Τα 39 σκαλοπάτια (ή 39 βήματα) βασίζονται σ’ ένα κατασκοπευτικό μυθιστόρημα του Τζον Μπάκαν, συγγραφέα ιδιαίτερα αρεστό στον Χίτσκοκ, που θα τον επηρεάσει σε πολλές με- τέπειχα ταινίες του (Νέος και αθώος, Σαμποτέρ, Στη σκιά των 4 γιγάντων, Φρενίτις κ.ά.).
Ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ (Ρόμπερτ Νχόνατ), Καναδός μηχανικός που μόλις έχει έρθει στο Λονδίνο, γνωρίζεται στη διάρκεια μιας παράστασης μιούζικ-χολ με μια περίεργη γυναίκα, την Αναμπέλα (Λούσι Μανχάιμ), η οποία κρύβει ένα μυστήριο, που μάταια προσπαθεί να διαλευκάνει στο διαμέρισμά του, όπου τη φιλοξενεί. Το ίδιο βράδυ η Αναμπέλα δολοφονείται μέσα στο ίδιο του το σπίτι και ο Χάνεϊ φεύγει κυνηγημένος για τη Σκοτία, ψάχνοντας να βρει την κατασκοπευτική οργάνωση που την σκότωσε. Φιλοξενείται από έναν αγρότη, ο οποίος υποψιάζεται ότι είναι εραστής της γυναίκας του και προδίδεται στην αστυνομία από την Πάμελα (Μάντλεν Κάρολ) που γνωρίζει τυχαία. Δραπετεύει, αλλά συλλαμβάνεται από ψευτο-αστυνομικούς που του περνούν τις χειροπέδες μαζί με την Πάμελα. Ο Χάνεϊ τους ξεφεύγει, σέρνοντας μαζί του την ατίθαση γυναίκα και την αναγκάζει να περάσει τη νύχτα μαζί του στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου. Η Πάμελα πείθεται τελικά για την αθωότητά του και τον βοηθά να φθάσει και πάλι στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης, ο Χάνεϊ αποκρυπτογραφεί το κρυφό νόημα της όλης υπόθεσης και ξεσκεπάζει το κατασκοπευτικό δίκτυο.
[η ιστορία κινηματογράφου συναρπαστική, συγκλονιστική όπως ποτέ δεν έχει διδαχτεί!!! ΣΤΑ ΥΠΕΡΜΑΘΗΜΑΤΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΟΛΟ ΤΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ (ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΩΜΩΔΙΕΣ- ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΕ ΑΞΟΝΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ) ΜΑΖΙ . Θέλετε να δείτε ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ-ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΤΟΥ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ προλογισμένες, με ανάλυση και συζήτηση;; ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ. έρχονται τα νέα σεμινάρια του Σχολείου του Σινεμά που θα αφήσουν εποχή!!! ΤΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ΣΕ 4 ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Μείνετε συντονισμένοι!!!]
Τα 39 σκαλοπάτια είναι η πρώτη μεγάλη ταινία του Χίτσκοκ, αυτή που ολοκληρώνει και συστηματοποιεί την προβληματική τού σκηνοθέτη γύρω από τα θέματα του πόθου, της νεύρωσης, το σύμπλεγμα του ευνουχισμού, την ενοχή, το θέατρο (και το θέαμα γενικότερα). Όπως και στο Φόνο ή τον Άνθρωπο που ήξερε πολλά, το θέατρο παίζει εδώ έναν πρωταρχικό ρόλο. Η λειτουργία του, όμως, είναι κάπως διαφορετική από εκείνη στις δύο προηγούμενες ταινίες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την εναρκτήρια σεκάνς, που διαδραματίζεται σ’ ένα μιούζικ χολ. Αυτό που κάνει αμέσως εντύπωση εί-ναι η απόλυτη δυσαρμονία μεταξύ του θεάματος που ο Μίστερ Μέμορι παρουσιάζει και τις απαιτήσεις του κοινού. Αντί για τις «σοβαρές» ερωτήσεις που ζητεί ο κομφερασιέ, όλοι πετούν σεξουαλικά υπονοούμενα και καλαμπούρια, μη δεχόμενοι το εγκεφαλικό και, σε τελική ανάλυση, εξιδανικευμένο χαρακτήρα του θεάματος που προσφέρει ο Μίστερ Μέμορι. Υπάρχει κάπου, λοιπόν, ένα κενό, μια έλλειψη, που έχει να κάνει με το σεξ και το κατονομάσμό του ή την αναπαράστασή του. Έλλειψη που καταλήγει τελικά στην πάλη μέσα στην αίθουσα (σαφές σύμβολο της σεξουαλικής πράξης), καταλύοντας το θέαμα πάνω στη σκηνή. Τότε όμως, κι ενώ όλη η σκηνή είναι κινηματογραφημένη σε γενικά ή μεσαία πλάνα, προβάλλει ξαφνικά το τραυματικό γκρο πλάνο ενός γαντοφορεμένου χεριού που πυροβολεί, επαναφέροντας έτσι και πάλι την τάξη, την αποκατάσταση του αρχικού θεάματος (ας θυμηθούμε και την τελική σκηνή, όπου αμέσως μετά τη δολοφονία του Μέμορι, ο διευθυντής του θεάτρου ζητεί από την ορχήστρα να παίξει για να συνεχιστεί το σόου). Ο χώρος του θεάτρου (το θέαμα γενικότερα) ορίζεται, λοιπόν, ως ένας τόπος στέρησης, ένας τόπος όπου ο απόλυτος αρμοστής είναι ο ευνουχισμός.
