«Μην πειράξεις τα υλικά»!
Το Παρακαλώ, γυναίκες, μη κλαίτε… γυρίστηκε στην ορεινή Αρκαδία. Ο Τσιώλης την προσδιορίζει, μάλλον σαρκάζοντας, ως κομεντί, αλλά στην ουσία είναι μια λεπταίσθητη κωμωδία ηθών και χαρακτήρων – και όπως κάθε κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της έχει ένα βαθύτατο δραματικό υπόστρωμα, φορτισμένο από έναν τόνο υπαρξιακής αγωνίας. Η περιγραφή του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου είναι ακριβής και λιτή:
Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1966) του Γίρι Μέντζελ στο Σχολείο του Σινεμά το Σάββατο 23.3.2019 με ελεύθερη είσοδο και συζήτηση
(…) Ο Τσιώλης δεν είναι ούτε φυσιολάτρης εκδρομέας ούτε τυφλός ραψωδός αλλοτινών πραγμάτων. Με μια πλάγια ειρωνεία, που μόλις καλύπτει το συναισθηματικό του τραύμα, βλέπει τη σύγκρουση των κοινωνικών εποχών, την καταστροφή του πατροπαράδοτου, και μάλιστα από εκείνους που έχουν ταχθεί να το συντηρήσουν. (…) Αυτές τις αυτό- ή αλληλοδιαψευδόμενες μορφές, αυτές τις ζωντανές αντιφάσεις, αυτές τις βαθύτερα παράλογες συγκρούσεις προσωπικοτήτων κατορθώνει, ήρεμα και ήμερα, να απεικονίζει ο Τσιώλης, εδώ μαζί με τον Χρήστο Βακαλόπουλο, που συμβάλλει στην ένταση της σατιρικής ματιάς, στον πολλαπλασιασμό των γκαγκ, στην πυκνότητα του σεναρίου.
Ένα χωριό της Αρκαδίας καλεί έναν διάσημο αγιογράφο και τον βοηθό του για να αποκαταστήσουν τις φθαρμένες τοιχογραφίες ενός ιστορικού ναού. Από την αρχή όμως μας αιφνιδιάζει η ειρωνική μετατόπιση. Οι επίτροποι του ναού φορούν μαύρα κοστούμια και παπιγιόν, σαν μεγαλοαστοί σε δεξίωση. (…) Αλλά και το ζευγάρι των αγιογράφων είναι εξωφρενικό. Ο «άγιος» έχει όψη βάρβαρου επαρχιώτη εμπόρου, αδιαφορία, αδράνεια και αξιώσεις καλοπέρασης (Δημήτρης Βλάχος). Ο βοηθός, ψηλός και ευγενικός, σαν Επτανήσιος αριστοκράτης (Αργύρης Μπακιρτζής) είναι ένας ιδιότυπος… μπάτλερ του «αγίου». Εγκαθιστά ένα πλήρες υπαίθριο σπίτι, με σαλονάκι και πολυέλαιο, βρίσκει λύσεις σε όλα τα πρακτικά προβλήματα, είναι αστρονόμος και «ηδονοβλεψίας» με ένα τηλεσκόπιο, διαπραγματεύεται σαν δικηγόρος ατσίδας με τους επιτρόπους και τους ντόπιους. Ρήτορας, καταφερτζής και απατεωνίσκος, βρίσκει συνεχώς λεφτά.
Μια αθώα κοπέλα (Δώρα Μασκλαβάνου) που έρχεται να μαθητεύσει στην υψηλή τέχνη μεταβάλλεται σε υπηρέτρια, γύφτοι κάνουν ανταλλαγές σε αυξανόμενο αλισβερίσι και, τέλος, ο βοηθός οργανώνει πλειστηριασμό «έργων τέχνης» με τους ενθουσιώδεις αγοραστές-θεατές, καθισμένους γύρω στις κερκίδες αρχαίου θεάτρου, διαδικασία που θυμίζει και τα δημοφιλή τηλεοπτικά παιχνίδια. Φυσικά, η εργασία της αγιογραφίας δεν αρχίζει ποτέ.
