Γειά σου, Ασημάκη
Εξωτερικά, η θωριά του ανθρώπου ήταν πάντα περιποιημένη και άθιχτη. Το ψαρό μαλλί, φροντισμένο και σταθερό, ζητούσε κάθε τόσο ένα ελαφρά πέρασμα του δεξιού χεριού. Χωρίς γένια -ξυριζόταν καθημερινά-, με μακό φανελάκι, καθαρό πουκάμισο, μπλουτζίν και τους κρύους μήνες, πλεχτό και σακάκι.

Αν τον έκρινες «ρουχομορφικά» έβλεπες έναν άνθρωπο που έχει μια σωστή αναλογία με τα ρούχα του. Μην ξέροντας τη στενή σχέση του με το σπίτι, τον ρωτούσα πόθεν η τόση καθαριότητα και η απόκριση ήταν ένα σταθερό και αυτάρεσκο χαμόγελο. Πάνω του δεν είχε καμιά από τις κινήσεις του παρορμητικού του σουρουκλεμέ ή της φύσης που τάχα, δεν βολεύεται με τον εαυτό της. Καθόταν λίγο σκυφτός στο τραπέζι, έπαιζε το γόνατο πάνω-κάτω. και το δεξί χέρι πήγαινε διαρκώς στον αντίστοιχο μηρό. Ίσως τα πόδια του περίσσευαν λίγο Δεν ξέρω αν έδινε την εντύπωση πως υπήρχε ειδικός λόγος, πάντως η κινησιολογία του είχε κάτι το μελετημένο, λες και όλα είχαν σταθμιστεί άπαξ διά παντός.
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ 2017
ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Από 1/4/2017 έως 7/5/2017 Αλέκα-Τέχνη Πόλης
Αdobe Premiere – Σεμινάριο Μοντάζ:
Επεξεργασία Κινούμενης Εικόνας σε νέα τιμή έκπληξη
Βάδιζε με βήματα λίγο πιο μεγάλα απ’ το συνηθισμένο και έστρεφε τη μύτη του παπουτσιού ελαφρά προς τα έξω, αν και μικρός είχε παίξει ποδόσφαιρο. Στους ώμους παρουσίαζε ένα ανάλαφρο κύρτωμα, όπως όταν πιάνουν τα πρώτα κρύα και βρεθείς νύχτα μόνο με το πουκάμισο, αν και νομίζω ότι όλο ξεκινούσαν από τη μέση. Το πανωκόρμι του είχε μιαν ανεπαίσθητη κλίση προς τα μπρος, όπως όταν φτύνουμε με σφιγμένα χείλη και σημαδεύουμε προσεχτικά το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Στομάχι ούτε κατά διάνοια, χνώτο καθαρό και βλέμμα που κοίταζε λίγο κατάματα κι ύστερα χανόταν «εκτός πεδίου», σάμπως να παρακολουθεί τους θαμώνες ενός φανταστικού μπαρ. Όταν γελούσε, έδειχνε ούλα και δόντια πέρα πέρα, όπως οι αμερικανοί ηθοποιοί, αλλά οι οδοντοστοιχίες του δεν είχαν τίποτα το αμερικάνικο. Λίγο προτού πεθάνει, μετά από ένα αποκαλυπτικό χαμόγελο, τον ρώτησα αν έφτιαξε τα δόντια του- και με συστολή απάντησε ότι βρήκε καιρό και γι’ αυτό. Να ζεις με πολλά χαλασμένα δόντια -από τις χημειοθεραπείες, όπως έμαθα- και να πεθαίνεις με το στόμα λαμπίκο, είναι φλέγμα αμιγώς βακαλοπουλικό.
Φυσιογνωμικά, ήταν το αντίθετο του στρογγυλοπρόσωπου και του baby face. Η μορφή του άρχιζε με ένα μάλλον στενό μέτωπο και ολοκληρωνόταν μετά από ώρα σε ένα ισχυρό πιγούνι. Είχε κάτι το σκελετωμένο αυτό το πρόσωπο; Πιθανώς άφηνε την εντύπωση ότι είχε δεχθεί μια ύπουλη επίθεση από τα μέσα, που σταμάτησε —ευτυχώς- προτού κάνει εμφανείς καταστροφές. Για να θυμίσουμε κριτήρια του 19ου αιώνα που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, εφόσον η έμφαση συγκεντρωνόταν γύρω από το στόμα και όχι στα μάτια, θα πρέπει να ανήκε στην κατηγορία των ατόμων που ανακάλυψαν τον νου τους λόγω χαρακτήρα, αντί να σπαταλήσουν το μυαλό τους για να φέρουν σε λογαριασμό έναν ανοικονόμητο ψυχισμό. Χωρίς σπλήνα τα τελευταία χρόνια και με ένα χρώμα που θύμιζε καμιά φορά μεσογειακή αναιμία, ήταν ένας άνδρας γοητευτικός, που δεν κοκκίνιζε ποτέ. Γενικά, οι συγκινήσεις του, κι αν προδίδονταν, έψαχναν τον προδότη τους στον τόνο της φωνής ή στις αμήχανες χειρονομίες. […]
Ήταν χαρακτήρας δηλωτικός, με ισχυρό κέντρο και εξπρεσιονιστικά κίνητρα, όχι ψυχισμός άμορφος, που μετά από κάθε συνάντηση κουβαλάει στην πλάτη του, όπως πολλοί από μας, την ξένη σφραγίδα. Μιλούσε με κάποια χαρτοπαικτική υστεροβουλία: στο τέλος, το καλό χαρτί ήταν συνήθως στα δικά του χέρια- και το γέλιο, στα χείλη του…
Κωστής Παπαγιώργης
Απόσπασμα από το βιβλίο Γεια σου. Ασημάκη.
εκδ. Καστανιώτη. Αθήνα 1993
Σχολιάστε