ΗΠΑ Θρίλερ Δράσης Επιστημονικής Φαντασίας Tanweer Αγγλικά Warner Bros. Στίβεν Σπίλμπεργκ Τάι Σέρινταν 3D Σάιμον Πεγκ Μπεν Μέντελσον Μαρκ Ράιλανς Έγχρωμη Τ. Τζ. Μίλερ 140′ Ολίβια Κουκ 29 Μαρτίου 2018 Λένα Γουάιτ
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Ηθοποιοί: Τάι Σέρινταν, Ολίβια Κουκ, Μπεν Μέντελσον, Τ. Τζ. Μίλερ, Σάιμον Πεγκ, Μάρκ Ράιλανς, Λένα Γουάιτ
Ημερομηνία Εξόδου: 29 Μαρτίου 2018 (3D, 2D)
Ready Player One (2018) Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ | Κριτική: Γιάννης Καραμπίτσος
ή πως μια μέτρια ταινία υψώνεται στα όρια του «αριστουργήματος» από μερίδα της κριτικής
Σεμινάριο Πρακτικής Κινηματογράφου: Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Κινηματογραφικής Υποκριτικής,
Εικονοληψίας-Διεύθυνσης Φωτογραφίας και Μοντάζ:
Πρώτο Επίπεδο Αυτοτελές
Σεμινάριο Ιστορίας-Θεωρίας-Κριτικής Κινηματογράφου 2018
ΣΥΝΟΨΗ
Βρισκόμαστε στο 2045. Επικρατεί χάος και ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει. Μόνη σωτηρία είναι το OASIS, ένα επεκτατικό σύμπαν εικονικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε από τον ευφυή και εκκεντρικό Τζέιμς Χάλιντεϊ (Μαρκ Ράιλανς). Όταν ο Χάλιντεϊ πεθαίνει, αφήνει την αμύθητη περιουσία του στο πρώτο άτομο που θα βρει ένα ψηφιακό πασχαλινό αυγό, κρυμμένο κάπου στο OASIS, πυροδοτώντας έναν διαγωνισμό που καθηλώνει όλο τον κόσμο. Όταν ένας απίθανος νεαρός ήρωας με το όνομα Γουέιντ Γουάτς (Τάι Σέρινταν) αποφασίζει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό, παρασύρεται σε ένα ιλιγγιώδες κυνήγι θησαυρού που αψηφά τους κανόνες της πραγματικότητας μέσα σε ένα φανταστικό σύμπαν μυστηρίου, ανακαλύψεων και κινδύνων.
Synopsis EN
In the year 2044, on his death bed James Halliday, the creator of a wildly popular virtual reality utopia known as the OASIS, begins a hunt for his fortune and ownership of the whole VRMMO world with puzzles and riddles based on Halliday’s obsession with pop culture of decades past. After years of searching for Haliday’s «Easter Egg,» one average teenager named Wade Watts solves the first clue, he sparks excitement and hope back to the hunt, and throwing him into a world of people willing to kill for the information he has, changing his life forever.
When the creator of an MMO called the Oasis dies, he releases a video in which he challenges all Oasis users to find his Easter Egg, which will give the finder his fortune. Wade Watts finds the first clue and starts a race for the Egg.
Χώρα: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Διάρκεια: 140′
Σενάριο: Ζακ Πεν, Έρνεστ Κλάιν
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάνους Καμίνσκι
Σχεδιασμός Παραγωγής: Άνταμ Στοκχάουζεν
Κοστούμια: Κάσια Γουαλίκα-Μέιμον
Μοντάζ: Μάικλ Καν, Σάρα Μπρόσαρ
Μουσική: Άλαν Σιλβέστρι
Διανομή: Tanweer (Ελλάδα), Warner Bros.
Εταιρείες Παραγωγής: Amblin Entertainment, De Line Pictures, DreamWorks, Farah Films & Management, Random House Films, RatPac-Dune Entertainment, Reliance Entertainment, Village Roadshow Pictures, Warner Bros.
Εφέ: Clear Angle Studios, Digital Domain, Direct Dimensions, Gentle Giant Studios, Industrial Light & Magic, Territory Studio
Το ομώνυμο βιβλίο, «Αν Είσαι Έτοιμος, Πάτα Enter», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.
ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΟΣΜΟ
Ο τρεις φορές βραβευμένος με Όσκαρ Στίβεν Σπίλμπεργκ («Η Λίστα του Σίντλερ», «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν») σκηνοθετεί την απόλυτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, «Ready Player One», βασισμένη στο bestseller του Έρνεστ Κλάιν («Αν Είσαι Έτοιμος, Πάτα Enter), που έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο.
Η ιστορία εκτυλίσσεται το 2045 και την ίδια στιγμή αναφέρεται στην κουλτούρα της δεκαετίας του ’80 με δεκάδες ποπ αναφορές να ξεπετάγονται στις καταιγιστικές στιγμές δράσεις. Ο βετεράνος σκηνοθέτης επιστρατεύει την αστείρευτη φαντασία του και τη χρήση της τεχνολογίας, ενώ χειρίζεται με μαεστρία τους δύο κόσμους του βιβλίου για να μας ταξιδεύει σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου ένα ανεξάντλητο σύμπαν εικονικής πραγματικότητας μοιάζει να είναι η μοναδική σωτηρία των ανθρώπων.
Στη θεαματική, συναρπαστική, καταιγιστική και διασκεδαστική ταινία πρωταγωνιστούν οι Τάι Σέρινταν («X-Men: Apocalypse», «Mud»), Ολίβια Κουκ («Me and Earl and the Dying Girl», «Bates Motel»), Μπεν Μέντελσον («Rogue One – A Star Wars Story», «Bloodline») και Τ. Τζ. Μίλερ («Deadpool», «Silicon Valley»). Μαζί τους, οι Σάιμον Πεγκ (ταινίες «Star Trek», ταινίες «Mission: Impossible») και ο βραβευμένος με Όσκαρ, Μαρκ Ράιλανς («Bridge of Spies», «Dunkirk»). Το απαιτητικό σενάριο υπογράφουν ο Ζακ Πεν και ο συγγραφέας του βιβλίου, Έρνεστ Κλάιν. Ενδεικτικά, για το όραμα της ταινίας, ο κορυφαίος δημιουργός λέει: «Ήθελα να κάνω μια ταινία με τόση ταχύτητα που να σου παίρνει το μυαλό και σε στέλνει σε μία ιλιγγιώδη κούρσα προς το μέλλον».
«Οι άνθρωποι έρχονται στο OASIS για όλα αυτά που μπορούν να κάνουν. Αλλά, τελικά, μένουν για όσα μπορούν να γίνουν»
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ
Πριν από τριάντα περίπου χρόνια, έμοιαζε ασύλληπτο να συνδέεσαι στον υπολογιστή, να φτιάχνεις το προφίλ σου -αληθινό ή ψεύτικο- και να συνδέεσαι με ανθρώπους οπουδήποτε στον πλανήτη σε πραγματικό χρόνο. Αλλά αν, σε τριάντα χρόνια από τώρα, μπορείς να συνδεθείς, να γίνεις το προσωπικό σου avatar -αληθινό ή ψεύτικο- και να αλληλεπιδράς με ανθρώπους σε έναν απεριόριστο ψηφιακό κόσμο; Φανταστείτε τις δυνατότητες και τους κινδύνους.
Αυτό είναι η βασική υπόθεση στο bestseller του Έρνεστ Κλάιν, που τράβηξε την προσοχή ενός από τους σπουδαιότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς όλων των εποχών, του Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Είναι μια μεγάλη περιπέτεια που διαδραματίζεται εναλλάξ σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους» λέει ο Σπίλμπεργκ. «Ο Έρνεστ Κλάιν είναι ένας οραματιστής που έγραψε για ένα μέλλον που δεν είναι και τόσο μακριά από εκεί που κατευθυνόμαστε με την εξέλιξη της εικονικής πραγματικότητας».
Ο συγγραφέας αναφέρεται στον Σπίλμπεργκ ως μια από τις μεγαλύτερες επιρροές του κατά τη συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος. «Δεν είναι εύκολο να περιγράψω πόσο βαθιά με επηρέασε το έργο του Στίβεν Σπίλμπεργκ στη ζωή και τα ενδιαφέροντα μου, αλλά είναι σίγουρο ότι δεν θα έγραφα το «Ready Player One» (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Αν Είσαι Έτοιμος, Πάτα Enter») αν δεν είχα καταβροχθίσει τις ταινίες του. Όπως όλοι όσοι έχουν πάθος με τις ταινίες της δεκαετίας του ’70 και του ’80, έτσι κι εγώ έχω αφομοιώσει το έργο του στη ζωή μου. Μεγάλο μέρος κατέληξε να δίνει μορφή στην ιστορία και στον τρόπο που επέλεξα να γράψω το βιβλίο. Τρανή απόδειξη το ίδιο το μυθιστόρημα».
Το “Ready Player One» διαδραματίζεται το 2045, όταν οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μπουν σε ένα ψηφιακό σύμπαν που ονομάζεται OASIS, όπου πας όπου θες, κάνεις ό,τι θες, είσαι όποιος θες και επιλέξεις να είσαι. Με τον πληθυσμό να ζει εξαθλιωμένος εξαιτίας της ανεργίας, της φτώχιας, του συνωστισμού και της απόγνωσης, είναι μια καλή στιγμή να αποδράσεις στον ψηφιακό κόσμο όπου μπορείς να ζήσεις μια εκπληκτική ζωή μέσα από το avatar σου. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι η φαντασία, γιατί σε πάει μακριά στο OASIS. Αλλά όταν αποδράσεις από την πραγματικότητα, αποχωρίζεσαι την πραγματική ανθρώπινη επαφή. Οπότε, η ιστορία είναι διασκεδαστική, αλλά διαθέτει και κοινωνικό σχόλιο» λέει ο σκηνοθέτης.
Ο Κλάιν αποκαλύπτει ότι η έμπνευση για την ιστορία ήρθε από βασικά σημεία αναφοράς της ζωής του. «Η αρχική ιδέα ήρθε από το παιχνίδι Adventure, που ήταν το πρώτο βιντεοπαιχνίδι που είχε ένα πασχαλινό αβγό. Ο σχεδιαστής του είχε δημιουργήσει ένα μυστικό δωμάτιο μέσα στο παιχνίδι που είχε το όνομα του. Ήταν η πρώτη φορά που βρήκα κάτι μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο, το οποίο είχε κρύψει ο ίδιος ο δημιουργός. Η εμπειρία άφησε το σημάδι της. Μου άρεσαν τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, ειδικά τα βιβλία με τον Γουίλι Γουόνκα. Έτσι αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν ο Γουίλι Γουόνκα ήταν σχεδιαστής βιντεοπαιχνιδιών αντί για ζαχαροπλάστης. Άρχισα να σκέφτομαι τους γρίφους και τις σπαζοκεφαλιές που θα άφηνε πίσω του για τον διάδοχο του αυτός ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος. Ήξερα ότι υπήρχε ζουμί εκεί».
Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος του Κλάιν έγινε ο χαρακτήρας του Τζέιμς Χάλιντεϊ, του μοναχικού δημιουργού του OASIS, τον οποίο υποδύεται ο Μαρκ Ράιλανς. «Όλος ο κόσμος ζει μέσα στο όνειρο του, το όνειρο από το οποίο έχτισε έναν ολόκληρο κόσμο» λέει ο Σπίλμπεργκ. «Αλλά όταν πέθανε δεν είχε κληρονόμους, οπότε άφησε πίσω του έναν διαγωνισμό. Ο πρώτος που θα κέρδιζε σε τρεις προκλήσεις και θα έβρισκε τα τρία κλειδιά. που θα τον οδηγούσαν στο Αυγό -που κρύβεται κάπου μέσα στο OASIS-, θα κληρονομούσε τα πάντα».
Όσο ήταν ζωντανός, ο Χάλιντεϊ έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Όταν πέθανε, τους έδωσε ένα μέλλον για να ελπίζουν. Ένα παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι, με την τεράστια περιουσία και τον πλήρη έλεγχο του OASIS ως έπαθλο.
Ο Σπίλμπεργκ σημειώνει: «Όπως φαντάζεστε, όλοι θέλουν να εντοπίσουν το Αυγό, συμπεριλαμβανομένου και του νεαρού ήρωα μας, του Γουέιντ Γουάτς».
Η νίκη αλλάζει όλο το παιχνίδι και ο Γουέιντ είναι αποφασισμένος να αφιερώσει κάθε στιγμή της ζωής του για να λύσει τους γρίφους και να φτάσει πρώτος στο Αυγό. Όμως, η αναζήτηση αυτή είναι κάτι παραπάνω από ένα κυνήγι θησαυρού, καθώς παρέα με τους φίλους του ανακαλύπτουν ότι διακυβεύεται κάτι πολύ πιο μεγάλο από το χρηματικό έπαθλο.
Ο Τάι Σέρινταν, που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, λέει: «Μία τεράστια εταιρεία προσπαθεί να αποκτήσει το OASIS, οπότε θα έχουν απόλυτο έλεγχο στα πάντα. Οι πέντε χαρακτήρες μας είναι outsiders και χαίρεσαι μαζί τους γιατί συμμετέχουν για τους σωστούς λόγους. Θέλουν να κερδίσουν για να σώσουν το OASIS».
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘80
Το βιβλίο έκλεψε τις εντυπώσεις από την αρχή. Όχι μόνο ικανοποίησε τις προσδοκίες, αλλά και τις ξεπέρασε με θεαματικό τρόπο. Έμεινε πρώτο στη λίστα των best sellers των New York Times για καιρό και έχει εκδοθεί σε 50 χώρες. Όμως, πριν την κυκλοφορία του, είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον των κινηματογραφικών παραγωγών. Το βιβλίο έχει πάρα πολλές αναφορές στη δεκαετία του ’80 με την οποία ο Κλάιν νιώθει πολύ συνδεδεμένος. «Ο Χάλιντεϊ έχτισε αυτό το παιχνίδι γύρω από τα πράγματα που αγαπούσε κι αυτό με ενθουσίασε γιατί κατάλαβα ότι τα πάθη του αντικατόπτριζαν τα δικά μου. Για μένα, η δεκαετία του ’80 ήταν η εποχή που με διαμόρφωσε, γιατί ήταν η δεκαετία που ήμουν έφηβος. Τότε απέκτησα το πρώτο μου βιντεοπαιχνίδι και τον πρώτο μου υπολογιστή. Και ήταν η αυγή της εποχής του διαδικτύου».
