ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΕ ΕΙΚΟΝΕΣ
μια συνέντευξη του Σεργκέι Παρατζάνοφ
του
Ron Holloway*
Αυτή η συνέντευξη ήταν η βάση για το κινηματογραφικό πορτρέτο του Paradjanov, “A Requiem” (1994). Έγινε την πρώτη Ιουλίου 1988, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, το πρωί της ημέρας που προβλήθηκε σε παγκόσμια πρώτη η ταινία του “Achik Kerib ”, στο Φεστιβάλ του Μονάχου. Ο Paradjanov είχε συνειδητοποιήσει τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε ο οπερατέρ. Κατά συνέπεια, συντόμευε ή επιμήκυνε τον χρόνο των απαντήσεών του για να κρατήσει τη σκηνική ροή, μιλούσε στην πραγματικότητα στην κάμερα.
Ο αναγνώστης πρέπει να ξέρει ότι ο Paradjanov μιλά συχνά με οπτικούς όρους και κάποιες λέξεις όπως “αρτιστίσμους”, “καρδιόγραμμα”, “βιβλικό” έχουν, λοιπόν, ένα ιδιαίτερο νόημα για αυτόν. Επίσης οι αναφορές του στην “αβάνγκαρντ”, στον “σοσιαλιστικό ρεαλισμό”, στον “νέο σοσιαλιστικό ρεαλισμό ” αντιτίθενται με τους προσδιορισμούς των λεξικών, σοβιετικών ή δυτικών. Κατά την άποψή μας, οι θέσεις του είναι μία πιο ακριβή και πιστή αντανάκλαση αυτής της εποχής.
Για να τελειώσουμε, αυτή η συνέντευξη είχε σχεδιασθεί στην αρχή σαν το πρώτο ήμισυ ενός ντοκιμαντέρ 90 λεπτών. Το δεύτερο μέρος θα έπρεπε να αναφέρεται στα γυρίσματα της ταινίας του “Confession ”, στο σπίτι του στο Τμπίλισι, ένα σχέδιο που θα λάμβανε χώρα μέχρι τον Ιούνιο του 1989, αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Θεωρούμε αυτή τη συνέντευξη σαν ένα συμπληρωματικό υλικό του ντοκιμαντέρ μας, 5 7 λεπτών, “Paradjanov ”, το οποίο μαζί με το “A Requiem ” είχαν παρουσιαστεί στα Φεστιβάλ του Λος Αντζελες και της Βενετίας’.
Πως γίνατε σκηνοθέτης;
Πιστεύω ότι κάποιος πρέπει να γεννηθεί σκηνοθέτης. Είναι όπως η περιπέτεια ενός παιδιού. Παίρνετε το αρχικό υλικό από άλλα παιδιά και γινόσαστε σκηνοθέτης, δημιουργώντας ένα μυστήριο.
Δίνετε μορφή σε πράγματα και δημιουργείται. Μπερδεύετε τους άλλους με το “αρτιστισμούς” σας, φοβίζοντας την μητέρας σας και την γιαγιά σας στη μέση της νύχτας. Είσαστε σαν τη θεία του Τσάρλι ή σαν τους ήρωες του Hans Christian Andersen. Κατόπιν ψάχνετε πούπουλα σε ένα δέμα, μεταμορφώνεστε σε κόκορα ή σε πουλί της φωτιάς. Αυτή η διαδικασία πάντα με απασχολούσε και είναι αυτό που ονομάζεται σκηνοθεσία. Ένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, ούτε ακόμα σε μία κινηματογραφική σχολή όπως η VGIK2, αυτό δεν μπορεί να μαθευτεί. Θα πρέπει να έχετε αυτό το χάρισμα στην κοιλιά της μητέρας σας, να γεννηθείτε με αυτό. Η μητέρα σας πρέπει να είναι ηθοποιός, για να είστε ο κληρονόμος της. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν χαρισματικοί καλλιτεχνικά.
ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΝΕΡΑΪΔΕΣ
Ποιο ήταν το θέμα της διπλωματικής σας ταινίας στη VGIK;
Ο τίτλος της ήταν “Un Conte de Fees Moldaves” (Ένας Μύθος για τις Μολδαβές Νεράιδες), 1951, μια ταινία μικρού μήκους για τα παιδιά. Αφού την είδε, ο Alexandre Dovjenko είπε: “Ας την ξαναδούμε”· ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της VGIK που η εξεταστική επιτροπή αποφάσισε να δει μια διπλωματική ταινία για δεύτερη φορά. Ο Rostoslav Yourenev, σήμερα ξακουστός κριτικός κινηματογράφου και τηλεόρασης, είχε πει: “Ο Paradjanov μιμήθηκε τον Dovjenko. Η ταινία του είναι μνημειώδης και επική. Είδε την «Zvenigora»”.
Ο Dovjenko πετάχτηκε πάνω: “Κάτσε κάτω, μεγάλε βλάκα, και άκουσε με. Δεν έχει δει την «Zvenigora»”. Κατόπιν πρόσθεσε: “Που είσαι νεαρέ;”. Σηκώθηκα και με ρώτησε: “Πες μου την αλήθεια, έχεις δει την «Zvenigora»;”. Απάντησα αρνητικά. “Βλέπετε, αυτά είναι μπούρδες!”, συμπέρανε ο Dovjenko. Ο Yourenev δεν ήταν γνωστός εκείνη την εποχή: ήταν ένας νεαρός λεπτός και αρκετά ασθενικός που έτρεχε από τον ένα σκηνοθέτη στον άλλο. Είναι πιθανόν ότι η διπλωματική μου ταινία ήταν κοντά σε αυτό που θα εξέφραζα σαν σκηνοθέτης.
Αυτή η ταινία μικρού μήκους έχει χαθεί;
Όχι, βρίσκεται στο σπίτι μου.
Τότε γιατί δεν προβλήθηκε στο αφιέρωμα; Απλά την ξέχασα. Μόνο η “Andriech”, μια βερσιόν πιο μεγάλη, προβλήθηκε εδώ· αλλά, δυστυχώς, σε ένα κοινό ενηλίκων και όχι παιδιών.
