Invisible (2015) Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθανίτης | αναλυτική παρουσίαση, trailer, η γνώμη των κριτικών, συνεντεύξεις

Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Στάνκογλου, Κόρα Καρβούνη, Κώστας Ξυκομηνός, Εύα Στυλάντερ, Μενέλαος Χαζαράκης, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Νικολίτσα Ντρίζη και ο μικρός Χρήστος Μπενέτσης
Είδος: Δράμα, Θρίλερ, Γουέστερν
Ημερομηνία Εξόδου: 3 Νοεμβρίου 2016

invisible-afisa-final

ΣΥΝΟΨΗ

Ένας πατέρας χάνει τη θέση του στον κόσμο. Ο Αρης είναι ένας μοναχικός 35άρης, χωρισμένος, που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο. Όταν απολύεται χωρίς καμιά προειδοποίηση, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος, καθώς νιώθει θύμα μιας ακραίας αδικίας. Όμως ο Άρης δεν είναι μόνος του. Έχει μαζί του και τον εξάχρονο γιο του…
Με επίκεντρο την περιοχή του Ασπρόπυργου, ο Δ. Αθανίτης αναπτύσσει μια ιστορία εμμονής και εκδίκησης. Αγωνιώδης ατμόσφαιρα από την πρώτη στιγμή μέχρι το (απρόσμενο) τέλος, με την κάμερα καρφωμένη στο εκφραστικό – απελπισμένο αλλά ταυτόχρονα αποφασισμένο- πρόσωπο του Γιάννη Στάνκογλου.
Που ξεχνά (;) πως στο πλευρό του υπάρχει ένα παιδί, για το οποίο ο πατέρας είναι ο κόσμος όλος. Ένα παιδί που παλεύει με τον κόσμο των μεγάλων. Ένα κόσμο αόρατο.

(2015) on IMDb 6.2/10

Aris, 38, worker in a factory, is fired without any warning. He is socked. As his attempts to be re-hired fail, he gradually becomes obsessed by the idea to take justice in his own hands. He is ready to proceed with his goal when his ex-wife dumps their six years son to him.

Release Dates: UK 23 October 2015 (London Greek Film Festival)
Greece 13 November 2015 (Thessaloniki International Film Festival)

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Το μοναδικό αίσθημα ανάτασης από το ταξίδι στην καρδιά του κινηματογραφικού σκοταδιού.
Το «INVISIBLE» είναι μια ιστορία εκδίκησης με τη μορφή ενός υπαρξιακού αστικού γουέστερν. Ένα αδρό αστικό γουέστερν πάνω στην άνιση μάχη ενός νεαρού εργάτη αντιμέτωπου με την αδικία
Η ταινία βάζει την πρόκληση μέσα από έναν ήρωα που ξεπερνά τα όρια,για μια κατάσταση που ξεπερνά το προσωπικό.
Μια ταινία Δυνατή, τίμια, γεμάτη ανθρωπιά το κινούμενο έδαφος κάτω από τα πόδια μιας ολόκληρης κοινωνίας, που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο.
Πόσο αόρατοι είμαστε; Πόσο ερήμην μας έχει προαποφασιστεί η θέση μας στον κόσμο;
Ένα αριστουργηματικό ταξίδι του ήρωα που Αισθάνεται ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς, όπως δεν υπάρχει πια και για τη γυναίκα του. Αισθάνεται αόρατος.

Στην εμμονή που τυφλώνει τον Άρη και τον οδηγεί στα άκρα, ο γιος του είναι η μόνη αντίρροπη δύναμη, η μόνη πραγματική σχέση του με τον κόσμο.

invisible-01

2ο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου στο Montelupo Fiorentino MIIFF (Φλωρεντία)
Μεγάλο Βραβείο στη Φιγκέιρα ντα Φοζ (Figuera Film Art),
Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Ανδρικού Ρόλου στο Ελληνικό Φεστιβάλ του Λονδίνου (London Greek Film Festival),
Βραβεία σκηνοθεσίας, ανδρικού ρόλου, β’ ανδρικού ρόλου και μοντάζ στο Bridges IFF στο Ναύπλιο (το βραβείο β’ ανδρικού ρόλου, απέσπασε ο εξαιρετικός μικρός πρωταγωνιστής της ταινίας Χρήστος Μπενέτσης)
Έξι κύριες υποψηφιότητες στα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου,
Ελληνική πρεμιέρα στο 56ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης 2015,
και συμμετοχή σε πάνω από είκοσι φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο – μέχρι στιγμής.

Αν νομίζατε ότι γουέστερν υπάρχει μόνο στα αμερικανικά σύνορα, σκεφτείτε το ξανά. Στο Invisible, ο Δημήτρης Αθανίτης αντλεί δεξιοτεχνικά την σκληρή ιστορία εκδίκησης ενάντια στην αδικία, στην αστική Ελλάδα. Με τον Γιάννη Στάνκογλου στην κορυφαία ίσως στιγμή της καριέρας του, ο Αθανίτης περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια και ακρίβεια πως οι αδύνατοι και υποτιμημένοι μπορούν να μετατραπούν στην πιο επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα της κοινωνίας, περιμένοντας απλά να εκραγούν.

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην ευρύτερη Αττική με επίκεντρο την περιοχή του Ασπρόπυργου όπου η κάμερα αναζητά τους ανοιχτούς ορίζοντες ενός αστικού γουέστερν. Σ’ αυτούς τους ανοιχτούς χώρους, ο Δημήτρης Αθανίτης αναπτύσσει μια ιστορία εμμονής και εκδίκησης.

