Η NEA ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝ ΜΠΡΙΖΕ («Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ»)
- ΒΡΑΒΕΙΟ FIPRESCI – ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
- ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΣΤΟ 57Ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Σε Πόλεμο (En Guerre / At War, 2018) του Στεφάν Μπριζέ || Κριτική Γιάννη Καραμπίτσου [3,5/5]
Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1966) του Γίρι Μέντζελ στο Σχολείο του Σινεμά το Σάββατο 23.3.2019 με ελεύθερη είσοδο και συζήτηση
Σύνοψη
Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι.
Παντρεύεται έναν ευγενή της περιοχής, αλλά σύντομα αυτός αποδεικνύεται τσιγκούνης κι άπιστος. Σιγά-σιγά οι ψευδαισθήσεις της Ζαν διαλύονται.
Μια ταινία εποχής –αλλά παντός καιρού– για το τέλος του ρομαντισμού και την απομάγευση που έρχεται με την ενηλικίωση, βασισμένη σ’ ένα μυθιστόρημα του Γκυ ντε Μοπασάν.
Τόσο απλό, τόσο άρτια δομημένο, τόσο σκηνοθετικά αξιοζήλευτο. Ο Μπριζέ μας προσφέρει – για μια ακόμη φορά – το σινεμά που μας αξίζει. -Cine.gr
H λεπτή ιστορία μας ζωής με ειλικρινή συναισθήματα και αποπνικτικές απογοητεύσεις. -Cineuropa.org
Eξαιρετική ερμηνεία από την Τζουντίντ Γκεμλά. -The Hollywood News
Η νέα ταινία Η ζωή μιας γυναίκας, του Στεφάν Μπριζέ κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017 από την AMA Films.
Σημείωμα του σκηνοθέτη
Η ίδια η ανθρωπότητα, η ευαισθησία αλλά και η «ταπεινή αλήθεια» είναι στοιχεία που τα συναντάμε στην ταινία «Η ζωή μιας γυναίκας». Πρόκειται για το χρονικό μιας πικρής κοινωνικής ανασφάλειας που βιώνουμε και στη Γαλλία του σήμερα, αλλά η μοίρα της Jeanne Le Perthuis des Vauds, ανάγεται ως μια άτυχη αδελφή της Έμμα Μποβαρύ. Η λεπτότητα του παιχνιδιού της Judith Chemla προβάλει ευαίσθητη την τραγωδία που βιώνει η Jeanne, ένα θύμα της υποκρισίας του γάμου και της ανδρικής κυριαρχίας. Επίσης, βλέπουμε την ακρίβεια των ερμηνειών των Yolande Moreau και Jean-Pierre Darroussin – στην οθόνη ως βαρόνη Αδελαΐδα και Simon Baron-Jacques Le Perthuis des Vauds αντίστοιχα – που αποτυπώνουν την κοινωνική τύφλωση και την πτώχευση της αριστοκρατίας μετά την Αποκατάσταση της Μοναρχίας.
Η μελέτη του μυθιστορήματος του Maupassant, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε διαφορετικά σημεία της ταινίας με τη δεύτερη ή και την πρώτη προβολή της, ενώ μπορεί να εμπλουτιστεί αυτή η κατανόηση μόνο μέσα από την προσωπική άποψη και τη σκηνοθετική προσαρμογή του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη. Με πολλή δουλειά και χωρίς να προδώσαμε ποτέ το μυθιστόρημα, φτιάχτηκε αυτή η ταινία με τη βοήθεια της ατμοσφαιρική φωτογραφίας και της επεξεργασίας του φυσικού ήχου μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Βιογραφικό του σκηνοθέτη
Ο Στεφάν Μπριζέ είναι Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος και ηθοποιός. Μετοίκησε στο Παρίσι, όπου και ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο και στην τηλεόραση, προτού προχωρήσει στις μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Η ταινία του Ο νόμος της αγοράς (2015) προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών.
