Σημειώσεις για τη μορφολογικη δομή του Θιάσου των Gianni Volpi, Alberto Barbera

[…] Η είσοδος του Αγγελόπουλου στη σκηνή του παγκόσμιου κινηματογράφου γίνεται σε μια εποχή αισθητικής και πολιτικής αλλαγής τόσο βαθιάς, ώστε να εγγράφεται αρνητικά στην ίδια τη δομή του μέσου, το οποίο αποδεικνύεται ανίκανο να αντέξει τις κακουχίες μιας κρίσης χωρίς τέλος, ενώ η ίδια αυτή η είσο­δος αποδεικνύεται πλούσια σε αποτελέσματα, ανακαλύψεις και διδάγματα, ακριβώς επειδή ο Αγγελόπουλος καταφέρνει να στο­χαστεί, όπως ελάχιστοι προηγούμενοι δημιουργοί, γύρω απ’ την πραγματικότητα της ιστορίας του ελληνικού «λαού» και, ταυτόχρονα, τις υλικές δομές της γλώσσας που επιτρέπουν την επί σκηνής παρουσίαση αυτών των στοχασμών.

Κι έτσι, τα υψηλότατα εκφραστικά αποτελέσματα συνοδεύονται από μια σα­φέστατη αισθητική και πολιτική συνείδηση. Έτσι, καταλή­γουμε να ισχυριστούμε ότι Ο θίασος, η πιο πλήρης και ολο­κληρωμένη ταινία του, είναι ταυτόχρονα και αφετηρία -υπό την έννοια της κατ’ εξοχήν σύνθεσης και της συνειδητής γραφής- ολόκληρης της παραγωγικά ανολοκλήρωτης και γλωσσικά τα­ραγμένης αναζήτησης του κινηματογράφου στη δεκαετία του ’60 – αφετηρία, επαληθευμένη κυρίως από έναν ουσιαστικό, σχεδόν μανιακό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής του κινηματογρα­φικού κειμένου, προς όφελος μιας γραφής που διηθείται αυστηρά μέσα από μια επίγνωση-άρνηση του τυχαίου και της εναπόθεσης των σκηνοθετικών λύσεων αποκλειστικά στο ένστικτο και την ευαισθησία. Με λίγα λόγια, ο Αγγελόπουλος, εισερχόμενος επί σκηνής, πρώτα απ’ όλα έκλεισε εκείνη την πόρτα που ο Renoir πάντα φρόντιζε ν’ αφήνει ανοιχτή. Η σκηνοθεσία του αναδει­κνύεται σε αδιάκοπη άσκηση μιας πρακτικής επαλήθευσης και επιλογής, χάρη στην οποία κάθε στοιχείο, κάθε υλικό και κάθε διαδικασία υποβάλλονται σε αυστηρότατο έλεγχο (που δεν αντι­φάσκει διόλου με τον αυτοσχεδιασμό, τον οποίο τόσο εκτιμά ο Αγγελόπουλος), διότι μόνον το απολύτως αναγκαίο μπορεί να ενταχθεί στη σύνθεση του μωσαϊκού του κειμένου όπου τα πάντα παρουσιάζονται ηθελημένα, μελετημένα, προαποφασι­σμένα.

