Το φιλμ νουάρ μαζί με το γουέστερν είναι τα κατ’ εξοχήν αμερικάνικα κινηματογραφικά είδη. Και τα δύο ασχολούνται κριτικά ή όχι μ’ αυτό πού ονομάζεται αμερικανικός μύθος. Το γουέστερν είναι η προϊστορία του, η επική εποχή του, το φιλμ νουάρ η έκφραση της παρακμής του. Το Χόλιγουντ στέκει κάπου ανάμεσα γεμάτο φως και μεγαλοπρέπεια, προσπαθεί να τα ξεπεράσει, να κυριαρχήσει πάνω τους συνθέτοντας τα. αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις (ταινιών) πέφτει στο κενό πού τα χωρίζει και πού οριοθετεί τη μοναδικότητα τους. Κάθε αναβίωση μοιάζει αδύνατη, η εμβέλεια των καινούριων εικόνων αδύναμη, οι μεγάλοι νεκροί χώροι της Δύσης και οι σκοτεινές γωνιές όπου κινούνται απειλητικά οι σκιές των φιλμ νουάρ, αρκούνται πεισματικά τη μετακίνηση τους στο χρόνο, γιατί παραμένουν άρρηκτα δεμένες με τις κοινωνικές δομές της εποχής που τα γέννησαν.
Και τα δύο είδη έχουν τους πραγματικούς τους ήρωες. Όχι μόνο τους κινηματογραφικούς αλλά αυτούς πού τα δημιούργησαν, με τη φαντασία του μυαλού τους φυσικά και. σε ότι άφορα το φιλμ νουάρ, με τη βοήθεια μιας γραφομηχανής. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Ντάσιελ Χάμετ, ο όποιος μπλέκεται σε μια μπερδεμένη ιστορία απαγωγών, πολιτικής διαφθοράς, ερωτικών σκανδάλων, πουλημένων αστυνομικών, όπου τα όρια κόσμου και υποκόσμου συγχέονται, επικοινωνούν με υπόγεια περάσματα, βρώμικα, κατακλυσμένα από πόρνες και οπιομανείς, γεμάτα προδοσία και αζήτητους νεκρούς. Ο Χάμετ γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα. Στην ταινία, η φαντασία του συγγραφέα και η πραγματικότητα παίρνουν η μία τη θέση της άλλης, συγκρούονται, αλληλοαναιρούνται σε μια λεπτή σχέση απειλούμενης ισορροπίας, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην ξέρουμε πια αν αυτό που βλέπουμε είναι το μυθιστόρημα που γράφει ή μια ιστορία που του συμβαίνει πραγματικά. Ένας μπλε φωτισμός γεμάτος αγωνία για την έκβαση, περιτυλίγει τα δρώμενα επί της οθόνης. Το κάθε βήμα μοιάζει αβέβαιο. Το επόμενο σκαλί μπορεί ανά πάσα στιγμή να υποχωρήσει. Αιωρούμενες καταστάσεις. Εκκρεμότητα. Οι ανατροπές παραμονεύουν σε κάθε γωνία αλλάζοντας τη ροή των εικόνων, βυθίζοντας τες σ’ έναν λαβύρινθο, πού στο τέλος θ’ αποδειχθεί πώς ήταν κύκλος.
Το εγχείρημα δύσκολο. Το αναλαμβάνουν δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογραφικού κόσμου, στους ρόλους τού παραγωγού και του σκηνοθέτη: Φράνσις Κόπολα και Βιμ Βέντερς.
Ο σκηνοθέτης σε ρόλο παραγωγού συγκρούεται με τον Ευρωπαίο δημιουργό στην αντιστροφή των ρόλων. Οι διαμάχες – σφαίρες – ανοίγουν τρύπες στο σώμα της ταινίας. Ο Βέντερς υποχρεώνεται να γυρίσει μέσα στη λογική του αμερικανικού κινηματογραφικού συστήματος, πού παίρνει την εκδίκηση του απέναντι στην ελευθερία της ποίησης των road -movie. Το σφιχτοδεμένο και αυστηρό σενάριο που πρέπει να τηρηθεί θα αλυσοδέσει την αυτονομία και τη ροή των εικόνων πριν ακόμα αυτές γεννηθούν. Το γύρισμα διαρκεί χρόνια, το σενάριο αλλάζει συνεχώς αναζητώντας τον πυρήνα του, που θα μείνει τελικά ασύλληπτος, το ασπρόμαυρο γίνεται έγχρωμο, τα γυρίσματα σταματούν, ο Βέντερς εγκαταλείπει την Αμερική. Ένας σκηνοθέτης πού δεν κινείται μονάχα μέσα στις ταινίες του, αλλά και ανάμεσα σ’ αυτές, δημιουργώντας καινούριες εικόνες, κινηματογραφικά δοκίμια πού σχολιάζουν κρυφές αγάπες και επώδυνες σχέσεις, που αναζητούν τις απώτερες αλήθειες της κατάστασης των πραγμάτων.
Η ταινία μένει λοιπόν εκεί, ημιτελής, ο σκηνοθέτης παρατηρεί τις εικόνες της από την άλλη πλευρά τού Ατλαντικού, απομακρύνεται απ’ αυτές για να μπορέσει να τις ξαναπλησιάσει, αφού γεμίσει το κενό πού τον χωρίζει απ’ αυτές, με τι άλλο, με μια άλλη ταινία. Όλη αυτή η κατάσταση διαφαίνεται και υποδηλώνεται στις στιλιζαρισμένες εικόνες της ταινίας, που τελειωμένη πια, μοιάζει έκθετη, χωρίς πατρότητα.