Ενδεικτική φιλμογραφία
2005 Not Here to Be Loved
2007 Among Adults
2012 A Few Hours of Spring
2015 Ο νόμος της αγοράς
2016 H ζωή μιας γυναίκας
Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ
Σενάριο: Στεφάν Μπριζέ, Φλοράνς Βινιόν
Παραγωγοί: Μιλένα Ποΐλο, Ζιλ Σακουτό
Παίζουν: Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Γιολάντ Μορό, Τζουντίντ Γκεμλά
Διάρκεια: 119 λεπτά
Κριτική
Η Ζωή Μιας Γυναίκας
Από τον Χρήστο Μήτση – 16/02/2017 [3/5]
Στις αρχές του 19ου αιώνα η κόρη του βαρόνου Λε Περντουί ντε Βο, η Ζαν, μια ευαίσθητη νεαρή γυναίκα, παντρεύεται έναν αριστοκράτη χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ξεκινάει την περιπέτεια της ενήλικης ζωής της. Ο σκηνοθέτης του «Νόμου της Αγοράς» διασκευάζει με σκληρό ρεαλισμό ένα μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν και κερδίζει το βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Καίριος και λιτός, ο Στεφάν Μπριζέ είχε εντυπωσιάσει πριν από δύο χρόνια με τον νταρντενικό «Νόμο της Αγοράς», ο οποίος χάρισε στον Βενσάν Λιντόν βραβείο ερμηνείας στις Κάνες. Αλλάζοντας εντελώς εποχή και ντεκόρ, διατηρώντας όμως την ανθρωποκεντρική ματιά του, ο 51χρονος Γάλλος διασκευάζει τώρα το παρθενικό μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν, αφηγούμενος άλλη μία ιστορία κοινωνικού εγκλωβισμού δεμένη με τους «νόμους της αγοράς». Μόνο που εδώ οι κανόνες του παιχνιδιού δεν είναι κυρίως οικονομικοί μα ηθικοί και πολιτικοκοινωνικοί, το ίδιο όμως ανελαστικοί απέναντι σε κάθε ανθρώπινη «εξαίρεση».
Γραμμένο το 1883, το «Μια ζωή» μας μεταφέρει στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η κόρη του βαρόνου Λε Περντουί ντε Βο, η Ζαν, μια ευαίσθητη, ρομαντική νεαρή γυναίκα, δέχεται να παντρευτεί έναν αριστοκράτη χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ύστερα από σύντομη περίοδο ανεμελιάς η ζωή της θα βυθιστεί στη ρουτίνα και η κρίση θα ξεσπάσει όταν ένα βράδυ πιάσει τον σύζυγό της να την απατά με την υπηρέτριά τους και πιστή παιδική της φίλη.
Αυτή είναι μόνον η αρχή της μακράς ενήλικης περιπέτειας μιας τρυφερής, θαρραλέας, εσωστρεφούς και υπομονετικής γυναίκας του 19ου αιώνα που ανακαλύπτει τους… νόμους της ζωής. Περιγράφοντάς τη γλαφυρά, ο Ντε Μοπασάν προσφέρει ένα πλούσιο πρώτο υλικό και δημιουργεί έναν ζωντανό, εύθραυστο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και μια δοκιμασία επιβίωσης γεμάτη περίπλοκα ψυχολογικά, οικογενειακά, ηθικά, ακόμη και θρησκευτικά διλήμματα. Διατηρώντας τον αποσπασματικό χαρακτήρα του βιβλίου –η αντίστοιχη ταινία του Αλεξάντρ Αστρίκ (1958) είναι πιο «συγκεντρωμένη» κι εξίσου αποτελεσματική κινηματογραφικά–, ο Μπριζέ χειρίζεται δημιουργικά το πέρασμα του χρόνου και φτάνει τελικά βαθιά στην ταραγμένη ψυχή της Ζαν, τα πάθη της οποίας είναι διαρκώς ευθυγραμμισμένα με τα ταμπού, τα πρέπει και τα ήθη της εποχής. Μιας εποχής της οποίας η σκληρότητα αναδεικνύεται από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων της (από τη μητέρα μέχρι τον παπά) αλλά και από την «ωμότητα» της ρεαλιστικής εικόνας, την ανήσυχη αίσθηση της κάμερας στο χέρι και την ασφυξία του κλειστού, τετράγωνου κάδρου.
Γαλλία. 2016. Διάρκεια: 119΄. Διανομή: AMA FILMS.
