Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ (The house that Jack built) (2018) | Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ| Έγραψαν οι Κριτικοί Κινηματογράφου

lars von trier

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ
Από Χρήστο Μήτση – 11/10/2018

Ο Λαρς φον Τρίερ θέτει, μέσα από ένα γεμάτο σαρκασμό φιλοσοφικό θρίλερ, θαρραλέες, εξοργιστικές όσο και σπαρακτικά ειλικρινείς ερωτήσεις για τη ζωή, την ηθική και την τέχνη.

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ (The House that Jack Built) του Λαρς φον Τρίερ που Μιλάει πολύ και άγαρμπα και δεν λέει και τίποτε που να αξίζει να μείνει || Κριτική του Γιάννη Καραμπίτσου

Ποιες ταινίες κάνουν πρεμιέρα στις αίθουσες την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου – Εισαγωγή στην Τέχνη του Κινηματογράφου & Σεμινάριο Ιστορίας Κινηματογράφου από Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018 15.30 & 18.30 αντίστοιχα

Η κινηματογραφική κληρονομιά που έχει αφήσει ήδη πίσω του ο Λαρς φον Τρίερ, ίσως ο σπουδαιότερος Ευρωπαίος σκηνοθέτης της γενιάς του, είναι πραγματικά ανεκτίμητη. Το βάρος της όμως μοιάζει τόσο δυσβάσταχτο για τον ίδιο, που αποφάσισε να το βγάλει από πάνω του με το μοναδικό τρόπο που ξέρει: κάνοντάς το σινεμά.

Το «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» είναι εκ πρώτης όψεως ένα θρίλερ για έναν κατά συρροή δολοφόνο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το δικό του «Οκτώμισι». Ένας βαθιά σαρκαστικός και αβάσταχτα ανάλαφρος στοχασμός πάνω στη ζωή και στο σινεμά (του), τα οποία, όπως η ψυχή και το σώμα ή ο παράδεισος και η κόλαση, είναι για εκείνον ένα και το αυτό.

«Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι θηριωδίες που διαπράττουμε στη φαντασία μας είναι εκείνες οι επιθυμίες μας τις οποίες δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε στην πολιτισμένη κοινωνία μας, οπότε τις εκφράζουμε τελικά μέσα από την τέχνη», λέει κάποια στιγμή ο Τζακ στον άγνωστο και αόρατο (για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας) συνομιλητή του, στον οποίο διηγείται τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του. Όταν διέπραξε μια σειρά από φόνους, τους οποίους περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Από τη μία, λοιπόν, έχουμε έναν serial killer που εξοντώνει αναίτια και βασανιστικά μια σειρά από αθώα θύματα. Η αγωνία τους πλημμυρίζει την οθόνη, η ακραία βία κάνει ακόμη πιο άβολη την κατάσταση, οι χιουμοριστικές πινελιές την ελαφρώνουν με έναν ένοχα απολαυστικό τρόπο και, καθώς ο αστυνομικός κλοιός γύρω από τον Τζακ στενεύει διαρκώς, το σασπένς μεγαλώνει.

Από την άλλη έχουμε μια φιλοσοφική κουβέντα πάνω στην ηθική, την υπαρξιακή αγωνία, την τέχνη, τις ανθρώπινες επιθυμίες και την Ιστορία. Κατά στιγμές ντοκιμαντερίστικες εικόνες διακόπτουν τη θριλερίστικη αφήγηση και ο διάλογος παίρνει το πάνω χέρι, μέχρι να ξαναγυρίσουμε στη «δράση», η οποία ολοκληρώνει κεφάλαιο το κεφάλαιο το «έργο τέχνης» του Τζακ, το οποίο –όπως και οι ταινίες για τον Τρίερ– δεν είναι παρά η έκφραση/πραγμάτωση των κοινωνικά απαγορευμένων φαντασιώσεών του.

Όλα αυτά πανέξυπνα τυλιγμένα σε μια διαρκή πρόκληση και ειρωνεία, με τον σκηνοθέτη να παίζει διαρκώς με τις λέξεις (όπως στο «jack» – γρύλος αυτοκινήτου), να κάνει αναφορές στο σινεμά αλλά και στην προσωπική του ζωή (οι αντισημιτικές δηλώσεις του), να προβοκάρει τον θεατή και να φτάνει στη γκροτέσκα αυτοπαρωδία. Το μεταμοντέρνο στιλ του σπάνια είναι κομψό και η χοντροκοπιά δεν διατηρείται πάντα υπό έλεγχο, η ψυχαναλυτική αλήθεια των εικόνων του όμως είναι γενναία, σπαρακτική και θεόπικρη.Ένας απελπισμένος κλαυσίγελος που αφορά όχι μόνο τον καταθλιπτικό Δανό αλλά και κάθε ειλικρινή καλλιτέχνη.

https://www.athinorama.gr/

The House That Jack Built 001

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ
The House that Jack Built
του Λαρς φον Τρίερ
ΚΡΙΤΙΚΗ 03 OCT 2018 ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
8 Στα 10

Όχι μια ταινία για έναν serial killer, αλλά μια παραβολή κι ένας στοχασμός για την τέχνη, το καινούριο φιλμ του Λαρς φον Τρίερ είναι βαθιά προσωπικό κι αδιάλειπτα συναρπαστικό.

Η Ψυχή ανήκει στον Παράδεισο και το Σώμα στην Κόλαση

ΗΠΑ, δεκαετία του ’70. Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα 12 ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Βλέπουμε τα τεκταινόμενα από την οπτική γωνία του Τζακ. Ενός ανθρώπου που ισχυρίζεται πως από μόνη της, κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης.

«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μια για έναν σατανικό άντρα». Αυτή είναι η μόνη δήλωση του Λαρς φον Τρίερ για το «The House That Jack Built» και διαβάζοντάς την αφού έχεις δει το φιλμ δεν μπορείς παρά να νιώσεις τα ίχνη μιας ανατριχίλας στην σκέψη πως η φράση του Τρίερ για τον ηρώα του, είναι πολύ πιθανόν να περιγράφει τον ίδιο.

Γιατί ακόμη κι αν το «σπίτι του Τζακ» βασίζεται στην πρόφαση μιας ταινίας για έναν serial killer και έρχεται με την φήμη του σοκ, αν περιμένετε ένα «Seven», ή μια «Σιωπή των Αμνών» είναι σίγουρο ότι θα απογοητευθείτε βαθιά. Ναι, η βία είναι εκεί και κατά στιγμές είναι εξαιρετικά σκληρή αν και πάντα σερβιρισμένη με μια μερίδα μαύρου, ειρωνικού χιούμορ από αυτό που χαρακτηρίζει τον σπουδαίο Δανό –και που συχνά τον φέρνει μπροστά σε προβλήματα. Όμως η βία δεν είναι η ουσία. Βλέπετε, ο Τζακ, ένας μηχανικός στην Αμερική της δεκαετίας του 70 ο οποίος ονειρεύεται να χτίσει το τέλειο σπίτι, βλέπει την κλίση του στον φόνο ως την έκφραση μιας καλλιτεχνικής φλέβας, κάθε φρικτή του πράξη δεν είναι τίποτα λιγότερο από την απόπειρά του να δημιουργήσει ένα αριστούργημα.

Κι από την αρχή ήδη, είναι σαφές ότι τα όσα βλέπουμε στην οθόνη, είναι όσα ο Τζακ αφηγείται σε έναν αόρατο συνομιλητή ο οποίος ονομάζεται «Βερτζ», καθ οδόν προς κάπου που δεν μπορείς να είσαι βέβαιος που ή τι είναι είναι. Μα αν είσαι παρατηρητικός, γρήγορα θα αντιληφθείς ότι ο Βερτζ δεν είναι ένας ψυχολόγος ή ένας αστυνομικός στον οποίο ο ήρωας εξομολογείται, μα ο ίδιος ο Βιργίλιος, ο Ρωμαίος ποιητής της «Αινειάδας» κι οδηγός του Δάντη στους εννιά κύκλους της κόλασης στην «Θεία Κωμωδία». Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται ελαφρώς αστείο ή επιδεικτικά λόγιο, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ένα ευφυές τέχνασμα για να οδηγήσει με την σειρά του τους θεατές σε μια φιλοσοφικής υφής κουβέντα για την σημασία και την αξία της τέχνης και τον ρόλο που πρέπει να έχει η αγάπη και η ανθρωπιά στην δημιουργία της.

Γιατί κάτω από όλους τους φόνους, τους ακρωτηριασμούς, το αίμα και την φρίκη που η κάμερα του Τριερ ποτέ δεν φοβήθηκε να καταγράψει και που εδώ το κάνει με μια ψυχρή (με την έννοια της αποστασιοποίησης) απόλαυση, αυτή του η ταινία δεν είναι τίποτα άλλο από μια εσωτερική κουβέντα του σκηνοθέτη με τον ίδιο του τον εαυτό για τον το καθήκον και την ευθύνη του καλλιτέχνη, για την κινητήρια δύναμη πίσω από την δημιουργία οποιουδήποτε έργου τέχνης για τον ρόλο και τα όρια της ηθικής.

Αυτή είναι μια ταινία της οποίας κομμάτια των διαλόγων θα μπορούσαν να βρουν την θέση στην διατριβή ενός υποψήφιου διδάκτωρ τέχνης ή φιλοσοφίας και η οποία περιέχει αναλύσεις, σκέψεις, παραδείγματα από την ιστορία της τέχνης και της ανθρωπότητας που ξεκινούν κυριολεκτικά από τον Γκλεν Γκούλντ και τον Γουίλιαμ Μπλέικ (τα ποιήματά του «The Tyger» και «The Lamb» αποτελούν κάτι σαν leitmotif της ταινίας μαζί με το «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι) και φτάνουν ως την θεωρία της αξίας των ερειπίων του ναζιστή αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ διαμέσου των διαφορετικών μεθόδων αποσύνθεσης που παράγουν το πιο γλυκό κρασί. Από αμέτρητους πίνακες μέχρι αποσπάσματα ταινιών (φυσικά και του ίδιου του Τρίερ), μουσικές κι από την Ακρόπολη μέχρι την βελανιδιά του Γκέτε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, το φιλμ διατρέχει την ιστορία της τέχνης και την ηθική της, αντιπαραβάλλοντας την με την ανθρώπινη φύση, την ροπή προς το κακό, την ανάγκη της εξιλέωσης.

Πρόκειται για μια συναρπαστική πνευματικά διαδρομή, γεμάτη αντιφάσεις και ηλεκτρισμένα ερωτηματικά και στην διάρκεια της ταινίας είναι σαφές ότι ο Τρίερ δεν θέλει να σου προσφέρει απαντήσεις. Πιθανότατα δεν τις έχει ούτε ο ίδιος αφού νιώθεις ότι και οι δυο χαρακτήρες της ταινίας του απηχούν σκέψεις του ίδιου, είναι ο Τρίερ που μιλά από στο στόμα και τις πράξεις και των δύο. Εν τούτοις είναι σπάνιο και απολαυστικό να βλέπεις έναν καλλιτέχνη να διερωτάται «φωναχτά» για ζητήματα που μοιάζουν να τον απασχολούν βαθιά, απευθυνόμενος την ίδια στιγμή στον εαυτό του, στους επικριτές, τους θαυμαστές και το κοινό.

