Η εκτέλεση ενός μύθου
του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου
«Δόξα τω Θεώ, είμαι πάντα άθεος.».
«Το έργο μου είναι διφορούμενο, και γι’ αυτό μ’ ενδιαφέρει. Αν ένα έργο είναι προφανές, έχει λήξει για μένα.»
Luis Bunuel
[Έξοδος: από 11 Απριλίου 2019 – αποκλειστικά στο ΑΣΤΥ]
[Το Σάββατο 20.4.2019 στις 20.00 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο και συζήτηση στο Σχολείο του Σινεμά (Τσαμαδού 26-28, Εξάρχεια) ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ από τις πιο αντιπροσωπευτικές του!!!]
Φράσεις σαν κι αυτές (που οι προεκτάσεις τους, άλλωστε, πραγματώνονται σταθερά μέσα στις ταινίες του Bunuel) έχουν δώσει λαβή στις πιο αντιφατικές ερμηνείες γύρω από το έργο τού μεγάλου ισπανού σκηνοθέτη· ένα έργο πάντα «διφορούμενο», που μιλάει συχνά-πυκνά για το χριστιανισμό, την πίστη, την Εκκλησία. Συνδυάζοντάς τες, οι «χριστιανοί» εξηγητές του προσπάθησαν να τον «κλέψουν» από τους «υλιστές» αντιπάλους τους, υποστηρίζοντας ότι ο Luis είναι θεοσεβούμενος, γιατί τον τυραννάει, τον «κατέχει» συνεχώς η ιδέα του Θείου· ότι επιτίθεται και βλασφημεί (Βιριδιάνα), επιδιώκοντας κατά βάθος να επιτύχει την αποκάλυψη ενός κρυμμένου θεού- κι ότι το «διφορούμενο» στις ταινίες του είναι η υπονόμευση της βλασφημίας του από την υποσυνείδητη μεταφυσική αναζήτηση.
Το επιχείρημα, όπως παρατηρήθηκε, είναι λίγο απλοϊκό. Με την ίδια νοοτροπία θα ’πρεπε κανείς να παραδεχτεί ότι τα μέλη της Ιεράς Εξετάσεως ήταν αιρετικοί γιατί είχαν την έμμονη ιδέα της ανακάλυψης αιρέσεων!
Το θέμα είναι απλούστερο. Ο χριστιανισμός έχει ορίσει τη ζωή των Ευρωπαίων με κυριαρχικό τρόπο επί 2000 χρόνια, και σήμερα ακόμα τον επικαλούνται καθεστώτα για να στηρίξουν τον «πολιτισμό» τους. Ο καθολικισμός εξακολουθεί να επηρεάζει τέτοιες καθημερινές λεπτομέρειες όπως το αν θα χρησιμοποιεί μια γυναίκα αντισυλληπτικά ή θα ξυρίζει τις τρίχες των ποδιών της.
Ο Bunuel σφραγίστηκε στην παιδική του ηλικία από την εκπαίδευσή του στους Ιησουίτες κι απ’ το περιβάλλον της απολυταρχικής Ισπανίας των αρχών του αιώνα μας. Μαζί με ολόκληρη τη γενιά του ξεσηκώθηκε, ακριβώς για να πολεμήσει αυτές τις δύο σκοταδιστικές επιδράσεις. Γι’ αυτό και σ’ όλο το έργο του, μέσα στο πλαίσιο της πολεμικής του κατά του αστισμού, οξύτατα επιτίθεται και εναντίον της θρησκείας, μύθου που χρησιμοποιείται για τη συντήρηση του status quo.
Τα χρόνια πέρασαν, όμως, κι ο Luis γέρασε. Γέρασε καλά, σαν το παλιό κρασί, χωρίς να χάσει τις ιδέες του ή την εκφραστική του δύναμη. Απλώς, ωρίμασε τόσο, που η οξεία επιθετικότητά του μεταβλήθηκε σε διαβρωτικό χιούμορ. Και στο Γαλαξία, κλείνει ήρεμα τους λογαριασμούς του με την Εκκλησία.
