Η τραγική έκβαση του αρχαίου προτύπου μεταφέρεται στη σύγχρονη Ελλάδα. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα: Αν στον αρχαίο μύθο οι αίτιοι της συμφοράς του ήρωα ήταν οι ίντριγκες των θεών και οι βουλές της μοίρας, τώρα ποιοι είναι οι καινούργιοι αίτιοι της συμφοράς που κατατρέχει τους σύγχρονους Έλληνες; Αποδεικνύεται, τελικά, πως είναι οι ίδιοι οι Έλληνες. Αυτοί σκαρώνουν τις ίντριγκες και αυτοί εκτρέπουν τη μοίρα τους προς τα τραγικά συμβάντα. Μεταξύ τους σφάχτηκαν πριν λίγα χρόνια στο πρώτο και δεύτερο αντάρτικο, ανθρωποθυσία στις ιδεολογίες της εποχής.
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ 2017 ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Από 1/4/2017 έως 7/5/2017 Αλέκα-Τέχνη Πόλης
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
19.00 «Ο Δράκος» (1956) του Νίκου Κούνδουρου (105′)
Μία από τις 3 πιο σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το φιλμ νουάρ. Την εκπληκτική μουσική της ταινίας υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ηθοποιοί: Ντίνος Ηλιόπουλος, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Αργύρης, Θανάσης Βέγγος, Μαρίκα Λεκάκη, Ανέστης Βλάχος, Φρίξος Νάσου
Η ταινία ορίζει ένα χώρο για να ξετυλίξει, ποιητικά, το μύθο της: το χώρο του υποκόσμου. Στο χώρο αυτό δρα η μικροσυμμορία, με χαρακτηριστικά που θυμίζουν μικρογραφία της Ρωμιοσύνης. Ρωμιοσύνη, κακή μάνα-μοίρα των παιδιών της, ενώ αυτά μετατρέπονται, με τη σειρά τους, σε κακή μοίρα του τόπου, κακομαθημένα που βάλθηκαν να ξεχαρβαλώσουν τη μητέρα-πατρίδα για δικό τους όφελος ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο όνομα κάποιας ουτοπικής ιδεολογίας. Τώρα σταυροκοπιούνται και ζητάνε τη βοήθεια της Παναγιάς, προκειμένου να εκδικηθούν την εν λόγω μητέρα για την άθλια μοίρα που τους επιφύλαξε. Άτιμη κοινωνία, τα παιδιά σου σε μισούν… Μητέρα-πατρίδα, μην τα κατηγορείς που τώρα ετοιμάζονται να πουλήσουν μία από τις στήλες του Ολυμπίου Διός στους Αμερικάνους’ εσύ έφερες τους Αμερικάνους με την Ούντρα και πήγε το μάτι τους στις κολόνες. Συγχώρεσέ τα, δεν είναι κακοί άνθρωποι, για ένα σπιτάκι, για μια άδεια ταξί, μια άδεια περιπτέρου, έστω για ένα ψυγείο, παλεύουν. Κι οι άλλοι, απέναντι, ξεχάστηκαν στις φυλακές και στα ξερονήσια, σε μίζερες παράγκες, να ρωτάνε ακόμα το «πότε θά ’ρθει η επανάσταση».
Η ρεαλιστική εικόνα της εποχής παρούσα, για να μετουσιωθεί από τον δημιουργό σε ποιητικές και συμβολικές καταστάσεις- η «επανάσταση» που δεν ήρθε.