Το κινηματογραφικό ταξίδι που επιχειρεί το «INVISIBLE», είναι το ίδιο σημαντικό με το ηθικό και κάτι τέτοιο δεν γίνεται μέσα από γνωστούς δρόμους. Μόνο το βύθισμα κάτω από την επιφάνεια του κόσμου γύρω μας αλλά και κάτω από τα κλισέ της κινηματογραφικής γραφής μπορεί να οδηγήσει στην συμμετοχή και πάνω από όλα στο τελικό αίτημα από μια ταινία: αυτό το μοναδικό αίσθημα ανάτασης από το ταξίδι στην καρδιά του κινηματογραφικού σκοταδιού.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα συμβεί στο τέλος, ή για την ακρίβεια στην χορογραφία του τέλους.

athanitis

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Το θέμα της ταινίας είναι ουσιαστικά το κινούμενο έδαφος κάτω από τα πόδια μιας ολόκληρης κοινωνίας, που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο.
Ο ήρωας, ένας χαμηλόμισθος εργαζόμενος, όταν απολυθεί θα βρεθεί στο κενό. Έχοντας ένα στενό κοινωνικό περιβάλλον, αποκομμένος από οικογένεια, συνειδητοποιεί ότι δεν έχει από πουθενά να πιαστεί. Καθώς χάνει τη δουλειά του, χάνει και τη σύνδεση με την κοινωνία.
Νιώθοντας ότι καταδικάζεται σε εξαφάνιση, ο ήρωας αντιδρά άμεσα και φορτισμένα, δεν μπορεί να σκεφτεί. Αισθάνεται απόλυτα ταπεινωμένος, αφού του αρνούνται μια εξήγηση, η μια δεύτερη ευκαιρία και ταυτόχρονα ότι είναι θύμα μιας απόλυτης αδικίας. Αισθάνεται ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς, όπως δεν υπάρχει πια και για τη γυναίκα του. Αισθάνεται αόρατος.
Ο Άρης αντιδρά στον παραλογισμό και στην ταπείνωση που ζει, με τον δικό του αφελή τρόπο. Αποφασίζει να εκδικηθεί το πρόσωπο που θεωρεί υπεύθυνο. Με το όπλο, θέλει να απονείμει δικαιοσύνη και να δώσει στον εαυτό του, τη δυνατότητα να δικάσει τον ένοχο και να τον τιμωρήσει.
Απέναντι σ΄ αυτή την εμμονή που τυφλώνει τον Αρη και τον οδηγεί στα άκρα, ο γιος του είναι η μόνη αντίρροπη δύναμη, η μόνη πραγματική σχέση του με τον κόσμο.
Η ταινία βάζει την πρόκληση να μιλήσεις μέσα από έναν ήρωα που ξεπερνά τα όρια, για μια κατάσταση που ξεπερνά το προσωπικό.

Βιογραφικό Σκηνοθέτη
ΟΔημήτρης Αθανίτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπουδασε σινεμά και αρχιτεκτονική. Είναι μέλος της Ευρωπαικής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η πρώτη ταινία του Αντίο Βερολίνο (1994) κέρδισε δύο διακρίσεις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ η δεύτερη ταινία του Καμιά Συμπάθεια Για Τον Διάβολο (1997) ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Αλέξανδρο και κέρδισε το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας (Λένα Κιτσοπούλου). Η ταινία του 2000+1 Στιγμές (2001) επιλέχτηκε από τον αυστραλό κριτικό Bill Mousoulis ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες για το 2001 στο Senses of Cinema, ενώ η προηγούμενη ταινία του, Τρεις Μέρες Ευτυχίας (2011) έλαβε τις υποψηφιότητες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μουσικής, Εφφέ και Καινοτομίας της Ακαδημίας Κινηματογράφου, Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο London GFF, ενώ συμμετείχε σε πάνω απο 20 φεστιβάλ (όπως Seville EFF, Cairo IFF, Uruguay IFF, κ.α).

Φιλμογραφία

2015 ……. Invisible
2012 ……. Τρεις Μέρες Ευτυχίας
2009 ……. Μαντόνα καλεί Φασμπίντερ (μμ)
2005 ……. Η Πόλη των Θαυμάτων
2000 ……. 2000+1 Στιγμές
1999 ……. Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας
1997 ……. Καμμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο
1996 ……. Vox (τηλεταινία)
1994 ……. Αντίο Βερολίνο

Συντελεστές

Σκηνοθεσία Δημήτρης Αθανίτης
Σενάριο Γιώργος Μακρής, Δημήτρης Αθανίτης
Παραγωγοί Δημήτρης Αθανίτης, Πάνος Παπαδόπουλος
Συμπαραγωγοί Διαμαντής Καραναστάσης, ΕΚΚ, ΕΡΤ ΑΕ
Φωτογραφία Γιάννης Φώτου
Σκηνικά-Κοστούμια Στέλλα Κάλτσου
Μοντάζ Σταμάτης Μαγουλάς
Μουσική Papercut
Επιμέλεια μουσικής Δημήτρης Αθανίτης
Πρωταγωνιστούν Γιάννης Στάνκογλου, Μενέλαος Χαζαράκης, Εύα Στυλάντερ, Κόρα Καρβούνη, Χρήστος Μπενέτσης, Νικολίτσα Ντρίζη, Κώστας Ξυκομηνός
Διεύθ.παραγωγής Θανάσης Μπουρλιάσκος
Ηχοληψία Μιχάλης Σαριμανώλης
Μακιγιάζ Γαρυφαλλιά Σιωρά
Βοηθός σκην.-ενδυμ. Γιωργίνα Γερμανού
Α’ βοηθός σκηνοθέτη Θανάσης Νεοφώτιστος
Β’ βοηθός σκηνοθέτη Κυβέλη Σορτ
Φωτογράφος Έρη Λιτή
Δημόσιες σχέσεις Ευάννα Βενάρδου