Θα ’ταν σκόπιμο, απ’ αυτή τη μορφολογική αυστηρότητά του, να προσπαθήσουμε να εξαγάγουμε υφολογικές σταθερές και συντεταγμένες, αρχής γενομένης από τους τρόπους κατασκευ­ής του «χρόνου»·της αφήγησης. Και εδώ δεν εννοούμε απλώς την ιδιοφυή κυκλικότητα της κατασκευής, που ανοίγει και κλείνει την ταινία μ’ ένα πανομοιότυπο κάδρο, ενώ εν τω μεταξύ έχουν κυλήσει δεκατρία χρόνια εθνικής Ιστορίας και προσωπικών ή συλλογικών ιστοριών των μελών του θιάσου – στο φινάλε-επιστροφή στο ’39, είναι παρόντες όλοι οι παλιοί πρωταγωνιστές, νεκροί, δολοφονημένοι, αλλαγμένοι, αλλ’ όχι «χαμένοι», ενώ η τελική «παρουσία» τους, που ενέχει τα ήδη γνωστά σε μας πε­πρωμένα τους, προσφέρει μια μπρεχτική ευκαιρία για στοχα­σμούς και συμπεράσματα. Κι ούτε εννοούμε απλώς τη συνεπα­γόμενη λογική έλλειψη σεβασμού απέναντι στη χρονολογική σει­ρά των γεγονότων, η συνεχής ροή των οποίων όχι απλώς δια­κόπτεται, αλλά και επανασυνδέεται μες στη βαθύτατη αλήθειά της με άλματα μπρος-πίσω και διαφωτιστικές αφηγηματικές εκλείψεις, που μονίμως μετατοπίζουν το θεατή, κατά λογικό και παραγωγικό τρόπο, σε σχέση με μια ιστορία, η οποία δεν προ­βάλλεται ως αδύνατη νατουραλιστική μίμηση της ελληνικής Ιστορίας- αντίθετα, φιλοδοξεί να την ανακτήσει, καταδεικνύοντάς την μέσα από τις μορφολογικές επιλογές, τους δεσμούς, τις αναφορές, τις άλλες (και πιο πραγματικές) σημασίες. Η χρήση του «χρόνου» στο εσωτερικό κάθε σεκάνς (ή ομάδας από σεκάνς, το πολύ) αποτελεί αντικείμενο ενός εκπληκτικού και ενεργού, μολονότι ποικιλόμορφου, χειρισμού- πρόκειται, δηλαδή, για ένα «χρόνο» φαινομενικά «φυσικό» και, στην πραγματικότητα, πλαστό, που συντίθεται από διαφορετικές στιγμές και στοιχεία, τα οποία, όμως, αναφέρονται σε μια μοναδική «συνθήκη» ή κα­τάσταση, που αποκτά πλήρες νόημα και σημασιολογικό φορτίο απ’ την αλληλεπίδρασή τους. Παράδειγμα: οι σεκάνς 51 και 53 είναι ηθελημένα όμοιες, επαναλαμβανόμενες (και όχι η ίδια σε­κάνς που διακόπτεται), και μολονότι το πράγμα περνάει απα­ρατήρητο εκ πρώτης όψεως, είναι μια λύση που διευρύνει και δίνει συνέχεια στη σχέση ανάμεσα στη Χρυσόθεμη και τον μαυ­ραγορίτη, παρότι αυτή η ομάδα των σεκάνς έχει έναν διαφορε­τικά απόηχο με την εκτέλεση του μαυραγορίτη.1 Η προσποίηση της πραγματικότητας, της διαδοχής των γεγονότων, αφήνει χώρο για μια πλουσιότερη και αποδοτική χρήση του «χρόνου». Ο χρόνος της απεικόνισης επιβάλλει τους κανόνες του στο χρό­νο της κατάστασης (και όχι αντίστροφα), αναγκάζοντας και προετοιμάζοντας τον δεύτερο να επιδείξει το φορτίο του από ση­μαντικές δυνατότητες, να αποδώσει μια πλήρη, ηθελημένη και παράγωγη σημασία. Αρκεί να σκεφτούμε (ένα μόνο παράδειγμα, από τα πιο πλήρη και ολοκληρωμένα, ανάμεσα σε πολλά) τη σε­κάνς της πλατείας και των μετέπειτα διαδηλώσεων (αρ. 72) όπου μέσα στις δύο κυκλικές κινήσεις των 360 μοιρών περι­κλείεται η εξέλιξη της ιστορικής κατάστασης, με τους δεσμούς και τις συνέπειες της, με την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με την εξαφάνιση των εθνικών, αγγλικών ή αμερικανικών σημαιών και την αντικα­τάστασή τους από τις κόκκινες, από την αλλαγή και τη ριζοσπαστικοποίηση των συνθημάτων, από την εμφάνιση εικόνων του Marx, από το μόνιμο βάρος των νεκρών, που έχουν «μείνει» ως ανάμνηση και δίδαγμα. Ο «αφηρημένος» χρόνος περιγράφει καταλεπτώς την πρώτη φάση της Μάχης των Αθηνών, το χα­ρακτήρα των Δεκεμβριανών και, ταυτόχρονα, μια επιθυμία για αγώνα που πνίγηκε στο αίμα από μια νέα ταξική εξουσία, οι ομο­βροντίες της οποίας ακούγονται στο βάθος. Πρόκειται για έναν λογικό-πολιτικό χρόνο που επιδιώκει τη σύγκρουση με την πραγματικότητα- μια διαλεκτική που συμπυκνώνεται και εμ­φανίζεται στη σκηνή του ιστορικού-πραγματικού χρόνου: η πορεία των φιλοβασιλικών, μετά την ανταλλαγή τραγουδιών, συνθημάτων και πυροβολισμών μέσα στην αίθουσα του χορού, στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς του ’46, καταλήγει, όλο και πιο στρατιωτικοποιημένη, στην προεκλογική εκστρατεία της φα­σιστικής Δεξιάς, το ’52. Η «ροή του χρόνου-πλάνου-σεκάνς εμπλέκει και τον ιστορικό χρόνο» (Μ. Canevacci)· το κλασικό μον­τάζ αντικαθίσταται από την «πρακτική του εσωτερικού μοντάζ». Συνεπώς, «ο χρόνος της αφήγησης δομεί την ιστορία».