«Αναρωτήθηκα αν ίσως το βιβλίο θα αφορούσε μόνο αναγνώστες της ηλικίας μου που έχουν νοσταλγία για τη δεκαετία του ‘80» συνεχίζει ο Κλάιν. «Αλλά δε συνέβη αυτό γιατί μιλάει για τον τρόπο που ζούμε τώρα. Οι περισσότεροι έχουν μια πραγματική ταυτότητα και μια εικονική ταυτότητα με τη μορφή των προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και, κάπως όπως με τα avatars της ιστορίας, μπορείς να διαμορφώσεις το εικονικό σου προφίλ με βάση πώς θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι».
Ο συν-σεναριογράφος Ζακ Πεν αποκαλύπτει ότι, συμπτωματικά, είχε ήδη γνωρίσει τον Κλάιν για μια άλλη ταινία που είχε να κάνει με βιντεοπαιχνίδι. «Δούλευα για ένα ντοκιμαντέρ για την πτώση του Atari, και ένας από αυτούς που χρειάστηκε να προσεγγίσω ήταν ο Έρνι Κλάιν, οπότε καταλήξαμε να συναντηθούμε και να γίνουμε φίλοι πριν ακόμα αρχίσω να γράφω».
Ο Κλάιν σχολιάζει: «Όταν μπήκε ο Ζακ στην ταινία, έγραψε μια φοβερή πρώτη εκδοχή που αιχμαλώτισε το πνεύμα του βιβλίου, ενώ έκανε την ιστορία πιο κινηματογραφική. Επίσης ήταν αρκετά ευγενικός ώστε να με συμβουλευτεί σχετικά με τις αλλαγές αυτές. Αυτή η πρώτη γραφή έκανε τον Σπίλμπεργκ να ενδιαφερθεί και να διαβάσει το βιβλίο μου. Ήταν πολύ ωραία διαδικασία και είμαι ευγνώμων στον Ζακ που είχε τόσο μεγάλο ρόλο για να μεταφερθεί το μυθιστόρημα στο σινεμά».
Ο Σπίλμπεργκ λέει από τη μεριά του: «Μου έστειλαν το σενάριο πρώτα. Με ενθουσίασε η αντιπαράθεση των δύο κόσμων. Μετά διάβασα το βιβλίο και ενθουσιάστηκα από το πόσο βαθύ και πολυεπίπεδο είναι. Ήταν τρομαχτικό αλλά και προσβάσιμο… Με είχε καταπιεί!».
Για τον Κλάιν η συνεργασία με τον Σπίλμπεργκ ήταν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. «Ακόμα και τώρα, μου φαίνεται σουρεαλιστικό. Έχω μείνει κατάπληκτος».
Το ίδιο συναίσθημα μοιράστηκαν και οι ηθοποιοί που παίζουν στην ταινία. Η Λένα Γουάιτ, που υποδύεται την κολλητή του Γουέιντ Γουάτς επιβεβαιώνει: «Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ κυριολεκτικά έχει καθορίσει το σινεμά για τη γενιά μου και έχει αλλάξει την κουλτούρα μας. Νομίζω ότι αν κάποιος βάλει όλες τις ταινίες του σε μία χρονοκάψουλα, όλες μαζί δίνουν μια αίσθηση του πώς εξελίσσεται ο κόσμος μας. Οπότε το να είμαι μέρος αυτής της κληρονομιάς έχει τεράστια σημασία για μένα και για όλους μας».
Κατά τη μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο ήταν ζωτικής σημασίας για τους δημιουργούς να σεβαστούν το αρχικό υλικό. «Αλλά» τονίζει ο Σπίλμπεργκ, «κάθε βιβλίο πρέπει να περάσει από μια διαδικασία προσαρμογής, όταν από λογοτεχνικό έργο γίνεται κινηματογραφικό. Νομίζω ότι κρατήσαμε τα σωστά στοιχεία για να πούμε μια πραγματικά φοβερή ιστορία».
Μία από τις αλλαγές αφορούσε τον ίδιο τον σκηνοθέτη. «Το βιβλίο είχε πολλές αναφορές στις ταινίες μου και δεν ήθελα να γίνει ένας καθρέφτης μου. Αφήσαμε μερικές αναφορές μέσα, αλλά βάλαμε και πολλά στοιχεία από το αποτύπωμα που είχαν άλλοι κινηματογραφιστές, καλλιτέχνες, σχεδιαστές μόδας και μουσικοί εκείνης της περιόδου».
Προκειμένου να μεταφερθεί ο θεατής σε έναν φανταστικό κόσμο, τον κόσμο του OASIS, η παραγωγή εμπιστεύτηκε τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο Σπίλμπεργκ άλλωστε για να τονίσει την έντονη αντίθεση ανάμεσα στους δύο κόσμους, γύρισε σκηνές σε φιλμ αλλά και σε ψηφιακό φορμάτ.
«Όλα αυτά τα επίπεδα που έπρεπε να βάλουμε στο OASIS, έκανε τη δουλειά φοβερά περίπλοκη» παραδέχεται ο βετεράνος σκηνοθέτης. «Είχαμε κανονικό γύρισμα, motion capture, computer animation…. Ήταν σαν να κάνουμε τέσσερις ταινίες μαζί».
Όμως, ο δημιουργός παραμένει πιστός στην ουσία του έργου του: «Δεν κάνω ταινίες για την τεχνολογία. Τη χρησιμοποιώ μόνο για να πω μια ιστορία καλύτερα. Η τεχνολογία είναι εκεί για να επιτρέπει σε μία τέτοια ταινία να υπάρχει, αλλά μετά πρέπει να εξαφανίζεται, για να είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι στην ιστορία και τους χαρακτήρες».
THE HIGH FIVE
Με μια πρώτη ματιά, ο Γουέιντ Γουάτς δε θυμίζει τον τυπικό ήρωα. Ο Σπίλμπεργκ λέει σχετικά: «Πολλές ταινίες στις οποίες έχω κάνει την παραγωγή ή τις οποίες έχω σκηνοθετήσει έχουν τους περιθωριακούς τύπους της δεκαετίας του ’80 σε θέση ήρωα και ο Γουέιντ είναι σίγουρα ένας τέτοιος. Είναι έξυπνος αλλά και στερημένος. Περνάει μια δύσκολη φάση. Οι γονείς του έχουν πεθάνει και ζει με τη θεία του και τον σύντροφο της σε ένα ρημαγμένο μέρος στο Οχάιο. Η μόνη του ικανοποίηση είναι να κερδίσει στον διαγωνισμό του Χάλιντεϊ».
Ο Τάι Σέρινταν επιβεβαιώνει: «Ο Γουέιντ θαυμάζει απεριόριστα τον Χάλιντεϊ και έχει αφιερώσει αμέτρητες ώρες να μελετάει την κάθε λεπτομέρεια της ζωής του, αναζητώντας τα στοιχεία που θα τον βοηθήσουν στο Αυγό».
Ο Γουέιντ είναι ο πρώτος κυνηγός του Αβγού που συστήνεται αρχικά ως ο πραγματικός του εαυτός. Με το που μπαίνει στο OASIS, ο Γουέιντ αφομοιώνεται πλήρως από το avatar του, που ακούει στο όνομα Parzival, εμπνευσμένο από τον ιππότη που βρήκε το Άγιο Δισκοπότηρο. Περιγράφοντας τον διπλό του ρόλο, ο Σέρινταν λέει: «Ο Γουέιντ και ο Parzival είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Ο Parzival είναι ό,τι δεν είναι ο Γουέιντ. Ο Γουέιντ είναι νευρικός, ντροπαλός και κλεισμένος στον εαυτό του, ενώ ο Parzival έχει αυτοπεποίθηση, είναι γενναίος, ευρηματικός και πολύ ικανός».
Ο Parzival είναι επίσης πιο κοινωνικός. «Οι μόνοι του φίλοι είναι μέσα στο OASIS. Δεν έχει γνωρίσει κανέναν τους παρά μόνο ως avatars και είναι χαρούμενος μ΄αυτό. Ό,τι έχει σημασία για αυτόν υπάρχει μέσα στην εικονική πραγματικότητα» επισημαίνει ο Σπίλμπεργκ.
Πολύ κοντά στον Parzival είναι ο επιβλητικός Aech, τον οποίο ενσαρκώνει η Λένα Γουάιτ και είναι κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή. «Έχει τεράστιους μύες, αλλά είναι και χαλαρός. Ο Aech είναι γνωστός στο OASIS ως κορυφαίος μηχανικός που μπορεί να φτιάξει ή να επισκευάσει τα πάντα. Έχει μία φοβερή προσωπικότητα που του χάρισε ο χαρακτήρας μου στην ταινία, αλλά την ίδια στιγμή ξέρει ότι κρατάει μυστικά από τον κολλητό της φίλο» λέει η ηθοποιός.
Η Γουάιτ χρησιμοποιεί το θηλυκό γένος όταν αναφέρεται στον εαυτό της και αυτό αποκαλύπτει το μυστικό της. «Ο Aech τελικά είναι το avatar της Έλεν, μιας Αφροαμερικανής γυναίκας, που για τους λόγους της, επέλεξε να έχει διαφορετικό φύλο ως avatar».
«Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Έλεν δεν θέλει να την κρίνουν ή να υποθέτουν ότι δεν είναι ικανή για κάποια πράγματα λόγω φύλου» λέει η Γουάιτ. «Αν είσαι άντρας, κάποια πράγματα δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση, όπως το γεγονός ότι είσαι καλός μηχανικός. Υπάρχουν πολλά επίπεδα σε αυτό τον ρόλο, που μου άρεσαν. Αυτός ο χαρακτήρας αναφέρεται στον εαυτό του με θηλυκές και αρσενικές αντωνυμίες, ως αυτός και αυτή, κι αυτό δείχνει το πώς σκεφτόμαστε σήμερα. Εμείς καθορίζουμε τις αντωνυμίες με τις οποίες ταυτιζόμαστε».
«Η Λένα είναι φοβερή δύναμη της φύσης και τα έδωσε όλα με την ερμηνεία της» δηλώνει ο Σπίλμπεργκ. «Έκανε την Έλεν έναν από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες. Τον τέλειο συνδυασμό δύναμης, στυλ και πλάκας».
Παρ΄όλο που ο Parzival και ο Aech είναι φίλοι, ο Parzival είναι ανυποχώρητος σε ό,τι αφορά το παιχνίδι, και δεν μπαίνει σε κλίκες, γιατί προτιμάει να δουλεύει μόνος του. Αλλά όλα αλλάζουν όταν καλείται να αντιμετωπίσει την Art3mis, που του ανοίγει το μυαλό και την καρδιά με τρόπους που δεν περίμενε. Αποκαλούμενη με το όνομα της αρχαίας Ελληνίδας θεάς του κυνηγιού, η Art3mis είναι ένας θρύλος ανάμεσα στους κυνηγούς του Αβγού, αφού πρόκειται για πολύ σκληρό καρύδι.
«Η Art3mis είναι σκληρή, ατρόμητη και πολύ αποφασισμένη» λέει η Ολίβια Κουκ, που συμπρωταγωνιστεί ως Art3mis και Σαμάνθα, η πραγματική οντότητα στον αληθινό κόσμο. «Αλλά οι λόγοι για τους οποίους διαγωνίζεται είναι διαφορετικοί από των άλλων. Ξέρει από προσωπική εμπειρία ότι θα γίνουν άσχημα πράγματα αν αποκτήσει κάποιος τον έλεγχο του OASIS, και αγωνίζεται για το κοινό καλό».
Σε αντίθεση με μερικούς ανθρώπους και τα avatars αυτών, η Σαμάνθα και η Art3mis είναι το ίδιο πρόσωπο, «πέρα από τις φυσιογνωμικές τους διαφορές, μεταξύ των οποίων και μία που έκανε τη Σαμάνθα να έχει μερικές ανασφάλειες» σχολιάζει η Κουκ. «Αλλά σε ό,τι αφορά την προσωπικότητα, τους στόχους και την ηθική, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά τα οποία κάνουν τη Σαμάνθα να αγωνίζεται για να τα διατηρήσει ακέραια».
Η πρώτη δοκιμασία που βάζει ο Χάλιντεϊ είναι μια χωρίς κανόνες κούρσα στην εικονική Νέα Υόρκη, μία κούρσα που κανείς δεν έχει κερδίσει και που έχει τεράστιο τίμημα. Στην αρχή του αγώνα, ο Parzival μένει άναυδος όταν παίρνει θέση δίπλα του η διάσημη Art3mis. Εκείνη οδηγεί το ποδήλατο από το μάνγκα «Akira»(που έγινε και ταινία) και εκείνος το DeLorean από το «Back to the Future». Η Κουκ δηλώνει: «Ο Parzival την έχει αποθεώσει εκ του μακρόθεν, αλλά η Art3mis ούτε τον προσέχει μέχρι που δείχνει την αξία του στον αγώνα. Και έτσι ξεκινάει το τρικυμιώδες ρομάντζο τους. Στην αρχή, εκείνη νομίζει ότι εκείνος θέλει να κερδίσει για το προσωπικό του όφελος. Αλλά μετά ανακαλύπτει ότι νοιάζεται πραγματικά για τους άλλους και για να διατηρήσει ακέραιο το όραμα του Χάλιντεϊ για το OASIS. Αυτό την εκπλήσσει. Κι όμως, η Art3mis έχει τα μάτια καρφωμένα στο βραβείο. Μέχρι που ο Parzival κερδίζει την πρώτη δοκιμασία. Τότε η πραγματική Σαμάνθα πρέπει να προχωρήσει μπροστά και να συναντήσει τον Γουέιντ».