Στα χέρια κάποιου άλλου κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ήταν αφόρητα ομφαλοσκοπικό και βασανιστικά βαρετό, όμως στα χέρια του Τρίερ είναι μια ταινία που στις καλύτερες στιγμές της κάνει κεφάλια να εκρήγνυνται, τόσο από σφαίρες στην οθόνη, όσο κι από την πυκνότητα και την πολυπλοκότητα των σκέψεων που σου γεννά εκτός αυτής. Ο Τρίερ ξέρει να κάνει σπουδαίο σινεμά γεμάτο μικρά ή μεγαλύτερα σοκ, ανίερο χιούμορ και ιδέες που σε διαπερνούν με την ένταση πυρωμένου σίδερου και καταφέρνει να κάνει το ίδιο ακόμη κι αν αυτή η ταινία περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλον, αφορά στον ίδιο.

http://flix.gr/

The House That Jack Built 002

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ
The house that Jack built

Μέσα από την ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου που ανατρέχει στο 12ετές «έργο» του, ο Λαρς φον Τρίερ καταποντίζεται στην παγίδα της κενής πρόκλησης και του σοκ, με την αλαζονεία εκείνου που πιστεύει πως αυτό που μόλις παρέδωσε είναι ένα έργο ζωής, αντί για μία μεγαλόσχημη ανακύκλωση βίας, κοινοτοπίας και μιας άβολης απόπειρας σαρδόνιας απολογίας για όσα (υπερβολικά) του έχουν κατά καιρούς προσάψει.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα [1,5/5]

Η πολυσυζητημένη επιστροφή του Λαρς Φον Τρίερ στις περασμένες Κάννες επτά χρόνια μετά το «Melancholia» συνοδεύτηκε από μία ταινία αντιδραστικών προθέσεων, θολωμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης, εύκολων τσιτάτων περί συσχετισμού τέχνης και βίας και ενός φινάλε τόσο αναίτια μεγαλόσχημου, που καθιστά ακόμα μεγαλύτερο το μέγεθος της γενικότερης αστοχίας. Πρώτα και πριν απ’ όλα όμως, είναι πολύ δύσκολο να μη δει κάποιος πόσο βαθιά μισογυνικός είναι ο κόσμος του «Σπιτιού που Έχτισε ο Τζακ». Εκεί όπου ο Τζακ (Ματ Ντίλον), ένας κατά συρροή δολοφόνος, ανακαλεί πέντε τυχαία (κατά δήλωσή του) γεγονότα από τη 12ετή δράση του, καθώς την ξεδιπλώνει σε έναν αθέατο εξομολογητή ονόματι Verge (πρόκειται για τον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο, ωστόσο η ακριβής μετάφραση του ονόματος είναι «όριο» ή «άκρο»).

Όπως παραδέχεται στη φωνή που ανήκει στον Verge (Μπρούνο Γκανζ), ο Τζακ έχει σκοτώσει και άντρες. Μόνο που στα πέντε γεγονότα που μας αφηγείται ο ιδεοψυχαναγκαστικός ψυχοπαθής, οι γυναίκες έχουν την τιμητική τους, ενώ όλες τους αποτελούν τη χαρά του στερεοτυπικού «εύκολου θύματος»: είναι χαζές, αφελείς, ευκολόπιστες και ανήμπορες, κατηγορίες δηλαδή που θα συναντούσαμε σε ένα τυπικό exploitation φιλμ. Σημειώνεται πως στους ρόλους των θυμάτων βρίσκουμε μεταξύ άλλων την Ούμα Θέρμαν και τη Ράιλι Κίου, με την τελευταία να παίζει στην διαβόητη πλέον σκηνή του ακρωτηριασμού.

Ο Τρίερ προσπαθεί εδώ να μιλήσει για όλα όσα τον απασχολούν: για την τέχνη και τη βία, την εξουσιαστική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, τον παρεξηγημένο καλλιτέχνη, τον ίδιο και το έργο του, ακόμα και εκείνες τις διαβόητες προ επταετίας δηλώσεις του περί Χίτλερ που τον είχαν καταστήσει persona non grata στις Κάννες.

Ακόμα και το στοιχείο της στερεοτυπίας, ωστόσο, ο Τρίερ αποτυγχάνει να το εντάξει σε μία υποτυπώδη έστω δραματουργία που ενδεχομένως να το ανέτρεπε στη συνέχεια, αφήνοντας τελικά τα θύματα να αποτελέσουν απλώς τα κατεψυγμένα θεμέλια υλικά για το «σπίτι» (πείτε το και «έργο») που επί χρόνια χτίζει με τη δράση του ο Τζακ. Μία δράση που τοποθετείται στην Αμερική των δεκαετιών ‘70 και ‘80. Όσο για το ζήτημα του exploitation, η σκληρότητα των σκηνών αλλά και η επιδεικτική επαναληπτικότητα με την οποία ξανασερβίρονται, δε μοιάζουν να υπηρετούν κανένα άλλο σκοπό πέραν του καθαρού σοκ.

Στο ενδιάμεσο, η στιχομυθία μεταξύ του Τζακ και του Verge που διατρέχει την ταινία δίκην αφηγητή (όπως εν μέρει συνέβη και στο «Nymphomaniac»), λειτουργεί ως πεδίο δόξης λαμπρό για τον Τρίερ προκειμένου να κεράσει ανέξοδο εξυπνακισμό, να τσιγκλίσει με αναφορές σε ναζί, ολοκαύτωμα και Χίτλερ, έπειτα να ξεπλύνει τον ναζισμό βάζοντάς τον στο ίδιο καλάθι με τον κομμουνισμό, καθώς και να αναμασήσει αυτά που ο Φρόιντ είχε πει έναν αιώνα και βάλε πριν, περί συσχετισμού μεταξύ ενστίκτων και τέχνης.

Σε αυτή που ο ίδιος είχε προαναγγείλει πως θα είναι «η πιο βίαιη δημιουργία του», ο Τρίερ προσπαθεί πολύ να μιλήσει για όλα όσα τον απασχολούν: για την τέχνη και τη βία, την εξουσιαστική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, τον παρεξηγημένο καλλιτέχνη, τον ίδιο και το έργο του, ακόμα και εκείνες τις προ επταετίας δηλώσεις του περί Χίτλερ που τον είχαν καταστήσει persona non grata στις Κάννες. Υπό μία έννοια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» αποτελεί την πλέον αυτοαναφορική δημιουργία του, μαζί και την κατά Τρίερ σαρδόνια απολογία για όσα του έχουν κατά καιρούς προσάψει. Ως προς αυτό ειδικά, δεν είναι τυχαία τα εμβόλιμα πλάνα από τις πλέον πολυσυζητημένες ταινίες του που εμφανίζονται εδώ, όπως τα αριστουργηματικά «Δαμάζοντας τα Κύματα» και «Αντίχριστος». Όλα όμως τα παραπάνω έρχονται να στοιβαχτούν μέσα σε ένα καθεστώς διαλεκτικής τρικυμίας από πλευράς του ιδιοφυούς κατά τα άλλα δημιουργού.

Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με το φινάλε του «Σπιτιού που Έχτισε ο Τζακ». Έναν επίλογο κακογυρισμένο, υπερφίαλο και γεμάτο από ψηφιακά εφέ που μοιάζουν να ξέμειναν από τη σκηνή στον «Άρχοντα» όπου ο Γκάνταλφ πέφτει στο κενό. Πρόκειται για το πλέον γραφικό κεφάλαιο στο οποίο ο Τρίερ βάζει τον Τζακ να σπάει συμβολικά τον τοίχο του Ασυνειδήτου και να οδηγείται στην Κόλαση, συνοδεία του εξομολόγου-συνομιλητή του. Ένα δείγμα του σε πόσο άθλια σκηνοθετική φόρμα βρέθηκε εδώ ο Δανός προκύπτει και από το πόσο πρώτου επιπέδου ψυχανάλυση είναι η συγκεκριμένη – σημαντική υποτίθεται – σκηνή που προορίζει για κλείσιμο. Ωστόσο, αποδεικνύεται αναλόγως ρηχή της όλης συλλογιστικής που διέπει την ταινία, η οποία αδυνατεί να ξεφύγει από την κοινοτοπία κάθε φορά που επιχειρεί να προσεγγίσει ένα βαθύτερο υπαρξιακό επίπεδο.

Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι ο Λαρς φον Τρίερ δείχνει εδώ να έχει εμμονικά εστιάσει στο πώς θα καταφέρει να προκαλέσει περισσότερο τους επικριτές του. Πέραν του ότι αυτό το σκεπτικό αποτελεί κλασική συνταγή αποτυχίας, δυστυχώς έρχεται να το υπηρετήσει με την θλιβερή αλαζονεία ενός ανθρώπου που ίσως να πιστεύει πως παρέδωσε μόλις ένα έργο ζωής, αντί για ένα μεγαλόσχημο κενό νοήματος, σερβιρισμένο με μισανθρωπικό πεσιμισμό. Και αντίθετα με τις προηγούμενες – συνήθως σπουδαίες – ταινίες του που πάντοτε άφηναν απεριόριστο χώρο για συζήτηση, εδώ το μόνο που μπορεί να γίνει είναι σούσουρο στα πάντα ετοιμοπόλεμα για κάτι τέτοια μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

http://www.cinemagazine.gr

The House That Jack Built 003

«Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» του Λαρς Φον Τρίερ: Μια δεύτερη ανάγνωση

Εφτά χρόνια μετά την περιβόητη Συνέντευξη Τύπου του «Melancholia», ο Λαρς Φον Τρίερ επέστρεψε φέτος στις Κάννες και άνοιξε το «Σπίτι» του. Όσοι πιστοί (και μη) προσέλθετε, γιατί η έξοδος κερνά ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

Από τον Πάνο Γκένα

Το «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» είναι ένα κινηματογραφικό οικοδόμημα με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Λαρς Φον Τρίερ. Γνωρίζεις πολύ καλά τι θα βρεις περνώντας το κατώφλι του και έχοντας οικοδεσπότη τον Τζακ, έναν δηλωμένο σίριαλ-κίλερ, ξέρεις πως ο Τρίερ θα αναλάβει να φωτίσει αμείλικτα τις σκοτεινές γωνίες του σπιτιού. Για 155 λεπτά, όσο κρατά η επίσκεψη στο «Σπίτι», ο Τζακ θα ομολογήσει/μονολογήσει πέντε «τυχαία» περιστατικά, φόνους που διέπραξε σε μία περίοδο δώδεκα ετών. Καθώς η εξομολόγησή του προχωρά, οι σαδιστικές εικόνες της ταινίας θα γεννήσουν οργή, σοκ, θυμό και αποστροφή. Μπορεί να νιώσετε εγκλωβισμένοι, αλλά η πόρτα της κινηματογραφικής αίθουσας (και κατ’ επέκταση του «Σπιτιού») είναι ανοιχτή. Μόνο που η έξοδος οδηγεί σε έναν κόσμο που δεν έχτισε ο Λαρς. Και είναι εξίσου σκοτεινός, απειλητικός, νοσηρός και επικίνδυνος.

Ο Τρίερ γνωρίζει καλά το παιχνίδι της πρόκλησης, το έχει κάνει κατ’ εξακολούθηση εντός κι εκτός οθόνης (όχι πάντα με επιτυχία). Στο «Σπίτι» χρησιμοποιεί ως άλλοθι τη ζωή ενός δολοφόνου και προβάλλει μέσα από τις ιστορίες του, όλα όσα εδράζουν στο ταραγμένο μυαλό του. Παρόλα αυτά υπάρχει μέθοδος και συγκεκριμένη δομή στην επι της οθόνης «τρέλα» και μέσα από ηθελημένες αντιθέσεις, διαφαίνεται η οξυδέρκεια ενός δημιουργού και παράλληλα η ενδιαφέρουσα σύνδεση με το προσωπικό του παρόν. Το «Σπίτι» ορθώνεται ως ένα μνημείο της τέχνης και των ιδεών του Τρίερ του 2018. Σίγουρα έχει υπάρξει πιο καθαρός, φιλόδοξος και ακριβής στο παρελθόν, αλλά ο «Τζακ» έχει μία αγαστή συνέπεια έργου – λόγου και υπηρετεί το (κινηματογραφικό) είδος του με υφολογική συνοχή.

«Μουσείο εγκλημάτων» με θεμέλια ανθρώπινες ζωές, αυτό το «Σπίτι» είναι ένα επίκαιρο κοινωνικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό σχόλιο. Και πολύ προσωπικό.