Υπάρχει κι ένα άλλο ουσιαστικό στοιχείο των γλωσσικών διερ­γασιών του κινηματογράφου του Αγγελόπουλου, που συνδέεται μ’ αυτόν τον τύπο της κατασκευής του «χρόνου»: η κατασκευή του σκηνικού και απεικονιστικού χώρου, όπου πιστοποιείται ένα από τα χαρακτηριστικά και αποκλειστικά τεχνάσματα του ύφους του: το πλάνο-σεκάνς. Δουλειά της κάμερας είναι να δη­μιουργεί το χώρο της ταινίας, τη σκηνή των γεγονότων όπου δρουν οι ήρωες, να υφαίνει με την κίνησή της την πλοκή των σχέσεών τους και τον σκηνικό χώρο, να στήνει διαλεκτικούς δε­σμούς και συγκρούσεις, να ενώνει και να χωρίζει, εγκαταλείποντας και ξαναβρίσκοντας τους ηθοποιούς μέσα στην βία σε­κάνς, σ’ ένα περίπλοκο και ενεργό σύνολο σχέσεων που ποτέ δεν εκφράζονται, μα καθορίζονται και υπονοούνται απ’ την πραγ­ματική, αλλά μη ψυχολογική κίνηση η οποία περικλείεται ανά­μεσα σε μια αρχή κι ένα τέλος, που αποσπάται από τη φυσική της συνέχεια και εντάσσεται σ’ ένα κλίμα, σ’ ένα σύστημα δεδομέ­νων, συγκεκριμένων, καθορισμένων συλλογικών συγκρούσεων.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές σεκάνς καταλήγουν σ’ έναν κενό χώ­ρο, στη σκηνή του οποίου εξαφανίζονται οι ήρωες· δεν είναι τυ­χαίο ότι δεν υπάρχουν κοντινά πλάνα, αφού αυτό που μετράει, είναι το σύνολο: μια γεωγραφική, ιστορική, κοινωνική, ερωτι­κή δημιουργία της κάμερας. Δε μετρούν οι επιμέρους ψυχολο­γικές καταστάσεις και οι χαρακτήρες, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση μέσα στο εσωτερικό του συνόλου- μ’ άλλα λόγια, όχι η φυσική ροή των πραγμάτων, αλλά η διατριβή της πραγματι­κότητας – διατριβή, που κατασκευάζεται μέσα από μια διόλου ονειρική τεχνική του πραγματικού και χρησιμοποιεί με συγ­κροτημένο τρόπο τα ίδια πλάνα τα οποία τα προσεγγίζει σχεδόν πάντα «τυχαία», μέσα απ’ τη συνύφανση των κινήσεων του ηθοποιού και της κάμερας, που προτιμά τις λήψεις σε «αμερι­κάνικο πλάνο» και σε ολόσωμες φιγούρες, με ιδιαίτερη ένταση στα πλάνα συνόλου από μακριά ή πολύ μακριά, που εμμένει σε διαδρόμους (συχνά δαιδαλώδεις) σπιτιών, ξενοδοχείων, θεά­τρων, κάθε είδους κτιρίων, τους οποίους διατρέχει αδιάκοπα

