παίζεις. Θεατής ή ηθοποιός; Θύτης ή θύμα; Δεν είναι τυχαίο πως στη σκηνή του θεάτρου της ταινίας παίζεται μια κλασική αρχαία τραγωδία. Κάθε τραγωδία είναι μια παραβολή κι αυτή η ταινία μια ακόμη μεγαλύτερη. Η «αίθουσα» στην οποία εσύ βρίσκεσαι δεν είναι απαραίτητα κλειστή κι όμως είσαι εγκλωβισμένος. Όσοι κι όσα σε «σκηνοθετούν» δεν κρατούν πιστόλι, αλλά δεν τολμάς να τους εναντιωθείς. Κι αντίθετα από το θέατρο, ο deus ex machina δεν εμφανίζεται και η κάθαρση δεν σε λυτρώνει. Κάπως έτσι ο Γιώργος Ζώης στήνει ένα φιλμικό αίνιγμα που σε προκαλεί να το αποκρυπτογραφήσεις για να ανακαλύψεις την πολιτική, ανατρεπτική του φύση. Όμως αυτό το θεαματικά ατμοσφαιρικό φιλμ είναι περισσότερο εγκεφαλικό απ’ όσο θα έπρεπε για να γίνει αληθινά δυνατό και την ίδια στιγμή σμιλεύει περισσότερο τη φόρμα αντί να ακονίζει την αιχμηρότητα των ιδεών του. Και κάπως έτσι σε αφήνει μετέωρο να αναγνωρίζεις την τόλμη και το θάρρος του, μα και αμήχανο απέναντι σε μια υπερβολικά εστέτ θεώρηση του σινεμά.

http://www.athensvoice.gr/

ΣΙΝΕΜΑ

Αναρχική ταινία με εστέτ ενδυμασία

09.09.2015, 16:30

Συντάκτης: Λήδα Γαλανού

★★½✰✰✰

Αν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός δημιουργού έχει τον ρόλο της γνωριμίας, ο δημιουργός τού «Interruption» δεν έχει καμιά αμφιβολία ως τι συστήνεται. Κατά τον τρόπο των ηρώων του, η παρουσίασή του θα πήγαινε κάπως έτσι: «Καλησπέρα σας. Λέγομαι Γιώργος Ζώης.

Το επάγγελμά μου είναι σκηνοθέτης κι έχω έρθει εδώ για να κατακτήσω τον κινηματογραφικό κόσμο». Γιατί το «Interruption», το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Ζώη, που έκανε μόλις την παγκόσμια πρεμιέρα του στο τμήμα Orizzonti του Φεστιβάλ Βενετίας (ήδη η τρίτη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ, μετά τις μικρού μήκους «Casus Belli» και «Τίτλοι Τέλους»), είναι πάνω απ’ όλα μια φιλόδοξη, αισθητικά και πνευματικά, ταινία.

Αναρχική ταινία με εστέτ ενδυμασία Είδαμε το «Interruption» του Γιώργου Ζώη, συμμετοχή στη Βενετία |

Σ’ ένα κλασικό, επιβλητικό αθηναϊκό θέατρο, το κοινό παρακολουθεί παράσταση της «Ορέστειας». Η συμβατική δράση διακόπτεται κι ένας αυστηρά μαυροντυμένος, χαμηλών τόνων αλλά καθηλωτικός άντρας (θαυμάσιος ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου επικεφαλής ενός κατά τα άλλα ensemble cast) ανακοινώνει στους θεατές ότι αυτή εδώ η παράσταση θα εξελιχθεί λίγο διαφορετικά κι ότι οι ίδιοι θα μπορέσουν να αναλάβουν δράση, να παρέμβουν στα τεκταινόμενα, να παίξουν αλλά και να κρίνουν, να καθορίσουν ενεργά την εξέλιξη των πραγμάτων.

Εκείνοι, χωρίς να είναι βέβαιοι αν αυτό που παρακολουθούν εξακολουθεί να είναι η παράσταση ή μια βίαιη παρέμβαση, εκπληρώνουν τον ρόλο τους συμμετέχοντας.

Στην αρχή ήδη της ταινίας, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μαύρη οθόνη, μέσα σε μια μαύρη αίθουσα: η επίγνωση ότι είναι ο ίδιος μέρος ενός κοινού, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το θέαμα (η «Ορέστεια», το «Interruption», μια προεκλογική ομιλία, τα ατελείωτα χρόνια κατά τα οποία κάποιος λαμβάνει οδηγίες για το πώς θα ζήσει), είναι σαφής και δυνατή.

Από την άλλη πλευρά, επιλέγοντας το θέατρο ως τόπο εξέλιξης της ταινίας του, ο Γιώργος Ζώης υπερβαίνει με άνεση τις θεατρικές συμβάσεις του χώρου. Οι διαστάσεις του θεάτρου και του Θεάτρου αξιοποιούνται ελαστικά και απόλυτα κινηματογραφικά, παρ’ ότι τα «εξωτερικά» διαλείμματα είναι ελάχιστα.

Οι ρόλοι των ηρώων μέσα στην ταινία είναι διαρκώς εναλλασσόμενοι, όπως και τα κάδρα της: από τα εξαιρετικά κοντινά, που ανασαίνουν πάνω στο δέρμα, ώς τα γενικά, που τοποθετούν τα μάτια σε μια θέση παρατηρητή, κάτω από τον «βόμβο» του soundtrack, ενός ανησυχητικού αστικού white noise στο οποίο τα αυτιά ακούσια προσαρμόζονται.

Ο πρωταγωνιστής Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου Ο πρωταγωνιστής Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου |

Η επιλογή του Ζώη να εφορμήσει με βάση την «Ορέστεια» δεν είναι τυχαία πάνω στο αρχαίο δράμα, σε ένα σύνθετο, κλασικό έργο οικογενειακής προδοσίας, εκδίκησης και Ερινυών πατά για να το αποδομήσει, να το εξαϋλώσει και να επιστρέψει ξανά σ’ αυτό, επειδή είναι ανυπέρβλητο. Ενα έργο που οι σύγχρονοι Ελληνες οικειοποιούμαστε με υπερηφάνεια, λυγίζοντας κάτω από το βάρος του, αποφεύγοντας την ευθύνη και να ανταποκριθούμε στο μέγεθός του ή να το απορρίψουμε.