Ο «Τζακ» ως δομή είναι πανομοιότυπος με το «Nymphomaniac». Δυο ξεχωριστές όψεις, μιλούν από κοινού για τις δυναμικές που αναπτύσσει η εξουσιαστική τάση των ανθρώπων και εμπλέκουν τέχνη, επιστήμη, βία (η πρώτη) και σεξ (η δεύτερη). Όπως η νυμφομανής Τζο (Σαρλότ Γκενσμπούργκ) εξομολογείται τις εμπειρίες της στα δυο σκέλη του «Nymphomaniac», έτσι και ο Τζακ (ένα όνομα-μεταφορά για τον κοινό άνθρωπο) αποκαλύπτεται στον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο (Μπρούνο Γκανζ). Μόνο που η ιστορία του Τζακ δεν είναι η «Αινειάδα», το σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά το δολοφονικό παραλήρημα ενός ανθρώπου-εκπροσώπου μιας δυτικής αυτοκρατορίας σε πτώση.

Μέσα από τις εξομολογήσεις του Τζακ (εξαιρετικά αποτελεσματικός ο Ματ Ντίλον στο ρόλο) ο Τρίερ κάνει τσεκ σε όλα όσα μπορείς να του προσάψεις. Ταυτόχρονα, και σίγουρα με σαρδόνιο πνεύμα, τον εκθέτει. Οι γυναίκες-θύματα της ταινίας είναι ανόητες ή έτσι τις περιγράφει (ή αντιλαμβάνεται) ο Τζακ; Και ποια τελικά είναι η θέση του Τρίερ, ενός σκηνοθέτη που έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό πλειστάκις, αλλά τεράστιο μέρος της φιλμογραφίας του βασίζεται στη δυναμική και το σθένος των γυναικών («Δαμάζοντας τα Κύματα», «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», «Dogville» κ.α.); Ο «Τζακ» αντικατοπτρίζει τη ψύχωση που άγει την καλλιτεχνική δημιουργία και ο Τρίερ φαίνεται πως παραλληλίζει τη δουλειά του σκηνοθέτη με εκείνη ενός κατά συρροή δολοφόνου που θυσιάζει χαρακτήρες και ιστορίες μέσα σε 90-100 λεπτά (στην περίπτωσή του και περισσότερα), μία ταινία τη φορά.

Το πρώτο θύμα του Τζακ στην ταινία είναι η Ούμα Θέρμαν, η εκδικητική Νύφη του Ταραντίνο, στο ρόλο μιας γυναίκας που προδικάζει το τέλος της μετά από ένα ντελιριακό διαλογικό μέρος. Το δεύτερο περιστατικό έχει μία ανατρεπτική επίστρωση μαύρου χιούμορ που σχετίζεται με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή του βασικού χαρακτήρα και σατιρίζει τη «θεϊκή παρέμβαση». Το ενοχλητικό τρίτο επεισόδιο αποδομεί την οικογένεια και τον απόντα πατέρα, ενώ το σοκ της τέταρτης ιστορίας (κατά την οποία αποχώρησαν θεατές στην προβολή των Καννών) ακρωτηριάζει τις αισθήσεις. Λίγο πριν το φιλότεχνο φινάλε, το πέμπτο περιστατικό θα ανοίξει μοραία μία «πόρτα» που ο Τζακ νόμιζε πως θα αποφύγει.

Ένα «μουσείο εγκλημάτων» με θεμέλια ανθρώπινες ζωές, αυτό το «Σπίτι» είναι ένα επίκαιρο κοινωνικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό σχόλιο. Επίσης και πολύ προσωπικό. Η πρώτη φωτογραφία που κυκλοφόρησε σχετικά με τα γυρίσματα του «Σπιτιού» τον Φεβρουάριο του 2017, ήταν μία φωτοσοπαρισμένη εικόνα του Τρίερ με ένα δρεπάνι, φόρος τιμής στο «Vampyr» (1932) του Καρλ Ντράγιερ. Η συγκεκριμένη εικόνα δεν υπάρχει στην ταινία, αλλά προλογίζει καθαρά όλες τις αναφορές που «κατοικούν» στον Τζακ. Το «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι (από το άλμπουμ «Young Americans» που είχε ακουστεί στο «Dogville») συνδιαλέγεται με τον ανυπέρβλητο πιανίστα Γκλεν Γκουλντ, η αρχιτεκτονική με τη ζωγραφική, η Ιστορία με την Τέχνη. Ο Τρίερ παίρνει αφορμή να σχολιάσει τη θηριωδία των ναζί και στη συνέχεια εγωκεντρικά και ίσως αυτοσαρκαστικά συναντά μέσα στην ταινία και το έργο του.

Μετά από τέσσερις δεκαετίες που είναι δημιουργικά παρών, ο Λαρς Φον Τρίερ ακολουθεί την «Τριλογία της Κατάθλιψης» με ένα «Σπίτι» που είναι ανοιχτό βιβλίο. Συμφιλιωμένος με τους δαίμονές του επιχειρεί μία κατάβαση στην κόλαση και επιλέγει για συντροφιά την υψηλή τέχνη. Όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ο «Τζακ» θα έχει ολοκληρώσει το έργο του και οι θεατές οφείλουν να εγκαταλείψουν την ασφάλεια της μεγάλης οθόνης. Σίγουρα δεν είναι θέαμα για όλους, αλλά ακόμη μία φορά ο Τρίερ θα προκαλέσει συζητήσεις και σ’ αυτό δεν απογοήτευσε ποτέ. «Hit the road Jack», που λέει και το τραγούδι και μακάρι οι επι της οθόνης «Τζακ» να ξορκίζουν όσους βρίσκονται εκτός.

Βαθμολογία: ★★★1/2

http://www.cinemagazine.gr

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΧΤΙΣΕ Ο ΤΖΑΚ (2018)
(THE HOUSE THAT JACK BUILT)

του Ηλία Φραγκούλη [0,5/5]

Serial killer με πολυάριθμη δράση εντός δωδεκαετίας (ψυχ)αναλύει πέντε επίλεκτα παραδείγματα από τους φόνους που έχει διαπράξει.

Το 2006, ο Λαρς φον Τρίερ γυρίζει τη χειρότερη ταινία της καριέρας του, «Το Μεγάλο Αφεντικό». Επρόκειτο για κωμωδία. Ως γνωστόν, ο Τρίερ είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει χιούμορ. Διόλου τυχαία, όποτε αναφέρω αυτό το φιλμ σε συζητήσεις για τον Τρίερ, κανένας δεν το έχει δει, κανείς δεν το γνωρίζει. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ! Το θυμήθηκα πάλι (όχι με τον τίτλο του, το ομολογώ, δεν είναι εύκολο να συγκρατήσει κανείς το «Direktøren for Det Hele» στα δανέζικα…) μετά το τέλος της προβολής τούτου εδώ, προσπαθώντας να τοποθετήσω «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» σε ένα top των μεγαλύτερων κινηματογραφικών φρικωδιών που μας έχει προσφέρει (μέχρι σήμερα) ο Τρίερ. Τελικά, καταλήγω να του δώσω τη δεύτερη θέση, με την «τριλογία» (που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ…) του «Dogville» να υποχωρεί στην τρίτη θέση, πλέον.

Αρχικά, να πω ότι σε αυτό το «Σπίτι» κατοικεί ο ίδιος ο Τρίερ. Πρόκειται για το πιο αυτοαναφορικό έργο της καριέρας του, μια αποδόμηση της Τέχνης του, των εσωτερικών ψυχαναγκασμών του να συμμετάσχει σε ένα κοινωνικό σύνολο το οποίο (προφανέστατα) απορρίπτει σε βαθμό… γενοκτονίας! Η Κόλαση του Τρίερ είναι τα χρόνια που έχει ζήσει ανάμεσά μας και το «γιατρικό» του είναι οι ταινίες που του πρόσφεραν την πολυτέλεια να μην έχει μετατραπεί (ακόμη) σε έναν κοινό (αν και πανέξυπνο) serial killer ή έναν ηττημένο από κάθε άποψη αυτόχειρα. Ο δολοφόνος του Ματ Ντίλον είναι ξεκάθαρα ο Τρίερ.

Αφηγηματικά, «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» μοιάζει περισσότερο με «υποχρέωση» μίσους προς τον εαυτό του, τους παραγωγούς του, τη φεστιβαλική ζήτηση και το κοινό που αγαπά να… τον μισεί. Στο ύφος, θυμίζει ολοκληρωτικά τα δύο κεφάλαια του «Nymph()maniac» (2013). Λες και πρόκειται για ένα υποθετικό «Μέρος Γ» (ακόμη μια τριλογία που δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας;), αποτελούμενο από περισσεύματα εκείνων των φιλμ. Μόνο που εδώ η φαντασίωση και το εγώ του Τρίερ γίνονται οι πρωταγωνιστές που «κρύβονται» πίσω από το φιλμικό πρόσωπο του δολοφόνου, ο οποίος αναλαμβάνει τον άγαρμπο ρόλο τού fictional αφηγητή, αποκαλύπτοντας τις δίχως αιδώ και ηθική σκέψεις του (στην παρούσα κατάσταση του ψυχισμού του). Σκέψεις που, ειδικά όσον αφορά το έγκλημα, ενδεχομένως να προκύψουν… γνώριμες και σε μερίδα των θεατών, οι οποίοι κάποτε θέλησαν να πατήσουν με το αμάξι τους έναν περαστικό στον δρόμο, που θα γούσταραν να βάλουν ανθρώπους για θηράματα σε μια βόλτα για κυνήγι, που έχουν την απορία να δουν τι συμβαίνει καρφώνοντας ένα μαχαίρι κάτω από τον μαστό μιας γυναίκας και συνεχίζοντας το κόψιμο βαθιά μέσα του, μέχρι να τους μείνει στα χέρια. Όχι, δεν είστε serial killers, αλλά πολλοί από εσάς θα μοιραστείτε αυτές τις σκέψεις / επιθυμίες του ήρωα. Και χάρη στον Τρίερ, θα χαρείτε να τις δείτε να απεικονίζονται στην οθόνη. Σαν ένα ψέμα, όμως. Σαν ένας ευνουχισμός της «λύτρωσης» που μπορεί να πρόσφεραν αυτές οι πράξεις.

Ο αφηγητής μιλά σε έναν άνθρωπο αγνώστου ταυτότητας, που δεν θα δούμε παρά μονάχα στο «τέλος» (ο σπονδυλωτός χαρακτήρας του έργου αναιρεί σχεδόν τη σημασία ενός φινάλε, ενώ το εκτός κάθε ρεαλιστικού πλαισίου τελευταίο μέρος δεν έχει ούτε σαφή προορισμό ούτε και «φρένο» στην… κατάβασή του), τοποθετώντας τον ήρωα σε μια therapy session ή μια ιδιαίτερα ειλικρινή εξομολόγηση, που ενώ θα έπρεπε να γίνει σεβαστή γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, με την τόσο φτηνή, γκροτέσκα και «παρ’ τα στη μούρη» διάθεση του περιεχομένου, γυρίζει άσχημα σαν boomerang και χτυπά κατακούτελα τον «wannabe» πρωταγωνιστή Τρίερ. Δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από σοκαριστικές εικόνες σε ένα φιλμ του, και σίγουρα δεν αποτελώ έναν εκπρόσωπο της συντηρητικής μερίδας των θεατών του, η οποία κατακεραυνώνει τη βία με όρους κοινωνικά επιτρεπτούς. Τίποτα δεν με ενόχλησε εδώ, το εννοώ. Ούτε καν η «περίφημη» σκηνή της δολοφονίας των δύο ανήλικων παιδιών που εξαγρίωσε στις Κάννες, τρέποντας σε φυγή το κοινό της φεστιβαλικής του πρεμιέρας. Σε έναν πολιτισμό (ειρωνεία) που τρέφεται με ρεαλιστικές εικόνες βίας και θανάτου σε ημερήσια βάση, καμία κινηματογραφική βαναυσότητα δεν είναι εύκολο να σοκάρει, πια. Το ώριμο κοινό γνωρίζει πως είναι ασφαλές μέσα στην αίθουσα, ο σκηνοθέτης δεν θα σκίσει την οθόνη με ένα αλυσοπρίονο για να μας τεμαχίσει. Η ταινία είναι πάντοτε ένα ψέμα. Οι σκέψεις, όμως, όχι.

