«Σπόρος» του Σεμίχ Καπλάνογλου (2017, Τουρκία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Κατάρ, 127’)
Παλαιός γνώριμος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου, καθώς συμμετέχει σε αυτό σχεδόν από το ξεκίνημα της σκηνοθετικής του καριέρας.
Ο Μπουντί σώθηκε από τον πνιγμό (1932) του Ζαν Ρενουάρ με ελεύθερη είσοδο, ανάλυση και συζήτηση το Σάββατο 3 Μαρτίου 2018
στις 19.00 στο Πολιτιστικό Κέντρο «Ο Καύκασος»
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Μακριά από την πατρίδα», που παρουσιάστηκε στο 42ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2001, διηγείται την ιστορία ενός Τούρκου μετανάστη που επιστρέφει στα πατρογονικά του εδάφη μετά από 50 χρόνια απουσίας, με την επιθυμία να εγκατασταθεί εκεί. Ακολούθησαν οι ταινίες «Αυγό» (2007) που παρουσιάστηκε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, «Γάλα» (2008), η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, και «Μέλι» (2010), η οποία τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου εκείνης της χρονιάς. Οι τρεις αυτές ταινίες, αν και μπορούν να ειδωθούν ξεχωριστά η μία από την άλλη, συνιστούν μια νοηματική τριλογία, την «τριλογία του Γιουσούφ» όπως αποκαλείται, καθώς παρακολουθούν σε αντίστροφη χρονική πορεία τη σχέση μάνας – γιού, από τη στιγμή του θανάτου της μητέρας, και την επιστροφή του ώριμου γιού στον τόπο της παιδικής του ηλικίας για την κηδεία της, μέχρι τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια του γιού.
Όχι άδικα, ο Καπλάνογλου θεωρείται από τους σημαντικότερους Τούρκους κινηματογραφιστές, έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της πατρίδας του, διαθέτοντας σταθερή παρουσία στα μεγάλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, και έχοντας γνωρίσει διεθνή επιτυχία και αναγνώριση. Στη φετινή, 58η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ο Καπλάνογλου συμμετέχει με την τελευταία του ταινία «Σπόρος». Πρόκειται για την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του σκηνοθέτη, μια διεθνή, φιλόδοξη παραγωγή, στην οποία ο Καπλάνογλου αφήνει κατά μέρος τη θεματολογία που εφορμάται από θέματα που είναι μεν πανανθρώπινου ενδιαφέροντας, αλλά τοποθετούνται και αναπτύσσονται σε συγκεκριμένη χρονική και τοπική διάσταση στην πατρίδα του.
Τοποθετημένη σε ένα αόριστο χρόνο στο μέλλον, ο «Σπόρος» αφορά στην εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου, την καταβύθιση στα ενδόμυχα του ψυχισμού του, τη διερεύνηση του νοήματος και των όρων της ύπαρξή του, τη εκ νέου συμφιλίωσή του με τη Φύση της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν τη συμφιλίωση του ανθρώπου με την ίδια του τη φύση, την αναγνώριση των ορίων, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του. Ακόμα περισσότερο, προϋποθέτουν την αναγνώριση του γεγονότος ότι το μάλλον της ανθρωπότητας δεν μπορεί παρά να είναι κοινό για όλους. Ένα μέλλον που δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στον ορθολογισμό και την εργαλειακή λογική της Δύσης, αλλά και στην εσωτερικευμένη πνευματικότητα της Ανατολής. Όχι μόνο στη στείρα «επιστημονική αλήθεια», αλλά και στην αρχαία σοφία και γνώση. Όχι μόνο στη διαχείριση του εξωτερικού κόσμου, αλλά και στον αναστοχασμό προς το εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης, στο υπαρξιακό αιτούμενο