Βγαίνοντας από το θεατρικό αυτό χώρο, ο ήρωας της ταινίας θα διεισδύσει σ’ έναν εξίσου πλαστό χώρο μιας περιπέτειας, μιας μυθοπλασίας, που είναι κι αυτή σημαδεμένη από τον καθορισμό του ευνουχισμού. Αν και μπήκε μόνος στο θέατρο, θα βγει μέσα στον πανικό αγκαλιά με μία άγνωστη γυναίκα, την Α- ναμπέλα, που του ζητεί να έρθει σπίτι του (και για την οποία μπορούμε να πούμε ότι είναι κυριολεκτικά ένα γέννημα του «θεάματος». Ο ίδιος ο Χάνεϊ την ρωτά αν είναι ηθοποιός και αυτή απαντά καταφατικά, προσθέτοντας όμως: «Όχι με τον τρόπο που νομίζεις»), Αντί, όμως, να περάσει μία ερωτική βραδιά μαζί του, η άγνωστη γυναίκα θα τον μυήσει μέσα στο δικό της μυθοπλαστικό κόσμο (που ο άλλος δέχεται σαν ένα παιχνίδι), α- ποκαλύπτοντάς του ταυτόχρονα και τη λογική αυτού του παιχνιδιού, το φόβο του ευνουχισμού: αφού του ομολογεί ότι αυτή ήταν που πυροβόλησε, τον προειδοποιεί ότι πρέπει να φοβάται κάποιον με κομμένο δάχτυλο (δηλαδή, τον καθηγητή Τζόρνταν, το διοργανωτή της κατασκοπευτικής συνομωσίας, μορφή που ξεκάθαρα παραπέμπει σε μία πατρική ευνουχιστική φιγούρα). Τέλος, η μοναδική φορά που η Αναμπέλα θα πέσει στην αγκαλιά του Χάνεϊ, θα είναι νεκρή, μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη, επισφραγίζοντας έτσι οριστικά τη βασιλεία του ευνουχισμού.
Εδώ μπαίνει το εξής ερώτημα: Ποιος σκότωσε την Αναμπέλα; Όχι, βέβαια, οι δύο κατάσκοποι, που περιμένουν έξω από το σπίτι του Χάνεϊ. Αυτοί δεν πρέπει να μπήκαν ποτέ μέσα στο σπίτι, αλλιώς θα προσπαθούσαν να σκοτώσουν και τον ίδιο τον ήρωα και δε θα ήταν στημένοι έξω για να τον παρακολουθήσουν. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι η Αναμπέλα σκοτώθηκε με το μαχαίρι του Χάνεϊ. Να, λοιπόν, ένα από τα πολλά σκοτεινά σημεία του έργου, που ωστόσο είναι πλούσιο σε αποκαλύψεις. Αν τα αρχικά κίνητρα του Χάνεϊ να φιλοξενήσει την Αναμπέλα ήταν καθαρά σεξουαλικά, από τη στιγμή που θα πληροφορηθεί το τι συμβαίνει, ο πόθος αυτός θα μετατεθεί και θα γίνει περιέργεια, μια έμμονη ιδέα να φτάσει μέχρι την άκρη του μυστηρίου (με άλλα λόγια, να συμμετάσχει σ’ ένα παιχνίδι, να λύσει ένα αίνιγμα: «Τι είναι τα 39 σκαλοπάτια», που η Αναμπέλα αρνείται να του αποκαλύψει).