Γιατί το πεδίο στο οποίο το «Interruption» κινείται πιο πετυχημένα και προκλητικά, είναι εκείνο του πολιτικού προβληματισμού (σίγουρα σ’ αυτό θα σταθούν οι διεθνείς θεατές του Φεστιβάλ Βενετίας, γνώστες πια της πολιτικής και οικονομικής αποσύνθεσης της χώρας μας), εκθέτοντας την αδυναμία του κόσμου για την αυτοδιάθεσή του, την προθυμία αλλά και την αμηχανία του να φτάσει στη λαϊκή κρίση, την ευκολία του να δει, αλλά όχι να κάνει.

Το «Interruption» είναι, από πρόθεση, μια ταινία αναρχική με εστέτ ενδυμασία, πράγμα που εμπεριέχει μια επιτήδευση. Οποιες αδυναμίες έχει, από την άλλη πλευρά, προέρχονται από την επιθυμία ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη να «συστηθεί», να δείξει τι μπορεί να κάνει, ενίοτε σε βάρος της πυκνότητας και της έντασης που θέλει να χτίσει.

Στην επιθυμία του να ανατρέψει τον Μύθο, ο Ζώης δεν κρατά τίποτα μονοσήμαντο. Μπορεί οι αλλεπάλληλες, διαρκείς υπονομεύσεις να χαλαρώνουν την ένταση, την ασφυξία τής θρίλερ πλευράς της ταινίας, αποτελούν όμως μια εντυπωσιακή, εγκεφαλική κινηματογραφική άσκηση του σκηνοθέτη να ξεπεράσει τον εαυτό του.

Το εντυπωσιακό με τους ήρωες του «Interruption», το σημείο με το οποίο πικρά θα ταυτιστεί ο θεατής, είναι ότι, περιορισμένοι σ’ έναν χώρο που γίνεται βαθμιαία όλο και πιο δυσάρεστος, πιεστικός, αφόρητος, δεν θα κάνουν το βήμα να δοκιμάσουν αν τυχόν ανοίγει η πόρτα. Αντίθετα μ’ εκείνους, ο Γιώργος Ζώης την κινηματογραφική πόρτα της σκηνοθετικής καριέρας του την ανοίγει διάπλατα και με φόρα.

http://www.efsyn.gr/

Μόστρα Βενετίας

Πειραματικό το Interruption του Γιώργου Ζώη

Δημήτρης Δανίκας 08/09/2015

Μικρού, περιορισμένου βεληνεκούς το «Interruption» η πρώτη ταινία του Γιώργου Ζώη που συμμετέχει στην 72η κινηματογραφική Μόστρα της Βενετίας. Η μοναδική ελληνική παρουσία σ αυτό το ιστορικό φεστιβάλ

Μικρού γιατί είναι «πειραματικό» και επειδή είναι «θεατρικό». Περίπου στατικό. Ευτυχώς όμως απαλλαγμένο από επιρροές και δάνεια Γιώργου Λάνθιμου. Η σκηνοθεσία του Ζώη με την δική της προσωπικότητα. Ενδιαφέρουσα, πρώτη, προσπάθεια. Για περιορισμένο αριθμό θεατών. Και κατάλληλο για αίθουσες-τέχνης (θα προβάλλεται από το 2016)

Η ιδέα προέκυψε από το τραγικό περιστατικό όπου Τσετσένοι μπουκάρουν σε θέατρο και αρχίζει το μακελειό

Εδώ, ο θίασος παίζει Ορέστεια και οι πράξεις της παράστασεις είναι τρεις. Οι τελευταίοι θεατές παίρνουν τις θέσεις τους, τα φώτα σβήνουν και η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι. Ξαφνικά μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών, με όπλα στα χέρια, ανεβαίνουν στη σκηνή. Ζητάνε συγνώμη για τη διακοπή και προσκαλούν όσους θεατές επιθυμούν να ανέβουν στη σκηνή μαζί τους. Η παράσταση συνεχίζεται κανονικά με μια μόνο διαφορά: η ζωή μιμείται την τέχνη και όχι το αντίστροφο

Κάπως έτσι αρχίζει το παιχνίδι ζωής-τέχνης και θεατών-ηθοποιών. Και στην συνέχεια κάποιος βγάζει όπλο και πυροβολεί την καταραμένη Κλυταιμνήστρα. Ο Ζώης «δικάζει» τα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου πλαισιωμένος από Μαρία Καλλιμάνη, Αλεξία Καλτσίκη, Σοφία Κόκκαλη, Χρήστος Στέργιογλου και πολλούς άλλους

Το σενάριο, όπως είπαμε, έχει σχέση με την Ρωσική τραγωδία. Όταν στις 23 Οκτώβρη 2002, οπλισμένοι Τσετσένοι εισέβαλλαν σε κεντρικό θέατρο της Μόσχας με αποτέλεσμα να επακολουθήσει μακελειό

«Στα πρώτα λεπτά της εισβολής» λέει ο Ζώης, «το κοινό γοητευμένο από την απρόσμενη εξέλιξη, θεωρεί ότι όλο αυτό είναι μέρος της παράστασης. Σε αυτά τα κρίσιμα λεπτά, μυθοπλασία και πραγματικότητα, αλήθεια και ψέμα, λογική και παράλογο ταυτίστηκαν. Η ταινία είναι η διαστολή αυτών των πρώτων λεπτών αμφισημίας»

Εμείς τι να ευχηθούμε; Το αυτονόητο. Το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου, στην τελετή απονομής βραβείων, ο Έλληνας σκηνοθέτης να κερδίσει μια διάκριση δια χειρός του διάσημου αμερικανού Τζόναθαν Ντέμι, σκηνοθέτη της «Σιωπής των αμνών» και προέδρου της Κριτικής Επιτροπής του παράλληλου προγράμματος «Ορίζοντες» όπου προβάλλονται «ιδιαίτερες», «πειραματικής» και «ερευνητικές» ταινίες!

Interruption , 2015

28 Ιανουαρίου 2016

Τα ρευστά όρια μεταξύ πραγματικότητας και θεάματος, και η ευθύνη του «θεατή» συνιστούν τον πυρήνα αυτής της δουλεμένης, αλλά αμήχανα αμφίσημης και επιτηδευμένης πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Ζώη.