Αυτό το σατιρικό παιχνίδι, που μεγεθύνεται συνεχώς, δεν επιταχύνεται, όπως στις κλασικές κωμωδίες. Οι Τσιώλης – Βακαλόπουλος κρατούν τη γαλήνια οπτική τους, χωρίς να υπογραμμίζουν επιθετικά. (…)* (24)
Εκείνο πάντως που υπογραμμίζει η ταινία, δηλαδή η σκηνοθεσία της, είναι η διακριτική απόσταση από το υπόβαθρο στο οποίο θεμελιώνεται – από τις πολιτισμικές επιρροές της. Είναι, κυρίως, οι επιρροές του λαϊκού πολιτισμού πρωτίστως της Αρκαδίας. που είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας που είναι ένα κομμάτι του κόσμου, ενός πολιτισμού -που κινείται αργά κι αδιόρατα* (σύμφωνα με την αγαπημένη έκφραση του Τσιώλη), αλλά που κινείται – δεν μένει στάσιμος, δεν επιστρέφει. Ενός πολιτισμού απομονωμένου, αλλά όχι κλειστού. Προπάντων, ενός πολιτισμού οι πονηριές του οποίου είναι πολύ λιγότερο οδυνηρές και τα αστεία του πολύ πιο απλά. Ενός πολιτισμού θεμελιωμένου πριν από την εποχή της σημερινής μαζικής έκφρασής του – ιδίως της τηλεοπτικής. Για αυτό, άλλωστε, οι κατά βάσιν ερασιτέχνες ηθοποιοί που τον εκπροσωπούν, παίζουν αλά παλαιικά: οι γύφτοι είναι ο εαυτός τους κι όχι τα τηλεοπτικά ερζάτς που υποτίθεται ότι τους σατιρίζουν, ο βοσκός είναι πραγματικός βοσκός και ο πρωταγωνιστής, ο αγιογράφος Θεοφάνης, ως έμπορος στην πραγματικότητα, γνωρίζει από συναλλαγές. Το γκροτέσκο στην ερμηνεία τους, έτσι, συγκρίνεται μόνο με την κανονική συμπεριφορά τους, η υπερβολή παράγεται σε σχέση με τη δική τους κανονικότητα – και όχι με την καρικατούρα κανονικότητας που, ήδη, καταιγιστικά έχει επιβάλει το τηλεοπτικό γούστο, η ενιαία τηλεοπτική κοινή καθομιλουμένη γλώσσα.
Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι, συνεπώς, απλοί, κομμάτι μιας απλής καθημερινότητας, με ελάχιστους συμβολισμούς κοινωνικής ισχύος. Ανάμεσα στους συμβολισμούς αυτούς, φυσικά, είναι εκείνοι του καλλιτέχνη και του επιστήμονα, του ρήτορα και του κοσμοπολίτη – τέσσερις συμβολισμοί σε έναν, ιδού ο λόγος για τον οποίο λατρεύεται ο αγιογράφος Θεοφάνης. Ο οποίος, από τη δική του σκοπιά, μπορεί να είναι εξουσιαστικός απατεώνας, αλλά το όριο το βάζει πάντα η ιερότητα των αξιολογήσεων του. Πιο πάνω κι απ’ τη φιλία, πιο πάνω κι από τον άτυχο έρωτα, η ιερότητα αυτή εκφράζεται στον άφατο σεβασμό προς την τέχνη, την έκφραση των πιο αγνών και των πιο ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συνειδητής αλλά και της υποσυνείδητης ανθρώπινης συμπεριφοράς. Για τον Θεοφάνη, η απόλυτη ιερότητα είναι το έργο. Όταν ο βοηθός του του προτείνει, για να τιμωρήσουν τους επιτρόπους της εκκλησίας που τους «έριξαν» στα λεφτά, αθετώντας προφανώς κάποια περισσότερο υψηλού τιμήματος αρχική συμφωνία, να χρησιμοποιήσουν για την αγιογράφηση του ναού ευτελέστερα υλικά, ο Θεοφάνης αγριεύει. Τον κοιτάζει αυστηρά και τον προστάζει ρητώς: «Μην πειράξεις τα υλικά»!