Το μεγάλο πρόβλημα της συμμορίας είναι η έλλειψη αρχηγού, αυτός που θα τους οδηγήσει, με την εμπειρία, την ικανότητά του αλλά και το μύθο του, στην επιτυχία. Ο λαϊκός ηγέτης που έχει ανάγκη η Ρωμιοσύνη, να τον ψηφίσει, μα και να τον ακολουθήσει στη νίκη ή στο χαμό. Υπάρχει ένας θρύλος ανάμεσα στον υπόκοσμο. Κάποιος δράκος, που όλοι τον θεωρούν ιδεώδη αρχηγό και που το όνομά του και μόνο θα τους οδηγήσει στην επιλογή του. Κάτω από την πίεση των καταστάσεων, η ομάδα δεν επιλέγει ορθολογικά αλλά εντυπωσιακά, αγοραία. Δεν ψάχνει για έναν ηγέτη με βάσεις μέσα στην κοινότητα, αλλά προτείνει την αρχηγία σε πρόσωπο που επιβάλλεται απ’ έξω. Το μέσο της επιβολής είναι ο μύθος του άλλου. Στη νεότερη ιστορία του τόπου, οι ρόλοι των τάξεων, των εξουσιών, των συμφερόντων και, προπάντων, των προσώπων υπήρξαν μόνιμο πεδίο παρεξήγησης. Δυο χρόνια πριν το γύρισμα της ταινίας, όταν έπεφτε κάτω από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, το κόμμα, διά του Νίκου Ζαχαριάδη, τον είχε αποκηρύξει σαν χαφιέ και προδότη, αργότερα με τη μέθοδο της αυτοκριτικής καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη και αποκατέστησε τον Πλουμπίδη. Τώρα, ο ασήμαντος Θωμάς έχει εμπλακεί στο παιχνίδι της παρεξήγησης και περνάει στην απέναντι όχθη, εκεί που, όπως αναφέρθηκε, τα φαντάσματα του τόπου, της φυλής, της Ιστορίας, έρχονται να τον συναντήσουν.
«Κάθε δευτερόλεπτο του Δράκου, κάθε κίνηση, κάθε φράση του, ήτανε μια παραπομπή στην ασφυκτική ελληνική κοινωνία που γεννήθηκε μετά τον Εμφύλιο».
Ο Θωμάς είναι ένας αρχηγός-μαριονέτα που στην εξέλιξη του μύθου η αναίρεση των κλισέ συμπεριφοράς οδηγεί το παιχνίδι στα δραματικά αδιέξοδα. Στα ίδια αδιέξοδα που έχει βρεθεί η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, μετά από αυτοματικές ενέργειες και επιλογές, τόσο της Δεξιάς, όσο και της Αριστεράς, και το Κέντρο μονίμως «κομματάκια». Το έδαφος είναι κατάλληλο για την αναβίωση των τραγικών προσώπων. Ο Άρης Βελουχιώτης, ο μύθος της Αριστεράς, τη στιγμή που χανόταν το κίνημά της και όλοι έψαχναν για χαφιέδες και προδότες, ανήμπορος να το σώσει, αποκομμένος από τους συντρόφους του, σπρώχνεται στο θάνατο.
Στον Δράκο, ο ανθρωπάκος προδίδει τα όνειρα που, ερήμην του, επένδυσε πάνω σ’ αυτόν η συμμορία, και μαχαιρώνεται. Η θέση (έλλειψη αρχηγού) και η χωρίς βάση αντί-θέση (εμφάνιση κάλπικου αρχηγού) δεν οδηγούν μετά τη σύγκρουση σε σύνθεση, και η τραγωδία έχει ήδη οδηγηθεί στη μοιραία λύση της. Η νεοελληνική κοινωνία δεν προχωράει με συνθέσεις αλλά με συνεχείς συγκρούσεις. Σ’ αυτή τη δίνη των συγκρούσεων τα σώματα υποβάλλονται σε έναν διαρκή κολασμό: σφαγές, καταστροφές, πείνες, κατοχές, νέοι Παρθενώνες, εκτελέσεις. Τι να σου κάνει το αδύναμο ανθρωπάκι, ο Θωμάς, τι να σου κάνουν τα τόσα ημιθανή γερούνδια που κυβέρνησαν τον τόπο, μπροστά στις Ερινύες και τα φαντάσματα που κατατρέχουν τη φυλή; Η Ιστορία δεν είναι μόνο έννοια για διανοητικούς ακροβατισμούς, είναι και κλίμα τραχύ που καίει το πετσί.
«Από μία άποψη Ο δράκος πέθανε την ώρα που γεννήθηκε. Οραματιστήκαμε μια λαϊκή ταινία, με την πιο τίμια σημασία του όρου και κάναμε μια ταινία για τις ταινιοθήκες και μια ελίτ των φανατικών του κινηματογράφου».