Σε πολυτελές θέατρο, στη διάρκεια μιας μεταμοντέρνας μινιμάλ παράστασης της «Ορέστειας», μπουκάρουν στη σκηνή έξι-επτά μαυροντυμένοι ένοπλοι νεαροί και νεαρές. Ένας τους (Βαρδαξόγλου, ωραία φάτσα) με το μικρόφωνο στο χέρι εξηγεί πως «είμαστε ο χορός» και παρακινεί τους θεατές να ανέβουν στη σκηνή και να συνδιαμορφώσουν την παράσταση. Δυο αδελφές (Καλλιμάνη και Φιλίνη), μια μητέρα (Τοπαλίδου) με το μικρό (πολύ μικρό για «Ορέστεια»…) αγοράκι της, ένας φοιτητής (Κωνσταντίνος Βουδούρης), ένας ηθοποιός (Σουγάρης), μεταξύ άλλων, ανταποκρίνονται. Κι ενώ, υπό την καθοδήγηση πάντα του προαναφερθέντα νεαρού, μοιράζονται εκ νέου ρόλοι στους θεατές-ηθοποιούς και «ξαναγράφεται» επιτοπίως η αρχαία τραγωδία (μήπως, ας πούμε, ο Ορέστης δε σκοτώσει τελικά τη μάνα του;), γίνεται φανερό ότι το κοινό και οι συμμετέχοντες εθελοντές δεν ξέρουν αν όλο αυτό είναι μέρος της παράστασης ή μια δυσοίωνη (και δυσερμήνευτη, καθότι οι εισβολείς τα λένε πολύ αινιγματικά) πραγματικότητα. Στο διάλειμμα, οι θεατές-συμμετέχοντες θα καθίσουν για ένα βεβιασμένο γεύμα στην πιο ουσιαστική και ατμοσφαιρική σκηνή της ταινίαςπάντα υπό την επιτήρηση των νεαρών με τα μαύρα. Πίσω στην ιδιότυπη παράσταση, θα πέσει ένας πυροβολισμός, θα έρθει η κάθαρσις (μέσω τεχνητής βροχής που λούζει επί σκηνής ηθοποιούς, εθελοντές και εισβολείς), θα έχουμε κι ένα τραγικό θύμα, ενώ ένας από τους συμμετέχοντες θεατές θα την κάνει κανονικά από το θέατρο (του παραλόγου) πριν το χειροκρότημα…

Εμπνεόμενος από τη γνωστή αιματηρή ομηρεία μοσχοβίτικου θεάτρου από τσετσένους τρομοκράτες το 2002, όπου προς στιγμήν κάποιοι θεατές νόμιζαν ότι η εισβολή των ένοπλων ήταν μέρος της παράστασης, ο Ζώης έχει σίγουρα κάτι να πει με αυτήν την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Για τη ζωή που μιμείται την τέχνη, για την απάθεια του θεατή μιας παράστασης, αλλά και γενικώς. Το πρόβλημα είναι πώς το λέει. Δυστυχώς, η εύπλαστη πολυσημία που λειτούργησε καλά στις δυο βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του («Casus Belli», «Τίτλοι τέλους») τον εκθέτει στη μεγάλη φόρμα. Ως θεατής, δηλαδή, δεν αναρωτιέσαι για το τι συμβαίνει εντός παράστασης και τι εκτός, απλούστατα επειδή και τα δυο φαντάζουν επιτηδευμένα. Σε αυτό «συνεισφέρει» και το αργό μοντάζ (Γιάννης Χαλκιαδάκης), ειδικά του πρώτου μέρους, που κάνει τους διαλόγους (αινιγματικά σπουδαιοφανείς ή εντελώς καθημερινούς) να ακούγονται ακόμη πιο ψεύτικοι. Κι είναι κι εκείνο το εντελώς ακατάληπτο ξέσπασμα της Κλυταιμνήστρας-Καλτσίκη σε ένα a capella σπιρίτσουαλ (το όλο νόημα «Sometimes I Feel Like a Motherless Child») που θολώνει ακόμη περισσότερο το τοπίο… Είναι ωραία η αμφίσημη διαθλαστική προσέγγιση στο σινεμά. Αλλά είναι σαν τα μεταξωτά βρακιά…

Τατιάνα Καποδίστρια 2/5

http://tospirto.net/

Review: Interruption

Σε ένα μεγάλο θέατρο γεμάτο κόσμο παίζεται μία μοντέρνα εκδοχή της Ορέστειας.

Ξαφνικά μία ομάδα μαυροφόρων νεαρών, που οπλοφορούν, εισβάλουν και διακόπτουν την παράσταση.

Ανεβαίνουν στη σκηνή και καλούν το κοινό να συμμετέχει….

Πραγματικότητα/Αναπαράσταση Ψέμα, Ζωή/Τέχνη Θύμα/Θύτης Δημιουργός/Δημιούργημα όλοι οι ρόλοι και οι έννοιες αυτές μπερδεύονται και γίνονται δυσδιάκριτα τα μεταξύ τους όρια.

Ο πολυβραβευμένος Γιώργος Ζώης περνά στις ταινίες μεγάλου μήκους μετά τις επιτυχημένες μικρού που προηγήθηκαν (Casus belli, Τίτλοι Τέλους).

Εμπνέεται εν μέρει από την πραγματικά εισβολή Τσετσένων εξτρεμιστών σε θέατρο της Μόσχας το 2002 και παρουσιάζει έναν προβληματισμό πάνω στην απραξία/απάθεια του ανθρώπου/θεατή, απέναντι στα όσα διαδραματίζονται μπρος στα μάτια του.

Επιπλέον δεν ξέρει τι να πιστέψει και τι όχι… ποιος είναι ποιος και τι κάνει… ένα ανακάτωμα το οποίο βέβαια υπάρχει ακόμη πιο βαθιά και ανοιχτά στις κοινωνίες του σήμερα.

Δυστυχώς, όμως, μπερδεμένη είναι και η ταινία.

Χαρακτηριστική και πειστική είναι η παρουσία του αρχηγού των «εισβολέων» (Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου) και όλοι οι ηθοποιοί φέρουν εις πέρας αυτά που καλούνται, όμως το “Interruption” πάσχει αισθητά…

Ειδικά ο αφηγηματικός του ρυθμός, η καθαρότητα και η δομή του, οι ιδέες του είναι όλες συγκεχυμένες, βαρυφορτωμένες και περίπλοκες.