Και ενώ όλη αυτή η απειλή του στυγερού serial killer θέλει να φαντάζει αληθοφανής στο έργο, ο Τρίερ ντύνει τη νοσηρότητα των πράξεων με ένα χιούμορ που… ανέκαθεν γνωρίζαμε πως δεν διαθέτει. Ο δολοφόνος του πάσχει από OCD, έχει μανία με την καθαριότητα, συλλέγει τα πτώματα των θυμάτων του σε μια αποθήκη – καταψύκτη, τα φωτογραφίζει σε σχεδόν αστείες στάσεις, πάντοτε σε φιλμ, διότι αγαπά την εξωπραγματική απεικόνιση του αρνητικού. Έτσι, η σκηνή όπου μπαινοβγαίνει σε ένα σπίτι – τόπο εγκλήματος για να σφουγγαρίσει το παραμικρό, με την ανησυχία ότι άφησε πίσω του πιτσιλιές αίματος (όχι ως αποδεικτικά στοιχεία αλλά για λόγους καθαριότητας!), η άλλη με το πτώμα (σε πλήρη νεκρική ακαμψία) που αποφασίζει να επιστρέψει στο μέρος όπου δολοφονήθηκε γιατί οι φωτογραφίες που είχε βγάλει δεν ήταν ικανοποιητικές ή εκείνη της αναζήτησης της σωστής σφαίρας που θα διαπεράσει τα κεφάλια ενός τσούρμου από δεμένους ανθρώπους, μετατρέπουν «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» σε μια κακόγουστη φάρσα που νομίζει ότι αυτοσαρκάζεται, αλλά στην τελική εκφράζει περισσότερο το μυαλό και το επίπεδο ενός θεατή που κάθε καλοκαίρι επιλέγει το Δελφινάριο για την ιδανική του διασκέδαση!

Σταδιακά, το όποιο «σοκ» δίνει τη θέση του στην πλήξη και όταν ο Τρίερ καταλήγει να ενθέτει στιγμιότυπα από ολόκληρη τη φιλμογραφία του σε ένα montage από σκηνές φρίκης που έχει βιώσει η ανθρωπότητα, το έργο περνά στην κατηγορία της κωμωδίας, για να εκτροχιαστεί πλήρως από τη στιγμή που η δράση περνά σε μια «άλλη» διάσταση, στην οποία ο δημιουργός ελπίζει να φυγαδευτεί για να τιμωρηθεί για την ύπαρξή του, με την απέλπιδα απόπειρα της «απόδρασης» προς τη συνέχιση της ζωής. Όλο αυτό το κομμάτι δυναμιτίζει κάθε θεμέλιο στήριξης ενός φιλμικού οικοδομήματος (το οποίο ο ήρωας χτίζει, γκρεμίζει και ξαναχτίζει πολλάκις στο έργο, με αδικαιολόγητα βλακώδεις συμβολισμούς) και σε βυθίζει στην πλήρη απάθεια, καθώς κάθε έννοια συναισθήματος αποχαιρετά ολόκληρο το εγχείρημα. Σαστίζεις. Είναι λες και ο (σαδιστής) Τρίερ ήθελε να σε μαστιγώσει αλύπητα, αλλά εσύ να καταλήγεις να… γαργαλιέσαι. Μόνο.

Ξέχασα να σχολιάσω και τον αχταρμά της pop κουλτούρας, με τα εμβόλιμα πλανάκια τύπου Μπομπ Ντίλαν στο κλασικό music video του «Subterranean Homesick Blues» και την άκυρη (και διαρκή) χρήση του «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι. Θα θες να βρoντοφωνάξεις «έλεος», ενώ στην οθόνη ο Τρίερ θα «καπηλεύεται» ένα έργο δαντικής κόλασης του Ντελακρουά, για τους «αμόρφωτους» που δεν το είχαν καταλάβει ήδη. Duh!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ο προβοκάτορας είναι γυμνός! Θαρραλέα η «αυτο-εξομολόγηση» του Λαρς φον Τρίερ, αλλά μετά τον εγκυκλοπαιδικού όγκου θρίαμβο του «Nymph()maniac», τούτο εδώ μονάχα λύπηση για την (εσωτερική) κατάντια του δημιουργού του προκαλεί. Και είμαι ένας από τους ένθερμους οπαδούς του σκηνοθέτη, το τονίζω και πάλι. Απλά, και η κοροϊδία έχει τα όριά της! Πάντως, ακόμη και μερίδα του («art-house» αποκλειστικά) κοινού που βρίσκει τόπους ταύτισης με το σινεμά του Τρίερ, εδώ θα βγαίνει έξω (πιθανότατα και πριν απ’ το τέλος της προβολής…) βρίζοντας.

http://freecinema.gr

Το σπίτι που έφτιαξε ο Τζακ κριτική του Γιάννη Ζουμπουλάκη [ 0/5 ]

(The house that Jack build, Δανία/Γαλλία/Γερμανία/Σουηδία, 2018). Φιλοσοφικό θρίλερ του Λαρς φον Τρίερ
Το πορτρέτο ενός εφιαλτικού αλλά συγχρόνως γοητευτικού κατά συρροήν δολοφόνου έπλασε στην τελευταία ταινία του ο προκλητικότατος – ως συνήθως – δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ. Σοκαριστικά βίαιη, με μπόλικη ψευδοφιλοσοφία και εντελώς διεστραμμένο χιούμορ, η ταινία ακολουθεί τα βήματα ενός καλλιεργημένου πολιτικού μηχανικού, ο οποίος παρασύρει τα θύματά του σκοτώνοντάς τα με αδιανόητα σαδιστικούς τρόπους. Μαθαίνουμε για τις φρικώδεις πράξεις του, τις οποίες και βλέπουμε με όλες τις εμετικές λεπτομέρειες, μέσα από την αφήγηση του δολοφόνου προς ένα πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα αποκαλύπτεται στο τέλος της ταινίας.
Ο ανεκδιήγητος ρεαλισμός των δολοφονιών συνδυάζεται με τη γενικότερη φιλοσοφία του δολοφόνου για τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο, τις Τέχνες. Από τη μία ο Τζακ αναλύει το αστείρευτο ταλέντο του πιανίστα Γκλεν Γκουλντ και του Βόλφγκανγκ Γκαίτε, από την άλλη μαρκάρει με κόκκινο μαρκαδόρο τα γυμνά στήθη μιας γυναίκας και εν συνεχεία τα τεμαχίζει. Το ένα στήθος μάλιστα το μετατρέπει σε πορτοφόλι του. Και αυτό είναι ένα από τα λιγότερο φρικώδη εγκλήματά του.
Ο Τζακ, τον οποίο υποδύεται σε δυνατή στιγμή ο Ματ Ντίλον, είναι μέγας θαυμαστής των Τεχνών και πιστεύει ότι όλοι οι μεγάλοι ηγέτες που κατάφεραν να ασκήσουν επιρροή στον κόσμο είναι από μόνοι τους μια μορφή τέχνης. Πλάνα του Χίτλερ, του Στάλιν και του Μάο Τσε Τουνγκ συνοδεύουν την αφήγησή του σε αυτόν τον οργασμό αρρωστημένης φαντασίας που θεωρώ ότι έγινε απλώς για να γίνει και δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, καλλιτεχνικό, κινηματογραφικό ή άλλο. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η ταινία δεν σε καθηλώνει όταν τη βλέπεις. Προσωπικά έμεινα ακίνητος στις 2 ώρες και 34 λεπτά διάρκειάς της. Ο Τρίερ είναι μάστορας σκηνοθέτης, ΟΚ, το ξέρουμε.
Το ερώτημα είναι γιατί να τη δεις.
https://www.tovima.gr/

Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ , 2018
(The House That Jack Built)

Τατιάνα Καποδίστρια [2/5]

Υπερφίαλα ξεχειλωμένη, αυτάρεσκη, και επιτηδευμένα γκροτέσκα, η νέα ταινία του Τρίερ καταπιάνεται με το φρικώδες έργο ενός μανιακού δολοφόνου –και με το πόσο μάγκας είναι ο σκηνοθέτης, βέβαια…

Δεκαετία του ’70, σε μη διευκρινιζόμενη επαρχία των ΗΠΑ. Ο Τζακ (Ντίλον) ένας κατά συρροή δολοφόνος, μοιράζεται την κοσμοθεωρία του, καθώς και λεπτομέρειες για πέντε (από τους δεκάδες) φόνους του με κάποιον Βέρτζι, τον οποίον εμείς δεν βλέπουμε, μόνο την φωνή του ακούμε. Λίγο πριν το τέλος, ο Βέρτζι εμφανίζεται με την μορφή του Γκαντς –και είναι, λέει, ο Βιργίλιος, ο γνωστός… λατινικός. Που μαζί με τον κίλερ έχουν επί δυόμιση ώρες λιβανίσει πειθήνια τον δημιουργό τους, ήγουν τον Τρίερ, βρε κουτά, που είναι μάγκας, παντογνώστης, στρεψοδίκης και κατά συρροή προβοκάτορας… Θεωρητικά, η ταινία διαρθρώνεται σε πέντε τμήματα, καθένα εκ των οποίων εισάγεται με τα πρώτα μέτρα από το «Fame» του Μπόουι, και ασχολείται με ένα «περιστατικό» από την αιμοσταγή δράση του Τζακ. Η Θέρμαν, λόγου χάρη, ενσαρκώνει μια χαζή που αναζητούσε βοήθεια για το χαλασμένο αυτοκίνητό της, και βρέθηκε με τον γρύλο στο δοξαπατρί. Μια μάνα (Γκράμπολ) με τα δυο παιδάκια της υποβάλλονται σε ένα αποκρουστικό πικνίκ τρόμου από τον δολοφόνο «μας». Μια επιφυλακτική μεσόκοπη (Χόγκαν) μπάζει τον θάνατο τον ίδιο στο σπιτικό της. Ενώ η Σιμπλ (Κίου, καλή), μια μπίμπο που μπορεί και να είναι ερωτευμένη με τον Τζακ, θα καταλήξει επίσης πετσοκομμένη.