Η Ζωή μιας Γυναίκας
Une Vie
του Στεφάν Μπριζέ
ΚΡΙΤΙΚΗ 14 FEB 2017 Δημήτρης Δημητρακόπουλος [2,5/5]
O Στεφάν Μπριζέ του «Νόμου της Αγοράς» διασκευάζει Γκι ντε Μοπασάν με αφηγηματικό μινιμαλισμό, μοντέρνα κοινωνική ματιά αλλά και, ενίοτε, γαλλική φλυαρία. Βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Παντρεύεται έναν ευγενή της περιοχής, αλλά σύντομα αυτός αποδεικνύεται τσιγκούνης κι άπιστος. Σιγά-σιγά οι ψευδαισθήσεις της Ζαν διαλύονται.
Συζυγικές ατασθαλίες, βάσανα ενός άσωτου υιού, αλλεπάλληλα θανατικά που μαυρίζουν την ζωή της. Οσο αισιόδοξα κι αν ξεκινά την ζωή της η Ζαν της Τζουντίθ Κεμλά, οι συνθήκες αλλά και ο κοινωνικός της περίγυρος φροντίζουν από νωρίς να υποδείξουν την «θέση» και την αξία της σε μία κοινωνία που ενδιαφέρεται κυρίως για τα κληρονομικά δικαιώματα των ανδρών και την περιουσία που πρέπει να συνοδεύει κάθε σωστή νύφη, όσο η ίδια, παρά τις συνεχείς αντίθετες υποδείξεις της μοίρας, πιστεύει ακόμα αφελώς επίμονα στο καλό των ανθρώπων.
Για αυτό και η Νταρντενική, αμιγώς προσωποκεντρική, προσέγγιση του Στεφάν Μπριζέ, ο οποίος κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό δύο χρόνια πριν με τον «Νόμο της Αγοράς», όχι μόνο δεν είναι παράταιρη αλλά προσδίδει και μια καλοδεχούμενη μοντέρνα διάθεση στην ταινία, η οποία την κάνει και άμεση και επίκαιρη και μινιμαλιστική παρά το γεγονός ότι διαδραματίζεται σε μια εποχή που στο παρελθόν έχει αποτυπωθεί πολύ πιο πληθωρικά στο σινεμά, είτε αυτό αφορά την Μαντάμ Μποβαρί, είτε την Εφι Μπριστ, είτε κάποια ηρωίδα της Τζέιν Όστεν, όλες σύγχρονες της ηρωίδας του βιβλίου του Γκι Ντε Μοπασάν.
Κατά μία έννοια, ο Μπριζέ δεν ακολουθεί και πολύ διαφορετική οδό από ότι έκανε η Αντρεα Αρνολντ με τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» της, επιλέγοντας (μέσα στο κάδρο που περιορίζεται, ομοίως με εκείνη την ταινία, από το λεγόμενο Academy Ratio) να εστιάσει μόνο σε ό,τι έχει πραγματικά σημασία, να αγνοήσει όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους και να κοιτάξει πέρα από τα κοστούμια και τα κλισέ ενός δράματος εποχής. Για αυτό και αφηγείται όλη του την ταινία μέσα από τα μάτια της Ζαν, κάνει άλματα στον χρόνο ακoλουθώντας περισσότερο συναισθηματική παρά χρονολογική συνέχεια, αναφέρεται επιγραμματικά – ακαριαία, όπως και το σοκ της Ζαν – στα γεγονότα που καθόρισαν την ζωή της και έχει μία μόνιμη κίνηση στην κάμερα (ακόμα και τα στατικά πλάνα έχουν μια ελαφρά κινητικότητα λόγω χρήσης της κάμερας στο χέρι) που αποτυπώνει πέρα από κάθε αμφιβολία τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας του.