Κυλάει βασανιστικά αργά η ταινία, ο εκνευριστικός μεταμοντέρνος ευρωπαϊζων φορμαλισμός είναι και εδώ παρών, όπως στις περισσότερες art ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών, και πολύ γρήγορα χάνει την επικοινωνία με το θεατή του.

Αυτό συμβαίνει όχι μόνο λόγω των παραπάνω μειονεκτημάτων, μα και εξαιτίας της πόζας και του «δήθεν» που διακατέχει την ταινία και δημιουργεί άθελα μία ατμόσφαιρα «πολύ κακό για το τίποτα».

Αντικειμενικά όμως, ο Ζώης δείχνει να μπορεί να χειρίζεται μία μεγαλύτερη παραγωγή και διαθέτει σκέψη και «ματιά», που στο μέλλον πιθανόν να μας δώσει κάτι πραγματικά καλοφτιαγμένο και περισσότερο επιτυχημένο στο να το επικοινωνήσει…

Στους κινηματογράφους από 28 Ιανουαρίου.

Γιώργος Κόνιαρης 5/10

http://www.filmboy.gr/

27/1/16

Interruption – Review / Κριτική

Interruption PosterInterruption

του Γιώργου Ζώη. Με τους Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου, Βασίλη Ανδρέου, Κωνσταντίνο Βουδούρη, Παύλο Ιορδανόπουλο, Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, Μαρία Καλλιμάνη, Αλεξία Καλτσίκη, Χρήστο Καρτέρη, Σοφία Κόκκαλη, Ρομάνα Λόμπατς, Αγγελική Μαργέτη, Νατάσσα Μπρουζιώτη, Effi Rabsilber, Αρετή Σεϊνταρίδου, Σπύρο Σιδηρά, Χρήστο Σουγάρη, Χρήστο Στέργιογλου, Αλέξανδρο Σωτηρίου, Ελενα Τοπαλίδου, Αινεία Τσαμάτη, Μαρία Φιλίνη, Λάμπρο Φιλίππου, Νίκο Φλέσσα

Όλος ο κόσμος, μια σκηνή!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969) 9/10

«Μια ταινία για την ίδια την θέαση»

Ο Γιώργος Ζώης είναι ένας δημιουργός της νέας γενιάς Ελλήνων σκηνοθετών, ο οποίος μας έχει αφήσει ως τώρα τις καλύτερες εντυπώσεις με τις δύο εξαιρετικές μικρού μήκους ταινίες του. Τόσο το «Casus Beli» του 2010 όσο και το «Τίτλοι τέλους» του 2012 ήταν ταινίες που είχαν κάτι να πουν. Ε, τούτη εδώ, η πρώτη μεγάλου μήκους του, με τον τίτλο Interruption, όχι μόνο έχει κάτι να πει αλλά το φωνάζει όσο το δυνατόν πιο έντονα! Και οι τρεις ταινίες προβλήθηκαν στο φεστιβάλ Βενετίας η μεγάλου μήκους στο τμήμα «Ορίζοντες», ενώ η ταινία έλαβε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (ήταν η μία από τις δύο ελληνικές ταινίες που παραδοσιακά διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο). Τώρα, βγαίνει στο εμπορικό κύκλωμα της χώρας μας, σε ελάχιστες αίθουσες (ίσως και αίθουσα!) χωρίς να έχει μια εταιρία διανομής πίσω της για να την υποστηρίξει. Την φοβήθηκαν τα εγχώρια γραφεία διανομής. Κρίμα, πολύ κρίμα. Γιατί η ταινία είναι ταινιάρα με όλη τη σημασία της λέξεως. Και με μια υποτυπώδη υποστήριξη θα μπορούσε να βρει το κοινό που της αξίζει. Εμείς, πάντως, θα κάνουμε ότι μπορούμε για να την προμοτάρουμε μας άρεσε υπέρ το δέον πολύ!

Interruption Wallpaper

Στο σημείωμά του, ο σκηνοθέτης μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Στις 23 Οκτώβρη 2002, πενήντα οπλισμένοι Τσετσένοι εισβάλλουν σε κεντρικό θέατρο της Μόσχας. Στα πρώτα λεπτά της εισβολής, το κοινό γοητευμένο από την απρόσμενη εξέλιξη, δεν καταλαβαίνει αν όλο αυτό είναι μέρος της παράστασης ή όχι. Σε αυτά τα κρίσιμα λεπτά, μυθοπλασία και πραγματικότητα, αλήθεια και ψέμα, λογική και παράλογο ταυτίστηκαν. Η ταινία είναι η διαστολή αυτών των πρώτων λεπτών αμφισημίας».

Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία προβλήθηκε την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στο «Ολύμπιον» στις 18.00 και την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου στην αίθουσα «Τόνια Μαρκετάκη» στις 22.00. Στις 22.20 της ίδιας ημέρας έλαβαν χώρα οι επιθέσεις των Τζιχαντιστών στο Παρίσι. Ένας από τους στόχους ήταν και το θέατρο Bataclan όπου σκοτώθηκαν 89 άτομα από το κοινό που βρέθηκε εκεί για να παρακολουθήσει συναυλία του αμερικάνικου συγκροτήματος Eagles of Death Metal. Αν μη τι άλλο, συγκλονιστική η συγκυρία και η σύμπτωση, έτσι;

Η υπόθεση: Μια μεταμοντέρνα θεατρική παράσταση μιας κλασικής αρχαίας τραγωδίας, και συγκεκριμένα της «Ορέστειας», ανεβαίνει σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Όπως κάθε βράδυ, οι θεατές κάθονται στις θέσεις τους και η παράσταση ξεκινά. Ξαφνικά, τα φώτα σβήνουν και η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι. Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών με όπλα στα χέρια ανεβαίνουν στη σκηνή. Ζητάνε συγγνώμη για τη διακοπή μέσω του ηγέτη τους και προσκαλούν όσους θεατές επιθυμούν να ανέβουν στη σκηνή μαζί τους. Κάποιοι το επιχειρούν. Κανείς όμως δεν ξέρει αν αυτό που συμβαίνει είναι ένα χάπενινγκ ενταγμένο στην παράσταση ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Και ενδεχομένως επικίνδυνο. Η παράσταση συνεχίζεται κανονικά με μια μόνο διαφορά: η ζωή μιμείται την τέχνη και όχι το αντίστροφο.