Πως ήταν τα μαθήματα που παρέδιδαν οι Alexandre Dovjenko και Igor Savtchenko;
Οι Dovjenko και Savtchenko ήταν εχθροί· πολεμούσαν ο ένας τον άλλο χωρίς σταματημό και δεν συμφωνούσαν. Και οι δύο ήταν ταλαντούχοι και ξεχωριστοί. Ο δεύτερος δούλευε στο στιλ του Πολωνού ζωγράφου Jan Matejko, πειραματιζόταν ξεκινώντας από τις φόρμες της Αναγέννησης. Ο πρώτος αναπολούσε ένα μήλο, ένα γέρο, ένα κύκνο που πετά· η τέχνη του ήταν επηρεασμένη από την επική παιδική του ηλικία. Η συνάντηση αυτού του εστέτ και αυτού των αρχαϊκών προφητών προκαλούσε συγκρούσεις στο εργαστήριο του Dovjenko3.
Ο Savtchenko πέθανε νέος, μόλις 43 ετών. Εννοείται ότι στο φέρετρό του φαινόταν σαν γέρος. Ήμαστε σήμερα είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι από αυτόν. Οι φοιτητές του είναι πιο μεγάλοι από ότι ήταν ο δάσκαλός τους. Ο Vladimir Naoumov είναι τώρα 60 χρονών και εγώ 64. Η απώλεια του Savtchenko πλήγωσε πολύ τον Dvojenko, μέχρι τα βάθη της καρδιάς του. Ασχολούταν με τις εξετάσεις μας, υπέγραφε τα διπλώματά μας: ήταν ένας άνθρωπος πολύ γενναίος. Ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με την δουλειά των Alexandre Alov και Naoumov, όπως και με αυτή του Felix Mironer, που έχει σήμερα πεθάνει.
Φαίνεται ότι η VGIK ξέβραζε ταλέντα εκείνη την εποχή.
Υπήρχαν πολλές προσωπικότητες ενδιαφέροντες μεταξύ μας -μεταξύ των οποίων και ο Dovjenko, βεβαίως. Κλαίω τους θανόντες, τους συντρόφους των σπουδών μου· τέσσερις από αυτούς δεν είναι πλέον στη ζωή. Πρόσφατα συγκεντρωθήκαμε, τοποθετήσαμε στο τραπέζι τέσσερα άδεια πιάτα και ανάψαμε τέσσερα κεριά, κατόπιν σκεφτήκαμε τους φίλους μας που μας εγκατέλειψαν: ο Alov που πέρασε τη ζωή του κινηματογραφώντας με τον Naoumov· ο Mironer που γύρισε με την Marlen Khoutsiev την ταινία “Le Printemps dans la Rue Zaretchna’ia” (Η Άνοιξη στην Οδό Ζαρετσνάια), 1956· οι Grisha (Grigori) Aronov και Seva (Vsevolod) Voronin. Τέσσερις φίλοι μας εγκατέλειψαν, ποιος θα ήταν ο επόμενος; Επιλεχτήκαμε από τον Savtchenko, ένα χαρισματικό άνθρωπο. Μας αγαπούσε, μας έκανε είδωλα και μας επηρέασε. Περίμενε την ημέρα που θα κάναμε θαύματα. Ήταν ευτυχισμένος όταν οι Khoutsiev και Mironer υπέγραψαν συμβόλαιο με την GLKVK4 για το πρώτο τους σενάριο, “Le Printemps dans la Rue Zaretchna’ia”. Δεν ήταν μόνο φοιτητές αλλά κινηματογραφιστές που είχαν χρήματα. Ο Alov και ο Naoumov γύρισαν μαζί τις ταινίες “Jeunesse Inquiete” (Ανήσυχη Νεολαία), 1954, “Pavel Kortchaguine” (1956) και “Le Vent” (Ο Άνεμος), 1959. Ήταν οι πιονιέροι της αβάν γκαρντ.
Τι σημαίνει σκηνοθεσία για εσάς; Η πραγματική ζωή; Ή τι είναι το όνειρο, το μυστήριο;
Η σκηνοθεσία είναι ουσιαστικά να μετατρέπουμε την αλήθεια σε εικόνες: η μελαγχολία, η ελπίδα, η αγάπη, η ομορφιά. Μερικές φορές διηγούμαι σε άλλους τις ιστορίες που βρίσκονται στα σενάριά μου και τους ρωτάω: “Τις εφηύρα ή είναι αληθινές;”. Όλοι λένε ότι είναι φτιαχτές. Και απαντάω: ‘Όχι, είναι απλώς η αλήθεια έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι”.
Οι πρώτες σας ταινίες γυρίστηκαν με μια ρεαλιστική διάθεση, αλλά, μετά από χρόνια, αλλάξατε το στιλ σας.
Η δουλειά μου δεν ικανοποιούσε αυτή την εποχή. Ο χρόνος ήταν ρεαλιστικός: η γενιά, το πίσω πλάνο, ο καμβάς στον οποίο ζωγράφιζα. Εργαζόμουν και υπέφερα κάτω από τρεις δεσπότες: ήταν στο Κρεμλίνο. Σήμερα, η περεστρόικα θέλει να γίνει το καρδιόγραμμα του παρόντος. Κάποια μέρα ίσως, ένα βιβλίο θα βγει και θα αναφέρεται σε αυτές τις χρονιές σαν ένα καρδιόγραμμα. Σχεδιάζοντας τις πορείες του καθεστώτος, ο Στάλιν έριξε τις τιμές των καλτσών. Και οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι: τις πλήρωναν δύο καπίκια λιγότερο. Κάθε έξι μήνες έριχνε τις τιμές των καλτσών και των ολόσωμων μαγιό, αλλά αυτές του ψωμιού δεν άλλαζαν. Οι σοβιετικές ταινίες αυτής της εποχής -καν όχι μόνο ον δικές μου- είναι σαν ένα καρδιόγραμμα του τρόμου και του φόβου. Του φόβου να χάσετε τη ταινία σας, να πεινάτε. Φοβόσαστε για την δουλειά σας.
Είσαστε ένας σκηνοθέτης ταινιών ή ένας καλλιτέχνης γραφίστας;
Είμαι ένας καλλιτέχνης γραφίστας και ένας σκηνοθέτης που αναζητεί να δώσει μορφή σε εικόνες. Ο Savtchenko, ο μέντοράς μας, μας ενεθάρρυνε να σχεδιάζουμε τις σκέψεις μας, να τους δίνουμε μια “πλαστική” φόρμα. Στο σχολείο, μας πήγαιναν σε ένα θεατρικό έργο και μας έλεγαν: “Σχεδιάστε αυτό που θέλετε”.