invisible-i-gnomi-ton-kritikon

Invisible
2 / 5 Invisible
Κοινωνική 2015 | Έγχρ. | Διάρκεια: 84′
Eλληνική ταινία, σκηνοθεσία Δημήτρης Αθανίτης με τους: Γιάννη Στάνκογλου, Μενέλαο Χαζαράκη, Κόρα Καρβούνη, Εύα Στυλάντερ
Ο Άρης είναι ένας μοναχικός 35άρης, ο οποίος απολύεται από το εργοστάσιο όπου δουλεύει. Νιώθοντας θύμα ακραίας αδικίας, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη με το δικό του τρόπο. Όμως δεν είναι μόνος του. Έχει μαζί και τον εξάχρονο γιο του…

Συνοπτική κριτική (Αθηνόραμα)
Νταρντενικό δράμα με έντονα ρεαλιστική αίσθηση και ισχυρή σκηνοθετική άποψη, αλλά «αόρατους» χαρακτήρες και αδέξιο, υπερδραματοποιημένο φινάλε. Υποψήφιο για έξι βραβεία (καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, α΄ αντρικός και β΄ γυναικείος ρόλος, φωτογραφία) της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Κριτική

Invisible
Από Χρήστο Μήτση Χρήστο Μήτση – 03/11/2016

Νταρντενικό δράμα με έντονα ρεαλιστική αίσθηση και ισχυρή σκηνοθετική άποψη, αλλά «αόρατους» χαρακτήρες και αδέξιο, υπερδραματοποιημένο φινάλε.

Ο Άρης είναι ένας μοναχικός 35άρης ο οποίος απολύεται από το εργοστάσιο όπου δουλεύει. Νιώθοντας θύμα ακραίας αδικίας, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη με το δικό του τρόπο. Όμως δεν είναι μόνος του. Έχει μαζί και τον εξάχρονο γιο του, σε ένα νταρντενικό­ δράμα πάνω στους «αοράτους» ανθρώπους που έχουν γεννήσει η κρίση και η συνεπαγόμενη έκπτωση ηθικών και κοινωνικών αξιών. Με έναν απόλυτα κινηματογραφικό (από το στήσιμο μέχρι το βλέμμα ) Γιάννη Στάνκογλου και σκηνοθετική ματιά που αξιοποιεί το τοπίο γουέστερν της Δυτικής Αττικής, ο Δημήτρης Αθανίτης («Αντίο Βερολίνο», «Καμιά Συμπάθεια για το Διά­βολο», «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» ) μπολιάζει την πολιτικοκοινωνική καταγγελία του με στοιχεία υπαρξιακού θρίλερ.

Η φαινομενολογική του προσέγγιση είναι στιλιζαρισμένη και ταυτόχρονα έντονα ρεαλιστική, όμως η υπερβολικά μινιμαλιστική δραματουργία και οι «αόρατοι» χαρακτήρες γύρω από τον σιωπηλό Άρη περιορίζουν τον ορίζοντα της ταινίας, το βλέμμα της οποίας παραμένει κατ’ ουσίαν περιγραφικό. Οι υποβόσκουσες εντάσεις, αντίθετα, διαθέτουν μια αλήθεια κι έναν πόνο που εξανεμίζονται στο αδέξιο και αδικαιολόγητα υπερδραματοποιημένο (τριπλό! ) φινάλε.
Ελλάδα. 2015. Διάρκεια: 84΄. Διανομή: NEW STAR.

Συνέντευξη

Δημήτρης Αθανίτης: «Δεν με αφορά ένα σινεμά με καλοκάγαθους ήρωες και στόχο τον εφησυχασμό»
Από Χρήστο Μήτση Χρήστο Μήτση – 02/11/2016

Κοινωνικό δράμα, θρίλερ χαρακτήρων και αστικό γουέστερν, το «Invisible» είναι μια ταινία που μιλά για το ελληνικό τώρα με έναν κινηματογραφικά αντισυμβατικό τρόπο. Ο σκηνοθέτης της μας εξηγεί γιατί και πόσο μας αφορά.