Άντε, ας πούμε ότι τα παραπάνω συνιστούν μια ψυχογραφική/ υπαρξιακή κατάδυση στο παρανοϊκό σύμπαν ενός σαδιστή δολοφόνου (σε αυτό το πεδίο, η πιο εύγλωττη σκηνή είναι ένα φλασμπάκ με τον Τζακ παιδί να κακοποιεί απαθώς ένα παπάκι). Ναι, αλλά, στην πραγματικότητα, ο Τρίερ χέστηκε για τον δολοφόνο και το ανατριχιαστικό σύμπαν του. Εκείνο που τον καίει και συνιστά το αληθινό raison d’ être του φιλμ είναι η παράθεση των δικών του (και συνήθως επιτηδευμένα προβοκατόρικων) απόψεων. Οι οποίες απλώνονται επί παντός του επιστητού, άλλοτε εξυπηρετώντας κάποιον προφανή σκοπό (η αναφορά, ας πούμε, στην τελειότητα των ναζιστικών αεροπλάνων Στούκας, προδήλως ρίχνει λάδι στις φιλοχιτλερικές δηλώσεις του σκηνοθέτη, που τον είχαν εξοστρακίσει από τις Κάννες το 2011), κι άλλοτε τίποτα απολύτως (όπως το μίνι φροντιστήριο για τα είδη σταφυλιών και κρασιών, ξερωγώ). Οι δια στόματος Τζακ προκλητικές τοποθετήσεις του σκηνοθέτη, ας πούμε, δεν αφήνουν ούτε το επικαιρικό κίνημα #MeToo ασχολίαστο –«Γιατί το φταίξιμο είναι πάντα του άντρα;» αναρωτιέται ο δολοφόνος αναφερόμενος στα θύματά του… Συγχρόνως, δίπλα σε όλα αυτά τα ακουστικά φληναφήματα, η αφήγηση διακόπτεται κάθε τόσο από α) καρτούν (κυρίως με προβατάκια) που υπογραμμίζουν δήθεν σαρδόνια την αθωότητα των θυμάτων, β) ασπρόμαυρα πλάνα με τον Έλιοτ Γκουλντ στο πιάνο, ή με τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον Μάο, και τον Στάλιν σε ιστορικές εμφανίσεις τους. Άσε μας, ρε Λαρς!

http://tospirto.net/

Σύγκρουση τέχνης και πραγματικότητας στο σπίτι που έχτισε ο Τρίερ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** 1/2 – Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ

The House That Jack Built. Δανία/Γαλλία/Γερμανία/Σουηδία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λαρς φον Τρίερ. Ηθοποιοί: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκανζ, Ούμα Θέρμαν, Σόφι Γκράμπολ, Σιόμπαν φάλον Χόγκαν. 155΄

Σε μια άλλη μορφή του Αντίχριστου επιστρέφει ο Δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ στην ταινία του «Το σπίτι που έκτισε ο Τζακ», με το φεστιβάλ των Κανών, που πριν από μερικά χρόνια τον είχε χαρακτηρίσει «ανεπιθύμητο» (persona non grata), να δέχεται να συμπεριλάβει την ταινία, εκτός συναγωνισμού, στο φετινό πρόγραμμά του. Πρόκειται για την ιστορία του Τζακ (με τον Ματ Ντίλον να δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία), ένα κατά συρροήν δολοφόνο, που τον βλέπουμε να αφηγείται έξι επεισόδια/φόνους από την αιματοβαμμένη «καριέρα» του ως σίριαλ κίλερ.

Παράλληλα με τον τίτλο της ταινίας, που αναφέρεται στο γνωστό αγγλικό παιδικό τραγούδι που ξεκινάει από μια γάτα που σκότωσε ένα ποντίκι κι ύστερα ένα σκύλο που σκότωσε τη γάτα και πάει λέγοντας… (με τον κάθε στίχο να τελειώνει με τη φράση «αυτό είναι το σπίτι που έκτισε ο Τζακ»), ο δολοφόνος του Τρίερ γίνεται δολοφόνος αρχικά τυχαία, εξαιτίας μιας επίμονης, εκνευριστικής γυναίκας, που όταν το αυτοκίνητο που οδηγεί της χαλάει στο δρόμο του ζητάει να τη μεταφέρει με το δικό του στο πιο κοντινό γκαράζ.

Ο Τζακ αφηγείται τους έξι, από τους 60 περίπου φόνους του, σε έξι κεφάλαια της ταινίας, σ’ ένα αρχικά αόρατο, μυστηριώδες πρόσωπο (ψυχολόγου; Μεφιστοφελή; Θεού; ή απλά η συνείδησή του Τζακ;) με τη φωνή του ηθοποιού Μπρούνο Γκανζ (ο οποίος εμφανίζεται μόνο πιο το τέλος της ταινίας), ενώ, οι διάφοροι φόνοι, βασικά γυναικών, παρουσιάζονται ολοένα και πιο άγριοι, σε μια ατμόσφαιρα που σταδιακά γίνεται και πιο εφιαλτική, με τον Τζακ, παράλληλα, να συζητά για την τέχνη (ο ίδιος είναι μηχανικός αν και ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας) και το σπίτι που άρχισε να χτίζει και που κάθε φορά, ανικανοποίητος από τα υλικά, τον βλέπουμε να το διαλύει.

Για να φτάσουμε στο τελευταίο επεισόδιο, «επίλογο-κατάδυση», όπως το αποκαλεί ο Τρίερ, όπου ο Γκανζ εμφανίζεται με το όνομα Βερτζ (δηλαδή Βέρτζιλ, με άλλα λόγια Βιργίλιος), και συγγραφέας της «Αινειάδας», που οδηγεί τον Τζακ μέσα από υπονόμους και σπηλιές, απ’ όπου κυλάει καυτή λάβα, σκηνές που μοιάζουν να βγήκαν από την Αποκάλυψη, με εικόνες γενικά που φέρνουν στο νου την κόλαση ζωγραφισμένη από τον Ιερώνυμο Μπος.

Πίσω από την ιστορία του Τζακ, ο Τρίερ θέλησε να κάνει ένα σχόλιο πάνω στο βασανιστικό κόσμο του καλλιτέχνη (μαζί και του ίδιου ως σκηνοθέτη), τις φριχτές συχνά μορφές που αναπαράγει με τη φαντασία του για να φτάσει στην αναζητούμενη κάθαρση (εξ ου και η «κατάβαση» στο φινάλε). Ταυτόχρονα, φτιάχνει και μια δυνατή, συγκλονιστική αλληγορία πάνω στο σύγχρονο άνθρωπο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας που κτίζει το σπίτι του όχι πάνω στην αγάπη και την κατανόηση, αλλά στο μίσος, τη μισαλλοδοξία και το φόνο.

https://www.enetpress.gr

 

The House That Jack Built 005

O Τζακ, ένας κατά συρροή δολοφόνος, περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τους φόνους που έχει διαπράξει τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ 11.10.2018 [2/5]

Όλοι οι διχαστικοί χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τον Λαρς φον Τρίερ κατά βάση ισχύουν: ιδιοφυής, σαλτιμπάγκος, προκλητικός, ταπεινός, άφαντος και πανταχού παρών, απλός, αδιαπέραστος, καταγγελτικός, αντιαμερικανός, αμερικανόφιλος, βίαιος, μισογύνης, φεμινιστής, καλοπροαίρετος, δαιμονικός και πάει λέγοντας. Δεν χωράει αμφισβήτηση πως είναι το μοναδικό μέλος της ελίτ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που όχι μόνο δεν παίρνει το έργο του τελείως στα σοβαρά αλλά το υπονομεύει μέσα στις ταινίες του, και πέρα από αυτές, στις δηλώσεις που άκομψα εκτοξεύει και αδυνατεί να μαζέψει, σαν κι εκείνη την αλήστου μνήμης ένδειξη κατανόησης προς τον Χίτλερ, που του στοίχισε τον 7ετή αποκλεισμό του από το Φεστιβάλ Καννών και άρθηκε φέτος με τρόπο, αφού το The house that Jack built, ο παραμορφωτικός καθρέφτης της ψυχής του Λαρς, δεν διαγωνίζεται για τον Χρυσό Φοίνικα. Ο Τζακ, ο serial killer πρωταγωνιστής της ταινίας, ο ειλικρινής και φιλότιμος Ματ Ντίλον στον ρόλο, δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Τρίερ. Πάρτε τη λέξη jack, για αρχή: είναι ένα συνηθισμένο, κυρίως αμερικανικό όνομα. Σημαίνει και «γρύλος», και είναι το εργαλείο που στο ξεκίνημα λειτουργεί ως όπλο, αφού ανήκει στην Ούμα Θέρμαν, η οποία ζητάει βοήθεια για το αμάξι της που έμεινε στη μέση του πουθενά και προκαλεί τον Τζακ, τον άνθρωπο που με τον jack τον γρύλο τής σπάει το πρόσωπο ‒ ποιας; Της γυναίκας που επί 4 ώρες έπαιρνε επική εκδίκηση και τσάκιζε τους πάντες στο δίτομο Kill Bill. Επίσης, παραπέμπει στο jack off (κοινώς, τον παίζω) και είναι σίγουρο πως ο Δανός σκηνοθέτης έχει υπ’ όψιν του τη μεταφορά της συνήθειας στο σινεμά, αφού, ανάμεσα στους προαναφερθέντες χαρακτηρισμούς, για αρκετούς επικριτές είναι χαϊδευτικά και ο Μεγάλος Αυνάν του κινηματογράφου. Ο Τζακ δεν είναι απλώς ένας τελειωμένος φονιάς αλλά ένας σκηνοθέτης πτωμάτων και ταυτόχρονα ένα ατελές ανθρώπινο ον που προσπαθεί μάταια να ολοκληρώσει το σπίτι που θα τον στεγάσει Ο Τζακ, λοιπόν, επιδίδεται σε απανωτούς φόνους και σε ένα άκρως περιγραφικό μακέλεμα κατά τη διάρκεια της σαρωτικής διαδρομής του μιλά σε έναν γηραιό κύριο σαν να αφηγείται τη ζωή του, να εξηγεί, όσο μπορεί, τις πράξεις του και να ψάχνει το νήμα των κινήτρων του. Η εξομολόγηση θα μπορούσε να απευθύνεται σε έναν ιερέα ή σε έναν ψυχαναλυτή. Το πρόσωπο του μυστηριώδους κυρίου αποκαλύπτεται σε μια παρατεταμένη τρίτη πράξη, στη λύση που δοκιμάζει ο Λαρς φον Τρίερ για να δικαιολογήσει το σισσύφειο βάσανο που τον ταλανίζει, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία της καριέρας του με μια προσωπική, καλλιτεχνική δήλωση. Η ταινία είναι μια ανθολογία του έργου του Δανού, ο οποίος μάλιστα δεν διστάζει να παραθέσει αποσπάσματα των ταινιών του σε μια συμπυκνωμένη σεκάνς της εικονογραφίας της ανθρώπινης κατάστασης. Ο δε Τζακ δεν είναι απλώς ένας τελειωμένος φονιάς αλλά ένας σκηνοθέτης πτωμάτων και ταυτόχρονα ένα ατελές ανθρώπινο ον που προσπαθεί μάταια να ολοκληρώσει το σπίτι που θα τον στεγάσει ‒ ένας μηχανικός που ποζάρει ως αρχιτέκτονας, ως ο οραματιστής σκηνοθέτης που δοκιμάζει πολλές εναλλακτικές λύσεις, αλλά, αν είναι πραγματικά ανήσυχος και ευαίσθητος, στέγη πάνω από το κεφάλι του δεν θα βάλει ποτέ, και λόγω της ανικανότητάς του να χτίσει πραγματικά, και λόγω της πάλης που δίνει με τις αμφίρροπες δυνάμεις που τον καθορίζουν και τον μπερδεύουν. Σε πρώτη ματιά, το The house that Jack built είναι μια ταινία για τη βία και μια μεταφορά για τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, την οπλοχρησία και ούτω καθεξής. Εύκολη εξήγηση, τοποθετημένη στρατηγικά στην επικαιρότητα, αλλά όχι αρκετά πλήρης ή εύστοχη. Ο Τρίερ έχει πραγματευτεί καλύτερα και δραματικότερα τη βία, και σίγουρα πιο πρωτότυπα. Η δεύτερη ερμηνεία είναι πως το φιλμ είναι μια αλληγορία για την Τέχνη. Κάποιες «ζωγραφικές» σκηνές και η προβληματική του serial killer ως καλλιτέχνη στα δικά του μάτια, από τη στιγμή που μέχρι να περατώσει το έργο ζωής θα αφήσει θύματα και δυστυχία στο διάβα του, κάνουν πιο δόκιμη τη σκέψη. Σε πρώτη ματιά, το The house that Jack built είναι μια ταινία για τη βία και μια μεταφορά για τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, την οπλοχρησία και ούτω καθεξής. Ωστόσο, όλα τα συγκαλυμμένα στοιχεία που απλώνονται στην πλοκή συνηγορούν στην πιο απλή εκδοχή της υπόθεσης: ο Τζακ δεν έχει συνείδηση και ο Λαρς αναρωτιέται γιατί κανείς δεν τον ακούει τόσον καιρό, κανείς δεν έχει προσέξει πως ζητάει βοήθεια (ή τιμωρία) και κανείς δεν έχει εμποδίσει πραγματικά τους «φόνους» του. Όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις του Τζακ στα θύματά του, οι ανατριχιαστικές αναβαθμίσεις της όψης του θανάτου, τα ψυχαναγκαστικά του ρίσκα που μένουν ατιμώρητα, το σοκ που προκαλεί εσκεμμένα για να τραβήξει το ενδιαφέρον, δεν είναι παρά μια ασταμάτητη πρόβα του μεγάλου Ενοχικού για την ύστατη ποινή, το τέλος. Επίσης, πρόκειται για ένα δίωρο rewind του έξυπνου και πονηρού όσο ποτέ άλλοτε σκηνοθέτη που, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή, δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει, παρά κάνει μια αναδρομή στα κινηματογραφικά και προσωπικά θέματά του.

