Ο Μίκλος Γιάντσο, από μια άποψη η μεγαλύτερη αποκάλυψη του κινηματογράφου της τελευταίας δεκαετίας, συνεχίζει μια αδιάπτωτη πορεία πνευματική και δημιουργική, δίπλα στους πιο μεγάλους φιλμουργούς συναδέλφους του. Είναι ταυτόχρονα και αρχηγός της λαμπρής εκείνης γενιάς των νέων Ούγγρων σκηνοθετών που το ξεκίνημα τους σημαδεύεται μετά το 1960: Φέρεντς Κόσα, Ίστβαν Γκαάλ, Άντρας Κόβατς, Σάντορ Σάρα, Ίστβαν Ζάμπο,- γενιά πού κέρδισε μια ζηλευτή θέση στη διεθνή κινηματογραφία. Ανάμεσα στα 1960 και 1970 η ποιότητα κι η θεματογραφία τής ουγγαρέζικης σχολής χαρακτηρίζονται από μια εκπληκτική, ιδιοσυγκρασιακή ωριμότητα: «Δέκα Χιλιάδες Ήλιοι (1967) του Φέρεντς Κόσα, «Παγωμένες Μέρες»(1966) του Άντρας Κόβατς, η «Τριλογία»(1964-7) και το «Νεκρό Τοπίο»(1971) του Ίστβαν Γκαάλ, ο «Νέος Γκιλγκαμπές» του Μίχαλυ Σέμες, μιά-δυό ταινίες του Ζόλταν Φάμπρι και φυσικά αρκετές ταινίες- πού θα αναφερθούν παρακάτω- του ίδιου του Γιάντσο.
Αν αναφερθεί σαν μεμονωμένη επιτυχία το προγενέστερο «Ένα μικρό κομμάτι γης» του Φρίγκιες Μπαν, σαν «πατέρας» του ουγγρικού κινηματογράφου- του πιο παραδοσιακού- θα πρέπει να θεωρηθεί ο Ζόλταν Φάμπρι («Petit Carrousel de fete» -1955 » καθηγητής Αννίβας»,κλπ.). Όμως κι αυτός όσο και ο Κάρολι Μακκ («Το σπίτι κάτω απ’ τούς βράχους»-1957), ή ο Γκιόργκι Ρέβες δεν σταμάτησαν να κάνουν σταθερά αισθητή τή παρουσία τους και με πρόσφατα έργα: Φάμπρι(«Η φράση που δε τελείωσε»), Μακκ («Αγάπη για έναν κρατούμενο») (1970) κλπ. Από την άλλη μεριά ξεπετάχτηκαν και καθιερώθηκαν μετά το 1970 πολλά καινούργια ονόματα: Μάρτα Μέζαρος («Η Υιοθεσία), Ιμρε Γκυονγκυόσσυ, Zoltan Huszarikc «Szindbad», Peter Bacso, Παλ Ζόλναϋ, Γιούντιτ Ελεκ,κλπ.
Αν αναζητήσουμε τη σοβαρότερη αντίδραση-επίδραση στο νέο αυτό ουγγρικό κινηματογράφο στις αρχές τής δεκαετίας του ’60, πρέπει οπωσδήποτε ν’ αναφερθεί η επίδραση Αντονιόνι , έμμεση ή άμεση. O Γιάντσο ήταν εκείνος πού κατάφερε να την ξεπεράσει πιο γρήγορα απ’ όλους τους άλλους. Αν στην «Καντάτα»(1963) υπάρχουν ακόμα γνωρίσματα Αντονιονικού ύφους, στο «Αυτός ήταν ο δρόμος μου» (1964) αρχίζει να δημιουργείται το ανεξάρτητο και ιδιόρρυθμο,το ασυνήθιστο προσωπικό ύφος. Σε όλους τους μεγάλους- Γουέλλες, Φελλίνι, Ρεναί, Λόουζυ, Βάιντα,κλπ.- μπορεί να επισημάνει κανείς εύκολα στοιχεία εξπρεσιονισμού ή κάπως εξεζητημένου άλλα γοητευτικού μπαρόκ.
Ο Γιάντσο αρνείται να υιοθετήσει οποιαδήποτε τάση σύγχρονη ή μόδα. Το έργο του έχει έναν χαρακτήρα υπερβατικό, μοναδικό,»έκτος χρόνου», πολύ ιδιόμορφο, με κάποια δόση μανιερισμού. Κι όμως αντλεί αποκλειστικά απ’ την σύγχρονη τραγική ιστορία του τόπου του, αναφέρεται αποκλειστικά στα συγκεκριμένα γεγονότα της.