Σε αντίθεση βέβαια με την Άντρεα Αρνολντ, ο Μπριζέ δεν ξεφεύγει ταυτόχρονα και από τον λεκτικό πλουραλισμό που αποτελεί γνώριμο χαρακτηριστικό ολόκληρου του γαλλικού κινηματογράφου. Η ταινία του πολλές φορές ξεχνιέται και αγνοεί την έννοια της σιωπής και της υπαινικτικότατης, παραδίδοντας την αφήγησή της σε μια ακατάσχετη φλυαρία που προσπαθεί να τονίσει το δράμα με τρόπο γλαφυρό και εν τέλει αποπροσανατολιστικό. Οσο ο Μπριζέ είναι συγκεντρωμένος στην αντίθεση μεταξύ των ιδανικών της Ζαν και σχεδόν ολόκληρης της υπόλοιπης ανδροκρατούμενης κοινωνίας, υποβοηθούμενος και από την ενθουσιώδη εκφραστικότητα της Κεμλά, καταφέρνει να διατηρήσει μια καυστική νηφαλιότητα που φέρνει τον θεατή αυτόματα στο πλευρό της ηρωίδας του. Όσο όμως σταδιακά παρασύρεται όλο και περισσότερο από το συσωρευτικό της δράμα, είναι όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσει την ψυχραιμία του αλλά και να κρατήσει υπό έλεγχο τις ερμηνευτικές κορώνες της ηρωίδας του, οι οποίες, αν και φανερώνουν έκδηλο πάθος, υπερτονίζουν στοιχεία που ίσως είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο αν διατηρούσαν πιο χαμηλά τους τόνους.
Παρόλα αυτά, η συνεχής επιμονή του Μπριζέ να παραμένει στο πλάι της Ζαν σε όλη την (ίσως λίγο μεγαλύτερης από όσο πραγματικά θα χρειαζόταν) διάρκεια της ταινίας, προδίδει γνήσια διάθεση δημιουργίας ενός ακόμα πλήρους ανθρώπινου πορτρέτου, το οποίο, όπως και στον «Νόμο της Αγοράς», τοποθετεί έναν άνθρωπο απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνική δομή, παρακολουθώντας τις προσπάθειές του να παραμείνει συνεπής στον εαυτό του κόντρα στα χτυπήματα της μοίρας. Αν και στο τέλος, η συνεχής αλληλουχία των κακουχιών μπορεί να καταλήγει (ακούσια) ελαφρώς κωμική, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η «Ζωή μιας Γυναίκας» προσπαθεί να αφηγηθεί αναζωογονητικά και με μοντέρνα ματιά μια, επί της ουσίας, γνώριμη ιστορία εποχής.
Η ζωή μιας γυναίκας Une Vie ΕΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: 2016 ΧΩΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Γαλλία/Βέλγιο ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119 ΧΡΩΜΑ: ΕΓΧΡ. Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ Πρωταγωνιστούν: Γιολάντ Μορό, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Τζούντιθ Σέμλα ΠΟΥ ΠΑΙΖΕΤΑΙ TRAILER ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΤΕ Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα που επιστρέφει σπίτι, καθώς τελειώνουν τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Παντρεύεται έναν ευγενή της περιοχής, αλλά σύντομα αυτός αποδεικνύεται τσιγκούνης και άπιστος, με αποτέλεσμα οι ψευδαισθήσεις της να διαλυθούν.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ 16.2.2017 [3,5/5]
Χρέη, απιστίες, πένθη και προδοσίες: διασκευάζοντας Γκι ντε Μοπασάν, ο Στεφάν Μπριζέ δεν διακοσμεί, ούτε δοξάζει, ούτε ελεεινολογεί τον 19ο αιώνα που συνήθως βλέπουμε στα έργα εποχής. Χθόνια και ψύχραιμη, η Ζωή μιας γυναίκας «δεν είναι ούτε καλή, ούτε άσχημη», όπως μαθαίνει πικρά η Ζαν, μια κοπέλα όχι συμπαθής ή δραστήρια, που μεγαλώνει προστατευμένη στη Νορμανδία, παντρεύεται και κάνει ένα παιδί, αλλά δέχεται χτυπήματα, αντέχει και τα αποκρούει, με ένα ανελέητα πεισματικό σκοπό: να μην απομακρυνθεί από το σπίτι της, το χρυσό κλουβί που θεωρεί την ασπίδα και το σημείο αναφοράς, ούτε κι όταν η ζυγαριά γέρνει αποφασιστικά προς το τέλος. Με ρεαλιστικούς όρους, η ταινία μιλάει και αναπνέει σαν να είναι βγαλμένη από το 1830 κι όχι ως αναπαράσταση σημερινή και ραφιναρισμένη. Όπως και η Σιωπή του Μάρτιν Σκορσέζε (με έναν ρυθμό που αφαιρεί και συχνά επαναλαμβάνει, ειδικά στο πρώτο μισό), απαιτεί υπομονή για να δικαιώσει τις προθέσεις, χωρίς να ανακουφίσει με ευκολίες. Πηγή: www.lifo.gr
Κριτική από το Cine.gr
Βαθμολογία: 4/5
Πόπη Παπαδοπούλου
Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017
Η Ζαν είναι μια νεαρή και εύπορη γυναίκα που παντρεύεται τον Ζουλιάν, έναν υποκόμη της περιοχής. Όταν θα αρχίσει να καταλαβαίνει τον πραγματικό του εαυτό, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν άπιστο και ανέντιμο άντρα, τότε η ψυχική και σωματική της υγεία θα κλονιστεί. Η ίδια όμως έχει μάθει να επιβιώνει σε έναν κόσμο που οι άντρες θα προσπαθούν πάντα να κερδίζουν κάτι από εκείνη.