Η άποψή μας: Όποια κι αν είναι η τελική γνώμη σου για την ταινία, κωδικοποιημένη στο ασφαλές και ξεπεταχτικό «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» δεν γίνεται να αρνηθείς ότι όλο αυτό είναι εντελώς φιλόδοξο, μεγαλεπήβολο, συναρπαστικό! Ο Ζώης με αυτοπεποίθηση που τσακίζει κόκαλα και κάτι όρχεις να, χτίζει ένα σύμπαν απίστευτο, στιβαρό, δωρικό, στο οποίο ή θα μπεις μέσα και θα μεταλάβεις την πεμπτουσία της τέχνης ή θα μείνεις απ’ έξω κράζοντας γιατί θα πρέπει να «μασήσεις» το (πνευματικό) φαΐ σου και δεν θα ρουφήξεις απλά το νιανιά το οποίο σου έφτιαξε ο μάγειρας που πίστευες για σεφ, όπως έχεις συνηθίσει.

Η αλήθεια είναι πως στα πρώτα πλάνα ως θεατής ήμουν επιφυλακτικός. «Όχι ρε γαμώτο, θέατρο σε σινεμά, το χειρότερό μου». «Και κουλτουριάρικο θέατρο: δεν μιλάνε πολύ και κρατάνε και κάτι λαμπτήρες, φρίκη». Και μετά γίνεται η εισβολή των μαυροφορεμένων στη σκηνή. Και ο αρχηγός τους έχει μια φάτσα εντελώς αντιπαθητική. Και αρχίζει με ευγένεια να δίνει εντολές. «Πολύ στημένο μου φαίνεται ρε γαμώτο», η αυθόρμητη αντίδραση. «Πολύ μηχανικό». Ναι, αλλά μέσα μου δεν είχα απορρίψει την ταινία. Ενώ με ενοχλούσε το προκάτ του πράγματος (έτσι έδειχνε αρχικά) το όλον με ιντρίγκαρε. Πού το πηγαίνει τώρα όλο αυτό; Τι θα γίνει παρακάτω; Ήδη από την αρχή της εισβολής η παρουσία των όπλων δεν προμηνύει κάτι καλό. Η βία υποβόσκει. Ένα τσικ θέλει για να ξεσπάσει. Επικρέμεται πάνω από αθώους και ενόχους! Κοιτάς, αγωνιάς, γοητεύεσαι. Και από ένα σημείο και μετά απλά παραδίδεσαι!

Ναι, τόσο απλά! Η εναλλαγή των ρόλων ηθοποιών και θεατών. Η σχέση τέχνης και πραγματικότητας. Το φαίνεσθαι και το είναι. Το έγκλημα και η τιμωρία. Ο θύτης και το θύμα. Όλα ρευστά. Όλα υπό συζήτηση. Όλα ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρείς τα δρώμενα. Ναι, όλος ο κόσμος μια σκηνή. Ναι, η αρχαία τραγωδία που παρακολουθούμε ως θεατές έχει μετατραπεί στη σύγχρονη τραγωδία που ζούμε ως άνθρωποι. Τι θα έπρεπε να κάνει ο Ορέστης σήμερα, σύμφωνα με τα ηθικά δεδομένα της εποχής μας; Να σκότωνε τη μάνα του για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του; Ή μήπως όχι; Κι εμείς, το κοινό, οι θεατές, οι πολίτες αυτής της χώρας, πώς θα τον κρίναμε; Πώς τον κρίνουμε; Τον αθωώνουμε ή τον καταδικάζουμε; Ειλικρινά, υπήρχαν στιγμές μέσα στην ταινία που απλά ανατρίχιαζα! Με γέμισε συναισθήματα, με γέμισε απορίες, γιατί πέρα όλων των άλλων ο Ζώης θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ποια είναι τα παιδιά που εισβάλουν στη σκηνή; Τα παιδιά κάτω στον κάμπο; Αναρχικοί; Φασίστες; Καταστασιακοί; Ηθοποιοί; Η Κλυταιμνήστρα είναι στο κόλπο; Δολοφονείται; Κι αν ναι, γιατί εμφανίζεται σε βίντεο μετά; Όλος ο κόσμος μια σκηνή! Και να η εντελώς τυχαίας ομοιότητας προφανώς σκηνή του επί… σκηνής αυτοπυροβολισμού αλά «Birdman». Και να μια σκέψη ότι παρακολουθούμε κάτι σαν το γερμανικό «Κύμα» λίγα χρόνια πριν. Και να ο από μηχανής θεός. Και να η κάθαρση. Και να η προηγούμενη νύχτα με ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που γνωρίστηκαν και απλά χόρευαν μαζί!

Πραγματικά σπουδαία ταινία, ατόφιο, απαιτητικό σινεμά, καθώς ο Ζώης ξέρει πως να φεύγει και από τη σκηνή και να μην εγκλωβιστεί στην «αναγκαστική» θεατρικότητα. Κι έπεισε και τους ηθοποιούς του, είναι ολοφάνερο αυτό, να τον ακολουθήσουν στο όραμά του, να το πιστέψουν και να το υπηρετήσουν με όλη τους την ψυχή. Μιλάμε, έχω ενθουσιαστεί, συγχωρέστε με. Μπράβο, με τέτοιους δημιουργούς το σινεμά μας έχει πραγματικά λαμπρό μέλλον.

http://www.moviesltd.gr/

του Γιάννη Ραουζαίου [4/5]