μπροστά ή πίσω από τους ηθοποιούς, για να ’ρθει να σταθεί στο κατώφλι των δωματίων, ε’ξω απ’ το χώρο της δράσης, και να κα- δράρει τα γεγονότα και τις κινήσεις όλων όσοι κινούνται στο εσωτερικό. Η ίδια η υιοθε’τηση αρκετά περίπλοκων και, ταυτό­χρονα, λειτουργικών συνδυασμών από πανοραμικές λήψεις και τράβελινγκ, δίνει μια αίσθηση αποξένωσης ή σφαιρικής αντί­ληψης, δημιουργώντας εν πόση περιπτώσει έναν μη φυσικό και κριτικό χώρο (όπως ακριβώς δημιουργεί και η τάση να θε­ωρούνται τα πράγματα διηθημένα μέσα από παράθυρα, πλαίσια θυρών, καθρέφτες κ.λπ., ή να τοποθετείται η κάμερα μέσα ή έξω, σε αντίθεση με το χώρο της δράσης), θεσπίζοντας μιαν απόστα­ση και αποδίδοντας έμμεσα, χωρίς να ταυτίζεται, τη σχέση της με το πραγματικό. Αυτή η ένταση ολοκληρώνεται στο «μετωπικό καδράρισμα», που «θέτει το θεατή απέναντι στη δράση και όχι ανάμεσα στους άλλους θεατές» και θεσπίζει «μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους ήρωες και στο αντικειμενικό σημείο οράσεως της κάμερας/μάτι του θεατή». Αυτή ακριβώς η χρήση τού πλάνου-σεκάνς (γλωσσικής διεργασίας που σφράγισε τον σύγ­χρονο κινηματογράφο, χάρη στην ευκολία με την οποία φορτί­ζεται με αισθητικές και ιδεολογικές εντάσεις, ιδιαίτερα παρα­γωγικές) σημαδεύει την ουσιαστική ενότητα της ταινίας του Αγγελόπουλου, που βρίθει από μακρές (μέχρι και οκτώ λεπτά) κι­νούμενες σεκάνς και από στατικά πλάνα «κειμένων», «αφηγή­σεων» και θεατρικών σκηνών. Δεν είναι εξαρχής ένας τεχνικός και μορφολογικός απαράβατος κανόνας, αλλά μια ολοκληρωμένη επιλογή, ακριβώς χάρη στις δυνατότητες που περικλείει η αυστηρότητά της: δυνατότητες παρέμβασης, επινόησης, ελευθερίας δεσμών και σχέσεων επομένως, ορθολογικών τρόπων τονισμού και υπογραμμίσεων. Πέρα από τους μονολόγους του πατέρα, της Ηλέκτρας ή του Πυλάδη, όλες οι παραστάσεις της Γκόλφως που δίνει ο θίασος, κινηματογραφούνται μετωπικά, με ακίνητη κάμερα, με σκοπό «να τοποθετηθεί ο θεατής της ταινίας ανάμεσα στην κοινότητα των θεατών του βουκολικού δράματος – μια ελ­ληνική λαϊκή κοινότητα» (με δύο μόνον εξαιρέσεις: τις σκηνές της σύλληψης του Πυλάδη και του φόνου της μητέρας και του Αίγισθου από τον Ορέστη, όπου η κάμερα βρίσκεται πρώτα στις κουίντες κι ύστερα βγαίνει στο προσκήνιο), κι είναι αυτές ακριβώς οι περιπτώσεις όπου η Ιστορία, η πραγματικότητα, η ύπαρξη, ορμούν επί σκηνής, μπολιάζοντας και διευρύνοντας το ψεύδος της απεικόνισης. Η αυστηρότητα δεν αντιπαρατίθεται με την ελευθερία, με την ελεύθερη ανάσα της ταινίας, που πε­ριλαμβάνει ακόμα και το κατακάθι, το περιθωριακό, το «σκάρ- το», το «εκτός» καθημερινότητας, και υπογραμμίζει την αυτό­νομη αξία κάθε σεκάνς και όχι μόνο σε σχέση με την εξέλιξη της αφήγησης. Απ’ αυτή την άποψη, ορισμένες σεκάνς μπορεί να φα­νούν άχρηστες, σχεδόν ακατανόητες ως διήγηση, όπως, λ.χ., κάποιες μετακινήσεις της Ηλέκτρας στη διάρκεια του πολέμου, σε πλάνα ανθρώπων που κάνουν ουρά για το ψωμί, στρατιωτών που φρουρούν, πολιτικών και στρατιωτικών που εμφανίζονται στα μπαλκόνια, σε πλάνα ναζιστικών σημαιών. Μπορεί να έχουν απλώς αναφορική αξία, αλλά δεν είναι άχρηστες για τη δημι­ουργία κάποιου «κλίματος»: είναι παρεκκλίσεις που αποδίδουν 246 ένα δικό τους νόημα, ακόμα και φυσικό, στην πραγματικότητα.