Είδαμε παραπάνω την ταινία να κινείται σαν φόρμα από το νεορεαλισμό ως τον εξπρεσιονισμό και το νουάρ, αντιθετικά κινήματα, που λειτουργικά εξυπηρετούνται και από την εικαστική εμπειρία του Κούνδουρου.
«Παίζοντας με τις εικόνες και τα λόγια, παρασυρμένοι από το ίδιο μας το παιχνίδι, κάναμε μια ταινία ευφάνταστη και σαρκαστική, καταλήξαμε σε μια φόρμα εξπρεσιονιστική».
Προσθέτω ακόμα στους συντελεστές τη φωτογραφία του Κώστα Θεοδωρίδη και τη συγκλονιστική ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου ερμηνεία, που του άνοιγε έναν άλλο δρόμο από αυτόν που ακολούθησε στα κατοπινά του χρόνια. Μπλεγμένος στα γρανάζια των παραγωγών, παρέμεινε ένας πολύ καλός εμπορικός κωμικός.
«Ήταν τόσο εύκολο να είναι αυτός που ήταν, ώστε δεν μπόρεσε να το πετάξει από πάνω του. Αυτός, λοιπόν, ο Ηλιόπουλος, ο Καραγκιόζης, με την τρυφερή έννοια, κλήθηκε να σηκώσει στους ώμους του ένα ρόλο τόσο περίπλοκο, τόσο φορτισμένο που όλοι με πήραν για τρελό όταν αποφάσισα να κάνω τον Ηλιόπουλο δράκο, όμως περιείχε έναν κόσμο ατέλειωτο από αισθαντικότητες. Δουλεύαμε, σχεδόν, πάντα νύχτες, καθώς ο Ηλιόπουλος δούλευε στο θέατρο και σχόλαγε στις 12 τα μεσάνυχτα. Κάθε 12.30 ένα αυτοκίνητο μας τον έφερνε ημιθανή και τον ταΐζαμε διάφορα χαπάκια για να συνέλθει. Αυτές ήταν οι συνθήκες και όλη η ταινία είναι μαύρη, κάναμε κι εμείς το μαύρο χιούμορ μας. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου ήταν ένα μοναδικό για την αγνότητα και την τρυφερότητά του κοριτσάκι. Αγνός και ο Ηλιόπουλος, αγνή και η Παπαγεωργίου, αγνός και ο Γιάννης Αργύρης που έκανε τον κακό. Υπήρχε μια αθωότητα αφοπλιστική στους ηθοποιούς.
Σε μια συνέντευξη του Κούνδουρου στην «Απογευματινή» της εποχής διαβάζουμε μια εύστοχη θέση, για τους ηθοποιούς του:
«Φρόντισα, διδαγμένος από κακά παραδείγματα, να προβάλω τους ήρωες όσο μπορώ πιο χορταστικά για το μάτι του θεατή και να τους κινήσω σ’ ένα χώρο όπου να ’χουνε μια απόλυτη οργανική αλληλοεξάρτηση».
Στη διδασκαλία των ηθοποιών συναντάμε το όνομα του Χρήστου Βαχλιώτη και στα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη.
Η υποδοχή του Δράκου από το αθηναϊκό κοινό και από την ελληνική κριτική, όταν η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες (“Ρεξ” και “Αττικόν”), ήταν αλλοπρόσαλλη. Είναι η ταινία για την οποία περισσότερο από κάθε άλλη, ώς το Θίασο του Αγγελόπουλου, χύθηκε το μελάνι των κριτικών και των δημοσιογράφων, από τον Αχιλλέα Μαμάκη και τον Άδωνι Κύρου, που κάνουν έκκληση για την εξαφάνιση «αυτού του εκτρώματος» ως τον Φρανσουά Τριφό στο «Arts», που κάνει λόγο για: «…τέλεια και επιτυχημένη εναλλαγή σκηνών, κωμικές στιγμές δοσμένες με δραματική σοβαρότητα και αντίθετα, δραματικά μέρη κωμικά δοσμένα που δίνουν ενθουσιώδη αποτελέσματα. Φιλμ συναρπαστικό, με ποιητική έμπνευση, που φτάνει σε στιγμές αληθινής έκστασης».