Έπειτα από το υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα Ο Νόμος της Αγοράς το οποίο χάρισε στον πρωταγωνιστή του Βενσάν Λιντόν το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες το 2015, ο Στεφάν Μπριζέ μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκυ ντε Μωπασσάν και μας ταξιδεύει στην Νορμανδία του 1819, για να εξερευνήσει την ζωή μιας απλής γυναίκας, ανάλογη της εποχής της. Η Ζαν είναι διαρκώς στο επίκεντρο, αφού ο Στεφάν Μπριζέ δεν αφήνει ούτε λεπτό την κάμερά του μακριά από την Τζούντιθ Τσέμλα που ερμηνεύει τον ρόλο και καταφέρνει στα 119 λεπτά του φιλμ, έστω και με τον αργό ρυθμό με τον οποίο καταγράφει την ζωής της, να δημιουργεί ανυπομονησία στον θεατή για το επόμενο πλάνο της. Η ηρωίδα του γίνεται αντικείμενο παρακολούθησης τόσο για τον ίδιο όσο και για τον θεατή. Οι στιγμές που γευματίζει, που κοιμάται, ο τρόπος που αντιδρά μπροστά στην απιστία του άντρα της… Η Ζαν είναι αδιαμφισβήτητα η αρχή και το τέλος του φιλμ, μια σαγηνευτική και απλοϊκή γυναίκα που πολλοί θα ήθελαν να επεξεργαστούν. Με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, την αέρινη ομορφιά αλλά και τη μόνιμη θλίψη στο βλέμμα της, η Τζούντιθ Τσέμλα γίνεται η απόλυτη ηρωίδα της εποχής, κρυμμένη μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απόμακρη, που έχει μάθει να κάνει υπομονή και να παραμερίζει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες της. Ένα από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας είναι η καλλιτεχνική διεύθυνση και ο σχεδιασμός παραγωγής καθώς το φιλμ μοιάζει σαν να γυρίστηκε εκείνη την εποχή – πράγμα απίθανο φυσικά – παρόλα αυτά δημιουργεί θαυμασμό σε όποιον διαπιστώνει ότι το έτος παραγωγής είναι το 2016. Η χρήση του φυσικού και του τεχνητού φωτός, η απαλότητα των χρωμάτων – σε στιγμές σχεδόν ξεθωριασμένων – είναι ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει το Η Ζωή μιας Γυναίκας να μοιάζει σαν να μας ήρθε απευθείας από το παρελθόν. Τόσο απλό, τόσο άρτια δομημένο, τόσο σκηνοθετικά αξιοζήλευτο. Ο Μπριζέ μας προσφέρει – για μια ακόμη φορά – το σινεμά που μας αξίζει.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑΝΝΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ Βαθμολογία: 3/5
Με τη «Ζωή μιας γυναίκας» («Une vie», Γαλλία, 2016), ο Στεφάν Μπριζέ, σκηνοθέτης της ανατριχιαστικά επίκαιρης ταινίας «Ο νόμος της αγοράς» (2015), ξεφυλλίζει εκ νέου το μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν, το οποίο ο Λέων Τολστόι αποκάλεσε «το καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα μετά τους «Αθλίους» του Βίκτορος Ουγκό». Το μυθιστόρημα (που στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει από αρκετούς εκδοτικούς οίκους με τον τίτλο «Μια ζωή») αναφέρεται στην περίπτωση μιας γυναίκας (Τζουντίτ Σελμά) της οποίας η ζωή κυλά μέσα σε ένα πλαίσιο μόνιμης θλίψης με ελάχιστες