Πηγή: http://www.lifo.gr

Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ (The House that Jack Built) *
Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ

Η δράση ενός σίριαλ κίλερ στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όπου σε μια περίοδο τουλάχιστον 12 ετών σκότωσε τουλάχιστον 61 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους γυναίκες.

Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ (The House that Jack built) Κωνσταντίνος Καϊμάκης [3/5]

Το γνωστό κλισέ για τον Φον Τρίερ λέει πως είτε τον μισείς, είτε τον λατρεύεις. Δεν είναι αλήθεια. Προσωπικά γουστάρω πολύ 2-3 στιγμές του («Dogville», «Στοιχείο του εγκλήματος», «Μήδεια»), κάποιες άλλες δεν μου λένε σχεδόν τίποτα («Δαμάζοντας τα κύματα», «Manderlay»), αλλά ποτέ δεν βαρέθηκα καμιά ταινία του. Κι αυτό είναι το σπουδαίο στο σινεμά του. Είτε προκαλώντας, είτε κάνοντας πλάκα, σε βάζει στο τριπάκι να σκεφτείς τι είναι αυτό που βλέπεις: ένα αριστούργημα ή μια δηθενιά ολκής; Το «Σπίτι που έχτισε ο Τζακ» δεν αποτελεί εξαίρεση στο παραπάνω… Δόγμα (άλλη μια πλακίτσα που σκαρφίστηκε στην επεισοδιακή διαδρομή του). Από την πτυχιακή του εργασία (το ασπρόμαυρο μικρού μήκους «Orchidégartneren» του 1978 μέσα σε 37 λεπτά δίνει όλα τα στοιχεία της απελπισμένης προβληματικής του: σεξ, ναζισμός, μισογυνισμός, θρησκευτικότητα, αντιπαλότητα αρσενικού-θηλυκού, Τέχνη, βασανισμοί ζώων κ.ά.) μέχρι σήμερα, ο τρομερός Δανός χτίζει ένα κινηματογραφικό Σπίτι που σίγουρα τον κατατάσσει στους πιο επιδραστικούς δημιουργούς των τελευταίων 30 χρόνων. Τα αρχετυπικά υλικά του χρησιμοποιούνται και στο νέο του φιλμ. Μια εύστοχη ανατομία του τρόμου που γεννά η δράση του ευφυή μηχανικού Τζακ (προφανές alter ego του σκηνοθέτη) ο οποίος περιγράφει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πέντε δολοφονιών που τον διαμόρφωσαν ως «καλλιτέχνη», αφού κάθε φόνος είναι για εκείνον ένα έργο τέχνης. Και η τέχνη, σύμφωνα με τον Τρίερ, είναι πάνω από κάθε τι στη ζωή. Για να γίνει πιο πειστικός –και προκλητικός, φυσικά– μακελεύει ό,τι βρεθεί στον δρόμο του κόκκινου βαν του. Κυρίως γυναίκες, αλλά και άντρες και παιδιά (η σεκάνς με την «οικογένεια» που πάει για πικνίκ είναι η πλέον «απεχθής» για τον μέσο θεατή), ενώ ο «γάτος» Φον Τρίερ για να αποφύγει τα αρνητικά σχόλια για τον μισογυνισμό του, δήλωσε πως «οι προηγούμενες ταινίες μιλούσαν για καλές γυναίκες και τώρα αποφάσισε να μιλήσει για έναν διαβολικό άντρα». Κάπως έτσι δικαιολογεί το μένος του Τζακ για τις γυναίκες (η άλλη σοκαριστική σκηνή με το γδάρσιμο του στήθους της «χαζής» ξανθιάς με το οποίο φτιάχνει πορτοφόλι!), προκαλώντας για άλλη μια φορά το μένος των πολλών. Όμως δεν ξεμπερδεύεις τόσο εύκολα με την ταινία, που πέρα από τα ηθικά έχει και τα αισθητικά κριτήριά της, στα οποία ο Δανός μεγαλουργεί. Επιπλέον δομεί ένα ανατριχιαστικό στοχασμό για το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης (η πιο συγκλονιστική στιγμή του φιλμ είναι τα ουρλιαχτά της γυναίκας που δεν «ακούει» κανείς) και τη βία της καθημερινότητας, που τα σερβίρει με ένα παράλογο, ανίερο χιούμορ, κάνοντας σκόνη κάθε επίφαση πολιτικής ορθότητας. Πρόκειται για το σημείο μηδέν, όπου οι κραυγές εναντίον του σωπαίνουν…

https://www.athensvoice.gr/

THE HOUSE THAT JACK BUILT REVIEW
Αυτό το σπίτι, δεν είναι σαν τα άλλα…

ΑΠΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟ (67/100)

Ο Jack, είναι ένας ευφυέστατος κατά συρροήν δολοφόνος, προσπαθώντας να δώσει καλλιτεχνική χροιά στις δολοφονίες του. Στο φιλμ, βλέπουμε πολλές απ’τις δολοφονίες του Jack διάσπαρτες στο χρόνο, σε υποτιθέμενο διάστημα δώδεκα ετών, απ’τη δεκαετία του ’70 μέχρι τα ’80s.

Το πολυαναμενόμενο νέο φιλμ του αμφιλεγόμενου Lars Von Trier, είναι γεγονός, ενώ ο ιδιόμορφος δημιουργός καλείται για μια ακόμη φορά να προκαλέσει εντυπώσεις, αντιδράσεις και τοξικά σχόλια, με τον γνωστό του άκρως προσωπικό και προβοκατόρικο τρόπο και τόνο. Είναι γεγονός για τον Σκανδιναβό συνιδρητή του Δόγματος ’95, πως μπορούμε να χωρίσουμε το κινηματογραφικό του έργο, σε δύο περιόδους. Την πρώτη που περιλαμβάνει το εξαιρετικό του ντεμπούτο, Στοιχείο του εγκλήματος, μέχρι και το Dogville, ενώ από εκεί και έπειτα ο Trier, ακολούθησε μια εντελώς εσωστρεφή και κάπως εξυπνακίστικη πορεία, με ταινίες άρτιες οπτικά, αλλά με μια καταφανή προσπάθεια για πρόκληση, κάτι που αδικεί το τεράστιο ταλέντο του Δανού auteur. Στην προκειμένη, ο Trier επανεμφανίζεται κάνοντας focus σε περιστατικά απ’τη ζωή ενός serial killer, με μπροστάρη τον βετεράνο Matt Dillon, ο οποίος είναι και ο μεγάλος πρωταγωνιστής του ομώνυμου ρόλου, προσπαθώντας να ξεδιπλώσει το μεγάλο του ταλέντο, σε ένα ερμηνευτικό one man show.

Πιστός στη λογική των τελευταίων χρόνων, ο Trier κρατά σταθερή την αναγνωρίσιμη σκηνοθετική αισθητική του, συνθέτοντας όμορφα εσωτερικά και εξωτερικά πλάνα, με μια μελαγχολική αίσθηση που διατρέχει το φιλμ, παρά τον κυνισμό και το καυστικό σε σημεία black humour, ενώ υπάρχουν σημεία που ο Trier πλάθει εικόνες άκρως εκστατικές για το μάτι, κάνοντάς σε να θαυμάζεις το ταλέντο του αυτοαδικημένου αυτού εικονοπλάστη. Το αρνητικό με το φιλμ, είναι η άσκοπη φλυαρία και πλάτειασμα, για πράγματα που έχουν ειπωθεί και λήξει, πολύ πριν η ταινία τελειώσει, ενώ η προσπάθεια για πρόκληση παντός τύπου, γίνεται με τρόπο καταχρηστικό και αυτοσκοπός, που για μια ακόμα φορά δεν αφήνει τον Δανό να απογειωθεί. Κάποια κομμάτια λειτουργούν καλά και κάποιες σκηνές έχουν ρυθμό, ενώ σε συνδυασμό με την εξαιρετικά εγκεφαλική ερμηνεία του Dillon, πλάθουν μια ατμόσφαιρα ζοφερή που κάνει το θεατή μέτοχο στο δρώμενο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες κοιλιές, που δεν αφήνουν το φιλμ να βρει το ρυθμό του μέχρι το τέλος και αυτό οφείλεται στο ότι ο Trier προσπαθεί να τα πει όλα, δίδοντας πολλές και με χαοτικό τρόπο πληροφορίες στο θεατή, με αποτέλεσμα η μπάλα να χάνεται και μαζί και η υπερπροσπάθεια του Dillon, στον κεντρικό ρόλο.

Ίσως εκουσίως ο Trier κάνει κάποιες τέτοιες (λανθασμένες) επιλογές, με τη φιλοσοφία του »κάνω την πλάκα μου με τον θεατή», ωστόσο αυτό δεν λειτουργεί και αδικεί το σύνολο, που πραγματικά διαθέτει και εξαιρετικό πρωταγωνιστή και κάποιες πραγματικά καλοκουρδισμένες σκηνές, που αποδεικνύουν το, επιπέδου Κιούμπρικ, ταλέντο του Trier. Ο Dillon απ’την πλευρά του, μπορεί από ένα σημείο και μετά να βγαίνει εκτός κλίματος, λόγω της προβληματικής σκηνοθετικής και σεναριακής καθοδήγησης, ωστόσο όταν ανεβάζει στροφές, φτάνει πραγματικά σε μεγάλη υποκριτική φόρμα, υποδυόμενος με ποικιλία και ευρεία γκάμα εκφράσεων,τον ψυχαναγκαστικό και ψυχοπαθή Jack, ενώ σε στιγμές και με όπλο το σαλεμένο βλέμμα, παγώνει το αίμα και κάνει το θεατή να αναμένει διαρκώς την επόμενη εμφάνισή του σε πλάνο. Ο Trier στήνει ορθώς όλη την ταινία στον Dillon, ωστόσο πολλές φορές αδυνατεί να εξελίξει τον χαρακτήρα με ρεαλισμό και ομαλή ροή, κάτι που μπερδεύει σε στιγμές τον Dillon και τον βγάζει άθελά του, εκτός ρόλου.

Σε γενικές γραμμές ο Trier, δημιουργεί άρτια φτιαγμένες γκροτέσκες και μακάβριες εικόνες, ωστόσο εγκλωβίζεται σε έναν οπτικοφανή εντυπωσιασμό, αδυνατώντας να μπει πιο βαθιά στο χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα, όντας μπερδεμένος και ο ίδιος, ενώ η έλλειψη του στοιχείου της κάθαρσης είναι κάτι που λείπει και που θα έδινε το κάτι παραπάνω. Σαφώς καλύτερο απ’το Nymphomaniac, την προηγούμενή του δημιουργία, το φιλμ μένει σε μια απλή καταγραφή των ζωικών και βίαιων ενστίκτων του ανθρώπου, που η μη διαχείρισή τους οδηγεί σε χάος, ενώ στα bonus η εξαίρετη, επιβλητική φιγούρα-ερμηνείατου Bruno Ganz, που αργεί πολύ να χρησιμοποιηθεί, σε μια σκηνή, πραγματική κάθοδο στην κόλαση, με έντονα κόκκινα χρώματα, μια πραγματική οπτική απόλαυση, που όμως σεναριακά μοιάζει ξένο σώμα με την υπόλοιπη ταινία. Γενικώς, ο Trier δεν καταφέρνει ούτε εδώ να απαγκιστρωθεί απ’τις άσκοπες εμμονές των τελευταίων ετών, δημιουργώντας ένα φιλμ που προτείνεται μεν, για το σε στιγμές, αρτιότατο οπτικό στυλ και το υποκριτικό εύρος του σαλεμένου Jack-Dillon, που ωστόσο δεν εκμεταλλεύεται ουσιωδώς το υλικό του, προς χάριν του υπέρμετρου εντυπωσιασμού.