Εδώ μπορούμε να δούμε ότι ο Χάνεϊ είναι κυριολεκτικά μία μετωνυμία του θεατή, που δρασκελίζοντας τα όρια ανάμεσα στη σάλα και την οθόνη, προβάλλει τον εαυτό του μέσα σε μία φανταστική μυθοπλασία (εξού και η απόλυτη αναληθοφάνεια της διήγησης, λες και ο Χίτσκοκ θέλει να μας υπενθυμίζει συνεχώς τον πλαστό της χαρακτήρα). Το τίμημα, όμως, αυτού του φανταστικού περάσματος απαιτεί την εξαφάνιση της Αναμπέλας, τη δημιουργία ενός εκλιπόντος σημαίνοντος, στην αναζήτηση του οποίου θα ανατρέξει ο ήρωας. Το κενό που υπάρχει τελικά στη δολοφονία της Αναμπέλας, μαρτυρά το καθαρά φαντασματικό χαρακτήρα αυτής της πράξης. Ο θάνατός της δεν είναι στην ουσία παρά η φαντασματική προβολή της επιθυμίας του Χάνεϊ να εξαφανιστεί, για να πάρει αυτός τη θέση της (να πάρει τα ηνία, δηλαδή της μυθοπλασίας, που μέχρι τότε κρατούσε η Αναμπέλα, μια και αυτή ήταν η Αφηγήτρια).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Αναμπέλα σκοτώνεται με το μαχαίρι του Χάνεϊ (που κρατούσε επιδεικτικά σε μία προηγούμενη σκηνή), ούτε το ότι τον κατηγορούν για το φόνο της: ο ήρωας συμπεριφέρεται εξαρχής σαν να ήταν ο δολοφόνος (δεν ειδοποιεί την αστυνομία, θεωρεί φυσικό ότι τον κατηγορούν, δε δείχνει έκπληξη όταν το πληροφορείται από τις εφημερίδες -μόνο φόβο μπροστά στον αστυνομικό, πράγμα που δηλώνει ότι νιώθει ένοχος- απογοητεύεται όταν οι δύο συνεπιβάτες του στο τρένο, σταματούν να σχολιάζουν την «πράξη του» και αλλάζουν θέμα κ.λπ.).
Από τη στιγμή, όμως, που ο ήρωας θα αποδεχθεί το παιχνίδι και θα γίνει ενεργό μέλος αυτού του «θεάματος», αναγκαστικά θα αποδεχθεί και τους κανόνες του, την ευνουχιστική λογική του: έτσι δε θα μπορέσει να βγει από το σπίτι του και να ξεφύγει από τους δύο κατασκόπους (οι οποίοι, κατά κάποιον τρόπο, είναι οι τοποτηρητές αυτού του παιχνιδιού), παρά μόνο μεταμφιεσμένος, χάνοντας, δηλαδή, την ταυτότητά του (στη συνέχεια θα υποδυθεί τους εξής ρόλους: του άνεργου μηχανικού, ενός πολιτικού, του δολοφόνου, του ερωτευμένου κ.λπ.) και επωμίζοντας την ενοχή ενός εγκλήματος, για το οποίο μόνο ασυνείδητα ευθύνεται.
«Η παράδοση τον θεατή στο θέαμα είναι μια πράξη ευνουχιστική (αποκλείει οποιαδήποτε ουσιαστική δράση εκ μέρους του) και ταυτόχρονα μια πράξη θανάτου (χάνει την ταυτότητά του και ντύνεται μία άλλη, αυτήν του ήρωα με τον οποίο έχει ταυτιστεί)», γράφει ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος σ’ ένα κριτικό σημείωμα της ταινίας 1. Παρατήρηση την οποία πρέπει να δούμε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε όλη την υπόλοιπη πορεία του έργου υπονοούνται συνεχώς σεξουαλικές πράξεις ή σχέσεις, που δε λαμβάνουν χώρα ποτέ, κάνοντας ακόμα πιο συγκεκριμένο το στερητικό και πλαστό χαρακτήρα του παιχνιδιού: ο ήρωας διηγείται μια ψεύτικη ιστορία μοιχείας στο γαλατά, για να τον πείσει ν’ αλλάξουν ρούχα και να ξεφύγει από τους διώκτες του. Στο αγρόκτημα, όμως, που θα φιλοξενηθεί, γίνεται ύποπτος μοιχείας. Κάθε συνάντησή του, τέλος, με την Πάμελα συνοδεύεται από κάποια ερωτική προσποίηση (κάνει πως τη φιλά για να καλυφθεί) ή άλλον σεξουαλικό προσδιορισμό (δένονται με χειροπέδες, τη γδύνει στο ξενοδοχείο, κοιμούνται μαζί στο ίδιο κρεβάτι), που τονίζουν την αδυναμία ολοκλήρωσης της σεξουαλικής πράξης.