στιγμές χαράς. Είναι η Ζαν, γόνος εύπορης οικογένειας στο γαλλικό ύπαιθρο. Οταν τη συναντάμε για πρώτη φορά, δείχνει ότι είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Τείνει ωστόσο προς τη δυστυχία είτε επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί την ευτυχία της είτε επειδή με μια σχετική αφέλεια δεν μπορεί να αντιληφθεί τον σκάρτο περίγυρό της (ο σύζυγός της, για παράδειγμα, της συμπεριφέρεται με απρέπεια, αλλά εκείνη φαίνεται να «πνίγει» τη δυσαρέσκειά της για χάρη μιας επίπλαστης ασφάλειας). Δίνοντας έμφαση στη ζωτική σημασία του χρήματος (κάτι που είχε κάνει και στον «Νόμο της αγοράς»), ο σκηνοθέτης δομεί όλα τα στάδια της κατάθλιψης αυτής της γυναίκας ενώ συνάμα χειρίζεται πολύ έξυπνα τον χρόνο. Ενίοτε, χρόνια ολόκληρα περνούν από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο. Γιατί η ζωή κυλά, τίποτε άλλο. Θα μπορούσες να πεις ότι πραγματική πλοκή δεν υπάρχει, η πλοκή είναι η ίδια η ζωή της Ζαν, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο μιας ταινίας που θέλει τον χρόνο της και ζητεί την υπομονή του θεατή (διαρκεί ακριβώς δύο ώρες, αλλά νιώθεις ότι η διάρκειά της είναι πολύ μεγαλύτερη). Αλλαγές προκύπτουν, άνθρωποι πεθαίνουν, άλλοι γεννιούνται, άλλοι φεύγουν, άλλοι επιστρέφουν. Η ζωή της Ζαν είναι μια ακόμη ζωή. Τελεία και παύλα.
Η ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (2016)
(UNE VIE)
ΕΙΔΟΣ: Δράμα
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στεφάν Μπριζέ
ΚΑΣΤ: Ζουντίτ Σεμλά, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Σουάν Αρλό, Νινά Μερίς, Φίνεγκαν Όλντφιλντ, Γιολάντ Μορό, Ολιβιέ Περιέ
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119′
ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Κριτική της Βικτωρίας Μιχαήλ [2,5/5]
Από τη χαρά των μικράτων μέσω των δοκιμασιών του γάμου & της μητρότητας στη δυστυχία (και τανάπαλιν;), οι εμπειρίες κόρης βαρώνων στη νορμανδική ύπαιθρο τον 19ο αιώνα, με βάλσαμο το αποζητάν της θύμησης. Dur dur d’être bébé και femme. Juste un peu, πάντως…
Μπορεί να αποτελέσει δείγμα αυτοπεποίθησης, Ρουβίκωνα τόλμης και κατάκτηση ωρίμανσης, αλλά συνήθως αποδεικνύεται παγίδα για έναν Γάλλο σκηνοθέτη το σινεμά εποχής. Το ότι ο Στεφάν Μπριζέ στρέφεται για πρώτη φορά σε αυτό μετά από έξι μεγάλου μήκους, αναμετρώμενος μ’ ένα έργο θεμελιώδες για τον ανεπίσημο τρίτο δρόμο (μεταξύ ρεαλισμού και νατουραλισμού) της ξακουστής γραμματείας του 19ου αιώνα της χώρας του αλλά και για το corpus τού Γκυ ντε Μωπασάν (το ίσως καλύτερο και παρθενικό του μυθιστόρημα), και ταυτόχρονα με μια προηγηθείσα ανάγνωσή του στα 35mm απ’ τον Αλεξάντρ Αστρύκ το 1958, καταλέγεται σαφώς στις επιτεύξεις της εν Ελλάδι συντριπτικά εμπορικά απρόβλητης φιλμογραφίας του – διαψεύδοντας, δυστυχώς, στο ύστερο του δίωρου βίου της τη βάσιμη αίσθηση του αριστουργήματος που γεννά κατά τη διάρκειά της.
