Ο Nuri Bilge Ceylan δεν είναι μόνο ένας από τους σπουδαιότερους εκπρόσωπους της νέας γενιάς του τουρκικού κινηματογράφου, αλλά επίσης κι ένας από τους σημαντικότερους auteur σκηνοθέτες που αναδείχτηκαν την τελευταία δεκαετία στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Εργαστήρι Κινηματογράφου Δήμου Ζωγράφου 2017 (δεν είναι μόνο για δημότες Ζωγράφου -οι εγγραφές συνεχίζονται έως το τέλος του μήνα)
Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2017 | ανοιχτό μάθημα – παρουσίαση Τετάρτη 18.1.2017 στις 19. 30
Ο «χειροτεχνικός» τρόπος δουλειάς του, που στηρίζεται σε μικρούς προϋπολογισμούς, μικρά συνεργεία, ερασιτέχνες ηθοποιούς και συνδυάζεται με την προσωπική συγγραφή, κινηματογράφηση και σκηνοθεσία, προσδίδουν στο έργο του μια διακριτή προσωπική γραφή μέσα από την οποία αναπτύσσει μια βιωματική θεματολογία, «εστιάζοντας σε συνηθισμένες ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων». Αντλώντας συστηματικά από την προσωπική του ζωή και εμπειρία, ο κινηματογράφος του είναι βαθιά αυτοβιογραφικός, συνιστώντας ένα μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και προσωπικής ενδοσκόπησης -από την οποία δεν λείπει η ειρωνεία-, μέσα από το οποίο καταφέρνει, όπως έχει δηλώσει κι ο ίδιος να ισορροπεί ψυχικά. Η παιδική του ηλικία, ο γενέθλιος τόπος του, οι οικογενειακές του σχέσεις (αλλά και τα μέλη της ίδιας του της οικογένειας που συμμετέχουν στις ταινίες του), τα συναισθήματα και οι υπαρξιακές του ανησυχίες, διαπλέκονται με τη μυθοπλασία σ’ ένα ιμπρεσσιονιστικό ύφος αφήγησης και κινηματογράφησης και εξυφαίνονται σ’ ένα εθνικό πλαίσιο αναφοράς, καθώς διαμορφώνονται και αναπτύσσονται μέσα στα συμφραζόμενα της σύγχρονης πραγματικότητας της χώρας του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Ceylan μετουσιώνει το προσωπικό και το εθνικό σε οικουμενικό, εξετάζοντας την ανθρώπινη κατάσταση, την απόσταση που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων, τη ζωή στην ύπαιθρο και τη σχέση του ανθρώπου με την φύση, την αστυφιλία και τον σύγχρονο τρόπο ζωής στην πόλη, την πνευματική παρακμή και προσωπική αποξένωση, την ηθική του καλλιτέχνη.