Η ταινία αναπτύσσει το θέμα της σε τρία επίπεδα, τα οποία αποτελούν και την ιστορική σειρά: α) Σκηνές απ’ τη ζωή του Χριστού (κι ένα θαύμα της Παναγίας), β) σκηνές από την ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας και των αιρέσεών της, και γ) σκηνές σύγχρονες, με συζητήσεις περί αιρέσεων [και εμφάνιση Θεού(;) και Διαβόλου],
Παράλληλα, υπάρχουν και δύο αλήτες, υποτιθέμενοι προσκυνητές, που πραγματοποιούν το ταξίδι Παρίσι-Σαντιάγο για να επισκεφθούν τον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα. Οι αλήτες περνούν συνεχώς απ’ το δικό τους παρόν στο παρόν των σύγχρονων αιρέσεων και στο παρελθόν, χωρίς καμιά ειδική αιτιολόγηση των συναντήσεών τους με τους διάφορους αιρετικούς, που έρχονται παρατακτικά κι όχι συνεκτικά. Όμως, κι άλλα πρόσωπα τοποθετούνται σε ιστορικό χρόνο ή και μετακινούνται αυθαίρετα μέσα στην ιστορική προοπτική (οι δύο νεαροί αιρετικοί αλλάζουν εποχή, αλλάζοντας απλώς φορεσιές).
Όπως διαλύεται ο χρόνος, το ίδιο αυθαίρετα και οι χώροι δεν έχουν καμιά ακολουθία – ούτε λογική, ούτε φιλμική. Η γεωγραφία ανατρέπεται όσο και η Ιστορία.
Τέλος, σ’ αυτή την αυθαιρεσία των συντεταγμένων χώρου- χρόνου προστίθενται και ανεξήγητα, εκπληκτικά φαινόμενα: θαύματα του Χριστού και της Παναγίας, παράλογες εμφανίσεις κι εξαφανίσεις ανθρώπων, κ.λπ.
Ένα προσωρινό συμπέρασμα επιβάλλεται για την ταινία ως τρόπο έκφρασης του Bunuel: είναι ένας κόσμος ολότελα φανταστικός, ένας μύθος με θέμα το χριστιανισμό. Μ’ αυτόν το μύθο, όμως, δεν επικοινωνούμε συγκινησιακά, όπως γίνεται με τις περισσότερες μορφές τέχνης. Πρώτα απ’ όλα, δε γίνεται να ταυτιστούμε με κανένα από τα πρόσωπα της ταινίας που έρχονται, εκθέτουν αντικειμενικά τις απόψεις τους και παρέρχονται.
Δεν ταυτιζόμαστε ούτε με τους δύο αλήτες, για τους οποίους δε μαθαίνουμε τίποτα – ούτε για το παρελθόν τους, ούτε για τις βαθύτερες ανθρώπινες αντιδράσεις τους, ούτε καν για τα ελατήρια των πράξεών τους. Άλλωστε (όπως θα δούμε παρακάτω), οι ίδιοι δεν δρουν· παρακολουθούν αδιάφοροι.
Ύστερα, η μορφή του έργου μάς κρατάει θεληματικά σε απόσταση. Συντείνουν σ’ αυτό η «στεγνή» διαίρεση σε 19 κεφάλαια, η απόλυτη έλλειψη δραματικής συνδεσμολογίας,
απ’ την οποία παρατηρούνται τα δρώμενα, η ηρεμία, η λαγαράδα και η ρεαλιστική απλότητα της φιλμικής ε’κφρασης, η χρωματική λαμπρότητα των εικόνων του Christian Matras.
Η τεχνική του Bunuel είναι απλή και άμεση· υπηρετεί το θέμα. Αφού το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι δύο ή περισσότεροι άνθρωποι που συνδιαλέγονται, τα πλάνα είναι, αντίστοιχα, «αμερικέν» ή ημισυνόλου, τραβηγμένα με φακούς σχετικά ευρυγώνιους, που πλαταίνουν το κινηματογραφικό πεδίο. Το θέμα (δηλαδή ο ηθοποιός) βρίσκεται σχεδόν πάντα στη μέση του κάδρου (το οποίο διορθώνεται με συνεχή, αδιόρατα «πανοραμίκ»), ενώ η κίνησή του παρακολουθείται με εξίσου «αόρατα» τράβελινγκ: ευλυγισία έκφρασης, αμεσότητα και αφάνεια της τεχνικής.
Αποστασιοποίηση, λοιπόν, με την μπρεχτική έννοια. Ο Bunuel αποκλείει στο θεατή την ασυνείδητη, ενστικτώδη, συγκινησιακή συμμετοχή στο έργο, απαρνιέται το μεγάλο όπλο τού σκηνοθέτη: τη γοητεία της τέχνης του, το conditionnement του κινηματογράφου, κι εγκαταλείπει τα πλεονεκτήματα της ρητορικής.
