Η ταινία ΔΙΧΩΣ ΣΤΕΓΗ ΔΙΧΩΣ ΝΟΜΟ, είναι μια ταινία «αφήγησης». Ο κινηματογράφος έτσι κι αλλιώς αφηγείται κάτι, στην περίπτωση μας όμως έχουμε μια δεύτερη σφαίρα αφήγησης, που εμπεριέχεται στην πρώτη.
Η Μόνα είναι το κεντρικό πρόσωπο, η ηρωίδα. Μια ηρωίδα όμως, που ζωντανεύει μέσα απ’ τον τρόπο που την είδαν πρόσωπα που συναστράφηκαν μαζί της, στην διάρκεια της περιπλάνησης της. Καθένας απ’ αυτούς, είδε στη Μόνα, πράγματα που είχαν άμεση σχέση με τον ίδιο. Ίσως αυτό είναι περιττολογία γιατί, πάντα βλέπουμε στα πράγματα την όψη που μας ενδιαφέρει και που προσιδιάζει σε μας, στη συγκεκριμένη στιγμή. Καταλήγει όμως έτσι η αφήγηση της ταινίας, να έχει τον αποσπασματικό χαρακτήρα του ντοκιμαντέρ, όπου μια διαδοχή στιγμιότυπων, απ’τη ζωή της ηρωίδας, ποτέ δεν ολοκληρώνονται και παραμένουν σε μια εξωτερική όψη αυτής της ζωής, αφήνοντας ένα σωρό ερωτηματικά και νοηματικά κενά που λειτουργούν ως αρμοί της αφήγησης. Τελικά η ηρωίδα δεν είναι, παρά ένα σημείο που φωτίζεται στιγμιαία, για να βυθιστεί στο σκοτάδι αμέσως μετά, και έπειτα να φωτιστεί ξανά, με άλλη λάμψη αυτή τη φορά, κ.ο.κ.
Υπάρχει ένας αποστασιοποιητικός τρόπος επαφής με τη Μόνα. Κάτι ανάλογο είχαμε στον ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙΗΝ του Όρσον Γουέλς. Σύνθεση υποκειμενικών απόψεων, που διαδοχικά διαμορφώνουν το κεντρικό πρόσωπο. Μόνο που στην ταινία ΔΙΧΩΣ ΣΤΕΓΗ, ΔΙΧΩΣ ΝΟΜΟ, η κάθε αφήγηση δεν βαθαίνει, παρασέρνοντας το θεατή στο εσωτερικό μιας ζωής όπου, τελικά να αναιρείται η ιδιαιτερότητα της οπτικής του κάθε μάρτυρα και, το έργο να αποκτά μια δική του συνοχή που είναι αυτή του υπέρ—αφηγητή, της κάμερας που περιστρέφεται στο χώρο και στο χρόνο του έργου.
Κατά τη θέαση της ταινίας, έχεις την αίσθηση ότι κατασκευάζεται μπροστά σου. Κι αυτό οφείλεται στην ξεκάθαρη δομή φόρμας και θέματος, στον εμφανή διαχωρισμό τους σε σύντομα πλάνα, που συνθέτουν σκηνές απομονωμένες τοπικά και χρονικά μεταξύ τους, τεχνική που δε σ’αφήνει να διεισδύσεις στον κόσμο της μυθοπλασίας, ν’ απορροφηθείς, να ταυτιστείς. Απλά υπάρχει ένα αντικείμενο κινηματογράφησης, η Μόνα, γιατί ποτέ δεν την βλέπεις σαν υποκείμενο που νιώθει και ενεργεί με δική του κίνηση, κι ένας τρόπος προσέγγισης του αντικειμένου αυτού για αυτούς που την γνώρισαν, η Μόνα είναι κάτι το σκανδαλώδες, αψηφεί οποιονδήποτε οργανωμένο τρόπο ζωής, αποφεύγει τις δεσμεύσεις, την ασφάλεια* είναι μια απειλή για τον κόσμο τους. Για την σκηνοθέτιδα, είναι το »φαινόμενο», είναι μια απειλή για τον κόσμο τους. Για την σκηνοθέτιδα, είναι το «φαινόμενο», το άγνωστο στοιχείο που υπάρχει στη Μόνα και σε κάθε Μόνα, τη συγκινεί και τη γοητεύει. Η Βαρντά και οι μάρτυρες που χρησιμοποιεί στην ταινία της, είναι οι δυο πόλοι προσέγγισης του κεντρικού προσώπου. Και οι δυο όμως, έχουν ένα βλέμμα δισταχτικό και ηδονοβλεπτικό, που παρατηρεί από απόσταση, δεν τους διακρίνει καμιά διάθεση να εισχωρήσουν στη ζωή της ηρωίδας, στον κόσμο της. θέλουν απλά να παρατηρούν και να συνθέτουν την εικόνα της αναδρομικά, αλλά ποτέ να συμμετέχουν.
Συνοπτικά, η ταινία περιχαρακώνει ένα κόσμο συμβατικότητας και κομφορμισμού, απ’ όπου αυτοεξορίζονται κάποιοι αλλιώτικοι από τους άλλους, προσπαθώντας στα τυφλά, να βρουν τη| χώρα των Δαναών, αποτελώντας φολκλορικό στοιχείο για μερικούς, αναρχικό για άλλους, ενοχλητικό για κάποιους -τρίτους.
Αξιολογικά, πρόκειται για μια απλά συμπαθητική ταινία και μια ηρωίδα που στους εν ενεργεία μάρτυρες της (θεατές), δεν προκαλεί τη ρήξη που πιθανόν να φιλοδοξεί, και fcev ενοχλεί την τάξη πραγμάτων τους, παρά εντελώς ανεπαίσθητα.
Ωστόσο το μυστικό αυτής της ταινίας είναι ότι καταφέρνει να δημιουργήσει μια καθαρή μορφή, που όσο περνάει ο καιρός, συνεχίζεις να την θυμάσαι έτσι όπως την είδες, τολμηρή κι απόμακρη, αδιάφορη για το βλέμμα των άλλων, πεισματάρα κι ανθρώπινη, μία μορφή μοναδική, με δικό της περίγραμμα, σε φόντο πάντα προσωρινό..
Βλέπω ακόμα μπροστά μου τη Μόνα, έστω κι αν ακόμα δεν ξέρω ποια ήταν και ούτε θα μάθω ποτέ..
• Έλλη Ευθυμίου
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]
[…] […]