Ως υπόστρωμα για την ανάπτυξη του θέματός του ο Καπλάνογλου χρησιμοποιεί ένα αφηγηματικό άξονα που θα μπορούσε από μόνος του να αποτελέσει το πλαίσιο δημιουργίας μιας πολύ καλής ταινίας επιστημονικής φαντασίας. Μεταφερόμαστε σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου το πρόβλημα της παραγωγής προϊόντων διατροφής έχει ενταθεί τόσο πολύ που έχει μετατραπεί σε ανθρωπιστική διατροφική κρίση. Καλλιεργούνται μόνο γενετικά τροποποιημένοι σπόροι σε μια απέλπιδα προσπάθεια αύξησης της γεωργικής παραγωγής, μήπως και οι παραγόμενες ποσότητες να επαρκούν για να τραφεί ο πληθυσμός. Πρόκειται για μια προσπάθεια που εκ των πραγμάτων έχει αποτύχει και ο ανθρώπινος πληθυσμός έχει χωριστεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους προνομιούχους που μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και τους περιθωριακούς, υποβαθμισμένους μέχρι εσχάτων πληθυσμούς που ζουν μέσα στη στέρηση όχι μόνο της στοιχειώδους τροφής, αλλά και της ελπίδας για το μέλλον. Η διαπίστωση ότι ακόμα και οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι παρουσιάζουν ένα ανεξήγητο φαινόμενο «κόπωσης», που συνοδεύεται από κάθετη μείωση της παραγωγικότητάς τους είναι το εύρημα ώστε να ξεκινήσει την περιπλάνησή του ο βασικός χαρακτήρας της ταινίας, ένας καθηγητής Γενετικής που ξεκινά μια διπλή αναζήτηση: πρέπει να συναντήσει ένα συνάδελφό του που είχε έγκαιρα εντοπίσει το πρόβλημα των γενετικά τροποποιημένων σπόρων, επισημαίνοντας τους κινδύνους του «γενετικού χάους», και ταυτόχρονα, να εντοπίσει αυθεντικούς σπόρους, ώστε να δοθεί λύση στη διατροφική κρίση.
Αυτή η αναζήτηση δεν οδηγεί παρά σε μια μακρά οδυσσειακή περιπέτεια γεμάτη αλληγορίες και συμβολισμούς. Η ταινία είναι έμπλεη θρησκευτικών σημειολογικών αναφορών, όπως οι σχεδόν βιβλικές φιγούρες που πρωταγωνιστούν, ο λιθοβολισμός τους από το «αφελές» πλήθος, ο κύκλος που χαράσσεται στην άμμο προστατεύοντας τους, η καιόμενη βάτος στην έρημο. Αλλά και στην ερώτηση «αναπνοή ή σιτάρι» που διατυπώνεται στην ταινία, μια ερώτηση που απαντάται στα κείμενα των Σούφι του 11ου και 12ου αιώνα, εμπνευσμένα από τη ζωή του Σούφι Γιουνούς Εμρέ. Σταδιακά μεταφερόμαστε σε ολοένα κα βαθύτερα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης, αναδύονται ολοένα και περισσότερα βασικά φιλοσοφικά και γνωσιακά ερωτήματα. Κάθε πλάνο και κάθε γραμμή των λιγοστών διαλόγων της ταινίας μας μεταφέρει στα ενδότερα του ανθρώπινου ψυχισμού, στις βεβαιότητες που καταρρίπτονται, στα δεδομένα που ανατρέπονται, στην χτισμένη πραγματικότητα που απογυμνώνεται. Για να παραμείνει στο τέλος μόνος ο πρωταγωνιστής απέναντι στον εαυτό του και το θαύμα της ζωής, την ανυπέρβλητη οικονομία της Φύσης.