THE VERDICT
Η ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου Jack, εκτεινόμενη μη γραμμικά, σε δύο δεκαετίες. Ο προβοκάτορας L.V. Trier, μετά τα Antichrist, Melancholia και Nymphomaniac, ξαναχτυπά επιστρατεύοντας τον επιβλητικότατο Matt Dillon (που εδώ θυμίζει έντονα τον W.Dafoe) στον ομώνυμο ρόλο. Μακάβριες εικόνες, μαύρο χιούμορ κι εξαιρετική φευγάτη κεντρική ερμηνεία απ’ τον Dillon, που ωστόσο ο Trier, δεν εκμεταλλεύεται σωστά και σε βάθος, ενώ παρόλη την, προφανή σε στιγμές, σκηνοθετική του δεινότητα, πέφτει στο σφάλμα της άσκοπης φλυαρίας, με αποτέλεσμα να χάνει την ευκαιρία να μεγαλουργήσει.

https://gr.ign.com/the-house-that-jack-built/

Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ (The House that Jack Built)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 11, 2018 [4/5]

Τον περασμένο Μάιο όλοι μιλούσαν για την επιστροφή του Lars Von Trier στο Φεστιβάλ Καννών, επτά χρόνια μετά τον χαρακτηρισμό του ως persona non grata λόγω ατυχών δηλώσεων του στην συνέντευξη τύπου του Melancholia. Βέβαια μεσολάβησε το Nymphomaniac. H επιστροφή του λοιπόν σε αυτό το καλοστημένο πανηγύρι και αναζήτηση δημοσιότητας που περιβάλει τις Κάννες, ήταν αναπόφευκτη. Και επέστρεψε με Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ, που υπό άλλες συνθήκες μετά το γεγονός εκείνο οι Κάννες δεν θα τολμούσαν να δεχτούν. Επειδή όλα όμως είναι παιχνίδια δημοσιότητας, και ο Trier επέστρεψε και οι Κάννες το διαφήμισαν. Γιατί κάθε ταινία του Trier αποτελεί από μόνη της γεγονός. Και όχι άδικα. Αυτά περί φεστιβαλλικών συμμετοχών για να μπαίνουν τα πράγματα στην θέση τους.

Στην 16η του ταινία ο Trier, αφήνει τις ιστορίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες και τα δράματα τους (οι ανυπόστατοι ισχυρισμοί για μισογυνισμό από μερίδα κριτικών προκαλούν γέλιο) και βάζει στο επίκεντρο έναν άνδρα. Έναν άνδρα με παιδικά τραύματα, με ψυχαναγκαστική διαταραχή που είναι serial killer. Το όνομα του είναι Jack, είναι μηχανικός ή αρχιτέκτονας, λατρεύει τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, αγαπάει τα βομβαρδιστικά stuka, αναλύει ο ίδιος την ανάγκη του να διαπράξει φόνους (η εξήγηση με την σκιά και την λάμπα) και μιλάει με τον Verge. Ο Verge επί δύο ώρες είναι άφαντος στην ταινία, μόνο τον ακούμε. Είναι ο Βιργήλιος του Ομήρου που θα τον συντροφεύσει στην κατάβαση του στην κόλαση και θα εμφανιστεί στο τελευταίο εικοσάλεπτο με την μορφή του Bruno Ganz. Θα γίνουμε μάρτυρες πέντε περιστατικών φόνων και μαζί με τον εξαιρετικό Matt Dillon ως Τζακ, ο Trier θα μας κάνει συνένοχους στην μαύρη αλλά και μοχθηρή κωμωδία που έστησε.

Χωρισμένο όπως πάντα σε κεφάλαια, εδώ incidents, ο Δανός σκηνοθέτης δημιουργεί μια ταινία στο σύμπαν που ο ίδιος έχει επιλέξει και γνωρίζει να κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Δεν θα αναλωθούμε περί ψυχοθεραπείας και άλλων αναλύσεων που αφορά τον δημιουργό και όχι το έργο. Θαυμάσαμε για άλλη μια φορά τον τρόπο που εφευρίσκει να δημιουργεί χαρακτήρες ιδιόμορφους, ταλαιπωρημένους που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή στην κοινωνία του θεάματος, της αλλοτρίωσης και της εποχής μας που βρίθει από αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Θα δοκιμάσει και τον άγραφο νόμο της ζούγκλας (το περιστατικό με την μητέρα και τα δύο παιδιά). Στο τέλος όμως θέλει και ξέρει οτι τον περιμένει η ίδια η κόλαση. Ποτέ άλλοτε μια ταινία για serial killer δεν διέθετε τόσο χιούμορ και δεν παρομοίασε τον θάνατο με τέχνη.

Κινηματογραφικά η ταινία περιέχει αποσπάσματα από σχεδόν όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, διαθέτει εξαιρετική φωτογραφία και μοντάζ (το Δόγμα πλέον έχει πάει περίπατο εδώ και χρόνια) και οι επίμαχες σκηνές σοκ εντάσσονται εξαιρετικά αρμονικά μέσα στην ταινία. Με υπόκρουση ουκ ολίγες φορές το Fame του David Bowie την ταινία ανοίγει το περιστατικό με την Uma Thurman που τελικά αποδεικνύεται ηθοποιός που λίγοι σκηνοθέτες μπορούν να της βγάλουν τον καλύτερο εαυτό της ( Trier, Tarantino). Θα ακολουθήσουν οι δύο ώρες που βυθιζόμαστε στο μυαλό του Trier-Jack σχετικά με τέχνη, αρχιτεκτονική, διαταραχές, μουσική-και παράλληλα το alter ego διαπράττει φόνους. Το τελευταίο εικοσάλεπτο της ταινίας, αποτελεί ένα από τα ωραιότερα κινηματογραφικά φινάλε που είδαμε τον τελευταίο καιρό, κάτι για το οποίο ο Lars Von Trier φημίζεται σε κάθε ταινία του.

Πέρα από κάθε ανάλυση της ταινίας, το Σπίτι που έχτισε ο Τζακ είναι από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες του σκηνοθέτη, αυτή την φορά με άνδρα πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό και υποτιμημένο Matt Dillon και βάζει άλλο έναν λίθο, ματωμένο αυτή την φορά, στο οίκημα που ονομάζεται τα ιδιαίτερα αριστουργήματα του Lars Von Trier. Υπόκλιση.
http://cinepivates.gr

The House That Jack Built 004

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ

11 Οκτωβρίου 2018   4.5/5  κριτική του Σπύρου Δούκα

ΗΠΑ, δεκαετία του 1970. Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα δώδεκα ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Βλέπουμε τα τεκταινόμενα από την οπτική γωνία του Τζακ. Ενός ανθρώπου που ισχυρίζεται πως από μόνη της κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης. Καθώς η αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη του και τον πλησιάζει, ο Τζακ παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το απόλυτο έργο τέχνης. Στην πορεία ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις περιγραφές του Τζακ για την προσωπική του κατάσταση, τα προβλήματα και τις σκέψεις του, μέσα από μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία λαμβάνει χώρα περιοδικά με τον αγνώστων λοιπών στοιχείων Βερτζ.

Το σώμα του καλλιτεχνικού του έργου είναι το Σπίτι που έχτισε ο Λαρς με τα σώματα των πρωταγωνιστών του. Ένα μουσειακό γλυπτό από νεκρά σώματα που επιτέλεσαν τον σκοπό της ύπαρξής τους, ως υλικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκφραστεί ο καλλιτέχνης. Αυτό το Σπίτι είναι όλη του η παρακαταθήκη.

Το τελευταίο πόνημα του Lars (von) Trier είναι ένα προκλητικό κινηματογραφικό δοκίμιο, μεγάλης φορμαλιστικής ομοιότητας με την προηγούμενη δουλειά του (Nymphomaniac). Το βήμα παίρνει εδώ ο Τζακ (Matt Dillon), ένας serial killer που αφηγείται σε έναν άγνωστο συνομιλητή (Bruno Ganz) ορισμένα από τα εγκλήματα που τον διαμόρφωσαν καθοριστικά ως χαρακτήρα, κατά τη διάρκεια της κατάβασής του προς την κόλαση. Οργανωμένο σε πέντε κεφάλαια και την κατάβαση ως επίλογο, το “Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ” καταπιάνεται με σωρεία φιλοσοφικών θεμάτων, με επίκεντρο της ηθική επί της τέχνης, τον συσχετισμό της με τη ζωή, τον άνθρωπο, και τη θέση του ίδιου του καλλιτέχνη απέναντι σε αυτά τα ζητήματα.

Όπως σε κάθε ταινία του, ο Lars (von) Trier, ο “καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου” κατά τον ίδιο (και ο καλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης του κόσμου, κατά τον γράφοντα) χρησιμοποιεί τη μέθοδο της αναπαράστασης, όπως αυτοσαρκαστικά και αυτοαναφορικά αναφέρει επανειλημμένα μέσα στα έργα του. Δημιουργεί από το μηδέν έναν κεντρικό χαρακτήρα που υποφέρει, βρίσκεται σε μια ακραία κατάσταση πόνου, και παραβάλλει/υπερθέτει τον εαυτό του, ως υπαρξιακή, φιλοσοφική, καλλιτεχνική, και εν τέλει ανθρώπινη οντότητα, πάνω στον πρωταγωνιστή του, αναπτύσσοντας αναλογίες, αντιστοιχίες και σύμβολα, και χτίζοντας έτσι μια προσωπική, καθαρή κινηματογραφική γλώσσα. Το κλειδί της επιτυχίας είναι η ειλικρίνειά του. Ο ίδιος απογυμνώνεται πλήρως, μπαίνει ολόκληρος μέσα στα έργα του, χωρίς να κάνει επιλεκτικές προβολές με βάση το εκάστοτε κεντρικό θέμα που πραγματεύεται. Κάθε έργο του δεν είναι παρά μια αφορμή για ωμή καλλιτεχνική έκφραση με πεντακάθαρη και αποκλειστική σφραγίδα δημιουργού. Συνέπεια αυτού είναι από την πρώτη (“Το στοιχείο του εγκλήματος”) μέχρι την τελευταία ταινία του, ο Λαρς να λέει τα ίδια ακριβώς πράγματα, και στην πορεία του έργου του να αναζητάει διαφορετικά επίπεδα ταύτισης με τους (αντι)ήρωές του.