Δεύτερος σπορέας αυτής της μεταφοράς και των πρώτων υπερθετικών εντυπώσεων, κατά τον τρόπο που «Η Τριαντάχρονη Γυναίκα» του Μπαλζάκ και το «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ γονιμοποίησαν διαφοροποιητικά το λογοτέχνημα – πηγή του ντε Μωπασάν, είναι, εκτός του Φραντσέζου εμπνευστή της θεωρίας της κάμερας – στυλό, ο «Έντβαρντ Μουνκ» του Πίτερ Γουότκινς. Το σήμα κατατεθέν του, οι διάλογοι που ξεστρατίζουν σε σκηνές άλλες από εκείνες απ’ όπου προέρχονται, συναντάει την αφήγηση off, που στιγματίζει την εκδοχή του Αστρύκ, χαρακτηριστικά στα πρώιμα εδάφια, ενώ η μουντά γκρίζα και φυσικά φωτισμένη παλέτα της πειραματικής βιογραφίας τού ζωγράφου της «Κραυγής» απ’ τον Άγγλο χαμαιλέοντα auteur φορτώνεται προϊόντος του χρόνου και μέχρι το τέλος σ’ αυτή την ιστορία μιας γυναίκας που δεν (έχει μάθει και γι’ αυτό δεν) μπορεί να κραυγάσει έγκαιρα ότι η γυναίκα έρχεται στη ζωή και φεύγει απ’ αυτήν για να πληγωθεί και να πονέσει.
Προστατευτικό της ευγενούς ύπαρξής της, κελί της κοντόφθαλμής της θεώρησης του κόσμου, περιοριστικό κλωβό του απατηλού ορίζοντα της ευτυχίας της ο Μπριζέ καθιστά το τετράγωνο κάδρο (και με τα εσωτερικά πλάνα να αιχμαλωτίζουν τις φιγούρες σχεδόν μόνιμα σε μπούστο αλλά και σχεδόν ποτέ σε gros), που επίσης εγκιβωτίζει στις διαστάσεις τού rustique αντικέ View-Master ό,τι ο Αστρύκ είδε αλλιώς (ως νεύμα σεβασμού στους ιμπρεσιονιστές – του χρωστήρα και του πανιού) και περιτετμημένα (μόνο το πρώτο ήμισυ του βιβλίου, με τέρμινο τη δραματική απελευθέρωση της ηρωίδας από τον συζυγικό της υμέναιο). Ευθυγραμμιζόμενος κατά τι μαζί του στην κόντρα λυρική υποκριτική γραμμή και στην αντικλασική μεταχείριση, αλλά αντί του voice-over με τις αναμνησιακές εκλάμψειες της Ζαν ως καίριο αφηγηματικό εργαλείο.
Oui, αυτά τα souvenirs, οι ανακλήσεις, είναι η παραμυθία τού θηλυκού μας και το σύνθεμα (καθώς το πιάνο του Ολιβιέ Μπομόν δοκιμάζει κάτι à la manière de πονετικός Λεγκράν σε αραιά χωρία) une merveille alternative για όποιον με τα παραδοσιακά μελοδράματα έντασης εποχής περνάει… περίοδο, ενώ η πατημένα 20 και μητέρα πια Ζαν αρχίζει να (τα) χάνει (με) τον περίγυρό της. Η αγαθή μάνα στην κοσμάρα της, που αποδέχεται τη μοίρα τού έμφυλου ρόλου της και θ’ αποκαλυφθεί ότι επιθυμούσε άλλον απ’ αυτόν που αγάπησε ειλικρινά. Η υπηρέτρια με την οποία συνανατράφηκε, που θα πληρώσει το ότι υπέκυψε σε ένα σαρκικό (ή ταξικά;) σφάλμα. Ένας σύζυγος με τίτλους τιμής μόνο στα χαρτιά που θα την προδώσει δις. Ένα φιλικό τους αριστοκρατικό αντρόγυνο που θα χτυπήσει τραγικά η μπάλα του κροκέ-για-4 τους. «Όλοι ψεύδονται, πάτερ!», θα πει στον πνευματικό της. «Οφείλετε στον εαυτό σας την αλήθεια», θα πει αυτός, προτού αναμάρτητος βάλει τον λίθο συμβάλλοντας στη συμφορά της ενορίτισσας, και την Εκκλησία ως παράγοντα παρακατιανό (εν συγκρίσει προς τη βαρύτητά της στο κείμενο του Μωπασάν) στους λειμώνες της διασκευής τού Μπριζέ.