Αν προσθέσουμε, μάλιστα, και το γεγονός ότι η ταινία δεν εξελίσσεται, δεν «πορεύεται», κι ότι το ίδιο ουσιαστικά θέμα εξετάζεται από διαδοχικά μεταβαλλόμενες σκοπιές, τότε έχουμε μια αίσθηση ακινησίας. Η ταινία εκτίθεται πια σαν τοιχογραφία, κι εμείς, μέσα στον φανταστικό, απόλυτο χώρο της, διαλέγουμε μόνοι το δρόμο μας.
Είμαστε, λοιπόν, ελεύθεροι να διαλέξουμε και την πίστη, αφού, όπως δηλώνουν ο ίδιος ο Bunuel κι ο σεναριογράφος του, Jean- Claude Carriere: α) όλα τα στοιχεία της ταινίας είναι αυστηρά ακριβή και αποτελούν αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και καθιερωμένα θεολογικά βιβλία, β) οι θεοφάνειες, οι αφηγήσεις και τα θαύματα παρουσιάζονται σύμφωνα με την παραδοσιακή χριστιανική εικονογραφία, χωρίς καμία τάση επιθετικότητας ή γελοιοποίησής τους.
Και όμως… Κάτω από την «κλασική» καθαρότητα της γραφής που φαίνεται να μην αφήνει τίποτα στη σκιά, ο μεγάλος αυτός καχεδαφιστής των ταμπού έχει ετοιμάσει τα όπλα που θα μετατρέψουν το χριστιανισμό από πίστη σε μύθο-ταινία. Δεν πρόκειται για βόμβες που γκρεμίζουν με πάταγο, αλλά κάτι σαν την ασήμαντη μπανανόφλουδα που ρίχνει ένα παιδί, κι ο καλοντυμένος αστός ή ο χρυσοποίκιλτος επίσκοπος την πατάει και πέφτει με τα σκέλια ψηλά, μέσα στη λάσπη.
Πρώτα πρώτα, εκμεταλλεύεται τη θεμελιακή ιδιότητα του κινηματογράφου: ότι υλοποιεί, ότι φέρνει υπερβολικά κοντά μας τα πρόσωπα. Διατηρεί, λοιπόν, ο σκηνοθέτης την «αγγελική» όψη του Ιησού, όπως τον εμφανίζουν οι εικονίτσες του Κατηχητικού, αλλά τον παρουσιάζει ρεαλιστικά, στις λεπτομέρειες της καθημερινής του ζωής. Ο Χριστός ετοιμάζεται να ξυριστεί, γελάει και χειρονομεί με θόρυβο, λέει «πεινάω» και τρώει με βουλιμία, κυρίως δε είναι πάντα βιαστικός, καθυστερημένος και κακοδιάθετος. Τον πιέζουν σχεδόν να μιλήσει, να κάνει θαύματα, αφού είναι επαγγελματίας του είδους, κι εκείνος δυσφορεί.
Τι πετυχαίνει έτσι; Πρώτον, αναγνωρίζουμε άμεσα, υποσυνείδητα, τον Χριστό, χωρίς ο Bunuel να μας τον παρουσιάζει. Δεύτερον, εξουδετερώνει εκ των προτέρων κάθε κατηγορία «βλασφημίας». Τρίτον, υποσκάπτει τόσο περισσότερο την εξωλογική πίστη στο μύθο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά της «αγγελικής» αυτής εικονογραφίας με τις ανθρώπινες πράξεις.
Αυτά ισχύουν για τις παραστάσεις του πρώτου επιπέδου.
Στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο, αντιπαραθέτει το δόγμα με τις αιρέσεις. «Τι είναι αίρεση;» λέει ο Carriere. «Είναι κάποιος που αποφασίζει ένα πρωί ότι πιστεύει σ’ όλα τα δόγματα του χριστιανισμού εκτός από κάτι: ο Χριστός δεν έτρωγε- έκανε ότι έτρωγε. Είναι απόλυτα σίγουρος πως έχει δίκιο, και για τη λεπτομέρεια αυτή είναι έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί». Έτσι κι ο Bunuel δείχνει τη φοβερή πάλη δόγματος και αιρέσεων με λόγια, με αναθέματα, με μονομαχίες, με κρεμάλες. Τα κοριτσάκια του παρθεναγωγείου φανατίζονται φριχτά με γελοιότητες. «Άγιοι» επίσκοποι ξεθάβονται για να ψηθούν στην πυρά. Η ανηλεής σύγκρουση εκτίθεται, ανά τους αιώνες, σε όλες τις φάσεις και τις παραλλαγές της. Πάντα αντικειμενικά, όμως, από απόσταση, χωρίς πάθος, σύμφωνα με την όλη μορφή του έργου.