Όμως, ο Γουέιντ δεν έχει ιδέα τι του επιφυλάσσει η μοίρα, όταν η Σαμάνθα του απευθύνει τον αγωνιστικό χαιρετισμό της: «Καλώς ήρθες στην επανάσταση, Γουέιντ».
Ο Σπίλμπεργκ επισημαίνει: «Μία από τις πιο συναρπαστικές όψεις της ιστορίας είναι τι συμβαίνει σε αυτούς τους χαρακτήρες, που γνωρίζονται μόνο ως avatars, όταν συναντιούνται ως κανονικοί άνθρωποι». Ο Σέρινταν σχολιάζει σχετικά: «Μου αρέσει που η ιστορία έχει το μήνυμα του να αποδέχεσαι ποιος είσαι. Όλοι οι ήρωες στην ταινία μας είναι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων. Δεν θα έπρεπε να έχει σημασία η φυλή, το φύλο, η ηλικία ή η εμφάνιση».
Κάπως έτσι, σχηματίζεται μία ομάδα, η High Five που αποτελείται από τους Γουέιντ/Parzival, Σαμάνθα/Art3mis, Έλεν/Aech και τους Daito και Sho. Ο Γουίν Μοριζάκι υποδύεται τον Daito, έναν πανίσχυρο Σαμουράι που είναι άσος στις πολεμικές τέχνες. Είναι το avatar του ενός πολύ ζεν νεαρού, του Τοσίρο. Ο Μοριζάκι θυμάται: «Έκανα οντισιόν στην Ιαπωνία και μετά ήρθα στο Λος Άντζελες για να συναντήσω τον Στίβεν. Όταν μου είπαν ότι πήρα τον ρόλο, δεν το πίστευα. Είναι ο πρώτος διεθνής ρόλος και είμαι ενθουσιασμένος».
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Φίλιπ Ζάο υποδύεται τον Sho, ένα σκληροτράχηλο πολεμιστή νίντζα, που λέγεται Ζου και του οποίου η ηλικία προκαλεί την έκπληξη της υπόλοιπης παρέας. Ο νεαρός ηθοποιός κέρδισε τον ρόλο ανάμεσα σε εκατοντάδες νέους, όταν ο πατέρας του έστειλε στην παραγωγή ένα βίντεο του μικρού εν δράσει. Ο Ζάο λέει: «Ο Sho είναι ένας θρασύς 11χρονος που μισεί να τον κρίνουν για την ηλικία του. Θαυμάζει τον Daito και προσπαθεί να φέρεται σαν μεγάλος, γιατί κρύβει την πραγματική του ταυτότητα». Με πολύ θάρρος και ωριμότητα, ο Ζου τελικά κερδίζει τον σεβασμό των συντρόφων του.
«Για μένα είναι πάντα σπουδαίο να δουλεύω με νέους ηθοποιούς, οπότε πέρασα τέλεια με όλους τους» παρατηρεί ο Σπίλμπεργκ. «Μπορούσαν να πάρουν τους χαρακτήρες τους και να τους κάνουν κάτι μεγαλύτερο ακόμα και από το βιβλίο. Κάτι τέτοιο ψάχνω πάντα».
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ OASIS
Το OASIS, όπως και οι τρεις δοκιμασίες, είναι το πνευματικό παιδί του χαρισματικού και εκκεντρικού Τζέιμς Χάλιντεϊ. Καθώς έχει προσφέρει στον κόσμο μια απόδραση από την ανέλπιδη ζωή, ο Χάλιντεϊ είναι ένα είδωλο, ειδικά για τους κυνηγούς του Αυγού. Καμαρώνουν ότι ξέρουν τα πάντα για τη ζωή του, μέχρι και την πιο άσχετη λεπτομέρεια. Από ειρωνεία της τύχης, μετά τον θάνατο του, ο διαβόητα μονήρης πολυεκατομμυριούχος έδωσε σε όλους πρόσβαση στη ζωή του μέσα από σχολαστικά ημερολόγια που καταγράφουν κάθε γεγονός, θρίαμβο και μετάνοια. Θαμμένα κάπου μέσα σε αυτά τα ημερολόγια βρίσκονται τα στοιχεία που χρειάζονται για να κερδίσει κανείς τον διαγωνισμό.
«Είναι ωραία που παίζω έναν χαρακτήρα που είναι μάλλον φευγάτος» λέει ο Μάρκ Ράιλανς, για τον ρόλο του Χάλιντεϊ και για τον ρόλο του avatar που λέγεται Anorak. Είναι ο καταλύτης της ιστορίας και η παρουσία του είναι έντονη κατά τη διάρκεια: «Ο Χάλιντεϊ είναι ακριβοθώρητος στην ταινία, γεγονός που μας επέτρεψε να μη θυσιάσουμε τα ερωτηματικά και το μυστήριο γύρω από την ύπαρξη του» προσθέτει ο ηθοποιός.
Η ταινία είναι η τρίτη συνεργασία του Μάρκ Ράιλανς με τον Σπίλμπεργκ. «Ο Μαρκ ζωντάνεψε τον ρόλο με ευαισθησία. Δημιούργησε έναν χαρακτήρα που έβαλα στην καρδιά μου» σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
Ο Μάρκ Ράιλανς λέει ότι καλωσόρισε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη ξανά. «Μπορείς να βρεθείς σε διαφορετικά σημεία και να ρισκάρεις λίγο παραπάνω όταν δουλεύεις με κάποιον επανειλημμένα. Αλλά το πιο διασκεδαστικό πράγμα όταν κάνεις γύρισμα με τον Σπίλμπεργκ είναι όταν συμβαίνει κάτι αναπάντεχο, όταν μια σκηνή εξελίσσεται πιο αυθόρμητα, ενθουσιάζεται και το ενθαρρύνει αυτό, το οποίο ήταν αξιοσημείωτο σε αυτή την ταινία, αν λάβεις υπόψη σου ότι έπρεπε να συνυπολογίσει τη χρήση νέας τεχνολογίας».
Το OASIS ήταν το πνευματικό παιδί του Χάλιντεϊ, αλλά το είχε αναπτύξει με τον καλύτερο του φίλο, τον Όγκντεν Μόροου, που ήταν και συνέταιρος του. Τον ρόλο αναλαμβάνει ο Σάιμον Πεγκ. «Ο Χάλιντεϊ ήταν το δημιουργικό μυαλό πίσω από το OASIS, αλλά ο Όγκντεν ήταν εκεί για να πραγματοποιήσει την ιδέα και να την προσφέρει στο μαζικό κοινό. Είχαν μια μακροχρόνια φιλία, μέχρι που τα πράγματα έγιναν περίπλοκα. Ήταν ωραία που υποδύθηκα έναν τέτοιο χαρακτήρα».
Τις πρώτες μέρες που οι δύο συνέταιροι έστηναν το OASIS, υπήρχε ένας υπερφιλόδοξος μαθητευόμενος με κύριο καθήκον να φτιάχνει τον καφέ τους. Το όνομα του; Νόλαν Σορέντο.
IOI
Ο Νόλαν Σορέντο έχει περάσει εδώ και καιρό από το στάδιο του πρωτάρη μαθητευόμενου. Ο Μπεν Μέντελσον που παίζει τον ρόλο λέει: «Ο Νόλαν ξεκίνησε από χαμηλά, αλλά κατάφερε να βρεθεί επικεφαλής της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας του κόσμου, της Innovative Online Industries. Ελέγχουν όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεσαι για να παίξεις στο OASIS. Όμως, παρά τα αμύθητα πλούτη του, ο μακιαβελικός Σορέντο θέλει να πάρει το έλεγχο του OASIS. «Ο Γουέιντ και οι άλλοι παίχτες ξέρουν ότι αν πάρει τον έλεγχο, όλα θα αλλάξουν, οπότε η ιδέα αυτή τους τρομοκρατεί. Και ο Νόλαν, ως στέλεχος χωρίς ψυχή, εκπροσωπεί ό,τι φοβούνται περισσότερο. Εκείνος θέλει χρήματα και έλεγχο και δεν αγαπά το OASIS, όπως σχεδιάστηκε εξ αρχής» εξηγεί ο Κλάιν.
Πριν το επιλέξει για τον ρόλο, ο Σπίλμπεργκ θαύμαζε τον ηθοποιό. «Είδα για πρώτη φορά τον Μπεν στην τηλεοπτική σειρά «Bloodline» και καταγοητεύτηκα. Είπα στον εαυτό μου ότι δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά θα δουλέψω μαζί του. Ο Μπεν είναι πολύ εκλεκτικός ηθοποιός. Μπορεί να κάνει τα πάντα, να παίξει τον οποιονδήποτε» σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
Ο θαυμασμός είναι αμοιβαίος. «Έχει μια σπλαχνική αίσθηση του σινεμά, της κίνησης του, των συναισθηματικών κορυφώσεων, του ρυθμού… Στην αρένα των δημιουργών, είναι ο κυβερνήτης. Δεν υπάρχει άλλος που να έχει αυτό που έχει αυτός. Κανένας» λέει ο ηθοποιός για τον Σπίλμπεργκ.
ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Οι ηθοποιοί κλήθηκαν να φτιάξουν το πορτρέτο όχι μόνο των πραγματικών χαρακτήρων, αλλά και τον avatars τους. Η διαδικασία απαιτούσε τη συνεργασία του σκηνοθέτη, των ηθοποιών, του σχεδιαστή παραγωγής, της ενδυματολόγου και φυσικά της ομάδας που είχε αναλάβει τα ειδικά εφέ. Άλλωστε, όσο εξελισσόταν κάθε πλευρά των ψηφιακών χαρακτήρων, από την εμφάνιση, μέχρι την κίνηση, τα μαλλιά, τα ρούχα και την υφή του δέρματος τους, οι δημιουργοί έπρεπε να έχουν υπόψη τους ότι τα avatars ήταν η αντανάκλαση των πραγματικών ηθοποιών.
Έτσι, ήταν πολύ σημαντικό να περάσουν τα χαρακτηριστικά του κάθε ηθοποιού στα avatars. Η Art3mis για παράδειγμα έχει τεράστια μάτια που τραβούν την προσοχή και μοιάζει με ξωτικό. Ο Parzival ήταν ένας από τους πιο δύσκολους χαρακτήρες γιατί έχει πολλές όψεις. Είναι απλός, αλλά και ηρωικός. Την ίδια στιγμή είναι ένα παιδί. Είναι γοητευτικός, αλλά όχι και πάρα πολύ όμορφος. Ο Aech, από την άλλη, δεν μοιάζει με την ηθοποιό, όπως ήταν αναμενόμενο. Έχει μηχανικά μέλη και το δέρμα του θυμίζει ρινόκερο. Αυτές είναι οι επιλογές που έκανε η Έλεν για να παρουσιαστεί στο OASIS, αποδεικνύοντας το πόσο ιδιαίτερο χαρακτήρα έχει.
Η Ολίβια Κουκ περιγράφει την πρωτόγνωρη για την ίδια διαδικασία γυρισμάτων με τη μέθοδο της σύλληψης ερμηνείας (performance capture): «Είναι μια καλή δοκιμασία για έναν ηθοποιό, γιατί υποχρεώνεσαι να ζεις αποκλειστικά στη φαντασία σου. Δεν βασίζεσαι σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα για να μπεις στον ρόλο. Το καλύτερο μέρος ήταν ότι ήταν για όλους μας ήταν κάτι καινούριο και ξένο σε εμάς, οπότε δεθήκαμε ακόμα περισσότερο». Η Λένα Γουάιτ συμπληρώνει: «Θέλει λίγο χρόνο να το καταλάβεις, αλλά πέρασα πολύ ωραία. Φοράς κάτι ολόσωμα κουστούμια με μικρές τελείες παντού και ένα κράνος με μία κάμερα στο πρόσωπο σου. Στην αρχή είναι λίγο τρομαχτικό, αλλά το ωραία είναι ότι ένιωσα ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα».
Όλοι οι ηθοποιοί ένιωσαν ευγνωμοσύνη για την καθοδήγηση που πήραν από τον σκηνοθέτη. Ο Τάι Σέρινταν λέει: «Ο Στίβεν έχει μεγάλη εμπλοκή και πολύ ξεκάθαρο όραμα. Ήταν τόσο βοηθητικό για εμάς να συντονιστούμε μαζί του και να ξέρουμε τι θέλει ακριβώς. Η όλη εμπειρία ήταν απίστευτη. Έμαθα πάρα πολλά».
Για τον ίδιο τον σκηνοθέτη, αυτή η ταινία ήταν αχαρτογράφητη περιοχή, λόγω της VR τεχνολογίας που χρησιμοποίησε για να σκηνοθετήσει το ψηφιακό περιβάλλον. Ο ίδιος φορούσε VR εξοπλισμό κι έτσι εξερευνούσε ένα ολόκληρο ψηφιακό σκηνικό για να μπορέσει να σχεδιάσει τις λήψεις του.
«Κάθε σκηνικό στο OASIS είναι εικονικό, οπότε δημιούργησα ένα avatar για μένα για να μπορώ να περπατάω μέσα στον χώρο και να βλέπω το σκηνικό. Και μόλις κατέληγα για το πώς θα γύριζα την κάθε σκηνή, τότε ζητούσα από τους ηθοποιούς να βάζουν τον δικό τους εξοπλισμό για να νιώσουν το κάθε περιβάλλον. Αλλιώς, παίζεις σε ένα λευκό δωμάτιο με ένα σωρό ψηφιακές κάμερες να σε παρακολουθούν. Προκαλεί σύγχυση στους ηθοποιούς και στους σκηνοθέτες να προσπαθούν να φανταστούν τι υπάρχει εκεί. Με το VR εξοπλισμό μας, δεν χρειαζόταν να το φανταστούμε. Το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να θυμόμαστε πώς έμοιαζε ο κόσμος αυτός όταν κάναμε γύρισμα με την τεχνική της καταγραφής κίνησης (motion capture)».
ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
Τo OASIS ήταν ένας κόσμος που σχεδιάστηκε από την αρχή, αφού γεννήθηκε απευθείας από τη φαντασία των δημιουργών. Φυσικά, έπρεπε να μοιάζει με πραγματικό κόσμο, οπότε έχει στοιχεία φωτορεαλισμού. Η ταινία μας στέλνει σε μία καταιγιστική κούρσα στη Νέα Υόρκη μεν, αλλά στο OASIS δε. Έτσι, η πόλη μοιάζει όντως με τη Νέα Υόρκη, αλλά με κάποιες αναπροσαρμογές, αφού οι δρόμοι κουνιούνται και το όλο θέαμα θυμίζει ένα τεράστιο φλιπεράκι.
Ο πραγματικός κόσμος, που γυρίστηκε αποκλειστικά σε φιλμ, έχει έντονες αντιθέσεις με το φαντασμαγορικό σύμπαν του OASIS. Έχει σίγουρα περισσότερο κόκκο στην αναπαράσταση του και έχει αποχωριστεί τα ζωντανά χρώματα εντελώς.
Τα ρούχα των ηρώων έχουν έντονες αναφορές στη δεκαετία του ’80, τα οποία είναι έντονα και επαναλαμβανόμενα, αφού και οι ίδιοι οι χαρακτήρες έχουν εμμονή με τη συγκεκριμένη κουλτούρα. Βέβαια, καθώς η ταινία διαδραματίζεται τριάντα χρόνια μετά, βλέπουμε την εκδοχή της συγκεκριμένης γενιάς σε σχέση με την παλιότερη δεκαετία. Η Σαμάθα εμφανίζεται με ένα σούπερ κουλ μπλουζάκι με τη στάμπα των Joy Division και τα σκισμένο της τζιν, ενώ ο Ζου φοράει ένα σακάκι που κλείνει το μάτι στο «The Breakfast Club». Η Έλεν έχει μπαλώματα που εμπνέονται από τη μουσική, την τηλεόραση και όλη την ποπ κουλτούρα.
Κριτική
Ready Player One
Από Χρήστο Μήτση 29/03/2018 [2,5/5]
Ο Σπίλμπεργκ αποτίνει έναν διασκεδαστικό και θεαματικότατο φόρο τιμής στην ποπ κουλτούρα των ’70s και των ’80s, χωρίς όμως να μπορεί να τιθασεύσει πλήρως τα φαντασμαγορικά εφέ και να προσαρμόσει τη βιντεογκέιμ αισθητική στα μέτρα της ανθρώπινης, συγκινητικής ιστορίας του.
Ο Έρνεστ Κλάιν είναι ένας 46χρονος Αμερικανός που, μέσα από την αγάπη του για την ποπ κουλτούρα, κάνει καριέρα ως σλαμ ποιητής (απαγγέλλοντας στίχους επί σκηνής, με στοιχεία περφόρμανς), συγγραφέας και σεναριογράφος. Γι’ αυτό και το πρώτο του σενάριο ήταν μια άτυπη συνέχεια της cult φαντασίας «Οι Περιπέτειες του Μπακαρού Μπανζάι στην 8η Διάσταση» και το δεύτερο το «Fanboys» (με θέμα μια παρέα φανατικών του «Star Wars»), ενώ το λογοτεχνικό σουξέ του «Αν είσαι έτοιμος, πάτα enter» συνδυάζει την κινηματογραφική νοσταλγία, τον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, την επιστημονική φαντασία και την καθαρή περιπέτεια. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ανέκαθεν είχε μια τρυφερή, εξίσου νοσταλγική και απενοχοποιημένη σχέση με την παιδική ηλικία.
Με τη χαμένη αθωότητα, τις θαρραλέες ιδέες και την ανάγκη της να εξιδανικεύει ανθρώπους και καταστάσεις, στοιχεία κυρίαρχα στο μυθιστόρημα του Κλάιν, το οποίο ξεκινάει με ένα καθαρά σπιλμπεργκικό μοτίβο, την απώλεια μιας πατρικής φιγούρας. Στο χαοτικό, κοινωνικά άνισο και ασταθές 2045 όλος ο κόσμος βρίσκει παρηγοριά στην εικονική πραγματικότητα του OASIS, ενός virtual παιχνιδιού του οποίου ο ιδιοφυής κατασκευαστής Τζέιμς Χάλιντεϊ ξαφνικά πεθαίνει. Αφήνει όμως πίσω του ένα βίντεο στο οποίο ανακοινώνει πως μέσα στον απέραντο κόσμο του OASIS έχει κρύψει ένα «πασχαλινό αβγό», ένα γρίφο δηλαδή, που όποιος τον λύσει θα κληρονομήσει την αμύθητη περιουσία του.
Σε έναν κινηματογραφικό κόσμο όπου το καλό και το κακό έχουν ονόματα και διευθύνσεις, Κλάιν (συν-σεναριογράφος μαζί με τον υπερηρωικό Ζακ Πεν) και Σπίλμπεργκ φέρνουν αντιμέτωπους μια ομάδα νεαρών παικτών, οι οποίοι ξεκινούν ο καθένας μόνος του προτού ενωθούν σε μια άτυπη οικογένεια, κι έναν αδίστακτο επιχειρηματία, τον διευθύνοντα σύμβουλο της OASIS, ο οποίος δεν διστάζει να φτάσει στα –απολυταρχικά και φονικά– άκρα για να μη χάσει τον έλεγχο της εταιρείας. Μαζί τους αντιπαρατίθενται η γοητευτική φαντασία με τη μίζερη πραγματικότητα, που μοιάζουν αρχικά εχθρικές, αλλά τελικά θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά, σώζοντας τόσο τον αληθινό κόσμο του 2045 όσο και τον φαντασιακό της αγνής παιδικής ανάμνησης.
Όλα αυτά σε μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας που συνδυάζει τη σεναριακή αφέλεια με το φαντασμαγορικό θέαμα, φέροντας στην ούγια την κομψή αφηγηματική υπογραφή του Σπίλμπεργκ. Ενός δημιουργού που κοιτάζει με χιούμορ και τρυφερότητα την ’80s ποπ κληρονομιά (από τη «Λάμψη» και την Τζόαν Τζετ στα παιχνίδια του Atari και στο «Akira»), υποστηρίζει πεισματικά τη δύναμη του παραμυθιού, αλλά δυσκολεύεται εδώ να βγάλει την ψυχή της σχηματικής μα συγκινητικής ιστορίας του πάνω από την ισοπεδωτική λαίλαπα των ειδικών εφέ και τη θεαματική μανιέρα της βιντεογκέιμ κουλτούρας.
ΗΠΑ. 2018. Διάρκεια: 140΄. Διανομή: TANWEER.
Ο εφευρέτης ενός σύμπαντος εικονικής πραγματικότητας αφήνει την αμύθητη περιουσία του στο πρώτο άτομο που θα βρει ένα κρυμμένο ψηφιακό αντικείμενο, πυροδοτώντας έναν διαγωνισμό που καθηλώνει όλο τον κόσμο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ 29.3.2018 [4/5]
Στο A.I. ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στρίμωξε τις μεταφυσικές του ανησυχίες σε ένα μελοδραματικό σχήμα και υπέκυψε στα τραύματα της σύγκρουσης κλίμακας ανάμεσα στην αρχέτυπη λαχτάρα ενός παιδιού να βρει επιτέλους μια μανούλα και στο μεγαλοπρεπές, ανοιχτό πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης ‒ ευγενής, αλλά αποτυχία. Αντίθετα, στο Ready Player One όχι απλώς βρίσκεται στο στοιχείο του αλλά κάνει σλάλομ ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία όπως κανείς άλλος, νεότερος ή συνομήλικός του, δεν είναι ικανός να καταφέρει. Με εφηβική ενέργεια και διψασμένη περιέργεια ο θαυματοποιός του αμερικανικού σινεμά καταρχάς εκτελεί χρέη τροχονόμου σε ένα αχανές υλικό, που δυστυχώς δεν είναι δικό του, αν και υπεραγαπά, για να μετατρέψει το παραθετικό χάος σε μια αντιληπτή ζούγκλα αναρίθμητων αναφορών σε videogames και χαρακτήρες από ταινίες και κόμικς, διασταυρώνοντας αγαπημένα και δημοφιλή σύμβολα της ποπ κουλούρας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών με μια νεανική περιπέτεια των βαρέων κυβικών και του αλέγρου γούστου του. Η μισή ταινία περιστρέφεται γύρω από το δυστοπικό Οχάιο και η άλλη μισή εκρήγνυται σε ένα παράλληλο σύμπαν βύθισης σε μια τεχνολογική θρησκεία Με την πρωτότυπη πηγή, το best seller Αν είσαι έτοιμος πάτα Enter του Έρνεστ Κλάιν πάλευε επί 6 χρόνια, όχι μόνο για να μετατρέψει, με τη συνδρομή του συγγραφέα, τις εκατοντάδες σελίδες σε στρωτό και βιώσιμο σενάριο αλλά, κυρίως, για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα χρήσης από τις εταιρείες και τους εμπορικούς κολοσσούς που τα έχουν και τα εκμεταλλεύονται. Ειρωνικά, πέτυχε να τα «καθαρίσει» όλα, εκτός από τον Ultraman (μπερδεμένη ιδιοκτησία), τον οποίο αντικατέστησε με τον Iron Giant, και το Star Wars, που η Disney δεν του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει, γιατί απλώς δεν ήθελε ‒ ο κολλητός του φίλος και παλιός συνεργάτης στους Ιντιάνα, Τζορτζ Λούκας, δημιουργός του Πολέμου των Άστρων, έχει οριστικά και κερδοφόρα παραιτηθεί από κάθε εμπορική ωφέλεια και χρήση του δημιουργήματός του. Η απώλεια, ωστόσο, δεν φαίνεται: από τη Λάρα Κροφτ, τους ήρωες της DC, τον Κινγκ Κονγκ και τους δικούς του δεινοσαύρους από το Jurassic Park ως τον Σόνικ της Sega, την Τσουν Λι, τους απέθαντους και πανκακιώτατους Φρέντι Κρούγκερ και Τσάκι, την Οδύσσεια του Διαστήματος και, σε μια εκτεταμένη σεκάνς-έκπληξη, μια σπαρταριστή σύνοψη της Λάμψης του Κιούμπρικ, για αρχάριους και μυημένους ταυτόχρονα, παρωδία και φόρος τιμής re-ντεκουπαρισμένη με ακρίβεια ζογκλέρ, οι διασταυρώσεις είναι καταιγιστικές και ευφάνταστες, επιβλητικές και πλακατζίδικες, με άξονα πάντα το βιντεο-επιτραπέζιο σενάριο. Ο ήρωας είναι ο Γουέιντ Γουότς, ένας έφηβος που ζει στο Κολόμπους του Οχάιο το 2045, κάτω από δεινές οικονομικές συνθήκες και με πενιχρές κοινωνικές προοπτικές, όπως όλος ο κόσμος, με μοναδική διέξοδο την εικονική πραγματικότητα. Είναι ένας από τους πολλούς gunters, δηλαδή «κυνηγούς αυγών», του μπόνους που φέρνει η νίκη σε ένα virtual reality παιχνίδι, το Oasis, που σχεδίασε ο εκλιπών πια Τζέιμς Χάλιντεϊ. Όποιος καταφέρει να ξεπεράσει τα εμπόδια από τις πολλαπλές πίστες και αποκτήσει διαδοχικά τα τρία κλειδιά, θα κερδίσει ένα αστρονομικό ποσόν. Ως σύγχρονος Γουόρχολ της κινούμενης εικόνας, ο Σπίλμπεργκ έχει πλήρη επίγνωση του μάρκετινγκ και της ανασύστασης των επιμέρους στοιχείων που το συναποτελούν. Ο δαιμόνιος Γουότς και το avatar του, ο Πάρζιβαλ, θα συναντήσουν σθεναρή αντίσταση από την εταιρεία που ελέγχει όλο τον εξοπλισμό του Oasis και το αφεντικό της, τον Νόλαν Σορέντο (Μπεν Μέντελσον), αλλά θα έχει συμμάχους, ντροπαλούς «πραγματικούς» ανθρώπους που, όπως κι εκείνος, μεταμορφώνονται σε τολμηρούς κυνηγούς σε αυτό το γεμάτο παγίδες και αδρεναλίνη κυνήγι θησαυρού. «Όταν ήμουν νεότερος, έκανα ταινίες από τη θέση του θεατή, για τους θεατές» δήλωσε πρόσφατα στους «New York Times» ο Αμερικανός σκηνοθέτης, παραδεχόμενος πως ο λόγος που σταμάτησε να λειτουργεί με γνώμονα το κέφι ήταν η ηλικία. Με το Raedy Player One ξαναβρίσκει το χαμένο του mojo και ταυτόχρονα δεν παραλείπει να πυροδοτήσει το κλασικό στη φιλμογραφία του μοτίβο των παιδιών που μοιάζουν εγκαταλειμμένα από γονείς και δρουν πιο έξυπνα από τους ενηλίκους και να εμβολιάσει με κοινωνικό νόημα το λαχταριστό λούνα παρκ που έχει φυτέψει στην παιχνιδοαρένα του. Η μισή ταινία περιστρέφεται γύρω από το δυστοπικό Οχάιο και η άλλη μισή εκρήγνυται σε ένα παράλληλο σύμπαν βύθισης σε μια τεχνολογική θρησκεία, καλωδιωμένη μέσα από αναρίθμητες μπράντες, εθιστική σα ναρκωτικό επικίνδυνο και σωτήριο μαζί. Ως σύγχρονος Γουόρχολ της κινούμενης εικόνας, ο Σπίλμπεργκ έχει πλήρη επίγνωση του μάρκετινγκ και της ανασύστασης των επιμέρους στοιχείων που το συναποτελούν. Το αποδέχεται και το απολαμβάνει ταυτόχρονα. Ο τρόπος που το οικειοποιείται είναι καταιγιστικός, πολύ συχνά ιδιοφυής ‒ σου πέφτει το σαγόνι με την ταχύτητα και τη δεξιοτεχνία του. Το Ready Player One τραβάει το φινάλε του, η τελική διαπίστωση περί ρεαλισμού είναι απλουστευτική, παρά το ηθελημένο pause στον σαματά που έχει προηγηθεί και οι χαρακτήρες, εκτός του μικρού Στίβεν (που σαν τον Γούντι Άλεν επιλέγει παιδιά που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τα φανταστικά alter ego του), είναι κάπως σχηματικοί. Ωστόσο, τα ζαλιστικά επίπεδα της πλοκής αποζημιώνουν, και καθηλώνουν. Και παρά το ότι το Reay Player One έχει τη ζέση και τη ζωή που έλειπε από τον Μεγάλο φιλικό γίγαντα και τον Τεν-τεν, και το fun επέστρεψε στον δημιουργό που τα τελευταία χρόνια μαζεύει διαδοχικές υποψηφιότητες Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και φέρνει περισσότερα κέρδη με τις ιστορικές ταινίες του, όπως το Λίνκολν και το Post, ο λόγος που ίσως δεν ξαναφτάσει στα επίπεδα μαγείας των ’70 και των ’80s (ΕΤ, Σαγόνια του Καρχαρία) είναι το ότι η πληροφορία της σημειολογίας των διασκεδαστικών ταινιών του είναι δυνατότερη από το πηγαίο ένστικτο της πρώτης του περιόδου. Πηγή: www.lifo.gr
Ready Player One (***) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Πρωταγωνιστούν: Τάι Σέρινταν, Ολίβια Κουκ, Μπεν Μέντελσον, Τ.Τζ. Μίλερ, Σάιμον Πεγκ, Μαρκ Ράιλανς
Το 2045 οι μεγαλουπόλεις της Γης έχουν μετατραπεί σε χαοτικές αστικές ζούγκλες με κτίρια-τροχόσπιτα χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο και τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού να ζει σε μια εικονική πραγματικότητα ονόματι OASIS. Όταν ο εκκεντρικός δημιουργός του OASIS πεθαίνει, αφήνει μια σειρά γρίφων στους αμέτρητους πιστούς του προκαλώντας τους να ξεδιαλύνουν ώστε να φτάσουν σε τρία μαγικά κλειδιά. Η απόκτησή τους θα ξεκλειδώσει όλα τα μυστικά του OASIS και θα καταστήσουν τον νικητή σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού. Ο νεαρός Γουέιντ Όουενς, από τους ικανότερους χρήστες, έχει τα φόντα για να τα καταφέρει όπως και μια χούφτα ακόμη περιθωριακών ανταγωνιστών του, όμως όλοι τους θα πρέπει να τα βάλουν πρώτα με τους πολυάριθμα ταλέντα που στρατολογεί μια πανίσχυρη διαδικτυακή εταιρεία.