Τι είναι το «Invisible»; Κοινωνικό δράμα ή «αστικό γουέστερν» όπως έχεις αναφέρει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις και στην περίληψη της ταινίας; Τι σημαίνει ο όρος «αστικό γουέστερν»;
Μα το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Το «Invisible» είναι σίγουρα κοινωνικό δράμα. Μιλά για ένα πατέρα που χάνει τη θέση του στον κόσμο. Μιλά για ένα παιδί που ψάχνει τη δική του θέση μέσα στον κόσμο των μεγάλων. Ταυτόχρονα κινείται σε μια αόρατη έρημο, μια βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας, ενώ έχει για ήρωα ένα περιπλανώμενο ντεσπεράντο. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν γιατί πολλοί μίλησαν για αστικό γουέστερν.
Γιατί προτίμησες τον αγγλικό τίτλο από το ελληνικό «Αόρατος»;
Ήθελα ένα τίτλο πιο αφηρημένο, χωρίς άρθρο, χωρίς προσδιορισμό φύλου. Η ταινία δεν μιλά μόνο για ένα πρόσωπο. Μιλά για ένα κόσμο ολόκληρο που είναι αόρατος. Ένα κόσμο στον οποίο ίσως ανήκουμε κι εμείς. Ακόμη κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Οι ταινίες σου είναι γυρισμένες στην Αθήνα, ένα από τα σταθερά σημεία αναφοράς του σινεμά σου. Γιατί δεν αποχωρίζεσαι κινηματογραφικά την πρωτεύουσα; Γιατί απομακρύνεσαι τώρα από το κέντρο για τα δυτικά περίχωρα της πόλης, γυρίζοντας την ταινία σου στον Ασπρόπυργο; Κινηματογραφούσα την Αθήνα σαν μια κρυφή συμπρωταγωνίστρια σε όλες τις ταινίες μου. Είναι μια πόλη που ξέρω καλά και έχω ισχυρά βιώματα μαζί της. Με γοήτευε πάντα η σκοτεινή της πλευρά. Χαρτογράφησα στις έξι προηγούμενες ταινίες μου μια άγνωστη Αθήνα, μια πόλη κρυμμένη. Τώρα ταξιδεύω ακριβώς δίπλα, σε μια μικρή αόρατη πόλη με ανοιχτούς ορίζοντες και νιώθω την ίδια ίντριγκα καθώς ανακαλύπτω ένα τραχύ κόσμο που παριστάνουμε ότι δεν υπάρχει.
Από το στιλιζαρισμένο «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» στη βρώμικη, ξεβαμμένη φωτογραφία που έχει επιμεληθεί ο Γιάννης Φώτου… Γιατί άλλαξες την αισθητική σου προσέγγιση στο «Invisible»;

Το «Invisible» έχει μια φωτογραφία εξ ίσου στιλιζαρισμένη με τις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας». Εκείνη ήταν μια ταινία βουτηγμένη στο γαλάζιο, που τώρα έχει δώσει τη θέση του σ’ ένα γήινο πράσινο. Εκείνη ήταν μια ταινία εσωτερικών χώρων, εδώ είναι μια ταινία δρόμου. Έχει μια εικόνα πιο τραχιά, αλλά το ίδιο επεξεργασμένη, μακριά από μια απλή καταγραφή. Ίσως γι αυτό η εικόνα του είναι τελικά αδρά ρεαλιστική και την ίδια στιγμή απροσδιόριστα αινιγματική. Η αισθητική προσέγγιση μου είναι σταθερή και δεν αλλάζει. Με απασχολεί και η τελευταία λεπτομέρεια στα κάδρα που στήνω, όπως και τα πρόσωπα και οι χώροι που επιλέγω. Βέβαια, εδώ ήθελα μια έντονη κινητικότητα της κάμερας, η οποία πήγαζε από την συναισθηματική φόρτιση του ήρωα και αποτελεί μεταφορά της ψυχολογικής του κατάστασης.

Όλη η ταινία βασίζεται πάνω στον Γιάννη Στάνκογλου. Έγραψες το σενάριο πάνω του ή απλώς ήταν ο πλέον κατάλληλος να ερμηνεύσει τον Άρη;
Γράφοντας το σενάριο δεν είχα κανέναν στο μυαλό μου. Αποφάσισα να συνεργαστώ με ένα σταρ που θα ήθελε να τσαλακώσει τελείως το πρόσωπο του. Ήμουν ευτυχής που ο Γιάννης ήταν στην ίδια διάθεση. Και ταυτόχρονα είχε τις εμπειρίες εκείνες που του έδιναν τη δυνατότητα να είναι αυθεντικός σε ένα δύσκολο ρόλο. Αν, πάντως, δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να το κάνει, θα έπαιρνα έναν ερασιτέχνη. Τα τρία βραβεία που έχει κερδίσει μέχρι στιγμής για τον ρόλο του Άρη αισθάνομαι ότι δικαιώνουν την επιλογή μου, αλλά και την ιδιαίτερη δουλειά που κάναμε μαζί.
Από αρκετές ποιητικές/συμβολικές ταινίες σαν το «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» σε βλέπουμε τώρα να σκηνοθετείς ένα φιλμ με πιο ντοκιμαντερίστικο στιλ, που σε αρκετά σημεία του θυμίζει Νταρντέν…
Το «Καμμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» είναι το ίδιο σκληρό και ρεαλιστικό με το «Invisible». Η Κιτσοπούλου είναι εκεί ένα ανυπότακτο αγρίμι το οποίο ψάχνει τη θέση του στον κόσμο. Όπως ακριβώς ο Στάνκογλου στο «Invisible». Δυο πρόσωπα που αρνούνται να αποδεχθούν τη ζωή η οποία έχει σχεδιαστεί ερήμην τους. Αν βάλεις τις δυο φιγούρες δίπλα-δίπλα, θα εκπλαγείς με το πόσο μοιάζουν. Ακόμη και τα ρούχα τους είναι ίδια. Η ματιά είναι κοινή και η λεπτή γραμμή που διαπερνά τις ταινίες μου ενιαία. Ίσως είναι αρκετά υπόγεια και σαρκαστική για να φανεί σε μια πρόχειρη ανάγνωση. Σίγουρα, πάντως, δεν με αφορά ένα σινεμά με καλοκάγαθους ήρωες και απώτερο στόχο τον εφησυχασμό.

http://www.athinorama.gr/

Στη νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη ο απολυμένος ήρωας αποφασίζει να πάρει εκδίκηση Ο σκηνοθέτης μιλά στο LIFO.gr για την καινούρια του ταινία Invisible, η οποία προβάλλεται την Παρασκευή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. 9.11.2015

Η ταινία πήρε μέρος στο London Greek Film Festival, όπου απέσπασε τρία βραβεία –Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου. Επίσης είχε 6 κύριες Υποψηφιότητες στα πολύ σημαντικά ανεξάρτητα Maverick Movie Awards του Λος Άντζελες.