Βάρυναν οι αρνητικές κρίσεις που στο σύνολό τους σήμερα φαντάζουν μικρόνοες, αν και όχι σπάνια προήλθαν από αριστερούς κριτικούς, όπως είναι ο Σταματίου και ο Μοσχοβάκης. Η πολιτική κατάσταση της εποχής, ο λαϊκισμός της Αριστεράς και η προσήλωσή σε ένα χαμένο και αμφιλεγόμενο, σήμερα, όραμα, η έλλειψη πληροφόρησης γύρω από τα παγκόσμια κινηματογραφικά δρώμενα και προπάντων η έλλειψη οραμάτων στον ελληνικό κινηματογράφο, θόλωσαν το τοπίο. Μόνο ελάχιστοι άρθρωσαν έναν νηφάλιο λόγο για τον Δράκο και τον κράτησαν όρθιο ως το πλήρωμα του χρόνου και την πανηγυρική δικαίωσή του.
«Ο δράκος ήτανε θύμα εκείνου του διογκωμένου εθνικισμού που τύφλωνε τους δεξιούς και της προσήλωσης στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που τύφλωνε τους αριστερούς. Ο δράκος προπηλακίστηκε, σφυρίχτηκε, κατέβηκε από τις αίθουσες, καταγγέλθηκε από μέρος της κριτικής».
Από μια περιήγηση στο μαυσωλείο του Τύπου της εποχής, συλλέγουμε επι-κρίσεις για τον Δράκο σαν αυτές: «Μια κακή ταινία, ψεύτικη, φτιαχτή, γεμάτη ·. περβολή. Είναι ασύλληπτο το τι γίνεται τ’ αυτόν τον εξογκωμένο και πλαστο- γραφημένο υπόκοσμο, όπου οι λαϊκοί ήρωες πίνουν ο ένας το αίμα του άλλου. Μόνο μια άρρωστη μένη φαντασία και ένας καλλιτέχνης που θέλει να καταπλήξει με την υπερβολή, είναι δυνατόν να διανοηθεί και να παρουσιάσει τέτοια τέρατα. Κρίμα, κρίμα, κρίμα». (Αχ. Μαμάκης, «Έθνος»), «Αποτελεί, χωρίς άλλο, αίσχος για τη χώρα μας το γεγονός ότι θα εκπροσωπηθεί η κινηματογραφική μας παραγωγή στο Φεστιβάλ της Βενετίας με τη γνωστή ταινία Ο δράκος, την αποθέωση δηλαδή του μπουζουκιού, του υπόκοσμου, του σαλταδορισμού και της ασυναρτησίας. Δεν υπάρχει, τέλος πάντων, κανένας αρμόδιος να συγκινηθεί;… Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη από τύπους σνομπ, εστέτ, υπαρξιστές που ήθελαν να ικανοποιήσουν το ψώνιο τους». (Κώστας Σταματίου, «Αυγή»), «Αυτή η ταινία, απίθανος και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, καθίσταται εντελώς γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα. Τας μωράς γελοιότητας των λαθρεμπόρων; Τον οικτρόν και πανάθλιον χορόν των χασικλήδων; Την διαπόμπευσιν του ιερού Ευαγγελίου; Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της Αστυνομίας; Ή τους αθλιεστέρους και βρωμεροτέρους συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς, όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτόν κατασκεύασμα;» (Άδωνις Κύρου, «Εστία»). «Μένει μόνο μια διάθεση παρωδίας που κάνει το έργο να μοιάζει με εγκεφαλικό παιχνίδι, απαράδεκτο και εξοργιστικό τις περισσότερες φορές, γιατί είναι εξοργιστικό και απαράδεκτο να δανείζονται στον υπόκοσμο εκδηλώσεις και χαρακτήρες του ελληνικού λαού, όπως η λεβεντιά, η αυτοθυσία και η περιφρόνηση στο θάνατο… Η απαίσια καταθλιπτική μουσική του, το αποτροπιαστικό ρεμπέτικο μπαλέτο… Κι ακόμα υπάρχει πρόθεση συμβολικής απεικόνισης- η εικόνα που δίνεται είναι φριχτά καταθλιπτική, στερημένη από αέρα και φως…» (Αντώνης Μοσχοβάκης, «Επιθεώρηση Τέχνης»), «Πλαστογραφημένη αλήθεια μας επαρουσίασαν οι δύο σοβαρώτερες ως τώρα προσπάθειες του ελληνικού κινηματογράφου, η Στέλλα και ο Δράκος, που προβάλλονται αυτή την εβδομάδα». (Ν. Μάτσας, «Εθνικός Κήρυξ»), Μιλάμε πάντα για την, κατά τεκμήριο των σημερινών κριτικών, καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Ο δημιουργός επισημαίνει- επιμένει:
«Ένα μελόδραμα που θα μου έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξω έναν ολόκληρο κόσμο, τον κόσμο εκείνο που τον βάραινε η μετακατοχική κατοχή, η κατοχή του Παπάγου δηλαδή, η κατοχή της Δεξιάς… Μια ρωμιοσύνη ιδιότυπη, ένας κόσμος που αγωνιούσε και είχε δικαίωμα να ζήσει, καταπιεσμένος, αδέσποτος, ανερμάτιστος, με αποκεφαλισμένο το κορμί του, να σπαράζει σαν φίδι με κομμένο κεφάλα, μέσ’ την προσπάθειά του να βρει το ένα μέρος το άλλο».