Φαινόσαστε ευτυχισμένος από την αποδοχή που το κοινό επιφύλαξε στο γραφιστικό έργο σας, στο Μόναχο;
Μου άρεσε που έδειξαν την δουλειά μου σε μια έκθεση. Έφερα μαζί μου μια εικοσάδα έργα: δεν είναι πολλά, αλλά αρκετά για να σχηματιστεί μια άποψη. Μεταξύ αυτών, υπάρχει ένα μπουκέτο με λουλούδια, ένα κολάζ που αφιερώνεται στις μανάδες του Μονάχου που έχασαν τους γιους τους στον πόλεμο. Είναι ένα μπουκέτο λουλουδιών τοποθετημένο σε ένα καθρέπτη -μια αναπαράσταση όχι τόσο συνηθισμένη. Για τις μάνες που, όπως οι ρωσίδες μάνες, είχαν πάρα πολύ υποφέρει 6 κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Έφερα μαζί μου έργα πραγματικά αξιομνημόνευτα. Είχα προσκαλεστεί στην ορθόδοξη ελληνική εκκλησία, εδώ στο Μόναχο. Πήγα στο γραφείο και μίλησα με τον παπά, στην αίθουσα υποδοχής είχαν κρεμάσει κάποια έργα των παιδιών. Παρουσίαζαν το βασιλικό ζεύγος: το πρίγκιπα Βλαδίμηρο και την πριγκίπισσα Όλγα. Όλα διαπραγματεύονταν αυτό το θέμα: σχέδια πολύ καλά, πρωτόλεια. Καταστρατηγούσαν τους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ακόμη ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος αναπαριστάνονταν όπως ήταν: ασθενικός, με κοντά πόδια. Είναι οι καλύτερες αναμνήσεις μου από την Γερμανία, αυτά τα σχέδια…
Χρησιμοποιήσατε πιο πριν τον όρο “αρτιστίσμους”, τι εννοείτε με αυτόν;
Δεν μπορώ να ξεφύγω. Πρέπει να εξιδανικεύσω τον Λένιν σα σκηνοθέτη, θαυμάζω το “αρτιστίσμους” του: οι καλλιτεχνικές του παρορμήσεις, το ταλέντο του ρήτορα. Ο εγκέφαλός του ήταν υπέροχος, γιγαντιαίος, όπως αυτός ενός προφήτη. Ο κόσμος δεν ήταν τόσο μεγάλος για αυτόν.
Κάποια μέρα, το αρτιστίσμους του τον καθοδήγησε να εμφανισθεί σε ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο σαν να ήταν μια θεατρική σκηνή. Ήταν εκεί, μονολιθικός. Οι πολιτικοί, οι φίλοι… Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει ταλέντο. Δεν μου αρέσουν οι κοιμισμένοι άνθρωποι. Ο Μπρέζνιεφ έκανε προσπάθειες να μου αρέσει, προσπαθούσε να με απελευθερώσει, αλλά κοιμόταν. Θέλουμε χαρισματικούς ρήτορες. Αγαπάμε τους πολιτικούς που μιλούν χωρίς να διαβάζουν σημειώσεις και που οι σύζυγοί τους είναι όρθιες δίπλα τους. Αλλά σε κάποιους δεν τους αρέσει όταν μια γυναίκα, χαρισματική και έξυπνη, βρίσκεται δίπλα σε έναν πολιτικό. Οι διευθύνοντες δεν ήταν συνηθισμένοι σε αυτό· χάλαγαν τις παρέες τους. Αυτοί ήταν παθολογικά τέρατα. Ξέρω γιατί μιλάω! Κοιτάξτε πόσο η γυναίκα του υπουργού Εξωτερικών, Έντουαρντ Σεβαρνάντζε, είναι γοητευτική και μαγευτική, ακόμα και αν είναι παρούσα χωρίς να πει μια λέξη. Κατάγεται από τον Καύκασο. Αυτή η γυναίκα ξέρει να φορέσει ένα καπέλο. Σαν σκηνοθέτης δίνω μεγάλη προσοχή σε λεπτομέρειες σαν αυτές. Ένα καπέλο είναι ένα σημάδι καλλιτεχνικής τάσης, ένα αρτιστίσμους. Εκτός των άλλων, είναι ένα σημείο της έννοιας της ετικέτας.
Τι σημαίνει για σας η έννοια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού;
Δεν μπορούμε πραγματικά να τον προσδιορίσουμε. Δεν είναι μια εγκυκλοπαιδική έννοια, δεν υπάρχει παρά στα βιβλία μας. Πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ετικέτα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού για ταινίες όπως “Chapaiev” (1934) των Vassiliev, “La Jeunesse de Maxime” ή “Le Quartier de Vyborg” (1939) του Kozintsev και του Trauberg, για το “L’Arc-en- Ciel” (1944), του Mark Donsko’i. Και τα ντοκιμαντέρ μας που αναστατώνουν; Είναι αυτός ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός; Ήταν η κινηματογραφική μας αναγέννηση αναγκαία για να κλονίσουμε τον κόσμο! Αλλά ο πολιτισμός των προσωπικοτήτων εκεί τέλειωσε. Έπρεπε να εκθειάζουμε υπερβολικά το καθεστώς των κακοποιών-δεσποτών. Ταλαντούχοι σκηνοθέτες πούλαγαν την ψυχή τους για να γυρίσουν ταινίες όπως “Le Serment” (1940) ή “La Chute de Berlin” (1949), του Tchiaoureli, έργα υποβαλλόμενα από τους καλλιτέχνες της αυλής. Ήρθε ο καιρός να τους καταδικάσουμε τελειωτικά.
Γιατί ο Mikhail Tchiaoureli, που ήταν αναγνωρισμένος σαν ένας εξαιρετικός γεωργιανός κινηματογραφιστής, έγινε ο βάρδος του Στάλιν στην οθόνη;
Κάποιοι καλλιτέχνες μπορούσαν να πουληθούν, όπως ο Tchiaoureli ή ο Vladimir Petrov. Αλλοι είχαν επίσημες θέσεις. Ήταν οι “εγκέφαλοι” που στελέχωναν τα γραφεία, όπως ο Mikhail Bleiman και ο Grigori Zheldovich. Αν και ταλαντούχοι, είχαν μερίδιο ευθύνης στο ναυάγιο του κινηματογράφου μας και, μαζί με αυτόν, των μεγάλων σκηνοθετών μας. Έτσι ο μεγάλος Eisenstein πέθανε μη αξιοποιώντας καθόλου το μεγάλο δυναμικό του. Ο μεγάλος Mikhail Romm πέθανε φοβισμένος και κατεστραμμένος. Επίσης ο Donsko’i, ο ιδρυτής του σοβιετικού νεορεαλισμού, που έκανε τα “L’Arc-en-Ciel” και “Les Indomptes”, δεν μπόρεσε να αναπτύξει το δυναμικό του. Ήταν μια τρομερή τραγωδία.