Με αφετηρία την πεποίθηση του πως «οι άνθρωποι λένε ψέματα και πως η αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτά που κρύβουν, [με την] πραγματικότητα [να] βρίσκεται στο βουβό κομμάτι της ζωής μας», ο Ceylan κάνει ένα μινιμαλιστικό κινηματογράφο που στηρίζεται στη διακριτική παρατήρηση και την αφηγηματική οικονομία, αρετές που αναδεικνύουν την επιρροή των Chekhov, Ozu, Tarkovsky, Bresson και Antonioni. Αρνούμενος να πει πολλά ή να εμπλακεί συναισθηματικά, ο Ceylan προτιμά να υπονοεί παρά να δείχνει τα συναισθήματα των χαρακτήρων του, δίνοντας έμφαση, μέσα από μονοπλάνα και σταθερές μεσαίες λήψεις με εξαιρετικό βάθος πεδίου, στις μικρές λεπτομέρειες, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις, τις κινήσεις, ανακαλύπτοντας τον ψυχικό τους κόσμο μέσα από τη σιωπή και τις φαινομενικά ασήμαντες καθημερινές στιγμές. Ταυτόχρονα, αποφεύγει τη μουσική υπόκρουση προτιμώντας τη χρήση ενός εκφραστικού φυσικού ήχου, προκειμένου να φωτίσει τα συναισθήματα τους, ενώ επίσης χρησιμοποιεί και τα καιρικά φαινόμενα ως επιπλέον σχόλιο. Έτσι, η μελέτη και η διερεύνηση της ζωής των χαρακτήρων του πραγματοποιείται μέσα σε χαμηλούς τόνους, χωρίς δραματικές αφηγηματικές κορυφώσεις ή αντιπαραθέσεις. Η αποτελεσματικότητα του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έντονη φωτογραφική του αίσθηση και την αισθητική του αυστηρότητα, προσδίδοντας στις συνθέσεις του απαράμιλλη ατμοσφαιρικότητα και λυρισμό και καθιστώντας την εικόνα ως ένα από τα θεμελιώδη συστατικά της αφηγηματικής του έκφρασης. Η κινηματογράφηση του τοπίου, ιδιαίτερα του επαρχιακού, ενσωματώνεται πάντα οργανικά στην ιστορία και αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς διαπνέεται από μια ζωγραφική εκφραστική ποιότητα, που λειτουργεί ως μεταφορά, ως εικονογράφηση του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων.
Η πρώτη του ταινία μικρού μήκους, Κουκούλι (1995), συνιστά ένα δείγμα γραφής των ενδιαφερόντων του σκηνοθέτη, τόσο θεματικά όσο και στιλιστικά, αντηχώντας τα μοτίβα του μετέπειτα έργου του. Σε αυτήν, ο Ceylan, στηριζόμενος στις εικόνες και καταγράφοντας τους φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος, «επιστρέφει» στον γενέθλιο τόπο του προκειμένου να αναφερθεί στους γονείς του, στη σύνδεση του ανθρώπου με την φύση, στο πέρασμα του χρόνου, επανεκτιμώντας την παιδική του ηλικία και προσφέροντας στον θεατή το στίγμα του ψυχισμού του.
Βασισμένη σε μια νουβέλα της αδελφής του, η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, Το χωριό (1997), διαδραματίζεται στον τόπο όπου μεγάλωσε και αφηγείται γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, μέσα από το πέρασμα των εποχών και τις εμπειρίες της οικογένειας του. Ο Ceylan αναβιώνει με ποιητική ευαισθησία την αγροτική ατμόσφαιρα και τους ρυθμούς του χωριού του, προσδίδοντας με την ασπρόμαυρη φωτογραφία μια αίσθηση νοσταλγίας για την εποχή εκείνη. Η αφήγηση υιοθετεί τη ματιά των δύο παιδιών, Χούλια και Αλί, και μας μεταφέρει τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον κόσμο που τους περιβάλλει και ου νάμα τους διαμορφώνει.
Στα Σύννεφα τον Μάη (1999) ο Ceylan επανε’ρ-χεται στον γενέθλιο τόπο και τα θέματα της φύσης, της οικογένειας, των μεταξύ τους σχέσεων, που ανέπτυξε στην προηγούμενη ταινία του, προκειμένου να στοχαστεί πάνω στη δημιουργία της και να σχολιάσει κριτικά την κινηματογραφική διαδικασία. Αυτή η προσέγγιση αποδόμησης της κινηματογραφικής διαδικασίας αλλά και απομυθοποίησης του σκηνοθέτη μάς φέρνει στον νου τις ταινίες του ιρανού «συνοδοιπόρου» του Abbas Kiarostami, Μέσα από τους ελαιώνες (1994) και Ο άνεμος θα μας πάρει (1999), αντίστοιχα. Ο Ceylan, όπως κι ο Kiarostami, αντλεί από την αστείρευτη πηγή της πραγματικότητας και αφηγείται με παρόμοια ζωγραφική και ποιητική ευαισθησία απλές ιστορίες, χωρίς οενάριο ή επαγγελματίες ηθοποιούς, που αποπνέουν ένα Βαθύ οικουμενικό ανθρωπισμό.