Υπάρχουν και οι άλλες φωνές, λιγότερες αλλά νηφάλιες και δικαιωμένες από το χρόνο που, δειλά και με τα συν- πλην, αντιστέκονται στην κατακραυγή:
«Για πρώτη φορά, ο ελληνικός κινηματογράφος τολμά τα πάντα, αψηφώντας τη νωχέλεια του κινηματογραφικού θεατή που συνήθισε στο μασημένο φαγητό, στην ψευτιά και στη συνειδητή πλαστογραφία. Ο Κούνδουρος μπορεί να είναι βέβαιος πως, προπηλακιζόμενος ή επαινούμενος, γύρισε την ταινία που μετατάσσει τον ελληνικό κινηματογράφο από τον παιδισμό στην ωριμότητα». (Μάριος Πλωρίτης, «Ελευθερία»). «Είναι τώρα Ο δράκος μεγάλη ταινία; Μεγάλο… λόγο θα πη όποιος το βεβαιώση ή το αρνηθή. Το γεγονός είναι ότι ήδη συζητείται στο εξωτερικό,… η ταινία πρέπει οπωσδήποτε να παρουσιασθή έξω, διότι ανήκει στο σύγχρονο διεθνές κινηματογραφικό κλίμα και δεν πρόκειται να περάση απαρατήρητη». (Ρ. Σ. «Η Καθημερινή»). «Είναι η πρώτη ελληνική ταινία που ξεφεύγει από την επιφανειακή ψυχολογία, από τους τυποποιημένους χαρακτήρες και δίνει αληθινή κινηματογραφική συγκίνηση». (Αγλαΐα Μητροπούλου, «Αθηναϊκή»), «Οι μορφές, οι καταστάσεις δεν μένουν σκιές μιας οθόνης, λαξεύονται μέσ’ την ψυχή μας από ένα αδρό αντρίκειο χέρι. Ο ρυθμός και η ορμή το έργου χαρακτηρίζονται από μιαν υποδειγματικήν εκμετάλλευσιν των αντιθέσεων». (Βίων Παπαμιχάλης, «Ακρόπολις»).