Θεματική και Προβληματισμοί
Στο νοηματικό επίπεδο, το κεντρικό θέμα των ταινιών του Γιάντσο στην περίοδο 1965-1974 μπορεί να συνοψιστεί σαν μια μελέτη των βίαιων, διφορούμενων, και απελπισμένων σχέσεων-πού φτάνουν ως το παράλογο – οι οποίες ενώνουν σε εποχές καταπίεσης ή εμφύλιου πολέμου δήμιους και θύματα». Σε όλα τα φιλμ η θεματική δόμηση απορρέει άπ’ τη σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιδεολογικά αντίθετες παρατάξεις. Στους «Νικημένους» (1965) περιγράφεται η κατάπνιξη μιας εξέγερσης χωρικών απ’ τις αυστριακές δυνάμεις τον 19ο αιώνα. Στο «Κόκκινοι και Λευκοί»(1967) γίνεται διερεύνηση μιας ταραγμένης περιόδου της Ρωσικής επανάστασης του 1917, η μάχη τής λευκής στρατιάς ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις. Στον «Ήχο τής Σιωπής» (1968) (κατά λέξη «Σιωπή και Κραυγή») φόντο είναι η Ουγγαρία του 1919 όπου ο στρατός καταφέρνει να συντρίψει την κομμουνιστική εξέγερση του Μπέλα Κουν. Στο «Agnus Dei»(1971) σκηνή είναι πάλι η Ουγγαρία του 1919 με τις δύο αντίπαλες (υποθετικές) παρατάξεις του Χόρθυ και του Μπέλα Κουν που κατασπαράζουν η μια την άλλη, μ’ έναν τρόπο παγερό και ανελέητο, την επαύριο τής επανάστασης. Η Εκκλησία χρησιμεύει για καταφύγιο σ’ όσους τους κυνηγάνε τα κύματα της βίας. Στον «Κόκκινο Ψαλμό»(1972) πρόκειται για μια αγροτική επανάσταση στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου μετά από μια σύντομη συμφιλίωση στρατού και αγροτών και παροδική νίκη ενάντια στον «άρχοντα», το κατεστημένο και την Εκκλησία, η εξέγερση πνίγεται στο αίμα.
Ανακεφαλαιώνουμε: οι εποχές και τα γεγονότα όπως και το ιστορικό-ιδεολογικό φόντο είναι γνωστά. Στρωτή και «ορθόδοξη» όμως αφήγηση δεν υπάρχει: πρόκειται για έναν κόσμο παράξενα σκοτεινό και ασαφή. Μια πρώτη αιτία αυτής της ασάφειας είναι το ότι μας διαφεύγουν καταστάσεις-γεγονότα πού είναι απόλυτα γνωστά μόνο στους Ούγγρους, δεν γνωρίζουμε καλά ούτε το Ιστορικό άλλα ούτε και το πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτόν τον λόγο, ο φαινομενικός ρεαλισμός κρύβει έναν αντί-ρεαλισμό, την αφηρημένη πραγματικότητα των γεγονότων. Οι διάφορες σχέσεις των σκληρών αυτών ανθρώπων έτσι όπως αναπτύσσονται και η ψυχολογική ιδιότητα τους δεν προσδιορίζονται ποτέ με σαφή τρόπο: δεν υπάρχει αιτιολόγηση για το διφορούμενο και αμφίβολο των πράξεων ή των χειρονομιών τους. Εκείνο που κυριαρχεί πάντα είναι το πρόβλημα τής εξουσίας, της λαϊκής καταπίεσης και των ιδιαίτερων σχέσεων θύτη και θύματος. Κόσμος συμπύκνωσης, δραματουργικά σαν αφηρημένος, όπου τις άγριες συγκρούσεις τις διακόπτουν μεγάλα τμήματα σιωπής κάθε τόσο. Ο Γιάντσο είχε χαρακτηρίσει τις ταινίες του γενικά σαν “απόπειρες για σύγχρονη σκέψη πάνω σε παλιά προβλήματα». [ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ] ….
Πηγή: Περιοδικό Σινεμά του Μάκη Μωραΐτη Τεύχος 4 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1979
Σχολιάστε