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τα Σύννεφα τον Μάη, ο Ceylan με το Μακριά (2002}, ολοκληρώνει μια τριλογία στην οποία κάθε ταινία αντηχεί την άλλη καθώς αναπτύσσεται και αναφέρεται με κάποιο τρόπο πάνω στην προηγούμενη. Χρησιμοποιώντας τους ίδιους ερασιτέχνες ηθοποιούς, οε άλλους όμως χαρακτήρες, η ταινία συνεχίζει την ιστορία του Μουζαφέρ (Muzaffer Ozdemir) και του Σαφέτ (Mehmet Emin Toprak), μεταφέροντας την στην Κωνσταντινούπολη και κτίζοντας μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του χωριού και της πόλης, tou παρελθόντος και του παρόντος, του πετυχημένου, αλλά πνευματικά στείρου, διανοούμενου και του άνεργου συγγενή ίου που έρχεται να αναζητήσει κι αυτός την τύχη του στη μητρόπολη. Διεισδύοντας στον εσωτερικό κόσμο αυτών των δύο χαρακτήρων, ο Ceylan φτιάχνει ένα πορτραίτο του σύγχρονου τρόπου ζωής στη μεγαλούπολη (αλλά και της δικής του Κωνσταντινούπολης, την οποία αναδεικνύει στην ταινία σε έναν ακόμη χαρακτήρα), και μας μιλά για την αποξένωση και τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας, την απώλεια των ψευδαισθήσεων και την απόσταση μεταξύ ιδανικών και πραγματικότητας.
Στην τελευταία του ταινία, Κλίματα αγάπης (2006), ο Ceylan επικεντρώνεται ξανά στη συναισθηματική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους, αυτή τη φορά, εξετάζοντας τη μέσα από την σχέση άνδρα-γυναίκας κυρίως οπό τη μεριά του άνδρα, παρουσιάζοντας μας τα τελευταία στάδια της σχέσης ενός ζευγαριού μέσα από τη μεταφορική εναλλαγή των εποχών. Η παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη και της γυναίκας του Ebru στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και των γονέων του (που είναι παρόντες σ’ όλες του τις ταινίες), όχι μόνο προσδίδουν μια επιπλέον διάσταση στον ήδη υπάρχοντα προσωπικό τόνο, αλλά αναδεικνύουν για μία ακόμα φορά την εγγύτητα μεταξύ της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας στο έργο ίου.
Η κινηματογράφηση σε Βίντεο υψηλής ευκρίνειας και η προσεγμένη διαχείριση του ήχου στο soundtrack αναδεικνύουν αντίστοιχα τη φωτογραφική δεξιοτεχνία και την εκφραστική ακρίβεια του σκηνοθέτη, καθώς και την επικέντρωση του στις μικρές λεπτομέρειες, μέσα από τις οποίες επιτυγχάνει να φωτίζει τον εσωτερικό κόσμο και την ψυχολογία των χαρακτήρων του.
Η παρούσα μονογραφία σε συνδυασμό με την παρουσίαση του συνολικού του κινηματογραφικού έργου και την έκθεση φωτογραφίας στο πλαίσιο του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια», αποτελούν μια προσπάθεια να αναδείξουν όσο το δυνατόν πληρέστερα το έργο του μεγάλου Τούρκου δημιουργού στη νέα γενιά του κινηματογραφόφιλου κοινού της Θεσσαλονίκης και να επιβεβαιώσουν πως ο κινηματογράφος συνιστά μια γέφυρα φιλίας και επικοινωνίας μεταξύ των δύο γειτονικών λαών.
Δημήτρης Κερκινός
Υπεύθυνος Προγράμματος (470 Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 17-26 Νοεμβρίου 2006)