Ο παλιός καλός στρατιώτης… Σπίλμπεργκ. Ακομπλεξάριστος, περιπετειώδης και με ενθουσιασμό μικρού παιδιού διασκευάζει το μπεστσέλερ «Αν είσαι έτοιμος, πάτα enter» του Έρνεστ Κλάιν (εκδ. Πατάκη) και μας καλεί σε ένα μέλλον που μοιάζει εφιαλτικό αλλά και ελκυστικό μαζί. Ένα μέλλον εύκολα αναγνωρίσιμο, με οικείες αναφορές (όλη η μυθολογία των 80s, μουσική, τηλεοπτική και κινηματογραφική, παρελαύνει στην οθόνη) που μοιάζει να έρχεται με φόρα καταπάνω μας. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές γινόμαστε μάρτυρες μιας πραγματικότητας που καθηλώνει. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε τρύπες αντί σπιτιών, παραγγελίες φαγητών και προϊόντων που παραδίνονται από ιπτάμενα ρομποτάκια courier και η νεολαία δέσμια κάποιων παλαιών οικογενειακών χρεών που συνεχώς διογκώνονται. Η μόνη διέξοδος σε όλα αυτά είναι η εικονική πραγματικότητα του OASIS, που δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη του να κάνει ό,τι θέλει, να ταξιδέψει σε κόσμους που έχει ονειρευτεί και κυρίως να μεταμορφωθεί σε όποιον ήρωα επιθυμεί. Το μήνυμα αποκτά ανατριχιαστικές ιδιότητες (άλλοι κατακτούν τεράστια κύματα σε ειδυλλιακές θάλασσες κι άλλοι κατακτούν ανθρώπους και τόπους), το δυστοπικό μέλλον τονίζεται με κάθε τρόπο –η κάμερα διασχίζει κλειστά διαμερίσματα μοναχικών ανθρώπων που φορούν τα ειδικά γυαλιά και ζουν το «όνειρο»–, η ανάγκη για επικοινωνία έχει προ πολλού μεταλλαχτεί σε διαδικτυακά ραντεβού όπου οι ψεύτικες ταυτότητες οργιάζουν και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. «Ανυπομονώ να τη γνωρίσω» λέει ο Γουέιντ για την αινιγματική «Art3mis» και η απάντηση του κολλητού του: «Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτή η γκόμενα που θα συναντήσεις δεν είναι ένας υπέρβαρος μαύρος;». Μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια εδώ: ούτε οι δύο φίλοι που έχουν τον παραπάνω διάλογο γνωρίζουν ο ένας την αληθινή ταυτότητα του άλλου. Μια οπτική πανδαισία, γνήσιος fan κινηματογράφος, ατόφια συγκίνηση δεμένη με μια vintage νοσταλγία και κυρίως ένας φόρος τιμής στα 80s με προεξάρχουσα αναφορά στην κιουμπρική «Λάμψη» ως το «πιο τρομακτικό θρίλερ όλων των εποχών» με τρομερή κωμική αναπαραγωγή των σημαντικότερων σκηνών του!
Ready Player One
του Στίβεν Σπίλμπεργκ
ΚΡΙΤΙΚΗ 25 MAR 2018
[3,5/5] ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί με ορμή 20χρονου fanboy και τη σοφία ενός σπουδαίου δημιουργού το easter egg που κρύβεται στις ζωές όλων – αρκεί να βρεθεί κάποιος να σε στείλει χωρίς την παραμικρή ενοχή στη μεγάλη περιπέτεια της αναζήτησής του.
Βρισκόμαστε στο 2045. Επικρατεί χάος και ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει. Μόνη σωτηρία είναι το OASIS, ένα επεκτατικό σύμπαν εικονικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε από τον ευφυή και εκκεντρικό Τζέιμς Χάλιντεϊ. Oταν ο Χάλιντεϊ πεθαίνει, αφήνει την αμύθητη περιουσία του στο πρώτο άτομο που θα βρει ένα ψηφιακό πασχαλινό αυγό, κρυμμένο κάπου στο OASIS, πυροδοτώντας έναν διαγωνισμό που καθηλώνει όλο τον κόσμο. Oταν ένας απίθανος νεαρός ήρωας με το όνομα Γουέιντ Γουάτς αποφασίζει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό, παρασύρεται σε ένα ιλιγγιώδες κυνήγι θησαυρού που αψηφά τους κανόνες της πραγματικότητας μέσα σε ένα φανταστικό σύμπαν μυστηρίου, ανακαλύψεων και κινδύνων.
To πραγματικά συναρπαστικό δεν είναι αυτό που τις τελευταίες μέρες κυκλοφορεί εν είδει αποφθέγματος ανάμεσα σε όλους όσους λάτρεψαν το «Ready Player One»: το γεγονός δηλαδή ότι δύσκολα θα πίστευε κάποιος που δεν ξέρει ότι το φιλμ είναι δημιούργημα ενός ανθρώπου 71 ετών.
Αυτό που ενθουσιάζει περισσότερο και επιβεβαιώνει τελικά μια ιστορική αλήθεια που μετά από δεκαετίες μπορεί πλέον να περιβάλλει με πραγματικό δέος τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, είναι πως αυτός ο 70χρονος γύρισε πριν λίγο καιρό ένα έξοχο πολιτικό θρίλερ στο στιλ της δεκαετίας του ’70 και αμέσως μετά (αν δεν αλλάξει γνώμη ανάμεσα στα πολλά πρότζεκτ που έχει στο μυαλό του) ετοιμάζει ένα ριμέικ του «West Side Story» και τον πέμπτο «Ιντιάνα Τζόουνς».
Μια ποικιλομορφία που είναι προφανής μόνο εξωτερικά ανάμεσα στους τίτλους της φιλμογραφίας του, αφού στην καρδιά της βρίσκεται πάντα αυτός ο ίδιος σπουδαίος σκηνοθέτης, το ίδιο ενθουσιώδες παιδί, ο ίδιος αφοσιωμένος σινεφίλ που θέλει το σινεμά του καθαρό, απενοχοποιημένο, ικανό να σε συγκινήσει και μαζί να σου θυμίσει ένα δυο πράγματα ξεχασμένα για τους ανθρώπους, τις ζωές τους και τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να είναι λίγο καλύτερος.
Στο «Ready Player One» ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί με το κέφι ενός fanboy που δεν χορταίνει να βρίσκει easter eggs (είναι τα κρυμμένα στοιχεία στα video games – μετέπειτα και στις ταινίες – που ανοίγουν κι άλλες πίστες ή κρύβουν μια έξυπνη αναφορά) στα βιντεοπαιχνίδια που παίζει με τις ώρες και που επιτέλους – ελέω δικαιωμάτων – μπορεί να έχει στην ίδια ταινία τον Κινγκ Κονγκ, τον Γκοτζίλα, τον Φρέντι Κρουγκερ από τον «Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες», τον Τσάκι από την «Κούκλα του Σατανά», τον Iron Giant, το «Επιστροφή στο Μέλλον» – όλα τα παραπάνω με soundtrack που ξεκινάει από τους A-ha και τους New Order για να φτάσει μέχρι τους Van Halen, τον Μπρους Σπρίνγκστιν και τους Earth Wind & Fire.
Το τεράστιο (οπτικοακουστικό) jukebox που συνθέτει από όλα όσα αποτελούν το σύμπαν του βιβλίου του Ερνεστ Κλάιν από το 2011 είναι την ίδια στιγμή και μια εξτραβαγκάντζα του φανταστικού που δεν νιώθει την παραμικρή ενοχή να χτυπήσει κέντρο στη νοσταλγία, στο geekiness (όπως το ορίζει κανείς), να σου τινάξει το μυαλό με μια απίθανη σκηνή στο ξενοδοχείο της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, να αστειευτεί και να σοβαρευτεί, να τραβήξει μια για πάντα τη γραμμή απομονώντας οριστικά όσους θεωρούν πως τα ειδικά εφέ – και ειδικά η τεχνική του motion capture που δεσπόζει εδώ στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας – σκοτώνουν το σινεμά ή άλλα τέτοια φαιδρά.
Με τη σοφία ενός δημιουργού που γνωρίζει από ρυθμό, αφήγηση και πότε ακριβώς είναι η σωστή στιγμή να αφήσεις για λίγο την ιστορία σου και να ασχοληθείς με το θεατή σου, ο Σπίλμπεργκ μπαινοβγαίνει από το δυστοπικό 2045 στο εικονικό Oasis, σαν να κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Καθόλου τυχαία, οι ήρωές του παραμένουν «ζωντανοί» ακόμη (ή και περισσότερο) και όταν είναι ψηφιακοί, ενώ βγαίνουν στην πραγματικότητα ακριβώς τη σωστή στιγμή για να υπενθυμίσουν πως ό,τι βλέπουμε είναι φυσικά κάτι περισσότερο από ένα blockbuster που τελειώνει με τους τίτλους τέλους του και περιμένει το λογαριασμό στα ταμεία για να επιδείξει τη δύναμή του.
Το «περισσότερο» αυτό είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ που – αντίθετα με τα φαινόμενα – αντιμετωπίζει τη ζωή μέσα στο Oasis σαν την απόλυτη επιστροφή στην παιδική ηλικία, φανερά γοητευμένος από το best- seller του Κλάιν, όχι φυσικά για την υπερκατανάλωση ποπ κουλτούρας αλλά για τη μικρή αλλά τόσο οικουμενική ιστορία (του κόσμου) που βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας και αποκαλύπτεται στην ολότητά της στο φινάλε του.
Ναι, μπορεί η αγωνία της καταλληλότητας να αφαίρεσε «επίμαχα» ενήλικα σημεία από το βιβλίο, μπορεί το τρίτο μέρος να βαραίνει μέσα στην υπέρμετρη ελαφρότητά του και μπορεί να μοιάζει αδύνατον να καταχωρήσεις όλες τις αναφορές που αραδιάζονται μπροστά στα μάτια σου ως τέτοιες, αλλά (δεν είναι spoiler) χωρίς καμία επιτηδευμένη αίσθηση μελοδράματος, με μια φυσικότητα αφοπλιστική και εκείνο το στοιχείο που θα κάνει πάντα το σινεμά ένα νέο θαυμαστό κόσμο, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ διασκεδάζει τόσο με το «Ready Player One» που δεν του επιτρέπει παρά να είναι μια υπέροχη εφηβική ταινία που διακηρύττει με όρους απόλυτου entertainment το κρυστάλλινο αίτημά της για πίστη στη φιλία, την αγάπη, την διαφορετικότητα και το παιδί μέσα μας που κάποια στιγμή – από κεκτημένη ταχύτητα ή ας την πούμε και κυνικότητα – του απαγορέψαμε να παίζει.
Κριτική: Ready Player One Γιώργος Νυκταράκης [7/10]
Οι τελευταίες δύο ταινίες του Steven Spielberg σε διάστημα λίγων μηνών αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της φιλμογραφίας του, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ικανότητά του να εναλλάσσεται με επιτυχία ανάμεσα στις αγαπημένες του θεματολογίες.