Απ’ αυτούς τους prêtres και το σχολείο τους κι απ’ το πεπρωμένο του προσπαθεί μάταια να ξεφύγει κι ο μοναχογιός της Ζαν, στο πλάι της οποίας ο μειλίχιος πατέρας της και η φύση, ανέκαθεν το δεύτερο σπίτι τους, θα μείνουν πιστοί. Για πόσο μπορούν, όμως; Οι εποχές αλλάζουν, οι γαίες κι οι άνθρωποί του αρχίζουν να εγκαταλείπουν (με ή άνευ ψεμάτων) το θηλυκό που τα βάφει μαύρα. Μια οικονομικών όρων τροπή – μέγγενη κλιμακώνει και συγκεκριμενοποιεί την έτερη της διττής φύσης τού πορτρέτου του δημιουργού του «Ο Νόμος της Αγοράς»: το (ε, βέβαια) σχόλιο στην ιστορική αρχή της πτώσης των δημοσιονομικά προνομιούχων και κληρονομικώ δικαιώματι ανωτέρων μιας δημοκρατίας, που αρνούνται, δεν θέλουν να καταλάβουν και να σταματήσουν την κατιούσα τους.
Την κατιούσα έχει αρχίσει παράλληλα να παίρνει και το αμείωτο επί 70+ λεπτά ενδιαφέρον σου, καθώς ένα πρόσωπο απ’ το παρελθόν θα τείνει καθοριστική χείρα βοηθείας στην… ανάγωγα ανήμπορη ν’ αντιδράσει madame. Ο εκφραστικά σταθερά θερμός φεγγίτης του Μωπασάν (τον οποίο έχει υποδειγματικά υποβλητικά ντιμάρει το φιλμ) ζεσταίνει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και με αισιοδοξία πλοκής το κοκαλάκι, ο Μπριζέ (δεν) καταφέρνει μόνο (με) την πινελιά του mot à mot φινάλε παρηγορίας να το πετύχει. «Η ζωή ποτέ δεν είναι τόσο όμορφη ή άσχημη όσο νομίζεις», λέει. Κι η ταινία αυτή το ίδιο, αλλιώς μου τα ‘φερε. Πού θα πάει, θα μάθω η γυναίκα…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Francophones και αισθητές μπορεί να πάθουν μέχρι και (ου) λαλά απ’ το «ρεζουλτά». Οι φίλοι των συντηρητικών παλιακών και οι τηλεορασάκηδες μπορεί να το βρουν κομμάτι περίεργο ή υποτονικό. Όσοι μάθατε τον δημιουργό απ’ το «Ο Νόμος της Αγοράς», ετοιμαστείτε για κάτι μορφικά και θεματικά διαφορετικό (που όμως… θίγει, με τον διακειμενικό και υπόγειο τρόπο του, ξανά κοινωνικοεργασιακά issues). (Allons) (En)Fan(ts) club του Μωπασάν, σκάλες ανώτερο του προ πενταετίας «Επικίνδυνο Πάθος» (ω ναι, το «Bel Ami» είχαν μεταφράσει έτσι).
Σεμινάριο Ιστορίας του Κινηματογράφου 2019 – 10 Μαθήματα
Σεμινάριο Ιστορίας και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ 2019
Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2019
Η Ευνοούμενη του Ευνοούμενου κ. Λάνθιμου || κριτική του Γιάννη Καραμπίτσου [2/5]
“Περί “Κυνόδοντα”, Oscar, κριτικής και αισθητικής κινηματογράφου, ηθικής, αισθητικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας” του Γιάννη Καραμπίτσου
Κούφιος κυνόδοντας; του Αδάμ Αδαμόπουλου
Arturo Ripstein: Το κάστρο της αγνότητας (1972), «Έξω είναι άσχημα»
Ο Arturo Ripstein μιλά με την Paz Alicia Garciadiego για το “Κάστρο της Αγνότητας” (1972)