Από την πρώτη στιγμή που την είχα δεί στο φετεινό φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία του Γιώργου Ζώη μου έκανε θετική εντύπωση. Δεν είναι απλώς το ότι είχα την ευκαιρία να γνωρίζω το θέμα από πριν, ούτε οι σαφείς θεατρικές αναφορές της στην αρχαία τραγωδία. Ο Ζώης εδώ επιχειρεί, μέσα στον φιλμικό χρόνο που διαθέτει, να αποδομήσει τα πάντα και μετά να τα αναδομήσει, από την αρχή. Δεν υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος για τα χλωμά νεανικά πρόσωπα, αγοριών και κοριτσιών , οι οποίοι , γεμίζουν ξαφνικά την αίθουσα ενός μεγάλου θεάτρου, την ώρα ακριβώς που παίζεται η Ορέστεια. Γιατί είναι τόσο παράξενοι; Είναι κομμάτι της παράστασης μήπως; Γιατί παρότι μοιάζουν να είναι ήρεμοι -τουλάχιστον στα αρχικά στάδια – δείχνουν τόσο παθιασμένοι; Επίσης γιατί οπλοφορούν; Είναι και αυτό ένα θεατρικό τρικ κάποιας μοντέρνο -μεταμοντέρνας προσέγγισης; Τέλος – και αυτό είναι το σημαντικότερο – από που έρχονται;

Το Interruption δεν είναι μια εύκολη πρόταση. Δεν νοιώθεις πως μπορείς να το δεις μονάχα μια φορά για να βγάλεις συμπεράσματα. Κάτι κρύβεται και αποκαλύπτεται αμφίσημα, αργά-αργά μέσα στην εξέλιξη της πλοκής του. Κάποια στιγμή έχουμε πάνω στην σκηνή μερικούς αντιπροσωπευτικούς τύπους θεατών. Ο φαινομενικός συντονιστής των νεαρών, έχει δηλώσει λίγο πριν ευθαρσώς, ότι πλέον η παράσταση κατευθύνεται από αυτόν, ως αφηγητής. Στην πορεία καταλαβαίνουμε κάτι φευγαλέο, μέσα από την σχεδόν υπερ-ρεαλιστική αφήγηση του σκηνοθέτη. Εδώ τα πράγματα μπορεί και να μην είναι όπως φαίνονται. Σε ένα, σε δύο ή σε τρία επίπεδα. Διαλέξτε. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν έρθει, απλώς για να επέμβουν πάνω στην Ορέστεια και να δώσουν ένα άλλο φινάλε για το άγος και την κατεύθυνση που δίνει το αρχαίο κείμενο. Θέλουν να πουν κάτι για το Τώρα. Για το σύνολο νέων γενιών ανθρώπων, που κάποιοι τουλάχιστον ανάμεσά τους αναγνωρίζουν το παλλόμενο ψέμα που ορίζει την κυριαρχία της φαινομενικότητας, των αλλοτριωμένων σημάτων οργανωμένης θλίψης που παράγει η απολύτως κούφια εσωτερικά επιφάνεια, των συστημάτων σημείων που συγκροτούν το Υπάρχον. «Είναι συγχωρητέο αυτό;», μοιάζουν να ρωτούν; Εσείς μητέρες – οδοί προς αυτόν τον κόσμο, πόσο πιστεύετε πώς θα σας επιτρέψει ο τίτλος και η στάση σας , να την γλυτώνετε, δίνοντας τα παιδιά σας βορά στη θρέψη του θηρίου της άψυχης τεχνικής μεγαμηχανής;

Ανάμεσα στα χειροκροτήματα ενός κιβδηλού ψευδοφινάλε στην μέση της ταινίας, και την λήθη του άπνοου, εμφανίζεται ξαφνικά το αδιαφιλονίκητο γεγονός της πράξης της Θυσίας. Ένα συμβάν, που καμιά οικονομική ή ακαδημαική ανάλυση για τον τρόπο συγκρότησης του κόσμου μας, δεν επιτρέπει να την αφήσει να το κλείσει στούς κόλπους της .

Η Θυσία που κυοφορείται εδώ είναι μια θυσία πέρα από την Οργή. Έτσι ανακαλύπτουμε και εμείς μαζί τους τελικά, από που προέρχεται η ομάδα αυτών των νεαρών που τόσο άκομψα έχουν διακόψει την Παράσταση. Είναι άτομα, ναι, πιστά στην ελευθεριακότητα της αυτοθέσμισής τους ως τέτοια, αλλά όχι απλώς αυτό. Είναι ταυτόχρονα άτομα, συλλογικά, τέτοια που να αντανακλούν το ένα το άλλο, και τα χέρια τους να ενώνονται σε ένα υπερσώμα, όπου υπάρχει βαθιά αγάπη, γνώση του κενού του θανάτου, και απέραντη διάθεση αυτή η παραδοξότητα, που συνιστά η μοναδικότητα που φέρνουν μαζί τους, να μην είναι απλώς κάτι εφήμερο, αλλά ένα βαθύ εγχάραγμα, στο συλλογικό ασυνείδητο, του πνεύματος του κόσμου των έμβιων όντων. Ένα εγχάραγμα, που αξίζει κάποιος να δώσει την ζωή του γι’ αυτό – και εδώ η ταινία φτάνει δραματουργικά αλλά και εικαστικά στο αποκορύφωμά της- γνωρίζοντας πως οι υπόλοιποι συλλογικοί το κουβαλούν μέσα στο σώμα και την ψυχή τους.

Ανακαλύπτουμε από που προέρχονται αυτά τα παιδιά λοιπόν και αυτό σε εμάς είναι ξεκάθαρα το πραγματικό φινάλε του έργου, βαθιά τραγικό και καθάρσιο, όπως κάποιο τέτοιο επιβάλλεται να είναι. Έρχονται από το μέλλον. Ένα μέλλον που ακόμα οι βουβοί κοινωνικοί θεατές του Υπάρχοντος Τώρα είναι ανίκανοι να συλλάβουν, αλλά που αποτελεί την μόνη ελπίδα μιας ανθρωπότητας, που στη λύση της βρίσκεται η Αγάπη και όχι η φαυλότητα και η υποκριτική αντικειμενικότητα του ψευδοπραγματικού – αυτής της σύγχρονης ερήμου των νοημάτων που το πραγματικό είναι μια ακόμα στιγμή του ψεύτικου. Έρχονται από το μέλλον, δηλώνουν αιματηρά την θέση τους στην ευθύνη που κουβαλούν από αυτό το ίδιο στους ώμους τους, και γυμνοί , απόλυτοι, υπερπλήρεις και ενωμένοι, αποχωρούν πίσω σε αυτό το μέλλον, περιμένοντας τον σχηματισμό όχι μόνο των πράξεων αλλά και των λέξεων που θα το περιγράψουν! Πέρα από την Λήθη. Πρός την Α-λήθεια…

giannis.raouzaios@myfilm.gr

«Σχόλιο για μια διακοπή» με αφορμή την ταινία Interruption του Γιώργου Ζώη

Το παρακάτω κείμενο είναι του Δημήτρη Αναγνώστου, διδακτορικού φοιτητή στο Παρίσι.