Ο σοβιετικός ρεαλισμός είναι μια πολύ γνωστή έκφραση, αλλά ο σοβιετικός νεορεαλισμός;
Δεν υπάρχουν βιβλία, περιοδικά ή συμπόσια που να αναφέρονται σε αυτή την εποχή. Όλοι σιωπούν. Και μπορεί η επόμενη γενιά να τα έχει ξε- χάσει όλα. Ή κάποιος ενθουσιώδης θα γράψει μια εργασία πάνω σε αυτή την εποχή συμβουλευόμε- νος τα αρχεία. Εάν θα έπρεπε να ανοίξω τα δικά μου, θα ανακαλύπταμε τρεις καταδίκες που μου στέρησαν την ελευθερία μου, ακόμη και μια καταδίκη του δικαστηρίου που εκτιμά ότι ήμουν ένας σουρεαλιστής που θεωρεί τη κοινωνική δομή σαν μια χίμαιρα. Σαν να ήμουν μια χίμαιρα ξεπεσμένη σε μια άκρη της Παναγίας των Παρισίων με ένα τεράστιο ρύγχος και συμπαγή ξυλοπέδιλα που κυριεύει το Παρίσι με το βλέμμα του! Ήμουν μια χίμαιρα που ξύπνησε και περίμενε τον ερχομό μιας νέας μέρας.
Πόσες ταινίες γυρίσατε στην Ουκρανία;
Οκτώ. Η ενάτη ήταν “Les Chevaux de Feu/Les Ombres des Ancetres Oublids” (1964). Βρήκα, λοιπόν, το θέμα μου, το κέντρο του ενδιαφέροντος μου, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Επικεντρώθηκα στην εθνογραφία, στο Θεό, στην αγάπη και την τραγωδία. Αυτό είναι για μένα ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία. Α- φότου γύρισα αυτή την ταινία, η τραγωδία με εντυπώσιασε.
Τι έγινε στο Υπουργείο Κινηματογράφου όταν είδαν το “Les Chevaux de Feu”;
Όταν οι διευθύνοντες είδαν την ταινία κατάλαβαν ότι έσπαγε τους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και την κοινωνική υπόσταση που κυριαρχούσε στον κινηματογράφο αυτή την εποχή. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε: δύο μέρες αργότερα ο Mikhail Kotsioubinski γιόρταζε τα γενέθλιά του· έκλεινε τα εκατό χρόνια. Είχαν λοιπόν δηλώσει: “Σύμφωνοι, ας αφήσουμε να προβληθεί η ταινία του”. Η ταινία βγήκε στη διανομή· θα μπορούσαν κατόπιν να το απαγορέψουν και να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την ιστορία. Αλλά όταν η ιντελιτζέντσια το είδε, “ανακατεύτηκε”. Η “Les Chevaux de Feu” προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το υπουργείο μου ζήτησε να γυρίσω μια βερσιόν στα ρώσικα. Η ταινία, πράγματι, ήταν γυρισμένη στα ουκρανικά, αλλά επίσης στη διάλεκτο γκουτσούλ. Αρνήθηκα κατηγορηματικά το ντουμπλάζ.
Εγκαταλείψατε, λοιπόν, την Ουκρανία για να γυρίσετε το “Sayat Nova”, στην Αρμενία.
Μου αρέσει πολύ αυτή η ταινία. Είμαι υπερήφανος για αυτή. Κατ αρχήν, είμαι ευτυχισμένος που δεν έφερε το Χρυσό Λιοντάρι ή τον Αργυρό Φοίνικα. Αυτό είναι ένα δεδομένο. Κατόπιν, έπρεπε να την γυρίσω σε καταστάσεις πολύ δύσκολες. Δεν είχα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα, το φιλμ Kodak, ούτε την εμφάνιση του φιλμ στη Μόσχα. Απολύτως τίποτε. Δεν είχα αρκετούς προβολείς, μηχανές που θα δημιουργούσαν άνεμο, καμιά δυνατότητα ειδικών εφέ. Ακόμη, η ποιότητα του φιλμ ήταν απαράδεκτη.
Το αποτέλεσμα ήταν η αναδημιουργία ενός πρωταρχικού ρεαλιστικού χώρου, όπως ένα κανονικό χωριό σε μια συνηθισμένη στέπα. Μικρές γαλοπούλες που έμοιαζαν με μικρές γαλοπούλες… ένα παραμύθι που γεννήθηκε από μια ρεαλιστική κατάσταση. Χρησιμοποίησα διαφορετικά μέσα για να δώσω την εντύπωση του “υπερρεαλισμού”. Αν είχα ανάγκη μια τίγρη, θα έκανα μια από ένα παιχνίδι -και θα ήταν περισσότερο ένα εφέ παρά μια αληθινή τίγρη. Μια χάρτινη τίγρη για να φοβηθεί ο ήρωας θα ήταν πιο ενδιαφέρον.
Συμφωνείτε με το ότι το “Sayat Nova” είναι “μια ταινία του Καυκάσου”;
Για μένα, μου φαίνεται ότι είναι ένα σεντούκι με περσικά διαμάντια. Εξωτερικά τυφλώνει τα μάτια, βλέπετε τις πολύτιμες μινιατούρες. Και, όταν το ανοίγετε, βλέπετε περισσότερα παιχνίδια. Η μητέρα του ήρωά μου έκανε δεκαπέντε φούστες κούρδικες για μας. Ήταν μια Κούρδα που εργαζόταν, καθάριζε δρόμους, κράταγε σπίτια. Αυτές οι φούστες πέρναγαν από το κεφάλι, κατόπιν σκέπαζαν τα μπράτσα. Το εφέ έμοιαζε με κάποιο σε μια ταινία του Παζολίνι. Δεν θέλω να το κρύψω, αντίθετα να το υπογραμμίσω.