Από την ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ—

Η καινούρια σου ταινία λέγεται Invisible και είναι η ιστορία του Άρη, που στα 35 του χρόνια απολύεται από το εργοστάσιο που δούλευε και αποφασίζει να εκδικηθεί. Μίλησε μας γι΄αυτήν.

Η ταινία μπορείς να πεις ότι είναι πολύ σκληρή, πολύ ακραία, με την έννοια ότι ο ήρωας είναι ένα πρόσωπο που πηγαίνει στα άκρα. Η ταινία, σχεδόν, είναι σαν ένα κάλεσμα σε εξέγερση, θα μπορούσε να πει κανείς. Όταν έγραφα το σενάριο, σε συνεργασία με τον Γιώργο Μακρή, είχα αρκετές αναστολές –αναρωτιόμουν μήπως ήταν υπερβολική η στάση του ήρωα. Η υπόθεση ήταν μια ιδέα που είχα, η οποία ήρθε και έδεσε με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Η ακρότητα όμως που έχει η ταινία, είναι μια ακρότητα που συμβαδίζει με αυτό που συμβαίνει. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω ότι δεν πρέπει να φοβηθεί κανείς να δει την πραγματικότητα, όσο χάλια κι αν είναι αυτή, είτε είναι του εαυτού του είτε είναι όλο αυτό που συμβαίνει γύρω του. Νομίζω ότι υπάρχει η τάση αυτή, τον καθρέφτη δεν τον θέλουμε και όταν κοιτάμε, δεν κοιτάμε με καθαρά μάτια. Για μένα η αντίδραση του πρωταγωνιστή δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι χάνει τη δουλειά του –το οποίο βέβαια είναι πολύ σημαντικό, γιατί χάνω τη δουλειά μου σημαίνει ότι χάνω τη θέση μου στον κόσμο. Σε τελική ανάλυση σου αρνούνται την ύπαρξή σου και δεν είναι μεταφορικό αυτό, είναι και κυριολεκτικό, γιατί δεν έχει ο καθένας τις πολλές δυνατότητες επιλογών. Μπορεί κάποιος κόσμος να έχει μεγαλύτερη ευελιξία αλλά κόσμος που δεν έχει μια υποστήριξη ή που δεν έχει από πλευράς προσόντων επιλογές, κυριολεκτικά βρίσκεται στο κενό. Ξεκίνησα το σενάριο από ένα αίσθημα που είχα πάντα –δε μπορώ να αποδεχτώ τον παραλογισμό τού να σε τοποθετεί το κοινωνικό περιβάλλον σε μία θέση και να πρέπει να την αποδεχτείς και μάλιστα εφ΄όρου ζωής. Αυτόν τον παραλογισμό δε μπορώ να τον αποδεχτώ προσωπικά, καταλήγεις από υποκείμενο να γίνεσαι αντικείμενο. Αυτό είναι που και ο ήρωας – που είναι, βέβαια, ένα πρόσωπο naïve – με έναν απλοϊκό τρόπο και ενστικτώδη, αρνείται να αποδεχτεί.

— Πώς κατέληξες στον πρωταγωνιστή; Στο trailer η εικόνα του Γιάννη Στάνκογλου μοιάζει διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει.

Χαίρομαι που το λες, πιστεύω ότι είναι πολύ διαφορετικός από οτιδήποτε έχει κάνει. Τον Γιάννη τον ήξερα προτού γίνει ηθοποιός και πρωτομιλήσαμε σχεδόν ενάμισι χρόνο πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα. Νομίζω ότι του ταίριαζε ο ρόλος κι από την άλλη κάναμε αρκετή δουλειά και τον πέτυχα σε μια στιγμή που και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Πιστεύω ότι πραγματικά είναι μια δυνατή παρουσία, δεν είναι τυχαίο ούτε το βραβείο που πήρε στο Λονδίνο, ούτε η υποψηφιότητα στο Λος Άντζελες. Έχει αυτήν τη σωματικότητα του ήρωα την οποία λίγοι έχουν, στο εργοστάσιο που κάναμε τα γυρίσματα θα μπορούσαν να τον προσλάβουν. Ο Γιάννης κυριολεκτικά είχε γίνει ένα με τον ρόλο. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πλευρά, η οποία επίσης βοήθησε. Ο ήρωας έχει ένα εξάχρονο αγοράκι και ο Γιάννης είναι επίσης πατέρας, υπήρχε λοιπόν και η αίσθηση της πατρότητας. Το κακό είναι ότι διαμορφώνουμε μία συνείδηση στο κοινό που είναι αντικινηματογραφική, γιατί είναι επιφανειακή –αντιμετωπίζουμε την ταινία σαν event, δε δημιουργούμε καινούριους σινεφίλ. Ένα άλλο πρόβλημα για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο είναι ότι οι πραγματικοί παραγωγοί, που ρισκάρανε, σιγά σιγά αποσύρονται.