«Έλα να στήσουμε χορό μας δόθηκε να βγεί στο φως ένα φριχτό τραγούδι»

Ευμενίδες

(στ. 307-309)

Σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας μιας μεταμοντέρνας παράστασης της ΄΄Ορέστειας΄΄ του Αισχύλου, τα φώτα σβήνουν. Μια ομάδα επτά νεαρών αγοριών και κοριτσιών σηκώνονται από το κοινό. Κρατώντας όπλα, ανεβαίνουν στη σκηνή και απομονώνουν τους ηθοποιούς σε ένα γυάλινο τετράγωνο κουτί. Παρουσιάζονται ως ο Χορός της τραγωδίας, ζητούν συγγνώμη για τη διακοπή και δηλώνουν ότι η παράσταση θα συνεχιστεί κανονικά με τη διαφορά ότι οι ίδιοι οι θεατές θα καθορίσουν την εξέλιξη του δράματος. Από εκείνο το σημείο και μετά, η διακοπή, η ρήξη της κανονικότητας της θεατρικής αναπαράστασης μετατρέπεται σε μια αναπαράσταση σε ρήξη με την κανονικότητα. Τα όρια ζωής και τέχνης, μυθοπλασίας και πραγματικότητας, λογικής και παραλόγου γίνονται δυσδιάκριτα. Οι θεατές αδυνατούν να τα διαχωρίσουν και μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε μια ιδιότυπη ομηρία χωρίς ομήρους.

Ακολουθώντας την κύρια αφήγηση του μύθου και αποδομώντας το έργο στις βασικές του προβληματικές γύρω από τη βία και τη δικαιοσύνη, ο Ζώης καταφέρνει να κάνει αυτό που στην Ελλάδα μοιάζει πολλές φορές, τόσο σε επίπεδο παραγωγής αλλά πολύ περισσότερο σε επίπεδο παιδείας, ακατόρθωτο : μια μεγάλη ταινία που εκκινεί απο την χώρα, τους χώρους και τους μύθους της, τα προβλήματα και τις προβληματικές της, για να ανοίξει στο έξω, στο άλλο, στο αλλού.

Υπάρχει στο πλαίσιο αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε σύγχρονο κινηματογράφο, ένα άλλο σινεμά. Αυτό το άλλο σινεμά δίχως να αποτελεί σχολή ή ρεύμα κατορθώνει να αγκαλιάσει ταινίες και δημιουργούς – όπως ο Bartas, ο Fliegauf, ο Jia Zhangke, ο Αlbert Serra και η Paz Encina, ο Vimukthi Jayasundara και ο Lav Diaz, που εκκινούν από διαφορετικές χώρες και διαφορετικές κουλτούρες – μέσα σε μια ΄΄περίεργη εγγύτητα[1]΄΄ η οποία αποκλείει κάθε ενότητα και ενοποίηση.

Αυτή η ΄΄περίεργη εγγύτητα΄΄ δεν είναι τίποτα άλλο από την (κινηματογραφική) έκφραση μιας στάσης και μιας αντίστασης. Το σινεμά αυτό, με το οποίο ο Ζώης κατορθώνει να ανοίξει διάλογο ως ίσο προς ίσο, αρνείται τις τάσεις και τις μόδες του του κυρίαρχου ρεύματος όπως αυτό επικράτησε από τα μέσα του 80 και μετά. Απέναντι στους γρήγορους ρυθμούς, στις ανακυκλωμένες φόρμες και τους αυτάρεσκους εικονικούς ανασκολοπισμούς, στρέφει το βλέμμα του αλλού και ξαναθέτει το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ εικονικού και πραγματικού, οπτικού και πλαστικού, αφαιρετικού και απτού, μυθικού και ιστορικού, θέασης και θεάματος.

Ο Ζώης εκκινεί από εκεί. Οπλισμένος με τεράστιο θάρρος, άριστη τεχνική και χωρίς να αυτολογοκρίνεται λεπτό κρυφοκοιτώντας προς το ταμείο, στήνει (για τρίτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια) ένα άρτιο κινηματογραφικό σύμπαν χωρίς να εγλωβίζεται σε μια κλασσικότροπη λογική αναπαράστασης, αρνούμενος να υπακούσει σε μια κεντρική νοηματοδότηση και σε μια οργανική θεώρηση των σημείων. Ο Ζώης αντί να επιβάλλει ένα κόσμο στο θεατή, τον εκθέτει δομώντας τον και αποδομώντας τον διαρκώς. Δεν φιλμάρει δράσεις αλλά πράξεις και κινήσεις που παύουν να είναι απλά ο άξονας της αφήγησης για να γίνουν το ίχνος μιας ρυθμικής έκφρασης : μιας αφήγησης που δομείται και αποδομείται διαρκώς γύρω από την έλλειξη δραματοποίησης. Ετσι, το καδράρισμα και η κίνηση της μηχανής, η φωτογραφία, ο (αργός) ρυθμός, οι ήχοι και οι θόρυβοι χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε τόσο η εικόνα όσο κι ο ήχος να απεμπολήσουν και το τελευταίο ψήγμα οποιουδήποτε σταθερού ορόσημου. Το βλέμμα καλείται να κινηθεί και ο θεατής να αναγνωρίσει τον εαυτό του στην οθόνη ως ιστορικό ον σε μια ιστορία χωρίς a priori νόημα.