To “Sayat Nova” φαίνεται να είναι επηρεασμένο από τον Παζολίνι.
Πολλοί θέλουν να μιμηθούν αυτό που είναι στη μόδα. Αλλά, μόλις αρχίζουν να το κάνουν, καταλαβαίνουν ότι είναι φτωχές και άθλιες υπάρξεις που ξέπεσαν στη ζητιανιά. Αντίθετα, είναι αλήθεια ότι βαδίζουμε στα χνάρια των άλλων. Αν κάποιος μου έλεγε: “Οι ταινίες σας μοιάζουν με αυτές του Παζολίνι”, θα αισθανόμουν πιο μεγάλος, θα ανέπνεα καλύτερα. Επειδή ο Παζολίνι είναι ένας θεός για μένα, ένας θεός της αισθητικής, ένας δάσκαλος του στιλ, κάποιος που εξέφρασε την παθολογία μιας εποχής. Πέρασε στη τέχνη των κουστουμιών και των χειρονομιών. Κοιτάξτε τον “Oedipe Roi”. Είναι ένα εμπνευσμένο έργο: οι ηθοποιοί του, η έννοια του θηλυκού και του αρσενικού.
Αλλες επιρροές στο έργο σας; Ο Φελίνι, ίσως; Υπάρχει κάτι μαγικό που με συνεπαίρνει στις ταινίες του Φελίνι. Το απίστευτο χάρισμά του για το φαντασιακό είναι εκπληκτικό. Αλλά δεν οδηγεί παρά σε μια κατεύθυνση: τον φενακισμό. Υπάρχει σε αυτόν ένα πολύ μεγάλο πάθος να δημιουργεί πρόσωπα πιο σπουδαία από ότι στη ζωή. Δείτε το “Et Vogue le Navire”, μια μεγάλη ταινία πάνω στην τραγωδία μιας εποχής, πάνω σε μια τραγουδίστρια (Εντμα Τέτουα), πάνω στον πόλεμο… Όλα γίνονται στη γέφυρα ενός πλοίου… Αυτό το πέταγμα της στάχτης μια διάσημης τραγουδίστριας της Σκάλας, τι ωραία ιδέα! Πως μπορούμε να πούμε ότι ο Φελίνι αυτοκαταστρέφεται; Αντίθετα, είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του. Και κοιτάξτε τον “Casanova”.
Είστε υπερήφανος για τον εθνογραφικό χαρακτήρα των ταινιών σας μετά τα “Chevaux de Feu”, αλλά κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι τα επόμενα έργα σας -το αρμένικο ντοκιμαντέρ “Okop Ovnatanian”, το “Sayat Nova” και το σχέδιο για την ουκρανική ταινία μεγάλου μήκους “Les Fresques de Kiev”- είχαν επίσης ένα εθνικό άρωμα. Και εσείς είσαστε σε αντιπαράθεση με τις αρχές.
Η φύση μας απελευθερώνει και μας ξαναπαίρνει στην αγκαλιά της. Πρέπει να σεβόμαστε τη φύση: την αλήθεια της, το ιδανικό της, τον μητρικό και τροφικό της χαρακτήρα. Η φύση δημιουργεί συγχρόνως τον πατριωτισμό και τον φανατισμό για να αμυνθεί των αρχών της κυβέρνησης, να αγαπήσει τη χώρα της με στοργή. Ήμουν ένας Αρμένιος στην Ουκρανία. Πήρα είκοσι τρία χρυσά μετάλλια για το “Chevaux de Feu”, το πρώτο στη Μαρ ντελ Πλάτα, το τελευταίο στο Σαντίξ. Ήμουν γνωστός και εκτιμη μένος στην Ουκρανία. Οι Ουκρανοί με αγαπούσαν.
Η γυναίκα μου ήταν Ουκρανή, ο γιος μου επίσης. Αλλά σε κάποιους, δεν τους άρεσε αυτό. Με συνέλαβαν και με φυλάκισαν για πέντε χρόνια. Μια περίοδο πολύ δύσκολη.
Τι συνέβη στη φυλακή; Πως καταφέρατε να επιβιώσετε;
Η απομόνωση στις σοβιετικές φυλακές ήταν πολύ δύσκολα υποφερτή. Θα μπορούσα να είχα καταστραφεί και να χάσω το επάγγελμά μου. Θα μπορούσα να είχα γίνει εγκληματίας σε αυτό το χώρο. Υπήρχαν φυλακισμένοι με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, άνθρωποι πολύ επικίνδυνοι. Αλλά η τέχνη μου με έσωσε. Ἄρχισα να σχεδιάζω. Μετά από τέσσερα χρόνια και έντεκα μέρες με ελευθέρωσαν. Χάρις στον Luis Aragon και την Elsa Triolet, στον καλό μου φίλο Herbert Marshall, στον John Updike, βρήκα την ελευθερία μου. Μου χάρισαν τους έντεκα μήνες και τις δεκαοχτώ μέρες που μου έμεναν να κάνω. Αλλωστε, οι φυλακισμένοι με αγαπούσαν και είχα την αποστολή να ακούω τις εξομολογήσεις τους. Οι τραγωδίες και τα εγκλήματα που διέπραξαν αντηχούσαν στο αυτί μου, ήταν σαν ένα σενάριο ή μια γοητευτική διήγηση. Ήταν πολλά τα δώρα που μου πρόσφε- ραν, κάποιες αφηγήσεις και έξι σενάρια -και τέσσερα από αυτά θα γίνουν ταινίες στο προσεχές μέλλον. Τα υπόλοιπα θα είναι το μυστικό μου. Θα δημοσιευθούν ίσως κάποια μέρα, κάποια θα καταλήξουν στην οθόνη ή θα μείνουν για πάντα φυλαγμένα στη καρδιά μου. Η παραμονή μου στη φυλακή ήταν κουραστική, αλλά την εγκατέλειψα πιο πλούσιος, συγγραφέας τεσσάρων σεναρίων. Ένα από αυτά θα γίνει παραγωγή σε λίγο. Ο σκηνοθέτης Youri Ilienko θα γυρίσει το “Le Lac des Cygnes-La Zone” που μιλά για το χώρο των εγκληματιών, την παθολογία του. Σας φυλακίζουν για δέκα μέρες και αρρωσταίνετε παθολογικά, πνευματικά και σεξουαλικά… για να επιζήσετε.