Επιλέγοντας να κάνει μια ταινία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δύσκολη σε πρώτη προσέγγιση, ο σκηνοθέτης έρχεται με σαφείς ταρκοφσκικές επιρροές να δημιουργήσει ένα δυστοπικό, αστυνομοκρατούμενο κόσμο, θέτοντας τον πρωταγωνιστή του σε μια μοναδική πορεία αναζήτησης και πολλαπλών αναγνώσεων, κινούμενο μέσα σε μια υπαρξιακή ετεροτοπία. Η αφήγηση είναι αργή, σχεδόν τελετουργική, τα τοπία υποβλητικά, η ασπρόμαυρη φωτογραφία υπερτονίζει τα ξερά, άνυδρα και άγονα τοπία που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια πραγμάτωση του ανθρώπινου μέλλοντος. Το εξερευνητικό, γεμάτο απορία αλλά και αγωνία βλέμμα του πρωταγωνιστή καταφέρνει να εξωτερικεύσει και να μας μεταφέρει την εσωτερική διαμάχη που λαμβάνει χώρα στην ψυχή και το νου του, μια διαμάχη που εντείνεται όσο προχωρά η ταινία. «Τα προβλήματά μας είναι προβολές των εσωτερικών μας αδιεξόδων και συγκρούσεων στον εξωτερικό κόσμο» ακούγεται κάποια στιγμή. Και όταν ο πρωταγωνιστής κατανοήσει αυτή τη βασική αλήθεια, τότε θα μπορέσει να απελευθερώσει το πνεύμα του ώστε να δει τη λύση του προβλήματος για τους σπόρους, μια λύση που φανερώνεται αναπάντεχα μπροστά του.
Εξαιρετικός στο πρωταγωνιστικό ρόλο ο Ζαν-Μαρκ Μπαρ, γνωστός στο κοινό από την ταινία «Απέραντο γαλάζιο» του Λυκ Μπεσόν (1998). Πολύ δημιουργική η χρήση πολλαπλών οπτικών εφέ που χρησιμοποιούνται ευρηματικά για να κατασκευάσουν την εικόνα της μελλοντολογικής δυστοπίας. Λειτουργικές οι μακράς διάρκειας σκηνές που στηρίζουν τον αργό ρυθμό εξέλιξης της πλοκής, ώστε να αναδειχθεί με δύναμη η καθαρτήρια τελική σκηνή.
Συζήτηση με τον σκηνοθέτη
Η συζήτηση που είχαμε την ευκαιρία να έχουμε με το σκηνοθέτη της ταινίας Σεμίχ Καπλάνογλου μετά την προβολή της ταινίας του στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην Αίθουσα «Σταύρος Τορνές», έχει ως εξής:
Μιλήστε μας για τις τοποθεσίες στις οποίες γυρίστηκε η ταινία. Πως και γιατί επιλέχθηκαν;.
Η ταινία αποτελεί διεθνή παραγωγή, γυρίστηκε σε διάφορα μέρη του πλανήτη, καθώς συνδυάζει σκηνές μιας φουτουριστικής κοινωνίας με αντίστοιχες πόλεις, με σκηνές απέραντων έρημων τοπίων. Για παράδειγμα οι σκηνές εντός του αστικού ιστού με τα πανύψηλα και επιβλητικά, όσο και έρημα κτίρια γυρίστηκαν στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ, μια πόλη που χρεοκόπησε και εν πολλοίς εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της. Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για μια πόλη-φάντασμα που ως τέτοια αποτελεί ιδανικό σκηνικό για ένα δυστοπικό, μελλοντικό κόσμο. Από την άλλη πλευρά, μεγάλος μέρος της ταινίας γυρίστηκε σε φυσικούς χώρους της Ανατολίας και της Καππαδοκίας, όπου και τα χαρακτηριστικά χωριά με τα υπόσκαφα στους βράχους σπίτια.
Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν στην επιλογή της χρήσης ασπρόμαυρης αντί έγχρωμης φωτογραφίας;
Οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Αφενός θελήσαμε με τον τρόπο αυτό να υποβοηθήσουμε τη δραματουργία της ταινίας. Πρόκειται για μια ταινία που θα μπορούσε να είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά δεν θέλαμε να είναι αυτό. Θελήσαμε να υπερβούμε αυτό το στοιχείο και να χρησιμοποιήσουμε ένα μελλοντικό δυστοπικό περιβάλλον ως απλά το σκηνικό για την προσέγγιση των βαθύτερων ζητημάτων που διαπραγματεύεται η ταινία. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την απάντηση που σας έδωσα στην προηγούμενη ερώτηση. Ήταν τόσο πολλά και διαφορετικά τα τοπία και οι τοποθεσίες που γυρίστηκε η ταινία, με τόσες πολλές διαφοροποιήσεις ως προς τον φωτισμό, την υφή του περιβάλλοντος χώρου και τις χρωματικές κλίμακες, ώστε επιλέξαμε να εργασθούμε με ασπρόμαυρη φωτογραφία για να επιτευχθεί ένα ενοποιημένο σύνολο των ξεχωριστών σκηνών σε μια ολότητα. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία μας βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τη δραματουργία.
Η τελική, καθαρτήρια λύση στην ταινία δίνεται όταν ο πρωταγωνιστής στρέφει το βλέμμα προς τη γη και συνειδητοποιεί κάτι που ασφαλώς γνωρίζουμε όλοι. Ακούραστα ανά τους αιώνες, τα μυρμήγκια είναι οι ακαταπόνητοι συλλέκτες σπόρων. Επιπλέον, οι κοινωνίες τους αποτελούν ένα πρότυπο υποδειγματικής συλλογικής οργάνωσης αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί και στη χώρα μας (Ελλάδα) όπου αρχαίοι σπόροι, θεωρούμενοι ως χαμένοι για πολλές γενιές, εντοπίστηκαν σε μυρμηγκοφωλιές και από εκεί ξεκίνησε εκ νέου η παραγωγή ποιοτικών, μη μεταλλαγμένων γεωργικών προϊόντων. Εσείς πως οδηγηθήκατε σε κάποια αντίστοιχη λύση στο τέλος της ταινίας;
Ο τρόπος με τον οποίο κλείνει η ταινία σχετίζεται με μια ιστορία που είχα ακούσει παλαιότερα. Υπήρξε μια εποχή που στα ορεινά Δαρδανέλια οι σοδειές είχαν πάει τόσο άσχημα, ώστε οι άνθρωποι εκεί αναγκάστηκαν να καταναλώσουν όχι μόνο το σιτάρι που είχαν αποθηκεύσει για να περάσουν τη χρονιά τους, αλλά, μέσα στην απελπισία τους, κατανάλωσαν και τους σπόρους που είχαν φυλάξει για να σπείρουν τα χωράφια τους την επόμενη χρονιά. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί επισιτιστική κρίση. Τότε βρέθηκε μια μεγάλης ηλικίας γιαγιά που τους προέτρεψε να ψάξουν να βρουν σπόρους σε μυρμηγκοφωλιές, όπως και έκανα. Αυτό έσωσε τους ανθρώπους της περιοχής από την πείνα. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι μυρμηγκοφωλιές έχουν τη δική τους θαυμαστή αρχιτεκτονική και ρυμοτομία. Υπάρχουν διακριτοί θάλαμοι για ξεκούραση και ύπνο, άλλοι για τη φύλαξη της τροφής, υπάρχουν ακόμα και νεκροταφεία μυρμηγκιών μέσα στις φωλιές. ¨Όλα αυτά οριοθετούνται και προσανατολίζονται με βάση τη θέση του Ήλιου και της Σελήνης. Γι’ αυτό και τα διάφορα σχήματα που σχεδιάζει ο πρωταγωνιστής στο χώμα πάνω από τη μυρμηγκοφωλιά.
Συνεπώς έχουμε ένα επιστήμονα, καθηγητή Γενετικής, που όμως χρησιμοποιεί αρχαία γνώση και εμπειρία για να εντοπίσει τους σπόρους και να επιλύσει το πρόβλημα;
Ακριβώς, είναι αυτός ο συνδυασμός που δίνει τη λύση.