Τι θα του χρειαζόταν, όμως, να προβάλει τη δική του οργή, αφού αρκεί να αναπαραστήσει την Εκκλησία όπως μόνη της αυτοκαθορίζεται, με τις αντιφάσεις της, την απίστευτη σκληρότητα, τη ματαιότητα που βρίσκεται τόσο μακριά από την Αγάπη την οποία πρεσβεύει; Πώς να μη «βγάζει μάτια» η φρικιαστική δυσαναλογία ανάμεσα στις ασήμαντες αυτές διενέξεις και στα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα που δημιούργησαν;
Τελικά, το δόγμα και η αίρεση, τα δύο αυτά ανταγωνιστικά σχήματα, ορίζονται εναλλάξ θετικά και αρνητικά, και πάντα αποστασιοποιημένα στη συνείδηση του θεατή. Αποτέλεσμα: συν ένα πλην ένα ίσον μηδέν.
Έτσι, στον κλονισμό του μύθου των ιερών προσώπων τού πρώτου επιπέδου προστίθεται τώρα, στο δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, ο κλονισμός του μύθου της επίγειας Εκκλησίας και της διδασκαλίας της.
Ωστόσο, δεν αρκούν αυτές οι επιτυχίες σ’ έναν πολυσύνθετο δημιουργό. Υπάρχουν και οι αλήτες, που θα χρησιμεύσουν ως πραγματικοί «καταλύτες». Έρχονται κατευθείαν από την παράδοση του ισπανικού πικαρέσκου μυθιστορήματος, που άρχισε τον 16ο αιώνα με το Λαθαρίγιο δε Τόρμες. Ίδια σαν τους ήρωες (ή, μάλλον, τους αντιήρωές) του, πραγματοποιούν ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Η προέλευσή τους είναι λαϊκή, και δεν έχουν καμιά προκαθορισμένη ηθική, κανένα ιδεώδες. Έρχονται όμως σε άμεση επαφή με τον υλικό κόσμο, υπακούοντας στις παρορμήσεις τους, πρώτη απ’ τις οποίες είναι η πείνα. Έτσι, αυτή η «παρθενικότητά» τους αντιπαρατίθεται συνεχώς από τον Bunuel στις αφηρημένες σιβυλλικές φράσεις τού δόγματος (με το «Θεό», στην αρχή), στις ακατανόητες αιματηρές συγκρούσεις (η μονομαχία), στις φθαρμένες συμβάσεις (στο παρθεναγωγείο). Τα αγαθά τους μάτια κοιτούν με ανεμελιά, απόσταση και κάποια ευθυμία τα όσα φριχτά γίνονται, αυτόματα, λιάδες χιλιόμετρα μακριά. «Τι θε’λουν μες στην ανθρωπότητα αυτοί οι άγριοι, φανατικοί κάτοικοι… της Σελήνής;» θα είχε κανείς την τάση να φωνάξει μετά την επενέργεια των αλητών-κα- ταλυτών.
Σαν καταλύτης, όμως, ενεργεί και το χιούμορ, το απίθανο χιούμορ του Bunuel. Όσο πιο σοβαρός και ακριβολόγος φαίνεται, τόσο στο βάθος κοροϊδεύει το σύμπαν. Ας θυμηθούμε την επιμονή του στη διήγηση του παπά για το θαύμα της Παναγίας – διήγηση όλο τικ, που σου δημιουργεί επίμονα ένα αίσθημα αναμονής, για να καταλήξει στην αστεία αντικατάσταση της καλόγριας που το ’χε σκάσει με τον ερωμένο της. Ας θυμηθούμε τον maitre d’hotel που κυριολεκτικά ιερουργεί, εκστομίζοντας μεγαλοπρεπείς δογματικές μπούρδες, περνάει ξαφνικά από τα «μυστήρια» στο «Θέλετε στρείδια, κυρία; Είναι φρεσκότατα», κι αμέσως διώχνει με σκαιότητα τους φτωχούς. Ο σύνδεσμος χριστιανισμός-μέσο και όπλο της αστικής τάξης επιτελείται αστραπιαία και υποσυνείδητα στο θεατή. Τα παραδείγματα είναι άπειρα.