Τι κάνατε τότε;
Άρχισα να σχεδιάζω, στράφηκα προς την γραφι- στική τέχνη. Έφυγα από τη φυλακή με ενδιαφέροντα σχέδια δημιουργημένα σε κατάσταση απομόνωσης. Οι φίλοι μου εκτιμούν ότι μέσα σε τόσα σκουπίδια πέτυχα μια εκπληκτική καθαρότητα στη δουλειά μου και στην πνευματικότητά μου. Όταν ξαναβρέθηκα σε χειρότερες καταστάσεις φυλάκισης, κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή: ή θα εξαφανιζόμουν ή θα γινόμουν καλλιτέχνης. Έτσι έκανα οχτακόσια σχέδια στη φυλακή. Το ουσιαστικό μέρος της δουλειά μου εκτέθηκε στο Ερεβάν. Η έκθεση διήρκεσε τρεις μήνες και στις 15 Μαΐου, τελευταία μέρα της έκθεσης, η ουρά ήταν ένα χιλιόμετρο.
Η τελευταία σας ταινία, “Achik Kerib”, είναι μια ταινία για παιδιά, όπως η πρώτη σας, “Andriech”.
Ναι. Η “Andriech” είναι πολύ κοντά στην “Achik Kerib”, όντας διαφορετική. Αυτό έχει να κάνει με τη γνώση, την εμπειρία και την εποχή. Αυτή την εποχή υπήρχε η αθωότητα και το πάθος της νιότης. Έπρεπε να κάνω την “Andriech” αυτοσχεδιάζοντας.
Πως δημιουργήθηκε η “Achik Kerib”;
Όταν ήμουν επτά χρόνων, ήμουν άρρωστος με στηθάγχη και η μητέρα μου διάβασε το Achik Kerib, ένα παραμύθι του Mikhail Lermontov. Δεν είναι πολύ γνωστό και δεν το μελετούν πλέον στο σχολείο. Μια Τουρκάλα από τον Καύκασο διηγήθηκε αυτό τον μύθο στον Lermontov, που ήταν τόσο μεγάλος ποιητής όσο Πούτσκιν. Ο Lermontov με συγκινούσε πολύ, όταν ήμουν παιδί θυμάμαι να έχω κλάψει επειδή η Μαγκούλ Μιζερί περίμενε τον αγαπημένο της. Έπρεπε να παντρευτεί έναν άλλο άντρα και ήθελε να πεθάνει. Κατέφυγε στο ξίφος και στο δηλητήριο για να μην προδώσει την αγάπη της. Τελικά, ο Ασίκ Κερίμπ επιστρέφει. Αυτό τελειώνει σαν μια αμερικάνικη ταινία, με χάπι εντ.
Ξεκίνησα να ψάχνω τον Ασίκ Κερίμπ, αυτό τον μνημειώδη μουσουλμάνο, που ήθελε να διασχίσει τον κόσμο για να κερδίσει αρκετά χρήματα με σκοπό να αγοράσει την ελευθερία της Μαγκούλ Μιζερί. Βρήκα ένα νέο, ένα Κούρδο, γείτονά μου. Στα εικοσιδύο του χρόνια ήταν ένας αλήτης: είχε χτυπήσει ένα αστυνομικό και επιτέθηκε σε ένα φύλακα ενός κτιρίου επειδή ήθελε να διαφύγει από τη στέγη. Είχε κλέψει αυτοκίνητα, τσακωνόταν χωρίς σταματημό όταν τον γνώρισα. Τον ρώτησα αν δεχόταν να σταματήσει να φέρεται σαν μέλος σπείρας για ένα χρόνο. Μου απάντησε: “Μπορώ να σταματήσω για πάντα. Εξαρτάται από τι μου προσφέρεται”. Οι Κούρδοι δεν είναι μουσουλμάνοι. Ήταν χριστιανός, στην ταινία κάνει τον μουσουλμάνο.
Η μουσική είναι αξιομνημόνευτη στην “Achik Kerib”…
Είναι μουσουλμανική μουσική. Δεν είναι από τον Καύκασο. Είναι το μουσουλμανικό μυράμ, ένα ραψωδιακό τραγούδι. Ο ραψωδός γυρνά τον κόσμο τραγουδώντας ραψωδίες. Ο μουσουλμάνος εισέρχεται στον χριστιανικό κόσμο, στη Γεωργία, στο επεισόδιο του “Κατεστραμμένου μοναστηριού”. Είναι η άποψη του μοναδικού Θεού, δεν υπάρχει παρά ένας μόνο Θεός. Είναι η έννοια του γεωργιανού λαιτμοτίβ: η γεωργιανή χορωδία, τα παιδιά της Γεωργίας τον σώνουν από τα χέρια των ομοθρήσκων του όταν τον χτυπούν οι μουσουλμάνοι για να αποδείξουν ότι “στη γη των εχθρών, είναι εχθρός”. Ουσιαστικά είναι αυτό που εκφράζει η μουσική.
Προσέλαβα ένα Αζεριανό συνθέτη, τον ταλαντούχο Iavanchir Kuliyev. Κατάλαβε αυτό που ήθελα. Η δουλειά του ήταν εξαιρετική. Του έβαλα πολλά εμπόδια για να τα ξεπεράσει και τα κατάφερε τέλεια. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε ευρωπαϊκή μουσική, το “Αβέ Μαρία”, του Schubert, του Gluck, το μοτίβο του Πάθους. Η ρευστότητα της μουσικής της έδινε ένα σύγχρονο ύφος. Θέλαμε το ευρωπαϊκό κοινό να συνδέσει το “Αβέ Μαρία” με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Μου φαίνεται ότι υπήρχε θρησκευτική μουσική.
Ναι, το όργανο. Είναι στο επεισόδιο “Ο Θεός είναι ένας”, στη Γεωργία, όπου παίζουν την μουσική a capella, στην εκκλησία. Το υπόλοιπο είναι το μυράμ. Ως προς το εάν το κοινό θα καταλάβει την ταινία, είναι ένα άλλο θέμα… Παιδιά από ένα ορφανοτροφείο τραγουδούν στην ταινία. Από την επαρχία, από τις στέπες, από το βουνό, έρχονται στο σχολείο μόνο για να μάθουν να τραγουδούν το μυράμ. Μια παιδική χορωδία μπορεί να σηκώσει ένα τεράστιο συναισθηματικό βάρος στην ταινία. Είναι σπάνιες οι ταινίες και πολύ λίγοι είναι οι σκηνοθέτες που δρασκελίζουν τα σύνορα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ο Yilmaz Guney ήταν από αυτούς. Είναι εκπληκτικό που ένας Ανατολίτης μπόρεσε να κάνει ταινίες για την Ευρώπη. Ο πολιτισμός του επεκτείνεται από την Ανατολή έως τη Δύση.