— Στο trailer εντυπωσιάζει η μουσική επένδυση. Μίλησέ μου για τη μουσική της ταινίας. Στο trailer ακούγεται ένα απόσπασμα από την όπερα του Μπιζέ, Αλιείς Μαργαριταριών. Στην ταινία ακούγονται κάποια κομμάτια του Papercut -ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε και καινούριο cd- τα οποία έχω επιλέξει εγώ. Γενικά στις ταινίες μου ασχολούμαι και με την τελευταία λεπτομέρεια, ακόμα και με τον ήχο της πόρτας που κλείνει. Όταν κάνεις ένα σινεμά που έχει μια άποψη, είναι λογικό αυτή να υπάρχει στα πάντα, και ο ήχος κι η μουσική είναι κάτι πολύ σημαντικό. Ποτέ δεν υπερκαλύπτω τη συμβολή των υπολοίπων, γιατί μια ταινία είναι συλλογική δουλειά, αλλά με ιντριγκάρει να ασχολούμαι και με την παραμικρή λεπτομέρεια.

— Βλέπω ότι έχεις δώσει μεγάλη έμφαση στο χώρο που έγιναν τα γυρίσματα. Γιατί επέλεξες τον βιομηχανικό χώρο και τη μικρή επαρχιακή πόλη, που στην ουσία είναι σχεδόν κατεστραμμένη; Θεωρείς ότι η επαρχία και οι χώροι αυτοί είναι πιο αντιπροσωπευτικοί της σημερινής πραγματικότητας στην Ελλάδα;

Καταρχήν, ενώ φαίνεται επαρχία, ο Ασπρόπυργος είναι ακριβώς δίπλα στην Αθήνα. Είναι ένας χώρος και ένας κόσμος σε μεγάλο βαθμό αόρατος. Είναι ένας κόσμος που η πρωτεύουσα, που είναι δίπλα, σχεδόν αγνοεί την ύπαρξή του. Δεν ξέρεις σε ποιο βαθμό την αγνοεί συνειδητά και σε ποιον ασυνείδητα. Ερχόμαστε λοιπόν στον τίτλο της ταινίας, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει αινιγματικός σε σχέση με την υπόθεση. Ονομάσαμε την ταινία Invisible, ακριβώς επειδή αφορά έναν αόρατο κόσμο, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ήρωας. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν είναι ένας κόσμος περιθωριακός αλλά ένας κόσμος παραγωγής, από τον οποίο ωφελούμαστε αλλά δεν θέλουμε να τον βλέπουμε. Πόσο συχνά θα δούμε ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί κάποιος που δουλεύει χειρωνακτικά; Η ταινία, ενώ ξεκινά με έναν αδρό ρεαλισμό, δε μένει σε αυτό. Δε μένει σε μια καταγραφή, σαν ταινία έχει μια πολυπλοκότητα που ξεπερνά τον απλό ρεαλισμό. Δεν παρακολουθεί, μόνο, αυτόν τον κόσμο εξωτερικά, παρακολουθεί και την ψυχολογία του ήρωα, μπαίνει στο μυαλό του. Invisible (2015)

— Όταν ξεκινάς να γυρίσεις μια ταινία, την έχεις φανταστεί πώς ακριβώς θα είναι;

Ναι, όταν πια ξεκινάω να γυρίσω, την έχω στο μυαλό μου. Βέβαια υπάρχει πάντα το απρόοπτο, δε μπορείς να το αποφύγεις και πολλές φορές μπορεί να είναι και καλοδεχούμενο, να σου φέρει κάποια πράγματα που δεν είχες φανταστεί. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να γίνει ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό σου, είναι μαθηματικώς βέβαιο. Σε αυτήν την ταινία πρέπει να πω ότι άφησα πολύ χώρο στους ηθοποιούς, πιστεύω ότι το κλειδί είναι το σωστό casting. Επιλέγοντας τα πρόσωπα που «είναι» ο ρόλος, έχει γίνει το 50% της δουλειάς. Ένα παράδειγμα είναι η επιλογή του παιδιού, που ήταν πολύ δύσκολη, μια και το μέσο παιδάκι σήμερα δεν είναι σαν αυτό της ταινίας. Γενικά ήμουν σε ένα αδιέξοδο, είχα δει πολλά παιδάκια, γνωστά και άγνωστα, αλλά όταν είδα σε βίντεο το παιδί που επέλεξα, μέσα σε δευτερόλεπτα ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτό που έψαχνα και στα γυρίσματα ασχολήθηκα μαζί του πραγματικά ελάχιστα. Αυτό που ψάχνω, γενικά, στο casting είναι το βλέμμα του ηθοποιού και αυτά που μεταφέρει, είτε είναι επαγγελματίας είτε ερασιτέχνης.