Όμως ο Bunuel δεν μπορεί να είναι τυπικά λογικός, ούτε και μόνο αρνητικός. Στο Γαλαξία υπάρχει εντονότατη και η σουρεαλιστική διάσταση της δημιουργίας του. Ο σουρεαλισμός του είναι ο δρόμος για να φτάσει σε μια πραγματικότητα ουσιαστική, πέρα από τα επιφαινόμενα. Μια παράλληλη διάσταση προστίθεται, οδηγώντας στο σημείο όπου, όπως λέει ο Breton, «το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, το μεταδιδόμενο και το αμετάδοτο, το πάνω και το κάτω, παύουν να γίνονται αντιληπτά ως αντιφατικά» (βλ. τις νυχτερινές σκηνές στο πανδοχείο). Όλα είναι δυνατόν να συμβούν, χωρίς καμιά δύναμη να τα κινεί. Έτσι και τα θρησκευτικά θαύματα δεν είναι παρά ένα μέρος των θαυμάτων που συνεχώς πραγματοποιούνται χάρη στην «ποιητική» δύναμη της τέχνης. Η τύχη αυτή (που δεν είναι η τύχη να κερδίσεις το Εθνικό Λαχείο, αλλά σουρεαλιστικός νόμος) επιτρέπει τις λογικά αυθαίρετες εικόνες, οι οποίες δεν ερμηνεύονται ποτέ ως συγκεκριμένα σύμβολα. Ένας πανέμορφος νέος (ο Διάβολος;) εμφανίζεται ξαφνικά και μιλάει κρατώντας ένα κομμάτι άχυρο. Γιατί; Ο παπάς τού πανδοχείου αφήνει να του πέσει ένα σπαθί. Γιατί; Οι χωροφύλακες δε συλλαμβάνουν τους προφανείς κλέφτες. Γιατί; Δίπλα στον επιβλητικό κύριο της αρχής (ο Θεός;) εμφανίζεται ένας νάνος, κι ύστερα ένα περιστέρι. Είναι η Αγία Τριάδα; Ίσως ναι, ίσως όχι. Ο νεαρός αλήτης βλέπει με τη φαντασία του επαναστάτες να σκοτώνουν τον Πάπα, κι ο διπλανός του αστός ακούει την ομοβροντία. Γιατί; Τ’ όνειρο ξεχειλίζει ώς τη ζωή. Αυτό είναι το διφορούμενο που αναφέραμε στην αρχή: διφορούμενο θεμελιακό και δημιουργικό, κι όχι στενόκαρδη αμφιταλάντευση.
Αφού όμως όλα είναι δυνατόν να συμβούν, αφού πάνω σ’ όλα κυριαρχεί ο άνθρωπος όταν είναι αληθινά ελεύθερος, χάρη στη θέλησή του και το χιούμορ του, τότε μέσα από το έργο αποδεικνύεται (έστω, εμμέσως) πως ο χριστιανισμός δεν είναι παρά μια φανταστική κατασκευή, εξομοιωμένη με το μύθο της ταινίας. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από θαύματα που τελικά δεν 344 πραγματοποιούνται (οι τυφλοί στο φινάλε), δεν έχει ανάγκη από
μύθους και «στυλοβάτες». «Ο άνθρωπος είναι η μοίρα του ανθρώπου.»
Όπως όλα τα σημαντικά έργα τέχνης, έτσι κι Ο Γαλαξίας ανήκει συγχρόνως στον κλασικισμό και στην πρωτοπορία (ο σουρεαλισμός δεν έπαψε να είναι πρωτοπορία), είναι συγχρόνως σοβαρός και αστείος, είναι ένα μεγαλόπρεπο μυθιστορηματικό πεδίο, ένας θαυμαστός μηχανισμός, ένας διαυγής λαβύρινθος, ένα διάστημα εκ πρώτης όψεως προκαθορισμένο, αλλά στην ουσία απεριόριστο κι ελεύθερο, όπου αβάδες και «φύλακες», ευγενείς και αστοί, πιστοί και ιερόσυλοι, ορθόδοξοι κι αιρετικοί, θεοί και δαίμονες, περιμένουν μιαν απόφαση παρμένη με ήρεμη καρδιά: τη διαταγή ΣΑΣ να γίνουν καπνός!
-Σύγχρονος Κινηματογράφος>·, τχ. 9-10, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1970
[…] κινηματογράφου, ο Γιάννης Μπακογιανόπουλος, σε αυτό το κείμενο που πρέπει να διαβασθεί με […]