Έτσι ερχόμαστε ξανά σ’ εκείνη τη δομική αλληλουχία των στοι­χείων, η οποία τονίστηκε κατά κόρον απ’ όλους τους εξηγητές, και αποτελεί την πιο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα πλευρά της ται­νίας. Το θέατρο (ή η προσποίηση, που υπάρχει μονίμως στην απεικόνιση, που διακόπτεται συνεχώς από την Γκόλφω τη βο­σκόπουλα), οι ιστορίες (τα όσα έζησαν τα μέλη του θιάσου), η Ιστο­ρία (τα γεγονότα στην Ελλάδα από το 1939 ώς το 1952) και, τέ­λος, ο μύθος (ο πιο ριζωμένος στην πολιτισμική συνείδηση των Ελλήνων: ο μύθος των Ατρειδών, που εδώ επαναλαμβάνεται και ενσαρκώνεται από τα μέλη της οικογένειας των ηθοποιών), γίνονται αντικείμενο (έτσι όπως διαχέονται και επιτείνονται μεταξύ τους) μιας διάρθρωσης που δεν θεωρείται ποτέ τελειωμένη, διότι μονίμως αμφισβητείται και επαληθεύεται στο συγ­κεκριμένο επίπεδο της εγγραφής της ως κειμένου. Παράγοντες που δρουν βάσει ποικίλων μεταβλητών [παραδείγματα: ο πρώτος βομβαρδισμός (σεκάνς 30), η παράσταση στην ακρογιαλιά για τους άγγλους στρατιώτες και ο θάνατος της Γκόλφως και του στρα­τιώτη (σεκάνς 77), η αναγνώριση του πτώματος του Ορέστη, που χαιρετίζεται με τα λόγια του βουκολικού δράματος (σεκάνς 125) κ.λπ.], τα τέσσερα επίπεδα λειτουργούν με διαλεκτικό τρόπο για «να αναιρεθούν (συνεπώς, να αφομοιωθούν) αμοιβαία», μέ­χρι τη σύνθεση του φόνου της μητέρας και του Αίγισθου επί σκη­νής (σεκάνς 87), γεγονός ταυτόχρονα μυθικό, οικογενειακό, ιστορικό-πολιτικό, οικείο. Ας σημειώσουμε ότι εδώ πιστοποιείται η ίδια χρήση που κάνει ο Αγγελόπουλος και στο μύθο των Ατρει­δών, αφού ο Ορέστης «πέραν του να είναι ο εκδικητής του γένους ή ο τελευταίος παράγων της οικογενειακής ύβρεως ή ο τελευταίος κρίκος της θείας φθίσης, είναι φορέας της Ιστορίας» (L. Micciche)· μ’ άλλα λόγια, είναι μια χρήση που θεμελιώνεται σε μια αρχαϊ­κή κουλτούρα, μέσω της «κριτικής καταστροφής και της ανα­γωγής της σε μύθο, μακράν της θεμελιώδους συνυποδήλωσης της ανάγκης». Όμως, αυτό που μετράει, δεν είναι μόνο οι περίπλο­κες και αμοιβαίες αφηγηματικές παρεισφρήσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της διήγησης, ενώ το κάθε γεγονός λει­τουργεί σαν φόντο για τα υπόλοιπα, σ’ ένα παιχνίδι αναφορών και αλληλουχιών που δρα εξόχως αποτελεσματικά στον πολλαπλα­σιασμό ταυ νοήματος. Ας παρατηρήσουμε προσεκτικά τη διαδι­κασία, ηθελημένη και ξεκάθαρη, μορφολογικής εναπόθεσης και αλληλοδιείσδυσης των επιπέδων, η οποία καταλήγει σε μια φιλμική γραφή που (χωρίς ν’ απαρνείται μια ρεαλιστική προδιάθε­ση, αρνείται κάθε συμβολική και υπαινικτική συνυποδήλωση, και μέσα απ’ τη σύνθεσή της μέσω κόμβων και γεγονότων και αναμνήσεων, διακεκριμένων, καθαυτό