— Μπορούμε να πούμε ότι οι τελευταίες σου ταινίες έχουν πολιτικό στίγμα;

Σίγουρα, παρόλο που ποτέ δεν ήταν πρόθεσή μου κάτι τέτοιο. Θα έλεγα ότι τελικά όλες μου οι ταινίες έχουν μία ισχυρή, έμμεση, πολιτική διάσταση –την πιο άμεση την έχει η τελευταία. Το 2000 έκανα το 2000 + 1 Στιγμές που ήταν μία ταινία με αφορμή το millennium. Τότε, αυτό που προβαλλόταν από τα ΜΜΕ ήταν ο νέος αιώνας, το σούπερ που έρχεται, η προσδοκία. Εγώ έκανα μία ταινία που ήταν κάτω από όλο αυτό το πράγμα και παρακολουθούσε 8 πρόσωπα στην Αθήνα λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας, βγάζοντας ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Ταυτόχρονα, από τις ανοιχτές τηλεοράσεις των ηρώων, «περνούσαν» ειδήσεις από όλο τον κόσμο, που είχα επιλέξει, δίνοντας την εικόνα, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του πλανήτη. Στην Πόλη των Θαυμάτων που έκανα το 2004, που ήταν επίσης μια στιγμή ευφορίας για την Ελλάδα, λόγω της Ολυμπιάδας, πάλι υπήρχε μια πλάγια ματιά σε όλο αυτό γεγονός. Να πω εδώ ότι η πρώτη μου ταινία μικρού μήκους λεγόταν Φιλοσοφία και είχε γυριστεί με αφορμή τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος μόλις είχε ξεκινήσει. Το σενάριο έλεγε ότι ο πόλεμος επεκτεινόταν στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να καταρρεύσει και ο Πρόεδρος να κηρύξει πτώχευση. Αυτό λοιπόν είχε πάρει το βραβείο φανταστικού κινηματογράφου! Η ελληνική κοινωνία πάσχει από μια σοκαριστική υποκρισία και αυτό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα. Ζει επίπλαστα, έμαθε να ζει επίπλαστα και αρνείται να δει την πραγματικότητα, ναρκισσεύεται και προσπαθεί να φτιάξει μια εικόνα αγιογραφίας του εαυτού της, ενώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Σίγουρα θα πηγαίνουμε οικονομικά όλο και χειρότερα, άλλωστε αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.

— Η ταινία θα προβληθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά την Παρασκευή, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχει όμως παρουσιαστεί εκτός Ελλάδας. Πώς ήταν η υποδοχή της;

Η ταινία πήρε μέρος στο London Greek Film Festival, όπου απέσπασε τρία βραβεία –Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου. Επίσης είχε 6 κύριες Υποψηφιότητες στα πολύ σημαντικά ανεξάρτητα Maverick Movie Awards του Λος Άντζελες. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πολύ πρώτο ξεκίνημα, γιατί η ταινία καθυστέρησε αρκετά να ολοκληρωθεί λόγω διαφόρων δυσκολιών -κυρίως οικονομικών, γιατί έγινε με πολύ μικρό budget- με αποτέλεσμα να μην προλάβουμε κάποια φεστιβάλ. Μας δυσκόλεψε επιπλέον και το γεγονός ότι η ταινία γυριζόταν σε πραγματικό περιβάλλον, με εξωτερικά γυρίσματα και κατά κάποιο τρόπο εκτός έδρας. Αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο στο ρεπεράζ, ώστε να βρω τους κατάλληλους χώρους, που θα ταιριάζουν με το ύφος της ταινίας. Να προσθέσω, επίσης, ότι τώρα είναι πολύ πιο εύκολο απ΄ό,τι στο παρελθόν να πάει μια ελληνική ταινία στα διεθνή φεστιβάλ –η προηγούμενή μου, οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας, πήγε σε πάνω από είκοσι. Πιστεύω ότι και αυτή θα έχει μια ανάλογη πορεία. Ο κινηματογράφος έχει ένα μεγάλο αβαντάζ, είναι μια διεθνής γλώσσα, με αυτόν επικοινωνείς απευθείας. Επιπλέον, τα κανάλια επικοινωνίας είναι, πια, πιο ανοιχτά. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Γιάννης Στάνκογλου, που υποδύεται τον κεντρικό ήρωα, ενώ στο ρόλο του γιου του, εμφανίζεται ο μικρός Χρήστος Μπενέτσης. Άλλους ρόλους κρατούν η Κόρα Καρβούνη, ο Κώστας Ξυκομηνός, ο Μενέλαος Χαζαράκης, η Εύα Στυλάντερ, η Βιργινία Ταμπαροπούλου και η Νικολίτσα Ντρίζη.

— Συγκαταλέγεσαι στο λεγόμενο Νέο Κύμα του ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με σκηνοθέτες όπως ο Λάνθιμος, η Τσαγκάρη, ο Κούτρας. Χαρακτηριστικό του Νέου Κύματος θεωρείται ότι είναι οι αφηγηματικές ταινίες -με υπόθεση- που απευθύνονται στον θεατή, ενώ οι περισσότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου στο παρελθόν ήταν προσωπικές, σχεδόν ομφαλοσκοπούσαν. Θεωρείς ότι όντως υπάρχει αυτό το Κύμα, έχει κάποια χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να το ονομάσουμε έτσι;