Παράλληλα, όλες οι κριτικές, θετικές και αρνητικές, εξαίρουν το ταλέντο του Κούνδουρου και ευαγγελίζονται την είσοδο ενός σπουδαίου σκηνοθέτη στον κινηματογραφικό μας χώρο. Οι αντιρρήσεις τους αγκυλώθηκαν στον σεναριακό χειρισμό της τότε αθηναϊκής κοινωνίας και παρακοινωνίας που όλοι νόμιζαν πως την κατέχουν, αλλά μόνον η διαίσθηση των δημιουργών του Δράκου συνέλαβε. Η αντίστροφη, θετική, μέτρηση άρχισε για την ταινία με τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Βενετίας. Εκεί συναντάμε φράσεις όπως: «Πολλές σκηνές σ’ αυτό το περίεργο, πρωτότυπο φιλμ, αποδεικνύουν πως η Ελλάδα βρήκε στο πρόσωπο του Νίκου Κούνδουρου έναν σκηνοθέτη με απεριόριστες δυνατότητες». («The Times», Λονδίνο). «Ο κόσμος αυτός των συναισθηματικών και έξυπνων παλιανθρώπων, οι παθητικοί μπερμπάντηδες που περνούν τις ώρες τους φιλοσοφώντας πάνω στα εγκόσμια και ξεσπώντας σε δάκρυα, ο ένας στην αγκαλιά του κοντινότερου φίλου, και ιδιαίτερα τα μέρη που ξετυλίγονται στο καμπαρέ, είναι σκηνές γεμάτες από χιουμοριστική δύναμη σπάνιας ποιότητας. Επιμένοντας στο ύφος της σάτιρας, ο σκηνοθέτης κατορθώνει να θίξει σοβαρά κοινωνικά θέματα, μέσα από σκηνές υπερβολής, γεμάτες λεπτή ειρωνεία». («Il Giorno», Μιλάνο). «Το αν οι καταστάσεις που περιγράφει το φιλμ υπάρχουν πραγματικά δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού θα μπορούσαν, ίσως, και να υπάρχουν. Ο υπόκοσμος του Πειραιά, όπως μας τον παρουσιάζει το φιλμ, δεν είναι κανένα αντίγραφο μιας χειροπιαστής πραγματικότητας, είναι πολύ περισσότερο, ένα προσωπικό όραμα, ένα σύνολο συμπιεσμένο, μιας τελείως ιδιαίτερης ατμόσφαιρας». («Neve Ziircher Zeitung», Ζυρίχη). «Κάποιος κόκκος ερωτικής τρέλας που μεταλλάζει τέλεια από σκηνή σε σκηνή, κωμικές σκηνές δοσμένες με δραματική σοβαρότητα και αντίθετα, δραματικά μέρη, κωμικά δοσμένα, δίνουν άνισα αλλά ενθουσιώδη και ελκυστικά αποτελέσματα». («Arts», Παρίσι). «Ένα σατιρικό δράμα, εσωτερικό και οδυνηρό, με τεχνική πραγματικά τέλεια. Επάλληλοι κύκλοι από πλούσιες και ολοκληρωμένες εικόνες, των οποίων ο ρυθμός, πότε μελαγχολικός και πότε εύθυμος, δεν έχασε ούτε στιγμή τη δύναμη και την έντασή του». («II Tempo», Ρώμη). «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα δυνατό έργο, παρ’ όλες τις παρατηρήσεις που έκαναν οι συντηρητικοί κριτικοί». («Telecine», Παρίσι). Και μια άποψη του 1958: «Η λέξη ιδιοφυΐα δεν φαίνεται αρκετά δυνατή για να χαρακτηρίσει τη συναρπαστική αυτή δημιουργία, τη μοναδική ταινία που δεν θέλει και δεν έχει καμία σχέση με το ρεαλισμό, που έχει τυραννικά καθορίσει τα ασφυκτικά όρια του σύγχρονου κινηματογράφου». («Le Libre», Βέλγιο). Η τελευταία παρατήρηση έρχεται να φωτίσει ένα ακόμη παιχνίδι παρεξήγησης της ελληνικής κριτικής: διάβασε την ταινία με τους όρους και τις απαιτήσεις του ρεαλισμού.
Η εμπορική αποτυχία της ταινίας αφαίρεσε από τον Κούνδουρο τη δυνατότητα για καινούργια ταινία στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Παράλληλα, η ίδια αποτυχία έκλεισε και το δρόμο στην απόπειρα για «κινηματογράφο τέχνης» στην ελληνική παραγωγή, στο βαθμό που Ο δράκος θεωρήθηκε «κουλτουριάρικη» ταινία.