Ο Χάμετ είναι κουρασμένος και άρρωστος. Έχει βαρεθεί να κρατάει το πιστόλι (παλιός ντετέκτιβ ο ίδιος). Το μόνο πού θέλει είναι να γράφει ιστορίες πού έχει ζήσει (ή που επινοεί). Αδιάφορο. Η γραφή κυριαρχεί πάνω του. Για αυτό και στη σκηνή όπου του αναστατώνουν το διαμέρισμα, αγκαλιάζει τη γραφομηχανή με πάθος, σαν να ήταν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που διασώθηκε την τελευταία στιγμή. Την ξαναστήνει στο τραπέζι και το χτύπημα των πλήκτρων τον παρασέρνει. Η λευκή σελίδα πού γεμίζει σιγά- σιγά τον απορροφά τραβώντας τον μέσα στις ίδιες του τις ιστορίες. Μπλέκεται σ’ ένα κυνήγι, στο οποίο ο στόχος μεταβάλλεται, μετακινείται από επίπεδο σε επίπεδο, καθώς προχωράει ή αφήγηση μέσα από συνεχείς ανατροπές, ως το κυκλικό δωμάτιο όπου η εξουσία εξαγοράζει τις ένοχες της και την μοιραία αποβάθρα με την Κινέζα στο ρόλο του θύτη και όχι του θηράματος – θύματος σε μια ακόμη περιστροφική αντιστροφή των ρόλων.
Η ταινία μοιάζει με κύκλο της φαντασίας, που αντιστέκεται με επιτυχία στα χτυπήματα και στις ρωγμές που της προκαλεί η πραγματικότητα. Ανοίγει και κλείνει με τους ήχους της γραφομηχανής. Το τέλος της ταινίας – που το βλέπουμε να γράφεται –ταυτίζεται με το τέλος του βιβλίου. Όμως ποιου βιβλίου; Όταν κλέβουν τα χειρόγραφα (δακτυλογραφημένα κείμενα) είναι σαν ν’ απαγάγουν ολόκληρη την ταινία. Μόνον τότε ο Χάμετ μπαίνει στην ιστορία του, βγάζοντας το πιστόλι απ’ το συρτάρι για να υπερασπίσει και να διεκδικήσει την ίδια του την γραφή, την ύπαρξη του, γραφή η οποία καταλήγει μαζί με το πιστόλι στο νερό. Οι σελίδες του επιπλέουν, ίδια πτώματα, πού θα πρέπει να περισυλλεγούν, να εξεταστούν, να αποκαλύψουν την κρυμμένη τους αλήθεια. Το τελικό χτύπημα των πλήκτρων υποδηλώνει την κυριαρχία του μύθου και της φαντασίας πάνω στην όποια κινηματογραφική πραγματικότητα. Το φιλμ νουάρ είναι παγιδευμένο μαζί με τους ήρωες του στη χωροχρονική του διάσταση. Ο κύκλος του έχει κλείσει. Είναι κρυμμένο πίσω απ’ τον διπλό καθρέπτη. Μας παρατηρεί κυνικά, εμποδίζοντας το βλέμμα μας, να το διαπεράσει, επιτρέποντας του μονάχα το πεδίο της απλής αντανάκλασης, απονεκρώνοντας το. Κάθε προσπάθεια αναβίωσης του είδους προσκρούει στο τείχος του χρόνου πού το χωρίζει από το σήμερα. Το Χόλιγουντ, ακόμα κι αν πρόκειται για τα «εναλλακτικά» Ζόετροπ στούντιο, αδυνατεί να ανακαλέσει, να μεταφέρει ή να σχολιάσει έναν μύθο ερμητικά κλειστό στους κώδικες και στις ασπρόμαυρες φωτοσκιάσεις του.
Ο Βέντερς μοιάζει παγιδευμένος και χαμένος στους κλειστούς χώρους (ή μοναδική του ταινία γυρισμένη ολοκληρωτικά στο στούντιο και η δεύτερη εποχής – η άλλη ήταν το Πορφυρό Γράμμα). Ο σκηνοθέτης δεν επικοινωνεί με την ιστορία του ούτε με την εποχή της. Η αίσθηση της πόλης είναι ανύπαρκτη.
Oi σκηνές τού δρόμου στην Τσαϊνατάουν δίνουν την αίσθηση του υπόγειου και του καταποντισμένου.
Κανείς δεν θα ενοχλήσει πια τον άνθρωπο και την αγαπημένη του γραφομηχανή στο ψηλό σπίτι με τις ξύλινες σκάλες. Το Χάμετ θα ξεχαστεί γρήγορα. Μια ταινία όχι «του» αλλά «από».
Μετά τό Χάμετ, ο Βέντερς είπε ότι θάθελε να γυρίσει στους ανοιχτούς χώρους. Απόλυτα κατανοητό. Η επόμενη ταινία του λέγεται ότι θα έχει γυρίσματα σε 17 πρωτεύουσες. Την περιμένουμε και ευχόμαστε στους εαυτούς μας «Καλό ταξίδι».
Θωμάς ΛΙΝΑΡΑΣ
Πηγή: Οθόνη Φεβρουάριος-Μάρτιος 1986
Σχολιάστε