Σίγουρα έχει υπάρξει μια αφύπνιση και θα έλεγα ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον νέο ελληνικό κινηματογράφο είναι η λειτουργικότητα –απευθύνεται, δεν είναι εσωστρεφές, αυτό είναι σίγουρο. Από εκεί και πέρα το θέμα είναι να έχει ισχυρές κινηματογραφικές αξίες, ώστε να αντέξει όταν θα πάψει να είναι μόδα ή όταν θα πάψει η Ελλάδα να είναι στο προσκήνιο. Αυτό είναι για μένα το πραγματικό κλειδί κι αυτό που θα μείνει στο χρόνο, γιατί όλα αυτά τα χρόνια που κάνω σινεμά είναι πάρα πολύς κόσμος που κάνει μια-δυο ταινίες και τελικά δε σημαίνει και δε συμβαίνει κάτι. Είναι λογικό ότι πράγματα που δεν είναι ακριβώς μέσα στην ίδια την ταινία παίζουνε ρόλο -το θέμα, ένα περιβάλλον, μία κατάσταση- όμως μετά αυτά φεύγουνε και μένει η ταινία, μένει το σινεμά. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα γενικότερο σχόλιο, γιατί θεωρώ ότι υπάρχει ένα θέμα με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, που έχει προβλήματα γιατί ακριβώς υπάρχει μία πρόθεση, υπερβολική μάλιστα, ταινιών χωρίς κινηματογραφικό αντίκρισμα. Υπάρχει η προώθηση ταινιών που σε μεγάλο βαθμό χτίζεται το προφίλ τους μέσω των φεστιβάλ, των δημοσίων σχέσεων και των ΜΜΕ, χωρίς να υπάρχει πραγματική ουσία. Βλέπεις ότι μόλις μία ταινία των σκηνοθετών, που είναι σε αυτό το σύστημα, δεν έχει όλη αυτήν την υποστήριξη, περνάει απαρατήρητη, επειδή η ταινία δεν έχει δύναμη. Το κακό είναι ότι διαμορφώνουμε μία συνείδηση στο κοινό που είναι αντικινηματογραφική, γιατί είναι επιφανειακή –αντιμετωπίζουμε την ταινία σαν event, δε δημιουργούμε καινούριους σινεφίλ. Ένα άλλο πρόβλημα για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο είναι ότι οι πραγματικοί παραγωγοί, που ρισκάρανε, σιγά σιγά αποσύρονται. Αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη έχει διαμορφωθεί μια γραφειοκρατική κατάσταση, όπως και στην πολιτική, και όπως κάθε γραφειοκρατία, ουσιαστικά ενδιαφέρεται για την αυτοσυντήρησή της.

— Τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα πώς την βλέπεις; Πώς βλέπεις να επηρεάζει το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου;

Το παρόν του ελληνικού κινηματογράφου το έχει επηρεάσει σαφώς και ακόμα δεν έχει φανεί, γιατί η πλειοψηφία των ταινιών που προβάλλονται τώρα, πρόλαβε ένα προηγούμενο καθεστώς, επειδή μια ταινία, συνήθως, έχει έναν χρόνο παραγωγής δυο-τρία χρόνια. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και θα φανεί τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη, πιστεύω ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί τον κινηματογράφο, αναγκαστικά, σε πιο ακραίες επιλογές –δεν έχεις την πολυτέλεια να είσαι γύρω από κάποια πράγματα, πρέπει να πας άμεσα πάνω τους. Αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει μια σοκαριστική απάθεια, είναι σε μια διαρκή πτώση και το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Η συνεχής πολιτική απαξίωση και απογοήτευση τροφοδοτεί μια νέα απάθεια, που έρχεται να προστεθεί. Είναι πραγματικά άγνωστο πού θα οδηγήσει και πώς θα φτάσουμε σε ένα σημείο απ΄όπου θα αρχίσει η αντιστροφή της κατάστασης –γιατί υπάρχουν υγιείς δυνάμεις. Ο καθένας μας έχει ευθύνες -αυτό θέλω να πω και με την ταινία- δε μπορούμε να μεταθέτουμε τα πάντα, ας πούμε, στους πολιτικούς. Η ελληνική κοινωνία πάσχει από μια σοκαριστική υποκρισία και αυτό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα. Ζει επίπλαστα, έμαθε να ζει επίπλαστα και αρνείται να δει την πραγματικότητα, ναρκισσεύεται και προσπαθεί να φτιάξει μια εικόνα αγιογραφίας του εαυτού της, ενώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Σίγουρα θα πηγαίνουμε οικονομικά όλο και χειρότερα, άλλωστε αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Αν η Ελλάδα φύγει σιγά σιγά από το επίκεντρο των ΜΜΕ, στο οποίο βρέθηκε, ίσως γίνουν κάποια πράγματα στα μουγκά –πολύ αθόρυβα, δηλαδή, να βρεθούμε στο περιθώριο. Πολύ φοβάμαι ότι για κάποιους αυτό είναι το επιδιωκόμενο, γιατί η εξουσία νιώθει ότι πολύ πιο εύκολα θα μπορεί να κουμαντάρει μία χώρα που είναι βυθισμένη στην απάθεια και τη μιζέρια. Κακά τα ψέματα, χρειάζεται να πατάς κάπου, για να είσαι ενεργός πολίτης και να αντιδράς. Ο ήρωάς μου είναι σαν τη χώρα: είναι καθισμένος σε ένα τραπέζι, έχει μπροστά του ένα πιστόλι και μπορεί να το πάρει να σκοτώσει τον εαυτό του, μπορεί να σκοτώσει αυτόν που θεωρεί υπεύθυνο γι΄αυτό που του συμβαίνει, μπορεί να κάνει και μια υπέρβαση. Πιστεύω ότι αυτή η υπέρβαση είναι το ζητούμενό μας ως χώρα.

Πηγή: http://www.lifo.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.