Έτσι μετά το πολιτικοποιημένο δράμα The Post, ο σύγχρονος παραμυθάς του Hollywood έρχεται με μια αυθεντική περιπέτεια φαντασίας στην οποία φαίνεται να καταδιασκεδάζει.
Και μαζί του θέλει να ξεσηκώσει και εμάς, ξεκινώντας και με το Jump από Van Halen με σκοπό να μας κάνει να «πηδήξουμε» από τις καρέκλες μας.
Υπό μία μεταφορική έννοια τα καταφέρνει.
Εδώ η ιστορία εκτυλίσσεται στο αρκετά μακρινό 2045 όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει ουσιαστικά μέσα από ένα διαδικτυακό παιχνίδι (κάπως πιο κοντινό και γνώριμο αυτό).
Χωρίς πολλές λεπτομέρειες για την υπόθεση, ξεκινάει ένα κυνήγι θησαυρού μέσα στο παιχνίδι όπου οι διαγωνιζόμενοι ψάχνουν να βρουν τα λεγόμενα Easter Eggs.
Δηλαδή (μισο)κρυμμένες αναφορές και μηνύματα τα οποία συνήθως λειτουργούν ως tribute σε καλλιτεχνικά πρόσωπα ή δημιουργίες.
Ο Spielberg ο οποίος έχει μια ιδιαίτερη αγάπη σε αυτό, βγάζει όλη τη νοσταλγία προς τις προηγούμενες δεκαετίες βρίσκοντας την ευκαιρία να γεμίσει την ταινία με τα δικά του «αυγά».
Πολλές κινηματογραφικές αναφορές, ανάλογες συζητήσεις, «ανασκαφή» ρετρό video games, και ένα κλίμα 80’s το οποίο ενισχύεται μέσα από το πολύ πετυχημένο soundtrack.
Γενικά οι φαν της pop κουλτούρας θα μπουν και οι ίδιο σε ένα παιχνίδι αναζήτησης προσπαθώντας να ανακαλύψουν από πού προέρχονται όλα αυτά που μας παρουσιάζει.
Φυσικά τα παραπάνω έχουν αντίκτυπο στην κεντρική ιστορία η οποία σε διάφορα σημεία δεν πείθει, στους ηθοποιούς και στις ερμηνείες που έρχονται σε δεύτερη μοίρα [Tye Sheridan (X-Men: Apocalypse), Olivia Cooke (The Limehouse Golem)], ενώ και η σπιντάτη δράση η οποία αποτελεί ουσιαστικά video game μπορεί να ξενίσει μερικές στιγμές.
Παρόλα αυτά η σκηνοθετική πινελιά του Spielberg μας κάνει να αφήνουμε στην άκρη τις διαφωνίες μας διατηρώντας ένα εξαιρετικό επίπεδο ρυθμού, με την ταινία να μην γίνεται κουραστική παρά τη διάρκεια αλλά και τις ευκολίες που υπάρχουν προς το φινάλε.
Και μέσα σε όλα αυτά βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει τη σύγχρονη διαδικτυακή παγκοσμιοποίηση και την ανάγκη μας να ζούμε συνεχώς μέσω υπολογιστών, μέσω παιχνιδιών, γενικότερα μέσω άλλων… μέσων, ψάχνοντας έναν τρόπο διαφυγής από την καθημερινότητα.
Δεκτό αν σκεφτούμε πώς είναι η καθημερινότητα, αλλά μέσα από αυτή πρέπει να βρίσκουμε τις διεξόδους μας.
Γιατί όπως μας λέει, το ωραίο της πραγματικότητας, είναι ότι είναι πραγματική.
Και οφείλουμε να τη ζούμε.
Και μετά από αυτό το ολίγον ηθικοπλαστικό μάθημα συνοψίζουμε.
Μια άκρως διασκεδαστική περιπέτεια φαντασίας η οποία γίνεται έως και απολαυστική μέσα από το κυνήγι και την αναζήτηση των αμέτρητων αναφορών στην pop κουλτούρα, λειτουργώντας για τον Spielberg ως φόρος τιμής στον καλλιτεχνικό χώρο που αγάπησε.
Ready Player One
Χαμός στην… ποπ κουλτούρα! Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ επιστρέφει στη δεκαετία του ‘80 και στο είδος που καθόρισε κινηματογραφικά, διασκευάζοντας το ομώνυμο βιβλίο του Έρνεστ Κλάιν. Ready Director One?
Από τον Πάνο Γκένα [3,5/5]
«Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», «Επιστροφή στο Μέλλον», «Γκρέμλινς» και «Ε.Τ.». Και όχι μόνο. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο άνθρωπος που καθόρισε πολιτιστικά, εμπορικά και καλλιτεχνικά τη δεκαετία του ‘80 ως σκηνοθέτης και παραγωγός, επιστρέφει με το «Ready Player One» στο μπλοκμπάστερ επιστημονικής φαντασίας και «βάζει όπισθεν» με συνοδηγό τον θεατή σε μία εικονική «όαση» κινηματογραφικής μνήμης, ανόθευτης ψυχαγωγίας κι αθεράπευτης νοσταλγίας. Μετά το κοινωνικά και πολιτικά επίκαιρο «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά», ο ακούραστος δημιουργός κάνει το «νταμπλ» με την «εμπορική πραγματικότητα» της νέας ταινίας του και διασκευάζει ευφάνταστα το best-seller του Έρνεστ Κλάιν «Αν Είσαι Έτοιμος, Πάτα Enter».
Το 2045 ο κόσμος βρίσκεται στα όρια της ανέχειας και η ανθρωπότητα έχει βρει διαφυγή στο OASIS, ένα σύμπαν εικονικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε από τον ευφυή κι εκκεντρικό Τζέιμς Χάλιντεϊ (Μαρκ Ράιλανς). Ο θάνατος του θα αποτελέσει την αφετηρία ενός παγκόσμιου διαγωνισμού για την ιδιοκτησία του εικονικού κόσμου, ένα έπαθλο που θα αποκτήσει όποιος βρει πρώτος το ψηφιακό Πασχαλινό Αυγό (easter egg), που έχει κρύψει ο Χάλιντεϊ. Ο νεαρός Γουέιντ Γουότς (Τάι Σέρινταν) αποφασίζει να πάρει μέρος στο ιλιγγιώδες κυνήγι θησαυρού, ενώ παράλληλα ένας τεχνολογικός κολοσσός, η αδίστακτη IOI, αποτελεί τον πιο σοβαρό κι επικίνδυνο διεκδικητή του OASIS.
… μία οπτικοποιημένη μνήμη, στην οποία μπορείς να ανακαλέσεις αυτόματα εικόνες, μουσικές, χαρακτήρες και καταστάσεις που έχεις αποθησαυρίσει.
Το βιβλίο, ένας φόρος-τιμής στην ποπ κουλτούρα του ‘80 και παράλληλα ένα έπος φαντασίας και εικονικής πραγματικότητας, περιλαμβάνει πληθώρα στοιχείων και αναφορών που έχουν γίνει με τα χρόνια παγκόσμια παρακαταθήκη. Με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, στις ταινίες, τη μουσική και τη μόδα της δεκαετίας, η ρετρολαγνεία των καιρών μας έχει βρει άλλωστε νοσταλγικό άλλοθι σε πολλές πολιτιστικές αναφορές των ‘80s και ο Σπίλμπεργκ, ως θεματοφύλακας της παράδοσης της δεκαετίας, αποτελεί τον ιδανικό σκηνοθέτη για το βιβλίο του Κλάιν και μαζί τον πιο έμπιστο αφηγητή που μπορεί να ενορχηστρώσει την πολυπαραγοντική «συμφωνία».
Ο Σπίλμπεργκ στα πρώτα λεπτά της ταινίας και με οικονομία χρόνου (σε αντίθεση με τις πρώτες 100+ σελίδες του βιβλίου) καταφέρνει να συστήσει και τους δυο κόσμους του «Ready Player One», τον πραγματικό και τον εικονικό, παραμένοντας πιστός στο όραμα του Κλάιν και ζωντανεύοντας τόσο την εμβληματική εικόνα με τα φτωχικά τροχόσπιτα που αποτελούν τις «στίβες», όσο και τον εικονικό, όπου όλα είναι δυνατά. Από ‘κει και πέρα, η ταινία στήνει ένα συναρπαστικό πανηγύρι από ιδέες που σαρώνουν τον αμφιβληστροειδή. Μπορεί οι σεναριακές ευκολίες να μην αφήνουν απαραίτητα χώρο για αυθεντική αγωνία σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής, από την άλλη το «Ready Player One» είναι πολλά περισσότερα από ένα πανάκριβο (και τεχνικά άψογο) φιλμ που συνδυάζει πραγματικότητα με CGI.
Ο Σπίλμπεργκ παίρνει αρκετές δημιουργικές ελευθερίες σε σχέση με το βιβλίο (το σενάριο της ταινίας συνυπογράφουν ο συγγραφέας μαζί με τον Ζακ Πεν των «Avengers») και μέσα από τις τρεις δοκιμασίες του Χάλιντεϊ επισκέπτεται ο ίδιος κινηματογραφικά είδη ή αναφορές που δείχνουν να αποτελούν και δικές του προσωπικές εμμονές. Και το σίγουρο είναι πως αποτελούν κοινό βίωμα των θεατών επίσης. Από την ιλιγγιώδη κούρσα με guest stars τον Κινγκ Κονγκ και τον T-Rex του «Jurassic Park», και τους συμμετέχοντες να οδηγούν τη DeLorean της «Επιστροφής στο Μέλλον», τη μηχανή του «Akira», το Interceptor από το «Mad Max», την αξέχαστη «Christine» ή το Batmobile του 1966, μέχρι την εμφάνιση των Iron Giant, Τζόκερ, Γκάνταλφ, Φρέντι Κρούγκερ, Alien, Hello Kitty κ.α. (η ταινία προσφέρεται για αμέτρητα pause, ώστε να εντοπίσεις όλους τους χαρακτήρες που εμφανίζονται) το «Ready Player One» κάνει μία πληθωρική χρήση αναφορών, αλλά με μία παιχνιδιάρικη διάθεση που «κλείνει το μάτι» στο κοινό. Ο OASIS είναι ένας «κόσμος» που παρέχεται δωρεάν. Είναι σχεδόν μία οπτικοποιημένη μνήμη, στην οποία μπορείς να ανακαλέσεις αυτόματα εικόνες, μουσικές, χαρακτήρες και καταστάσεις που έχεις αποθησαυρίσει. Είναι ένας κόσμος που νιώθεις οικείο. Ο Σπίλμπεργκ χρησιμοποιεί όλες τις αναφορές για να υπηρετήσει τους χαρακτήρες κι όχι ως αντιδάνεια προς εκμετάλλευση. Τα περισσότερα από τα παραπάνω άλλωστε παραμένουν κυρίως κρυφά, υπάρχουν ως easter eggs της ταινίας που προκαλούν το θεατή και αξίζει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
[ΠΡΟΣΟΧΗ για SPOILERS] Μεγαλύτερη έκπληξη, και σκηνή που δεν υπάρχει στο βιβλίο, η δεύτερη δοκιμασία του «Ready Player One» είναι ένα κινηματογραφικό παιχνίδι του Σπίλμπεργκ και φόρος-τιμής στον αγαπημένο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ποιος θα περίμενε πως 38 χρόνια μετά, οι θεατές θα επισκέπτονταν ξανά τη «Λάμψη» και ο Σπίλμπεργκ το σκηνικό του Ξενοδοχείου Overlook; Διόλου τυχαίο, μέσα στον κυκεώνα meta-αναφορών που κυριαρχούν στο «Ready Player One», αξίζει να σημειωθεί πως μετά το πέρας των γυρισμάτων της «Λάμψης», ο Σπίλμπεργκ γύρισε στο ίδιο μέρος τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού». [ΤΕΛΟΣ SPOILERS]
Το «Ready Player One» βρίσκει τα θετικά σημεία της διαφυγής, αλλά στο τέλος υπενθυμίζει πως οφείλεις να ανοίξεις το πλάνο στην πραγματικότητα.
Συνεπής στα χαρακτηριστικά trademarks που συναποτελούν τη φιλμογραφία του, ο βασικός ήρωας του «Ready Player One» είναι ο κοινός άνθρωπος-πρωταγωνιστής των ταινιών του Σπίλμπεργκ. Ο Γουέιντ Γουότς είναι ένας ορφανός έφηβος που βρίσκεται σε μία εξω-πραγματική συνθήκη και ο Τάι Σέρινταν (Cyclops στο «X-Men: Απόκαλιψ», «Δέντρο της Ζωής») ενσαρκώνει με αγνές προθέσεις το σπιλμπεργκικό alter-ego. Στον αντίποδα η Art3mis της Ολίβια Κουκ (που είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις στο τηλεοπτικό «Bates Motel») είναι το δυναμικό αντίβαρο, εκείνη που προκαλεί τον Γουότς, έχει πολύ πιο καθαρό στόχο για την διεκδίκηση του OASIS, αλλά και του τι διακυβεύεται. Στο υπόλοιπο καστ, ο Μπεν Μέντελσον («Rogue One») στο ρόλο του Νόλαν Σορέντο, αφεντικό της ΙΟΙ, και ο Τ.Τζ.Μίλερ (I-R0k) διασκεδάζουν με τα κλισέ των χαρακτήρων τους, ενώ ο αγαπητός Μαρκ Ράιλανς (Όσκαρ Β’ Αντρικού για τη «Γέφυρα των Κατασκόπων») στο ρόλο του Χάλιντεϊ επικοινωνεί τη δυσκολία κοινωνικοποίησης ενός nerd με παιδική αφέλεια και ειλικρίνεια.