αντικειμενικών, οικείων και διηθημένων μέσα απ’ την αποδιοργάνωση των ουσιαστικών στοιχείων της σκηνοθετημένης πραγματικότητας) ασχολείται κυ­ρίως με το να καταδείξει την πλοκή των πραγματικών στοιχεί­ων μέσα από τις ίδιες τις δομές του κινηματογραφικού ψεύ­δους. Αρκεί να σκεφτούμε τη μεγάλη νυχτερινή σεκάνς των συγκρούσεων ανάμεσα σε αντάρτες και φασίστες που ενισχύονται από τον τακτικό στρατό, τις οποίες παρακολουθούν -μάρτυρες άκοντες, όπως πάντα- τα μέλη του θιάσου. Αυτή η Μάχη των Αθηνών, που διήρκεσε τριάντα μέρες και προοιωνίστηκε την αι­ματηρή έκβαση του εμφυλίου πολέμου, προβάλλεται επί σκηνής σ’ εκείνο το ιδεατό παλκοσένικο μιας πλατείας, η οποία ορίζεται στις τρεις πλευρές της από κτίρια και στην οποία αναπαράγεται η σύγκρουση με επανειλημμένες και εναλλασσόμενες εξόδους, από τα πλάγια της «μετωπικής» κάμερας, των δύο ομάδων, αναλόγως με την εκάστοτε έκβαση της σύγκρουσης. Έτσι, η ιστορία κυ­ριολεκτικά τίθεται επί της σκηνής της Ιστορίας· είναι σχεδόν μια «αναπαραγωγή, που τη μιμείται και τη ρυθμίζει η πολιτική δρά­ση του συνόλου». Η ικανότητά της να μιλά στο επίπεδο του πα­ρόντος για ένα παρελθόν που είναι παρόν (δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει η λέξη «Τέλος», αφού πρόκειται για μια ιστορία, για έναν αγώνα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ), βρήκε, σ’ αυτήν του­λάχιστον την ανεπανάληπτη ταινία, τη στέρεη μορφή ενός ιστο­ρικού, πολιτικού, λαϊκού λόγου, ο οποίος μπορεί να γίνει φωνή των «άλλων», μιας τάξης, και να συγκεκριμενοποιήσει γεγονό­τα, ιδέες, κεντρικές μορφές μιας ουσιώδους, επίκαιρης ιστορικής φάσης.

1. Οι αριθμοί των σεκάνς στο κείμενο ακολουθούν την αρίθμηση στην ιτα­λική έκδοση του σεναρίου. (Σ.τ.Μ.)

La recita, Feltrinelli, Μιλάνο 1977.

Μετάφραση: Εφη Καλλιφατίδη.

aggelopoulosfestival.jpg

Σεμινάρια Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου, Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ και Ιστορίας Κινηματογράφου: Επίσημη Έναρξη την Κυριακή 10.2.2019 με ανοιχτό μάθημα

Η Ευνοούμενη του Ευνοούμενου κ. Λάνθιμου || κριτική του Γιάννη Καραμπίτσου [2/5]

Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2019

Σεμινάριο Ιστορίας του Κινηματογράφου 2019 – 10 Μαθήματα

Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2019

ROMA 2018 του Αλφόνσο Κουαρόν η καλύτερη ταινία του 2018 , από τις συγκλονιστικότερες του 21ου αιώνα | του Γιάννη Καραμπίτσου

Η ευνοούμενη του Γιώργου Λάνθιμου | Κριτική του Νίνου Φενέκ Μικελίδη | Πολύ Καλός Τεχνίτης χωρίς προσωπικό στυλ πραγματικού δημιουργού (2/5)

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.