Ας δούμε, όμως, από κοντότερα τις σχέσεις του Χάνεϊ με τις τρεις γυναίκες της ταινίας. Αν η Αναμπέλα είναι σαφέστατα το Άλλο που εισβάλλει στη ζωή του Χάνεϊ, μυώντας τον σ’ έναν απαγορευμένο κόσμο (που είναι αυτός της Γνώσης και όχι του σεξ, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος), τα πράγματα κυριολεκτικά αντιστρέφονται στη δεύτερη ενότητα του έργου, όταν ο ήρωας πάει στο σπίτι του αυστηρού αγρότη. Ο Χάνεϊ, παίρνοντας κυριολεκτικά τη θέση της Αναμπέλας, γίνεται ένα αντικείμενο πόθου, αναστατώνοντας την οικογενειακή και αυστηρή ζωή της όμορφης αγρότισσας (που η χειρονομία της να σώσει τον ηρώα, την κάνει έναν άγγελο προστάτη, σε αντίθεση με την Αναμπέλα, για την οποία μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας Άγγελος του Κακού).
Όσο για την Πάμελα, αυτή αποδεικνύεται διπλά τυφλή. Δεν μπορεί να δει ότι: α) ο Χάνεϊ είναι αθώος (σε αντίθεση με τη γυναίκα του αγρότη) και β) άτι είναι τελεσίδικα προδιαγραμμένο να «δεθεί» μαζί του (μάταια θα προσπαθήσει να αποφύγει τρεις φορές τη μοίρα της, προδίδοντας τον ήρωα). Αλλά από τη στιγμή που θα πεισθεί για την αθωότητά του και θα συμμετάσχει ενεργά στο παιχνίδι, θα έχει την ίδια μοίρα με τον Χάνεϊ: κανείς δεν την πιστεύει, το χάσιμο της προσωπικότητάς της είναι οριστικά και η ενοχή ανεξίτηλη.
Το δράμα, τελικά, θα κλείσει σε μία σκηνή θεάτρου, έτσι όπως άρχισε. Εάν, όμως, στην αρχή της τελευταίας πράξης, ο καθηγητής Τζάρνταν, ο αρχηγός των κατασκόπων, κατέχει συμβολικά στο θεωρείο τη θέση του Μετρ, εκπίπτει από αυτήν όταν ο Μίστερ Μέμορι αποκαλύπτει τι σημαίνει ο κωδικός «39 σκαλοπάτια», δίνει δηλαδή στο Χάνεϊ (και στο θεατή) τη λύση του αινίγματος. Ο καθηγητής, κάτω από την κυριαρχία του Λόγου και το βλέμμα του Χάνεϊ (ο οποίος είναι σε πλεονεκτικότερη πια θέση απ’ αυτόν, για τον απλούστατο λόγο ότι «γνωρίζει») κατεβαίνει από το θεωρείο και παίρνει τη σωστή θέση που του αρμόζει: του ηθοποιού της σκηνής (εκεί θα συλληφθεί από τους αστυνομικούς, καθώς θα πέφτει η αυλαία).
Ταυτόχρονα, ο ήρωας παραμένει οριστικά πλέον στη σάλα, από την πλευρά του θεατή. Έτσι, το κλείσιμο του έργου συμπίπτει με τη θεραπεία της νεύρωσής του: ο πόθος του προσανατολίζεται «σωστά» προς την Πάμελα, προς ένα, δηλαδή, κοινωνικά αποδεκτό σχήμα (ο σχηματισμός ενός ζευγαριού είναι το επιμύθιο κάθε χιτσκοκικής μυθολογίας).
Η επαναφορά, όμως, του εκλιπόντος σημαίνοντος στη θέση του δε σημαίνει και το γέμισμα του κενού που χωρίζει το θέαμα με τη σάλα. Η τελική ένωση της Πάμελας με τον Χάνεϊ σημαίνει την εγγύηση για την τέλεση της σεξουαλικής πράξης, αλλά αυτή μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο έξω από την κινηματογραφική αναπαράσταση και μυθολογία. Ας μην το ξεχνάμε ότι το σινεμά του Χίτσκοκ είναι ένας αθεράπευτα πουριτανικός κινηματογράφος.
Τα 39 σκαλοπάτια, η ταινία της βρετανικής περιόδου του Χίτσκοκ που αγαπώ περισσότερο, γνώρισε τεράστια επιτυχία, καθιέρωσε οριστικά το όνομα του δημιουργού της, ενώ είχε και δυο ριμέικ: η εκδοχή του 1958 σε σκηνοθεσία Ραλφ Τόμας, με τον Κένεθ Μουρ, ακολουθεί πιστά το ντεκουπάζ του Χίτσκοκ, ενώ, αντίθετα, η εκδοχή του 1978 σε σκηνοθεσία Ντον Σαρπ, με τον Ράμπερτ Πάουελ, βρίσκεται πιο κοντά στο πρωτότυπο μυθιστόρημα του Τζον Μπάκαν.
ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