Μέσα από συναρπαστικά καρέ, ευρηματικές ιδέες, ταινίες, video games και υπό τους ήχους των Van Halen ή των Bee Gees, το ποπ αμάλγαμα του «Ready Player One» παρουσιάζει έναν κοινό τόπο παγκόσμιας κληρονομιάς. Μέσα σε έναν κόσμο βυθισμένο σε μία οθόνη κινητού ή υπολογιστή, το «Ready Player One» βρίσκει τα θετικά σημεία της διαφυγής, αλλά στο τέλος υπενθυμίζει πως οφείλεις να ανοίξεις το πλάνο στην πραγματικότητα. Και κυρίως υπερθεματίζει την εμπειρία και το βιωματικό ταξίδι περισσότερο από τον στόχο. «Σ’ ευχαριστώ που έπαιξες το παιχνίδι μου», λέει σε κάποια φάση ο Χάλιντεϊ. Και είναι σαν να ακούς τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ, έναν σκηνοθέτη που βρήκε «σπίτι» στην κινηματογραφική αίθουσα και «οικογένεια» στα πρόσωπα των θεατών του. «Αν Είσαι Έτοιμος, Πάτα Enter» είναι ο ελληνικός τίτλος του βιβλίου του Έρνεστ Κλάιν. Παραφράζοντάς τον λοιπόν, κάθε φορά που θα είσαι έτοιμος Στίβεν, εμείς θα πατάμε Enter στην κινηματογραφική αίθουσα.
READY PLAYER ONE (2018)
του Ηλία Φραγκούλη [5/5]
Σε ένα δυστοπικό για τον πλανήτη Γη μέλλον, οι άνθρωποι αναζητούν τη φυγή μέσα από το OASIS, μια virtual reality εθιστική ψευδαίσθηση που σε βυθίζει στο σύμπαν της και μπορεί να σου κοστίσει και τη ζωή σου… στην πραγματικότητα! Μοναδική σωτηρία για την ανθρωπότητα, η εύρεση τριών κλειδιών που θα οδηγήσουν τον εκλεκτό Player στο Easter egg που έκρυψε ο δημιουργός του.
Για να βρεις το μυστικό, πρέπει να πας… πίσω. Όσο μπροστά (πολλαπλής ερμηνείας η λέξη) κι αν βρίσκεσαι. Με όχημα μια φουτουριστική περιπέτεια δυστοπίας, λοιπόν, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μας οδηγεί (φαινομενικά) σε ένα μέλλον τεχνολογικής εξέλιξης αλλά βιοτικής υποβάθμισης, το οποίο έχει εξελίξει την πιο διαδεδομένη μορφή φυγής σε παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας που υποδουλώνει τον άνθρωπο, του στερεί κάθε είδους σκέψη, κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, κάθε χαρά της ζωής. Δεν υπάρχει το σινεμά, δεν υπάρχει το Netflix, δεν υπάρχουν πλατφόρμες αναζήτησης ψυχαγωγίας… παλιομοδίτικης. Υπάρχει μονάχα το OASIS. Και μέσα σε αυτό, μπορεί(ς) να χάσεις τα πάντα. Μέχρι και να πεθάνεις ακόμη. Σε έναν κόσμο στον οποίο, έτσι κι αλλιώς, δεν αξίζεις τίποτα αν δεν έχεις πια τρόπους να πληρώνεις το OASIS. Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, ο Σπίλμπεργκ αισθάνεται τρόμο για το μέλλον τού κόσμου μας. Δεν τολμά να πάει πιο μπροστά, δεν ξέρει αν υπάρχει δυνατότητα για ένα restart. Και νιώθει υποχρεωμένος να μας δείξει τον δρόμο που ξέρει καλύτερα, υποσχόμενος τη σωτηρία μέσω της… pop κουλτούρας. Της πιο μαζικής πολιτιστικής κληρονομιάς του γήινου κόσμου μας. Πίσω. Στα χρόνια που η βιομηχανία του entertainment είχε μυαλό, πρόσφερε «τροφή» γι’ αυτό και συντηρούσε υγιώς τις μνήμες μας. Πίσω. Ολοταχώς.
Βέβαια, σε μια περίοδο απόλυτης Marvel-οποίησης και αποβλάκωσης των μαζών (ειδικά σε σχέση με το genre του φανταστικού), είναι πολύ τολμηρό αυτό που επιχειρεί ο Σπίλμπεργκ με το «Ready Player One». Εκ πρώτης όψης (και εκ της πιο ασφαλούς «ανάγνωσης») προσφέρει ένα nostalgia trip που μοιάζει με trivial παιχνίδι. Είναι απολαυστικό να εντοπίζεις τις (κυρίως κινηματογραφικές) αναφορές που κάνει στο παρελθόν, όμως, ακριβώς όπως όλοι πέφτουν στην παγίδα του τελευταίου level πριν από την αποκάλυψη του Easter egg, έτσι κινδυνεύεις να παραπλανηθείς και να χάσεις την ουσία του έργου. Ακριβώς επειδή και το ίδιο το έργο έχει levels. Ακριβώς όπως και εσύ, άλλωστε!
Το «Ready Player One» δεν είναι μια απλή βόλτα «down the memory lane». Πρέπει να ιδωθεί σαν μια πολυεπίπεδη αλληγορία για τη σημασία της διαμόρφωσης της μνήμης μέσω προϊόντων που καταναλώνουμε καθημερινά εξαιτίας της ύπαρξης της pop κουλτούρας. Προϊόντων / δειγμάτων ενός πολιτισμού που βασίστηκε στη μόρφωση, τη γνώση, τη σκέψη και την έμπνευση. Όλα αυτά μαζί παρήγαγαν «προϊόντα» κατανάλωσης που πορεύτηκαν μαζί μας, προκάλεσαν εσωτερικές διεργασίες, μας σύστησαν πρωτόγνωρα συναισθήματα, μας «έπλασαν» σε έναν μεγάλο βαθμό (και) ως οντότητες, άπαξ και προσανατολιστήκαμε προς αυτά για να «φυγαδευτούμε» από την πραγματικότητά μας. Διόλου τυχαία, ως κινηματογραφιστής, ο Σπίλμπεργκ βασίζει την ταινία του επάνω στην Ιστορία του σινεμά και σε γιγάντιες (#diplhs) φιγούρες που μας προκάλεσαν δέος στη μεγάλη οθόνη, από το 1933 έως και το 1999 (τουλάχιστον, αν η μνήμη μου δεν με απατά, με όλον αυτόν τον όγκο πληροφορίας και homage που κατακλύζει το φιλμ), δημιουργώντας ένα puzzle στοιχείων που «παίζονται» και από τον ίδιο τον θεατή, με στόχο να συμπληρώσει την πλήρη «εικόνα» του νοήματος / μυστικού τού έργου.
Μοιραία, ο Σπίλμπεργκ (αν και χρησιμοποιεί πολλά αναγνωρίσιμα σύμβολα και χαρακτήρες από τον κόσμο του gaming) δείχνει να καταδικάζει την εξέλιξη των παιχνιδιών, τα οποία προσεγγίζουν όλο και περισσότερο ένα σύμπαν virtual reality και απομόνωσης του χρήστη, που ξεκινά να παίζει έχοντας επιλέξει τον δικό του τρόπο φυγής, για να καταλήξει «αιχμάλωτος» μιας φαντασίωσης δίχως στοιχειώδη χαρακτηριστικά παιδείας και κουλτούρας. Ευτυχώς, δεν το κάνει με διδακτικό τρόπο για να αποτρέψει τα παιδιά (του μέλλοντος) από το να καταφεύγουν στα video games (η ταινία, άλλωστε μοιάζει κι αυτή με ένα νοητό game «αλληλεπίδρασης» για τον θεατή), αλλά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την αποφυγή επόμενων γενεών δίχως κανένα μορφωτικό επίπεδο, βουτηγμένων στην τυφλή βία. Για να μην πω σχεδόν αποκλειστικά στη βία.
Για τον Σπίλμπεργκ το σινεμά είναι μόρφωση. Και για να αποκωδικοποιήσεις πραγματικά το «Ready Player One» πρέπει να έχεις κάποιες βάσεις, ένα ικανό database βιωμένης πληροφορίας, που θα σου επιτρέπει να συνεχίζεις το παιχνίδι στο κάθε επόμενο level και να μην μένεις πίσω απορώντας μέσα σου… «γιατί γελάνε οι υπόλοιποι θεατές στην αίθουσα, τι διάβολο είδανε;». Αυτό είναι το κυρίως ρίσκο που παίρνει ο Σπίλμπεργκ σήμερα. Αλλά το κάνει με τόση αγάπη και σεβασμό προς την Τέχνη του, που ακόμη κι εκείνοι οι οποίοι δεν θα «πιάσουν» τις αναφορές με τη μια, πιθανότατα να τις αναζητήσουν κατόπιν της προβολής. Με τον τρόπο που ένα παιδί στο παρελθόν άνοιγε μια εγκυκλοπαίδεια. Με την ευκαιρία να ζήσει τη μαγεία όλης αυτής της νοσταλγίας που προτείνει τούτο το έργο. Με την ελπίδα το «τέλος του παιχνιδιού» να οδηγήσει ξανά στην κινηματογραφική αίθουσα και το αληθινό μέγεθος της αξίας του σινεμά. Της αξίας που είχε και στη… δική του νιότη.
Με έναν περίεργο τρόπο, το «Ready Player One» μοιάζει με ένα μακρινό «αδελφάκι» του «Hook» (1991)! Στα 45 του τότε ο Σπίλμπεργκ, αισθανόταν πως αφήνει οριστικά πίσω του το παιδί που θα ήθελε να μείνει για πάντα. Το άφηνε για χάρη της αληθινής ζωής. Είχε ήδη γίνει πατέρας, είχε χωρίσει, είχε μόλις κάνει έναν δεύτερο γάμο, είχε αποκτήσει μια τεράστια περιουσία και επεδίωκε περισσότερο χρήμα, δόξα και βραβεία. Πράγματα διόλου… παιδιάστικα. Εκείνη η ταινία ήταν ένα «ξόρκι» που γύρισε από φόβο. Τον φόβο της ενηλικίωσης, με μια ελπίδα γυρισμού στην «ονειροχώρα», την ελπίδα της φυγής σε κάποιο απομεινάρι του μικρού παιδιού που θα αναζητούσε κάποτε ξανά, μέσα του. Στα 72 του σήμερα, ο Σπίλμπεργκ μπορεί πια να φοβάται κάτι άλλο. Την οριστική «φυγή», την απώλεια της ζωής. Και το «Ready Player One» μπορεί να μοιάζει με μια διαθήκη σοφίας του ανθρώπου που έχτισε ακλόνητα και αξεπέραστα θεμέλια αυτής της «λαϊκά» αποκαλούμενης pop κουλτούρας. Του ανθρώπου που το 1975 άλλαξε την πορεία του σινεμά. Της θέασής του από τις μάζες, όσο και της λειτουργίας της βιομηχανίας του. Κυριολεκτικά. Με μια κοπέλα που βούλιαζε βίαια στο νερό και ελάχιστες μουσικές νότες που μας αναστατώνουν ακόμα. Ο Σπίλμπεργκ φοβάται πως μαζί με τη ζωή που πρόκειται να χάσει (κάποια στιγμή), θα τελειώσει και η αγάπη για το σινεμά. Και μας πηγαίνει εκεί που οφείλουμε να γυρίσουμε σαν πολιτισμός. Για τη δική μας διάσωση. Πίσω. Όχι, όμως, μονάχα πίσω στη φυγή (που προσφέρει το σινεμά)…
Η πραγματικότητα είναι… υπαρκτή. Και η ζωή αξίζει περισσότερο από το κινηματογραφικό παραμύθι. Καλώς ή κακώς, νικάει το παραμύθι. Και το κάθε game. Προτού η… ηλικιακή πραγματικότητα σου θυμίσει ό,τι έχασες εκεί έξω, να θυμάσαι και να αγαπάς. Την ύπαρξή σου, έναν ακόμη άνθρωπο στη Γη, έστω, αυτά που θεωρείς ότι σε έκαναν τον άνθρωπο που είσαι, τη γνώση μέσω των εμπειριών σου στη ζωή. Πριν ξαναπάς πίσω… από εκεί που ήρθες. Σε αυτό το πελώριο συμπαντικό… τίποτα.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Πολύ μεγάλη ταινία. Ανθολογίας και αναφοράς. Ένα είδος πολιτιστικής διαθήκης για τη σχέση του σινεμά με τον άνθρωπο και το απαραίτητο background της κουλτούρας που (είθισται να) κουβαλά μέσα του. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ των αρχών της καριέρας του βρίσκεται (και πάλι) εδώ. Με μια «αμόλυντη» ποιότητα αγάπης και αφιέρωσης στην 7η Τέχνη. Όπως αυτός τη γνώρισε, την αφηγήθηκε και την εξέλιξε. Τολμηρές οι προθέσεις αυτές σε μια περίοδο της ανθρωπότητας στην οποία η μόρφωση χάνεται όλο και περισσότερο και η άγνοια προς το παρελθόν προφητεύει κάτι καταστροφικό για το μέλλον. Προσωπικά, με συγκινεί η σκέψη της ύπαρξης μιας τέτοιας ταινίας σήμερα. Περισσότερο κι από την ίδια την ταινία! Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν θα καταλάβουν ή δεν θα πάρουν τίποτα από αυτό το έργο. Δεν έχουν φαντασία. Δεν έχουν κουλτούρα. Και, ενδεχομένως, ούτε καν ζωή.
Στο εικονικό σύμπαν του Σπίλμπεργκ
«Ready Player One» του Στίβεν Σπίλμπεργκ
29.03.2018
Συντάκτης: Λήδα Γαλανού
Ready Player One ★★★★½☆
Με τη δεύτερη ταινία του μέσα σ’ έναν χρόνο –επειδή διέκοψε το post production του «Ready Player One» για να κάνει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος το εξαιρετικό κι ελαφρώς υποτιμημένο πολιτικό «The Post»– ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αποδεικνύει ξανά, λες και χρειαζόταν υπενθύμιση, ότι στα 71 του χρόνια είναι ένας σύνθετος auteur και μαζί ένα γεμάτο ενθουσιασμό και τρυφερότητα παιδί.