Οι ήρωες καταρρέουν επί σκηνής απεμπολώντας τον διττό τραγικό τους ρόλο[2] : στοιχείο κοινωνικής ταυτότητας για την πόλη και ορόσημο αυτογνωσίας που ενσαρκώνει το όριο μέσω της υπέρβασής του. Εκεί όπου στην τριλογία της Ορέστειας, η αλληλουχία της βίας όπως αυτή παρουσιάζεται τόσο από τις αναφορές στα δεινά του πολέμου αλλά κυρίως από τους δύο φόνους αποκτούν μια διαλεκτική σχέση θέσης-αντίθεσης που οδηγεί στην τελική σύνθεση της λύσης και της θεραπείας ως εικόνα της οργανικότητας της πόλης γύρω από τις έννοιες του ορίου και της δικαιοσύνης[3], ο Ζώης προσθέτει την αυτοκτονία του πιο κεντρικού του ήρωα, του προεξέχοντα του Χορού των εισβολέων. Ο μεταφορικός ΄΄θάνατος του ήρωα΄΄ πέρνει σάρκα και οστά αναδεικνύοντας την όψη ενός θρυμματισμένου κόσμου όπου όλα παραμένουν (τραγικά) ανοιχτά.

Όλοι και όλα είναι σε κίνηση, όλοι και όλα είναι υπό διαρκή αμφισβήτηση τοποθετώντας το ΄΄οικείο΄΄ του μύθου στο ‘’ανοίκειο’’ της αναπαράστασής του. Οι όροι και οι ρόλοι ανατρέπονται διαρκώς, οι σκηνές εναλλάσσονται και μέσα σε αυτές, οι χαρακτήρες μοιάζουν να χάνουν την ουσιοκρατική υπόστασή τους και να μετατρέπονται σε σώματα, θύτες και θύματα ανεξαρτήτου δράσης. Μιλούν ή παραληρούν, κραυγάζουν ή σιωπούν, για να εκφράσουν την αδυναμία του λόγου να ΄΄μεταφράσει΄΄ τις μεταξύ τους τάσεις και εντάσεις, εκθρονίζοντας έτσι τη γλώσσα από την λογοκεντρική της θέση. Ο λόγος δεν αφορά πια μονόμετρα μεγέθη. Αποκτά μια παράξενη διάσταση εκφράζοντας όχι πια σχέσεις ενέργειας και αναλογίες ισχύος. Ολα, τόσο η εικόνα και όσο και ο ήχος, μετατρέπονται σε ένα ΄΄πεδίο δυνάμεων[4]΄΄ που απευθύνεται στις αισθήσεις.

Ο Ζώης κατορθώνει μέσα σε ένα κλειστό θέατρο να κάνει ΄΄ανοιχτό΄΄ σινεμά. Ένα σινεμά ΄΄ελάσσων΄΄ που πάει κόντρα στο μείζων, στο κυρίαρχο, στο ισχυρό, γιατί επιμένει να προσπαθεί να επανεφεύρει μια γλώσσα που όλο και λιγότεροι (θέλουν να) μιλούν. Η ταινία για κάποιους ίσως να είναι αργή και δυσπρόσιτη, δύσκολη και φιλοσοφική. Αλλά από πότε αυτά είναι αρνητικά αισθητικά κριτήρια ; Μάλλον από τότε που οι θεατές αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές και οι κριτικοί μετατράπηκαν σε τροχονόμους-ταξιθέτες που φοβούνται να εκτεθούν, εκθέτοντας εν τέλει τον φόβο τους και την έλλειψη (κινηματογραφικής) παιδείας σε ένα ιδιότυπο ΄΄stage fright΄΄.

Το Interruption αποπνέει έναν αέρα αισιοδοξίας και αντίστασης που φυσάει κόντρα στους ΄΄νοτιάδες΄΄ των τελευταίων ημερών, στη μούχλα τους και στην αντιδραστική και αυτάρεσκη νοσταλγία τους.

[1] Sylvie Rollet, « L’Archipel de la résistance », Positif n°597, Nοέμβριος 2010, σ. 105

[2] Jean-Pierre Vernant, Μύθος και θρησκεία στην Αρχαία Ελλάδα, Σμίλη, Αθήνα, 2000, σ. 67-74

[3] Jacqueline de Romilly, H Αφήγηση της Ορέστειας του Αισχύλου, Ωκεανίδα, 2004

[4] Gilles Deleuze, Francis Bacon, Logique de la sensation, Éd. Seuil, Paris, 1984, 2002

http://www.koutipandoras.gr/

One comment

  1. Είδα την ταινία. Είναι εξαιρετική και δίνει τροφή για σκέψη.
    Δεν ξέρω γιατί η συντακτική επιτροπή μπήκε στον κόπο να κάνει copy-paste την κριτική του Χρήστου Μήτση Χρήστου Μήτση.

    Η αποδομητική κριτική γενικά είναι καλή, αλλά για να γίνει θέλει κάποιο παίδεμα.
    Για παράδειγμα:
    1. Μιλάει για «μεταμοντέρνα» ταινία. Αν κι είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς το μεταμοντερνισμό ως ρεύμα, αφού όλοι οι μεταμοντέρνοι πάντα διαφεύγουν συγκεκριμένων προτάσεων, έχει κάποια γενικά χαρακτηριστικά: α) την αντίληψη ότι αν πολλοί άσχετοι πουν έτσι χύμα ό,τι τους κατέβει θα βγει τελικά κάτι καλό και β) η μόνη αλήθεια είναι η εξουσία. Και οι δυο απόψεις κατακεραυνώνονται στην ταινία (ας μην τα αποκαλύψουμε εδώ πώς). Ο χαρακτηρισμός είναι λοιπόν άκυρος. Η ταινία έχει κι άλλα επίπεδα (που ο Χρήστος Μήτσης Χρήστος Μήτσης χαρακτηρίζει δαιδαλώδη), αλλά αυτά τα δυο σημεία τα καταλαβαίνουν και παιδιά ακόμα.
    2. Η ταινία χαρακτηρίζεται από μαύρο χιουμορ και ειρωνία σε πολλά σημεία, χωρίς όμως να παίρνει τα πράματα στην πλάκα. Αν δεν το’πιασει ο κ. Χρηστος Μήτσης Χρήστος Μήτσης, άλλο θέμα.
    3. Δεν υπάρχει κανένας καλλιτέχνης που ν’άφησε ενδιαφέρον έργο ο οποίος να μην μπορεί να χαρακτηριστεί εύκολα από τον κάθε άσχετο και μη «αυτάρεσκος».

    Κατά τα άλλα, οι υπόλοιπες κριτικές μπαίνουν στο παιχνίδι του έργου, το οποίο αξίζει να δείτε!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.