Οι τρεις τελευταίες σας ταινίες -“Sayat Nova”, “La Legende de la Forteresse de Souram” και “Achik Kerib”- σχηματίζουν ίσως μια τριλογία, θεματικά και αισθητικά.
Μαζέψαν αυτές τις ταινίες σε μια τριλογία για να μας δώσουν το βραβείο Λένιν! Και για να έχουν την αποδοχή του κοινού. Είναι αυτό που συνέβη στον Tenguiz Abouladze και στις τρεις ταινίες του: την εξαιρετική “Priere” (1969), “L’Arbre du Desir” (1977) και “Repentir” (1986), που δεν έχουν πραγματικά σχέσεις μεταξύ τους. Τις ομαδοποίησαν για να έχουν ένα λόγο να του δώσουν το βραβείο Λένιν. Το κοινό τους στοιχείο είναι το παρόμοιο στιλ, ο δυνατός εκφραστικός σχεδιασμός.
Δεν έχω ανάγκη αυτής της υπερφίαλης τιμής. Οι ταινίες μου έχουν το ίδιο στιλ, αυτό είναι που τις ενοποιεί. Η ζωή μου το μαρτυρεί. Δεν ήθελα να ιδρύσω μια σχολή ούτε να διδάξω σε καμία. Αυτός που προσπαθεί να με μιμηθεί έχει χάσει. Έχουμε μια ομάδα νέων σκηνοθετών χωρίς ταλέντο, νέους νεόπλουτους που έρχονται στον κινηματογράφο για να γίνουν σκηνοθέτες. Θα ήταν προτιμότερο να αναρωτηθούν πως θα μπορούσαν να γίνουν κινηματογραφιστές για όλη τη ζωή τους.
Εδώ και πολύ καιρό ετοιμάζεται την επόμενη ταινία σας, “Confession”.
Οφείλω στην Αρμενία μια κινηματογραφική εξομολόγηση, κάτι σαν μια προσωπική βίβλο. Αυτό αφορά τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, την απομόνωσή μου στη φυλακή, τα όνειρά μου. Και την τραγωδία ενός νεκροταφείου που καταστράφηκε για να γίνει πολιτιστικό πάρκο προς τιμή του Serguei Kirov. Το νεκροταφείο έπρεπε να εξαφανιστεί για να τιμηθεί ο κομουνιστής Kirov. Ο σοβιετικός πατριώτης φτάνει και τα φαντάσματα κυνηγιόνται. Δεν ξέρουν που θα πάνε καν βρίσκουν καταφύγιο σε μένα, ο ζωντανός κληρονόμος τους. Αλλά δεν μπορώ να τους δεχτώ. Είμαι υποχρεωμένος να ειδοποιήσω την τοπική αστυνομία που θα περάσει τη νύχτα μαζί μου, που δεν έχω ηλεκτρικό και δεν έχω κάποιο ασφαλιστικό πράκτορα. Θέλουν απλώς να μείνουν μαζί μου και πρέπει να πεθάνω μπροστά τους για να αποδείξω ότι τους αγαπώ.
Είναι ένα καθήκον που έχω ως προς τον λαό μου. Είμαι ένας Αρμένιος από την Γεωργία. Γύρισα ταινίες στην Ουκρανία· υπέφερα πίσω από τα κάγκελα στη Γεωργία και στην Ουκρανία. Μερικές φορές, ξυπνάω τη νύχτα και φαντάζομαι ότι μου έχουν επιτεθεί οι ψείρες. Μπορεί να μπείτε καθαρός στη φυλακή, αλλά πολύ γρήγορα, σε δύο ώρες, θα σας κυριέψουν.
Έχετε επίσης ένα σχέδιο για τον Φάουστ.
Ναι· αλλά πιο μπροστά, θα έπρεπε να πάω στην Αμερική για να μεταφέρω το “The Song of Hiawatha”, του Longfellow. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι ακόμα γνωστό στους ανθρώπους της γενιάς μου στη Ρωσία. Αλλά είναι δύσκολο να βρούμε μια μετάφραση γιατί κανένας δεν ενδιαφέρεται να την επανατυπώσει. Θέλω να το γυρίσω στις ΗΠΑ, στα μέρη του Longfellow. Μου φαίνεται φυσικό, οι Ινδιάνοι, τα φτερά, τα άλογα, τα κορίτσια με το μελαχρινό δέρμα, οι όμορφοι ήρωες. Ένας έξυπνος παραγωγός θα ήξερε να βρει τους τρόπους, να κάνει τις καλές επαφές. Η φύση θα ασχοληθεί με τα υπόλοιπα. Η φύση έχει δημιουργήσει ένα ωραίο ντεκόρ και τα κοστούμια των Hiawatha ήδη υπάρχουν. Απλά πρέπει να αποφασίσω τον αριθμό των φτερών για την στολή του αρχηγού. To “The Song of Hiawatha” είναι μια παραλλαγή σε ένα βιβλικό θέμα. Ακόμη και το “Achik Kerib” είναι μια μουσουλμανική παραλλαγή της Βίβλου ως προς την θέση του ήρωα έναντι της φύσης, του χιούμορ, των γυναικών, του κακού, της ομορφιάς.