Αυτή τη φορά, ο Σπίλμπεργκ διασκευάζει το ομότιτλο young adult best-seller του Ερνεστ Κλάιν, με τον ίδιο ως συν-σεναριογράφο και άρα συν-υπεύθυνο για τις μπόλικες αλλαγές του πρωτότυπου υλικού.
Στο κοντινό μέλλον, το 2045, στον υπερκατοικημένο κόσμο που κοντεύει να εξαντλήσει τους πόρους του, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας προτιμούν να ζουν στην… OASIS, μια πλατφόρμα εικονικής πραγματικότητας που δημιούργησε ως παιχνίδι ο ιδιοσυγκρασιακός Τζέιμς Χάλιντεϊ. Λίγο πριν πεθάνει, ο Χάλιντεϊ ανακοίνωσε ότι όποιος ανακαλύψει στην OASIS ένα καλά κρυμμένο «πασχαλινό αυγό», θα κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του.
Καθώς ολόκληρος ο κόσμος, από τον τεχνολογικό κολοσσό IOI μέχρι απελπισμένους βιοπαλαιστές, αναζητά τα κλειδιά για την έκπληξη, ο έφηβος Γουέιντ Γουάτς –ή Πάρζιβαλ όπως είναι το avatar του στην OASIS– μαζί με τέσσερις συμπαίκτες, ακόμα πιο αταίριαστους στην πραγματική ζωή απ’ ό,τι στις πίστες του παιχνιδιού, έχει την ικανότητα να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά.
Ο Σπίλμπεργκ φιλοδοξεί και καταφέρνει να κάνει μια ταινία που λειτουργεί ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα. Από τη μια πλευρά, το VR σύμπαν που δημιουργεί, είναι φαντασμαγορικό, ταιριαστά ψεύτικο, ανεξάντλητο στην ποικιλία του και ιδανικό πλαίσιο για να δώσει στην ταινία τον ταχύτατο ρυθμό ενός αγώνα. Ηδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, μια ανατρεπτική καταδίωξη σε μεταλλασσόμενες πίστες θαμπώνει τα μάτια και κόβει την ανάσα.
Από την άλλη πλευρά, ο Σπίλμπεργκ γεμίζει την ταινία του με ακαταμάχητη νοσταλγία που στιγμή δεν ξεπέφτει στη γραφικότητα, δεν έχει ίχνος hipster ρετρολαγνείας ή γλυκερότητας. Είναι μια ειλικρινής και γεμάτη αγάπη αποτύπωση μιας κοινής μνήμης, όσων ήταν μικροί το ’80 και παιδεύονταν με τα Atari τους, της αισιοδοξίας, της χωρίς ορίζοντα ελπίδας, που έφερε μαζί της η οικειοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ταυτόχρονα, ο Σπίλμπεργκ γεμίζει την ταινία του με ποπ και κινηματογραφικές αναφορές, μεταξύ των οποίων έναν φόρο τιμής στη «Λάμψη» του Κιούμπρικ που από τώρα ανήκει σε κάθε ιστορική ανθολογία. Παρότι η ταινία μοιράζεται ανάμεσα στον εικονικό και τον πραγματικό κόσμο, τα μέρη του VR, φτιαγμένα για να ικανοποιήσουν το κινηματογραφικό κοινό νεαρών ηλικιών, μπορεί να εξαντλήσουν προσωρινά το ενδιαφέρον τους. Ο Σπίλμπεργκ αποζημιώνει με ενήλικη γοητεία.
Κεντημένο με χιούμορ και βαθύ, απλόχερο ρομαντισμό, το φιλμ μιλά στον σημερινό κόσμο που τείνει να προτιμά να ζει online παρά στην γκρίζα του πραγματικότητα. Μοιράζεται τα geeky γούστα του μ’ όσους συνεχίζουν να πιστεύουν στις εκπλήξεις και στα «πασχαλινά αυγά» που κρύβουν μυστικά της ευτυχίας. Συνδέει την εκτόξευση της τεχνολογίας με μια πνευματική προσέγγιση της ζωής σε… άλλα επίπεδα. Και δίνει, με τη σοφία της ηλικίας του, το παιχνίδι της έμπνευσής του και τη σταθερή, εδώ και πέντε δεκαετίες, αθωότητά του, έναν δικό του αγώνα ταχύτητας, να προσαρμοστεί σ’ έναν κόσμο που, σαν αλυσιδωτές πίστες, αλλάζει διαρκώς.
** ½ – Ready Player One του Νίνου Φενέκ Μικελίδη
ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Ζακ Πεν, Έρνεστ Κλάιν. Ηθοποιοί: Τάι Σέρινταν, Ολίβια Κουκ, Μπεν Μέντελσον, Μαρκ Ράιλανς, Λίνα Γουέιτ. 140 λεπτά.
Στην ποπ κουλτούρα των δεκαετίας του ’70 και ’80, προσαρμοσμένη στην αισθητική των βίντεογκεϊμ, στρέφεται ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με τη νέα του αυτή ταινία. Πηγή τη φορά αυτή είναι ένα μυθιστόρημα του Έρνεστ Κλάιν, που εκτυλίσσεται το 2045 και που συνδυάζει τα κόμικς με τις περιπέτειες φαντασίας: στο επίκεντρο ένα κρυμμένο «πασχαλινό αβγό» που πρέπει να ανακαλύψουν οι παίκτες της OASIS, του πιο επιτυχημένου παιχνιδιού εικονικής πραγματικότητας που ο ιδρυτής του, Τζέιμς Χάλιντεϊ (Μαρκ Ράιλανς), ο Στιβ Τζομπς του μέλλοντος, προσφέρει μετά το θάνατό του, με τον νικητή να αναλαμβάνει τη διαχείριση της αμύθητης περιουσίας του.
Ευκαιρία για το «μεγάλο παιδί» Στίβεν να επιστρέψει στην παιδική ηλικία και, μέσα από τις περιπέτειες της ομάδας των νεαρών παικτών που έρχεται αντιμέτωπη με ένα αδυσώπητο επιχειρηματία, να φτιάξει μια ταινία όπου όλα υποτάσσονται στα πιο τέλεια ειδικά εφέ και σε ένα ατέλειωτο, εντυπωσιακά βίντεογκεϊμ, για να προσφέρει τα ρίγη του σασπένς και της ατέλειωτης δράσης. Μόνο που εδώ λείπουν η ζωντάνια, το πάθος και η πρωτοτυπία που συναντάμε σε ταινίες του Σπίλμπεργκ όπως οι «Στενές επαφές τρίτου τύπου» και «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού».
Είμαστε στο 2045. Μία σειρά από καταστροφές έχουν πλήξει την Αμερική και έχουν δημιουργήσει ένα αχανές τοπίο μιζέριας. Σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, η μόνη λύση είναι η εικονική πραγματικότητα για κάποιους νέους, η δημιουργία ενός άλλου κόσμου πιο φιλικού και πιο ευχάριστου για τον άνθρωπο. Που οδηγεί όμως αυτή η αντίληψη, δίνει κάποια λύση στα ψυχολογικά προβλήματα του ανθρώπου;
Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ του Γιάννη Φραγκούλη
Οι ταινίες που ακολουθούν την εικονική πραγματικότητα σημειώνουν μία σόλο πορεία στον κινηματογράφο: η καλπάζουσα φαντασία μας δείχνει έναν κόσμο που υπάρχει κάποιο ή κάποια επίπεδα πάνω από το δικό μας. Η ταινία του Steven Spielberg, «Ready player one», μεταφορά του μυθιστορήματος του Ernest Cline, μας οδηγεί στο θεαματικό χώρο της εικονικής πραγματικότητας, μας θυμίζει τα παιχνίδια που βασίζονται σε αυτήν, το εύπλαστο περιβάλλον της ποπ των δεκαετιών του 1970 και του 1980 και, τελικά, τον κόσμο του σκηνοθέτη, όπως έχει παρουσιαστεί σε άλλες ταινίες του.
Αν δούμε ταινίες εικονικής πραγματικότητας, από το «Tron» (1982) έως και το «Jumanji» (2017), θα ανακαλύψουμε μία ανάλαφρη και άφθαρτη ποιότητα σε αυτό τον εσωτερικό χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας. Είναι μία ανάλογη προσέγγιση, όπως κάνουμε μεταξύ του κόκκου και του εικονοκύτταρου. Ποια είναι όμως η ουσία; Η ταινία μας αφήνει σε ένα χώρο όπου θα πρέπει να διαπραγματευτούμε ανάμεσα στην εικονική πραγματικότητα και στη βαρετή (;) παλιά δράση.
Η δράση της ταινίας μεταφέρεται στο 2045. Ο μελλοντικός κόσμος έχει πληγεί από μία σειρά σεισμικών καταστροφών. Οι πόλεις έχουν την όψη φτωχογειτονιών. Ο Ουότς είναι ένας μοναχικός έφηβος που ζει στο Κολόμπους, στο Οχάιο, το οποίο είναι τώρα μία τεράστια παραγκούπολη. Το μόνο ενδιαφέρον του είναι να βυθίζεται στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας και να μπαίνει στο εναλλακτικό σύμπαν της Όασις, με το μυθικό ψευδώνυμο Πάρζιφολ. Εδώ υπάρχουν αμέτρητα τοπία της φαντασίας, όπως εμφανίζονται σε αυτούς που παίζουν ανάλογα παιχνίδια και έχουν παρόμοιες εμπειρίες.
Ο δημιουργός του παιχνιδιού είναι ο Τζέιμς Χολιντέι, εδώ θα βρούμε το Mark Rylance, ο οποίος είναι κάτι ανάμεσα στους Willy Wondka, Steve Jobs και Tim Berners-Lee. Πριν να πεθάνει, ο Χολιντέι κρύβει τρία κλειδιά στον κόσμο του που θα βοηθήσουν να αποκτηθεί το «πασχαλινό αυγό» που θα επιτρέψει να επιτευχθεί ο πλήρης έλεγχος όλου αυτού του φανταστικού σύμπαντος. Ο Ουότς είναι ένας από τους κυνηγούς, που δραστηριοποιείται μαζί με κάποιους φίλους του, συμπεριλαμβανομένης και της Σαμάνθα, που θα την ενσαρκώσει η Olivia Cooke, με την οποία θα έχει μία οδυνηρή κυβερνοσύγκρουση. Η καλύτερη φίλη του είναι η Έλεν, η Lena Waithe θα την υποδυθεί. Ο Σορέντο θέλει να σπάσει αυτό το αυγό και να διαλύσει όλα αυτά τα δημιουργημένα πρόσωπα για τα οποία η Όασις είναι ένα υπέροχο περιβάλλον. Η υποκριτική του T. J. Miller, ως Σορέντο, είναι εξαιρετική.
Η Όασις είναι ένα σκληρό περιβάλλον, αυτό είναι σαφές. Προσκαλούμαστε να πιστέψουμε σε μία παράλληλη αφήγηση με αυτή της χριστιανικής μεσσιανικής θεωρίας, στην οποία ο Χολιντέι βάζει στοιχεία από ένα τρομερό Μητρώο, το οποίο δημιουργεί εθισμό. Ο φίλος της θείας του Ουότς είναι βίαιος και καταστροφικός, ο Ρικ, που έχει αγκιστρωθεί σε ένα τυχερό παιχνίδι. Εδώ θα βρούμε αναφορές στη δεκαετία του 1980 και στην ταινία «The shining», του Stanley Kubrick. Είμαστε όμως στο 2045. Για ποιο λόγο ο Χολιντέι έχει εμμονές με αυτές τις αναφορές; Βλέπουμε εικόνικα σύμβολα στην ταινία, στο παιδικό δωμάτιο, όπου το περιβάλλον μοιάζει με αυτό του 1970 και του 1980. Θα αναρωτηθούμε, βέβαια, για ποιο λόγο έχουμε αυτό το ρετρό περιβάλλον και γιατί όλα αυτά δεν έχουν πεθάνει με το θάνατο του παλιού κόσμου;
Η ταινία δεν απαντά σε κανένα ερώτημα ούτε στις αναζητήσεις του Ουότς, με αυτές που θα συγκρουστεί αργότερα. Δομεί έναν Μεγάλο Άνθρωπο, φαντασιόπληκτο και ανατρεπτικό, του οποίου τα ενδιαφέροντα βρίσκονται στο παρελθόν και μπορεί να καταλάβει ότι εκεί βρίσκεται το κλειδί για το καταπληκτικό ταξίδι σε μία αναδομημένη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν αναφορές σε ταινίες, αυτών των δεκαετιών που αναφέραμε, όπου βασίζεται η δόμηση «όντων» που προκαλούν το φόβο. Η λύση σε αυτό το γρίφο δίνεται στο τέλος της πρώτης πράξης, όπου εκεί θα ανακαλύψουμε την ουσία του θέματος. Μετά θα βρούμε την προστριβή μεταξύ της Σαμάνθα και του Ουότς που θα είναι η αιτία να χωρίσει ο Ουότς από τους φίλους του και να δημιουργήσει μία αφηγηματική κρίση.
Σε αυτή την ταινία ο Spielberg έρχεται αντιμέτωπος με τα ερωτήματα και τον ιδεαλισμό των νεανικών χρόνων, αντιπαραθέτοντας το σκληρό κόσμο αυτής της εικονικής πραγματικότητας, η οποία υπάρχει και εξαφανίζεται όπως ένα υπαρκτό ή φανταστικό αστέρι στον ουρανό. Τι θα μας μείνει όμως σαν ένα συμπέρασμα; Σα μία θέση απέναντι σε αυτά τα προβλήματα; Η ταινία δεν προτείνει μία οδό αναζήτησης, ένα σημείο αναφοράς, μας αφήνει μόνους μας να αναδομήσουμε την ιστορία της και να φτιάξουμε τον κόσμο μας. Όσο αυτό είναι δυνατόν.