Κι αν όλα αυτά μοιάζουν γενικόλογα και αόριστα μιας που αφορούν τη συνολική δουλειά του Trier, εδώ έχουμε έναν λόγο παραπάνω να εξετάσουμε τον γενναίο αυτόν καλλιτέχνη στην ολότητα της πορείας του. Κι αυτό γιατί το σώμα του καλλιτεχνικού του έργου είναι το Σπίτι που έχτισε ο Λαρς με τα σώματα των πρωταγωνιστών του. Ένα μουσειακό γλυπτό από νεκρά σώματα που επιτέλεσαν τον σκοπό της ύπαρξής τους, ως υλικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκφραστεί ο καλλιτέχνης. Αυτό το Σπίτι είναι όλη του η παρακαταθήκη. Η υλική υπόσταση των δημιουργημάτων του (ως τραχιά, δύσπεπτα κατασκευάσματα, άσχημα στην όψη) δεν είναι παρά νεκρή ανόργανη ύλη, το σώμα που ανήκει στην κόλαση. Η πνευματική υπόστασή τους είναι η ψυχή που ανήκει στον παράδεισο, δηλαδή το βάθος, η ουσία και η σημασία τους, που ζει αιώνια στη μνήμη του θεατή-αποδέκτη. Με άλλα λόγια, έχουμε μια ταινία – αυτοαναφορικό στοχασμό πάνω σε όλο το σινεμά του δημιουργού (της). Η μυθοποιημένη “πρόκληση” στο σινεμά του Λαρς δεν είναι παρά μια προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την αμαρτωλή, θνητή του πλευρά, την οποία έχει την υποκριτική τάση να απαρνείται, απομακρυνόμενος από την αλήθεια του εαυτού του, για χάρη μιας ψεύτικης κοινωνίας, ενός συνόλου ανθρώπων που κάνουν όλοι μαζί το ίδιο. Αυτή την κοινωνία διερευνεί στο αριστουργηματικό “Dogville”, ενώ αντίθετα στην απομόνωση του “Αντίχριστου” φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το κακό της φύσης του, αυτό που αποφεύγει να αντικρίσει. Η νυμφομανής Τζο, προκειμένου να λυτρωθεί από τα πάθη της, αναφωνεί επιθετικά: “Είμαι νυμφομανής, και αγαπώ τη βρωμερή λαγνεία μου”.

Εδώ ο Λαρς παίρνει τη θέση του Τζακ. Παρομοιάζει την καλλιτεχνική φύση του με αυτήν ενός κυνικού serial killer, που βλέπει κάθε θύμα του ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, και εξελίσσεται, ωριμάζει μέσω των φόνων που διαπράττει. Μα, ο Τζακ φυσικά είναι ψυχοπαθής, ένας άρρωστος, (αλλά και ευφυέστατος) διεστραμμένος άνθρωπος, γεμάτος εμμονές και ψυχαναγκασμούς, που αρέσκεται να χειραγωγεί, να βασανίζει και να διαμελίζει τα θύματά του για προσωπική ευχαρίστηση. Ο Λαρς, πάλι, είναι μανιοκαταθλιπτικός, ένας άρρωστος (αλλά και εξαιρετικά ιδιοφυής) καλλιτέχνης, παγιδευμένος στη θλίψη του, κοινωνικά αποστασιοποιημένος, που αντιμετωπίζει αφ’υψηλού, με περίσσιο κυνισμό τους ηλίθιους (όσους απέχουν από την αυτογνωσία) αυτού του κόσμου, και αρέσκεται να τους βασανίζει και να τους προκαλεί, τοποθετώντας χαλίκια στα παπούτσια τους.

Αν εξετάσουμε πολιτικά την καλλιτεχνική του στάση, θα τον κατηγορούσαμε για φασίστα. Ο Τζακ έχει ξεκάθαρη φασιστική ιδεολογία. Ο Λαρς, από την άλλη, είναι φασίστας μόνο κατ’ επίφαση, στα πλαίσια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μα αν ο Λαρς είναι γυμνός και απόλυτα ειλικρινής όταν κάνει τέχνη, και ο Τζακ αντιμετωπίζει εγγενώς τους real-life φόνους του ως τέχνη, πόσο μοιάζουν οι δύο; Πόσο ταυτίζεται ο δημιουργός με το δημιούργημα; Εν τέλει, ο Τζακ δεν είναι παρά ένας ακόμα χαρακτήρας που ο Λαρς θα θυσιάσει στην κόλαση, στον βωμό και το όνομα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι όταν το βάρος των εγκλημάτων θα γκρεμίσει τον Τζακ στα έγκατα της κόλασης, ο Λαρς, με απόλυτο κυνισμό, ως Θεός-δημιουργός, θα γυρίσει το φιλμ στο αρνητικό, για να κλείσει εξυπνακίστικα, αυτοαναφορικά και απόλυτα, το θεϊκό του κατασκεύασμα.

https://www.filmypress.gr/

The House that Jack built – Το Σπίτι που έχτισε ο Τζακ
Προκλητικό, άηθες αλλά και φιλοσοφημένο, είναι ένα συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικό πορτραίτο ενός serial…artist.

Παραγωγή: Δανία – 2018

Συμπαραγωγοί: Γαλλία/Γερμανία/Σουηδία

Διάρκεια: 156 λεπτά

Είδος: Μαύρη Κωμωδία Τρόμου

Βαθμολογία: * * * *  Κριτική του Τάσου Ντερτιλή

Σκηνοθεσία: Lars von Trier

Πρωταγωνιστούν: Matt Dillon, Bruno Ganz, Uma Thurman, Siobhan Fallon Hogan, Sofie Gråbøl, Riley Keough, Jeremy Davies.

Υπόθεση: Στην Αμερική του 70 ζει ο εξαιρετικά ευφυής και ταλαντούχος αρχιτέκτονας Τζακ. Εκτός από πετυχημένος δημιουργός, ο Τζακ είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος (με ψυχαναγκαστικό σύνδρομο επίσης) που έχει μακελέψει πάνω από 60 ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου και φυλής. Ο Τζακ ισχυρίζεται πως από μόνη της, κάθε δολοφονία είναι ένα έργο τέχνης και μας αφηγείται (ή καλύτερα αφηγείται σε κάποιον τρίτο αθέατο σε μας, τον αποκαλούμενο Βερτζ) την αιματοβαμμένη ιστορία του, σταματώντας σε φόνους ορόσημα που καθόρισαν την εξέλιξή του. Όσο η αστυνομία τον πλησιάζει, ο Τζακ παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το απόλυτο έργο τέχνης. Όταν το έργο του ολοκληρωθεί όμως, είναι βέβαιο ότι θα έρθει και η ανταμοιβή…

Σύμφωνα με τα production notes o Λαρς φον Τρίερ γράφει πλέον το φ από το «φον» με πεζά κι όχι με κεφαλαία. Να πρόκειται μήπως για δείγμα αλλαγής νοοτροπίας ή μήπως συνεχίζει να μας δουλεύει κανονικά αφού το φον μόνος του το πρόσθεσε στο όνομά του εξ αρχής; Ίχνη μείωσης αλαζονείας δεν υπάρχουν πουθενά οπότε μάλλον το δεύτερο συμβαίνει, τώρα για λόγους μούρλας ή marketing αυτό είναι αδιάφορο. Κι όχι μόνο μας τρολάρει ο Λαρς αλλά κοροϊδεύει και τον ίδιο του τον εαυτό αφού ελάχιστα καλύπτεται η δική του καλλιτεχνική οντότητα πίσω από το φονικό του δημιούργημα. Το σπίτι που έχτισε ο Λαρς-Τζακ και που όλο το γκρεμίζει και το ξαναχτίζει και πάλι παραμένει ένα γιαπί με ωραία θέα, καταλήγει να είναι κυριολεκτικά μια νεκρά φύσις, μια άψυχη καλλιγραφία για την οποία μοναδική αμοιβή που αξίζει είναι το…πυρ το εξώτερο. Η Ψυχή ανήκει στον Παράδεισο και το Σώμα στην Κόλαση μας λέει ο Λαρς και φροντίζει να το επαληθεύσει μέσα από την αφήγησή του.

Ο Τρίερ φροντίζει να προκαλέσει εξαρχής την τρέχουσα καλλιτεχνική τάξη κα τα #metoo κινήματα αφού βάζει τον Τζακ να ξεκινά τη φονική του καριέρα μετά από παρότρυνση-πρόκληση μιας αντιπαθέστατης και θρασύτατης μεσοαστής που σύμφωνα με την εξέλιξη της Ιστορίας «πήγαινε γυρεύοντας». Με το καλημέρα λοιπόν ο σκοπός της πρόκλησης σκανδάλου επιτυγχάνεται. Στη συνέχεια παραλαμβάνει τη σιωπηλή πλειοψηφία των μικροαστικών προαστείων στο πιο κατάμαυρα αστείο τμήμα της ιστορίας, εκεί όπου εκδηλώνεται το ψυχαναγκαστικό σύνδρομο του Τζακ και το οποίο παραλίγο να του προκαλέσει μπελάδες με την αστυνομία. Η οικογένεια δεν του ξεφεύγει αφού στην επόμενη ιστορία-περιστατικό μετατρέπει μια «εκδρομή στην εξοχή» α λα Ρενουάρ σε ιμπρεσιονιστικό σφα-γείο ενώ η κορυφαία σκηνή έρχεται με το επόμενο περαστικό όταν ο Τζακ προτρέπει το θύμα του να ουρλιάξει για να της αποδείξει ότι ο πόνος και το μαρτύριο κάποιου αφήνουν παγερά αδιάφορη τη σημερινή αποχαυνωμένη κοινωνία που έχει κατρακυλήσει σε απόλυτο έρμαιο του Κακού με κ κεφαλαίο.

Μια ταινία όπου το βλέμμα του θεατή ταυτίζεται με αυτό ενός serial killer δεν μπορεί όμως παρά να είναι ενοχλητική και να προκαλεί θύελλες και αντεγκλήσεις. Είναι ωστόσο τόσο γοητευτική και αισθητικά άπαιχτη η αφήγηση που ξεχνάς ότι έχεις να κάνεις με ένα ψυχασθενή, ίσως και με δύο-έναν μπροστά και έναν πίσω από την κάμερα. Η νοσηρή εφευρετικότητα των φόνων σε συνδυασμό με το υποκείμενο αυτής της γλαφυρής αφήγησης καθιστούν βέβαια τον θεατή φυσικό συνένοχο στα ειδεχθή εγκλήματα που αναπαρίστανται και την ταινία μια τραβηγμένη στα άκρα (αλλά πολύ άκρα) βερσιόν του χιτσκοκικού παιγνιδιού με τη γοητεία του φόνου. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει καλό και κακό. Υπάρχει ο Τζακ, το καθαρτήριο που αντιπροσωπεύει η εξομολόγηση στον εκτός κάμερας μυστηριώδη Βερτζ (από Βιργίλιο ίσως;), οι αναφορές στην Αινειάδα και τον Ντελακρουά, το Fame του Μπόουι στο σάουντρακ και η τιμωρία.

Ο καλοδιατηρημένος (55άρης πια) Ματ Ντίλον επανέρχεται με θόρυβο στο κινηματογρφικό προσκήνιο με ένα ρόλο που θα γραφτεί στο βιογραφικό του με χρυσά (ή κόκκινα σαν το αίμα) γράμματα. Αυτό βέβαια με την πάροδο του χρόνου και αφού ξεθυμάνει ο θόρυβος. Η Ούμα Θέρμαν κάνει ένα πολύ σύντομο αλλά χαρακτηριστικό πέρασμα (Λαρς να είναι και ό,τι να’ ναι !). Τώρα όσον αφορά τη χρήση του Fame του Ντέιβιντ Μπόουι τι να πει κανείς. Άγνωσται αι βουλαί του κυρίου. Δε ζει και ο Ντέιβιντ να του κάνει ασφαλιστικά μέτρα αφού το κλασικό αυτό άσμα το συνδέει με τις πιο αποκρουστικές σκηνές φόνων. Ή μήπως ο Λαρς ζήλεψε τον Μπρετ Ίστον Έλις και τη σχέση εκτίμησης του American Psy-cho με την ποπ σόουλ της Μπελίντα Καρλάιλ και της Γουίτνι Χιούστον;

Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Επίσημο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών 2018 (Εκτός Συναγωνισμού), αφού έληξε η περίοδος τιμωρίας του σκηνοθέτη για τις πάλαι ποτέ προκλητικά φιλοναζιστικές δηλώσεις του. Και μετά λέει σοκαρίστηκαν οι θεατές και έφευγαν κατά δεκάδες. Σιγά τα αίματα…

http://www.grandmagazine.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.