Ο Τσιώλης και ο Βακαλόπουλος, σαν να υπακούουν στο καταστατικό αυτό πρόταγμα, δεν πειράζουν τα υλικά. Τι είναι τα υλικά αυτά; Μια σειρά πρόσωπα της καθημερινότητας σε έναν τόπο της ελληνικής επαρχίας, εκ των οποίων το ένα προσπαθεί να προσπορισθεί όφελος από το άλλο. Συνήθως, ο μόνος τρόπος για να το καταφέρουν είναι η απατεωνιά. Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τους απατεώνες τόσο προσφιλείς και αγαπητούς, πώς αντιστρέφεται σχεδόν μαγικά η αξιακή ιεράρχηση της ηθικής στάσης μπροστά στα μάτια του θεατή, χωρίς να ενοχλείται ούτε μια στιγμή;
Η απάντηση υπάρχει. Είναι ο τρόπος της ταινίας, ταυτόσημος με τον τρόπο της παλιάς ελληνικής κωμωδίας – που υπόρρητα, εμπεριέχει και τον τρόπο της κλασικής κινηματογραφικής κωμωδίας, ιδίως του Μπάστερ Κίτον. Αν στον Μπάστερ Κίτον, το γκαγκ, το κωμικό εξαιτίας της απροσδόκητης έκβασης, περνάει από την προσωπική του ταλαιπωρία, από την εκμηδένιση του εγωισμού του, από τη συντριβή του πρωταγωνιστή μέσα στην επίδειξη της ταλαιπωρίας που του επιβάλλει ο ρόλος, στο Παρακαλώ, γυναίκες, μη κλαίτε…, αυτό που επιδεικνύεται εκμηδενισμένο είναι το τοπίο της ελληνικής επαρχίας. Ο Τσιώλης δεν φιλμάρει τον τόπο του σαν τηλεοπτική διαφήμιση για τον τουρισμό. Η υπερβολή του δεν βρίσκεται στην εξιδανίκευση του μύθου του (25) αλλά στο σαρκασμό της πραγματικότητάς του – και, επειδή η πραγματικότητα του τοπίου του, πραγματικού και κινηματογραφικού, είναι η δική του πραγματικότητα, ο Τσιώλης σαρκάζει τον ίδιο τον εαυτό του. Τα δικά του βιώματα. Τους δικούς του προσωπικούς ερεθισμούς. Την ίδια τη ζωή του(26).
Λίγο μετά την ολοκλήρωση του Παρακαλώ, γυναίκες, μη κλαίτε…, ο Χρήστος Βακαλόπουλος πέθανε. Ο Τσιώλης στερήθηκε διαμιάς την επιρροή ενός προσώπου που υποχρέωνε θαρρείς τη ματιά του να διεισδύει, που επέβαλλε στο κατακτημένο αφηγηματικό ιδίωμα την αναζήτηση μιας βαθύτερης πνευματικότητας. Ωστόσο, συνέχισε με πείσμα – με ένα σενάριο που αρχικά είχε επεξεργαστεί σε συνεργασία με τον Βακαλόπουλο και που ολοκλήρωσε μαζί με τον Γιώργο Τζιώτζιο. Το 1995 παρουσίασε την ταινία Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά – την τελευταία ως τώρα δουλειά που γύρισε στην Πελοπόννησο.
Για ακόμα μια φορά, ο Τσιώλης φτιάχνει μια πινακοθήκη ανθρώπων τους οποίους τοποθετεί σε έναν κοινό σκοπό, σε μια διαδρομή με κοινή αφετηρία. Αυτή τη φορά, στήνει μια ιστορία έντεκα καταδίκων που δραπετεύουν – και μιας κοπέλας, που την παίρνουν όμηρο προκειμένου να διευκολυνθούν στη διαφυγή, ώσπου κι αυτή να ξεπεράσει το φόβο της και να ταυτισθεί με τους απαγωγείς της. Όχι τόσο στον κοινό σκοπό, της ανεύρεσης ενός χαμένου θησαυρού χάρη στον οποίο θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή, αλλά στην ανεύρεση ενός νοήματος της ζωής στην κοινή συλλογικότητα που θαρρείς ότι δημιουργείται στην ομάδα – μια συλλογικότητα, ωστόσο, που σύντομα θα αρχίσει να φυλλορροεί. Εξαιτίας αντικρουόμενων συμφερόντων αλλά και λόγω διαφορετικών προσανατολισμών. Η ζωή είναι σύνθετη και κρύβει εκπλήξεις – κι αν η ζωή κρύβει εκπλήξεις, ο κινηματογράφος οφείλει να τις επινοεί με μεγαλύτερη συχνότητα, με κάθε προσιτό στην παραγωγή τρόπο: ως γκαγκ, ως δράμα, ως συγκίνηση, ως αγωνία…
Σεμινάριο Ιστορίας του Κινηματογράφου 2019 – 10 Μαθήματα
Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2019
Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2019
Η Ευνοούμενη του Ευνοούμενου κ. Λάνθιμου || κριτική του Γιάννη Καραμπίτσου [2/5]
“Περί “Κυνόδοντα”, Oscar, κριτικής και αισθητικής κινηματογράφου, ηθικής, αισθητικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας” του Γιάννη Καραμπίτσου
Κούφιος κυνόδοντας; του Αδάμ Αδαμόπουλου
Arturo Ripstein: Το κάστρο της αγνότητας (1972), «Έξω είναι άσχημα»
Ο Arturo Ripstein μιλά με την Paz Alicia Garciadiego για το “Κάστρο της Αγνότητας” (1972)
ROMA 2018 του Αλφόνσο Κουαρόν η καλύτερη ταινία του 2018 , από τις συγκλονιστικότερες του 21ου αιώνα | του Γιάννη Καραμπίτσου