Και η ταινία σας για τον Φάουστ;
Ο Φάουστ είναι ένα πρόβλημα της Γερμανίας, των κυβερνήσεων της Ανατολής και της Δύσης. Για μένα, οι Γερμανοί είναι ένας μεγάλος λαός. Σε πείσμα του τείχους που τους χωρίζει, έχουν την ίδια ιστορία και ένα κοινό μέλλον. Ελπίζω να φτάσουν σε μια αξιόλογη θέση. Η ταινία δεν πρέπει να έχει μια κατεύθυνση εμπορική, αλλά πρέπει να γίνει για την καλλιτεχνική της αξία. Ο Φάουστ είναι μια σημαντική ιστορία για την ερχόμενη γενιά. Η παρούσα γενιά δεν μπορεί να μορφωθεί. Η τηλεόραση κυβερνά τη ζωή της, μασάνε τσίχλες και φοράνε κάποια ρούχα. Αλλά η επόμενη γενιά θα ξέρει να ξεπεράσει όλα αυτά. Εμείς, οι καλλιτέχνες, οι σκηνοθέτες, οι πολιτικοί θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την εκπαίδευση των μελλοντικών γενιών. Οι αυριανοί Γερμανοί είναι ακόμη σε καλούπι. Αυτοί, οι “μικροί Γερμανοί”, έχουν ανάγκη από τον Φάουστ, αν θέλουν να γίνουν οι “μεγάλοι Γ ερμανοί”.
Σήμερα το βράδυ είναι η παγκόσμια πρώτη του “Achik Kerib”. Γιατί διαλέξατε το Φεστιβάλ του Μονάχου για να παρουσιάσετε την ταινία σας;
Προτιμώ να δείξω τον “Achik Kerib” στο Μόναχο παρά κάπου αλλού. Μου αρέσει πολύ αυτή η ταινία. Κάθε καλλιτέχνης πρέπει να ξέρει πότε θα πεθάνει. Θα ήθελα να πεθάνω μετά από αυτή την ταινία επειδή είμαι πολύ περήφανος για αυτή. Αυτή η ταινία είναι αφιερωμένη στον φίλο μου Andrei Tarkovski. Ζητώ ένα λεπτό σιωπής στη μνήμη του ηθοποιού Andrei Tarkovski.
*Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Positif’, τ. 480, Φεβρουάριος 2001, και έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά από τον Michel Ciment.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-
Την εισαγωγή αυτή την υπογράφουν οι Ron και Dorothea Holloway (σ.τ.μ.).
-
Η εθνική σχολή κινηματογράφου στη Ρωσία (σ.τ.μ.)
-
Για τον Dovjenko στο VGIK βλέπε Otar Iosseliani, “En etudiant aupres de Dovjenko”, περ. Positif, τ. 473-474, σελ. 142.
-
To εθνικό πρακτορείο διανομής στη Σοβιετική Ένωση.
ΒΙΟ-ΦΙΛΜΟΓΡΑ ΦΙΑ
Ο Sarkis Paradjanian (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1924, στη Τιφλίδα, Γεωργία, αρμενικής καταγωγής, και πέθανε το 1990. Πολυτάλαντος καλλιτέχνης (ζωγράφος, μουσικός, σκηνοθέτης) σπούδασε στο Μουσικό Ωδείο του Κιέβου (1942-45), θέλοντας να γίνει τραγουδιστής, κατόπιν κινηματογράφο στο VG1K, με δασκάλους τους Igor Savchenko και Lev Kuleshov. Η πτυχιακή του ταινία ήταν η “Moldavian Fairy Tale”, πάνω στα δημοτικά τραγούδια. Συνεργάστηκε με στούντιο του Κιέβου στην Ουκρανία, γύρισε
ταινίες περίφημες για την λυρική τους έκφραση και την μεγάλη αισθητική τους ομορφιά. Μη δεχόμενος τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, απελευθερώθηκε γυρ- νώντας το “Shadows of Our Forgotten Ancestors” (1964). Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε σειρά από Φεστιβάλ, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στο Μαρ ντε Πλάτα και το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας της Βρετανικής Ακαδημίας. Κατηγορήθηκε από τις Σοβιετικές αρχές για τον “ξεπεσμένο” φορμαλισμό του και τον πολιτικό συμβολισμό του. Μη έχοντας την αποδοχή των αρχών, έκανε τα πράγματα χειρότερα για αυτόν, υποστηρίζοντας πολιτικούς κρατούμενους. Συνελήφθη και κατηγορήθηκε για Ουκρανικό εθνικισμό, εξορίστηκε στα στούντιο του Αμό Μπεκ-Ναζάροφ, στην Αρμενία, όπου τα σενάριά του και οι προτάσεις του πολλές φορές απορρίφθηκαν. Η μόνη εξαίρεση ήταν το “Sayat Nova”, μια ταινία^ια ένα ποιητή-επαναστάτη της Αρμενίας του 18 αιώνα. Κυνηγήθηκε για τις ταινίες του και φυλακίστηκε πολλές φορές, κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία, για το ότι έφερε μολυσματικές ασθένειες όπως και για “τάσεις αυτοκτονίας”. Για πέντε χρόνια εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, απελευθερώθηκε, κατόπιν διεθνής κατακραυγής το 1978. Επέστρεψε στη Τιφλίδα, όπου έμεινε με τους συγγενείς του, επιζόντας πουλώντας παλιά αντικείμενά του. Του απαγορεύτηκε η έξοδος στο εξωτερικό και το 1982 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Ο ερχομός του Γκορμπατσόφ ήταν μια ευκαιρία για τον Παρατζάνοφ να δείξει το σκηνοθετικό του ταλέντο, αλλά μετά από πέντε χρόνια πέθανε από μακρόχρονη ασθένεια καρκίνου, σε ηλικία 66 ετών, πριν να κάνει μια αυτοβιογραφική ταινία, “Confession”. Οι αναμνήσεις του από την φυλακή συνοψίστηκαν στην ταινία “Swan Lake-The Zone” (1990), με διευθυντή φωτογραφίας τον περίφημο φωτογράφο Yuri Illienko. Έγραφε τα σενάριά του μόνος του ή με συνεργάτες του.
“Moldavian Fairy Tale” (1951), διπλωματική, “Andriesh” (1954), συν-σκηνοθεσία με τον Υ. Bzelian, “The First Lad” (1958), «Ukrainian Rhapsody” (1961), “The Stone Flower” (1963), “Dumka/ The Ballad” (1964), “Shadows of Our Forgotten Ancestors” (1965), “Sayat Nova/The Colorof Pomegranates/Red Pomegranate” (1969), επιτρεπόμενη το 1972, “Return to the Life” (1978), μικρού μήκους, “The Legend of the Suram Fortress” (1985), συν- σκηνοθεσία με τον Dodo Abashidze, “Arabesques on Themes from Pirsomani” (1986), ντοκιμαντέρ, “Ashik Kerib” (1988), “Swan Lake-The Zone” (1990) (σ.τ.μ.). □
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 6