Και μετά σιγά σιγά, στο πέρασμα του χρόνου, όλα άλλαξαν. Ο Σταματίου που τόσο σκληρά, δεν λέω αβασάνιστα, αφού ήταν δέσμιος μιας αριστερής λογικής, επιτέθηκε στην ταινία όταν πρωτοπροβλήθηκε, σε κείμενό του στα «Νέα», το 1964, μιλάει για «Ανάσταση του Δράκου… Ο Κούνδουρος πρόδρομος του Νέου Κύματος… Ο κόσμος δεν είχε τότε την κατάλληλη διάθεση να δεχτεί το παραμύθι της μοναξιάς και της απελπισίας… Στο Φεστιβάλ της Βενετίας η κόπια έφτασε χωρίς υπότιτλους κι εκεί ζήσαμε την αγωνία του Κούνδουρου που εξηγούσε σε έναν διερμηνέα που μετέφραζε με ένα μικρόφωνο ό,τι μπορούσε κι ό,τι καταλάβαινε, κάθε τόσο!… Σημαδεύτηκε από τους ειδικούς στις Ιστορίες του Κινηματογράφου, μπήκε στις ταινιοθήκες , στις κινηματογραφικές λέσχες…» Αυτός ήταν ο κριτικός που, μια δεκαετία πριν, ζητούσε την επέμβαση του εισαγγελέα, ώστε να μη βγει η ταινία από τη χώρα και φτάσει στη Βενετία, εκεί που θα δυσφημούσε την Ελλάδα (δυσφήμηση της Ελλάδας επικαλέσθηκαν και οι αριστεροί και οι δεξιοί και όλο το έθνος που ποτέ δεν θα μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό) και ήταν ο άνθρωπος που, όταν σε κάποια βελτιωμένη έκδοση του βιβλίου μου Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου κατέθεσα αυτές τις παρατηρήσεις, έγραψε την εγκωμιαστικότερη κριτική που μου γράφτηκε για το βιβλίο. Αυτή ήταν η Ιστορία της Αριστεράς. Διέπρατταν συνέχεια λάθη, για να έχουν την ευχέρεια και την πολυτέλεια να προχωρούν σε αυτοκριτικές, να λυτρώνονται και να μένουν ανοιχτά τα περιθώρια για νέα λάθη.
Τέλος, Ο δράκος ήταν η πρώτη και για χρόνια μοναδική ταινία που αγοράστηκε από το Μουσείο Κινηματογράφου στο Παρίσι.
Ανδρικές φιγούρες
και σχέδια απραγματοποίητα
Το 1957 διαβάζουμε σε ένα ρεπορτάζ του Κώστα Σταματίου στην «Αυγή»: «Εάν ο Κακογιάννης δείχνει κλίση προς τις γυναίκες-ηρωίδες (Στέλλα, Μαρίνα, Ιφιγένεια), ο Κούνδουρος έχει βασίσει το έργο του σε αντρικούς κυρίως τύπους. Στα καινούργια του σχέδια περιλαμβάνονται τρία θέματα, θα μπορούσαμε να πούμε επικά: το Ρούπελ, η αντίσταση του ηρωικού οχυρού κατά των Εερμανών, ο Παύλος Μελάς, η Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα και οι Παράνομοι, μια υπόθεση αντίστασης στην εξουσία, που είναι προσωπικό του βίωμα.
Ο Κούνδουρος, στο μεταξύ, σπαταλιέται ολοφάνερα. Κάτω από άλλες συνθήκες, αν δηλαδή είχε ένα στέρεο κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό κι αν του δίνονταν τα μέσα να δουλέψει ελεύθερα, θα μπορούσε να δώσει έργο άξιο σε παγκόσμια κλίμακα.
Σήμερα, μπλεγμένος ανάμεσα στα οικονομικά τείχη, τον ιδεολογικόν αναρχισμό του και την ελεφάντινη μακαριότητά του, κινδυνεύει να δώσει 2-3 ακόμη νεκρά κομψοτεχνήματα (σαν το Δράκο) και να χαθεί.
Ας περιμένουμε τους Παράνομους». Η Αριστερά επιμένει στις θέσεις της, διεκδικώντας τον Κούνδουρο, όμως και ο δημιουργός παραμένει στις δικές του.
Γιάννης Σολδάτος ΟΔΥΣΣΕΙΕΣ ΣΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο Δράκος (1956) του Νίκου Κούνδουρου: Δεν είναι κρίμα εμείς οι Έλληνες να σφαζόμαστε μεταξύ μας; του Γιάννη Σολδάτου [δημιουργικό διαδίκτυο]”